el | fr | en | +
Accéder au menu

Αμερικανικές εκλογές

Μιτ Ρόμνεϊ: Διπλωματία υπέρ των πολυεθνικών υπό την απειλή των όπλων

Με πτυχίο από το Χάρβαρντ και με το παρουσιαστικό του καλού οικογενειάρχη, τίποτε στη διαδρομή του κ. Γουίλαρντ Μιτ Ρόμνεϊ δεν προδίδει την ιδιαίτερη αδυναμία του στις απαγωγές δημοκρατικά εκλεγμένων προέδρων ή στην τοποθέτηση στην εξουσία τυράννων υπεύθυνων για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Κι όμως, η καταφυγή σε τέτοιες πρακτικές αποτελεί έναν από τους πυλώνες του μοντέλου εξωτερικής πολιτικής που προωθεί με παροιμιώδη απάθεια ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ώρα που κατακρίνεται από προοδευτικούς κύκλους επειδή διέλυσε διά της ρευστοποίησης πολλές επιχειρήσεις την εποχή που διαχειριζόταν το επενδυτικό κεφάλαιο Bain Capital, στον Ρόμνεϊ θα άξιζε εξίσου σκληρή κριτική και για τα εγκώμιά του προς διάφορους νεκροθάφτες της δημοκρατίας.

Στον πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης απευθύνεται συχνά μια κατηγορία: ότι είναι ένας καιροσκόπος χωρίς πραγματικές πεποιθήσεις, που ασκείται στην ψηφοθηρία υιοθετώντας το «όπου φυσάει ο άνεμος». Αν και, πράγματι, συχνά φάσκει και αντιφάσκει σε κοινωνικά ζητήματα (εκτρώσεις, κλιματική αλλαγή, κοινωνική ασφάλιση… ), η επαγγελματική πορεία του βρίσκεται στον αστερισμό της συνέπειας: είναι ένας ένθερμος οπαδός της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας και ποτέ δεν διαφοροποιήθηκε σε αυτό το σημείο. Ο άνθρωπος που το 2011 απαντούσε σε έναν αντίπαλό του, «Μα αγαπητέ μου, οι επιχειρήσεις είναι πρόσωπα!», δεν σταματά να διεκδικεί, για λογαριασμό των αμερικανικών πολυεθνικών, την ελευθερία να ενεργούν οπουδήποτε στον κόσμο καταπώς τις βολεύει.

Από αυτή την άποψη, το βιβλίο του για την προεκλογική καμπάνια «No Apology» («Χωρίς συγγνώμες») (1), είναι διαφωτιστικό και πέρα από τον τίτλο του. Σχεδιασμένο να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον της εξωτερικής πολιτικής των Δημοκρατικών, το πόνημα αυτό αξίζει κυρίως για όσα αποκαλύπτει περί των εσωτερικών πτυχών του δόγματός του. Οι σελίδες για τα γεγονότα της Ονδούρας το 2009 και για τις δηλώσεις του σχετικά με την Ινδονησία του Σουχάρτο, κινούν ιδιαιτέρως την προσοχή.

Εκλεγμένος από τον λαό της Ονδούρας μέσα από ελεύθερες εκλογές, ο πρόεδρος Μανουέλ Σελάγια (2006-2009) δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικός. Καθώς υπογραμμίζει ο ειδικός σε θέματα Λατινικής Αμερικής, Ρίτσαρντ Γκοτ, «ο πλούσιος γαιοκτήμονας, ειδικευμένος στη βιομηχανία της δασικής εκμετάλλευσης και την εκτροφή βοοειδών, ήταν ο υποψήφιος του Φιλελεύθερου Κόμματος, ενός από τους δύο παραδοσιακούς πόλους της ονδουριανής ολιγαρχίας». (2) Επικεφαλής της δεύτερης φτωχότερης χώρας στην αμερικανική ήπειρο, επιχείρησε να απαλύνει τη μοίρα της πλειοψηφίας του πληθυσμού: αύξησε τον βασικό μισθό κατά 60% και επένδυσε σε κοινωνικά προγράμματα εμπνευσμένα από πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη Βραζιλία από τον πρόεδρο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Οι πρωτοβουλίες αυτές στάθηκαν αρκετές για να εξοργίσουν τη δεξιά αντιπολίτευση, η οποία έσπευσε να του απονείμει τον τίτλο του νέου καουντίγιο (αναφερόμενη στον Ισπανό δικτάτορα Φράνκο), κραυγάζοντας για δημαγωγικές και δικτατορικές εκτροπές. Κατόπιν, όταν ο Σελάγια ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την πιθανή σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης (το ισχύον Σύνταγμα, που χρονολογείται από το 1980, είχε συνταχθεί από τη στρατιωτική διακυβέρνηση), η Δεξιά άρχισε να ουρλιάζει για πραξικόπημα· μέσα στη νύχτα, άνδρες οπλισμένοι με οπλοπολυβόλα εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο, προκειμένου να απαγάγουν τον πρόεδρο και την κόρη του. (3)

Αφού μεταφέρθηκε διά της βίας σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση, ο Σελάγια στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε στην πίστα ενός αεροδρομίου της Κόστα Ρίκα, με διαταγή να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στη χώρα του. Στο μεταξύ, στην Ονδούρα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είχαν σταματήσει να εκπέμπουν, οι τηλεφωνικές συνδέσεις είχαν διακοπεί και οι βιαιότητες πολλαπλασιάζονταν σε όλη τη χώρα. Η Διεθνής Αμνηστία κάνει λόγο για «μαζικές συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια». (4) Σύντομα όμως, ο Ρόμνεϊ θα μπορούσε να χαρεί ξανά: μερικούς μήνες μετά το πραξικόπημα, η νέα κυβέρνηση διοργάνωσε ένα διεθνές φόρουμ γύρω από τη θεματική «Η Ονδούρα είναι ανοιχτή στην αγορά». Τα ιδιωτικά κεφάλαια άρχισαν να συρρέουν.

Το γεγονός ότι η αμερικανική πολιτική στην Ονδούρα εξόργισε τον Ρόμνεϊ, δεν συνέβη εν ονόματι της τσαλαπατημένης δημοκρατίας, αλλά αντιθέτως επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν την πρωτοβουλία (αν και μία φορά δεν σημαίνει και αλλαγή στις συνήθειες) της ανατροπής ενός καθεστώτος της Κεντροαριστεράς στη Λατινική Αμερική. «Όταν η Ονδούρα θέλησε να απαλλαγεί από τον μαρξιστή πρόεδρό της», δήλωνε στον Τύπο επισημαίνοντας την απογοήτευσή του, «[ο κ. Μπαράκ Ομπάμα] τον υπερασπίστηκε». (5) Στο βιβλίο του, ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο πηγαίνει ακόμη πιο μακριά, περιγράφοντας τον Σελάγια ως έναν «διεφθαρμένο απολυταρχικό ηγέτη (…) νομικά έκπτωτο από την εξουσία από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ονδούρας. (…) Προκαλεί εξαιρετικά δυσάρεστη εντύπωση η διαπίστωση ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να αναγκάσει την Ονδούρα να ενεργήσει αντιβαίνοντας στους ίδιους της τους νόμους, προκειμένου να αποκαταστήσει στην εξουσία έναν καταπιεστικό και αντιαμερικανό ηγέτη». (6) Χάρη στα ντοκουμέντα που αποκαλύφθηκαν από το WikiLeaks, γνωρίζουμε πλέον ότι κανείς έξω από τους πιο ριζοσπαστικούς κύκλους των συντηρητικών δεν υιοθετεί αυτές τις θέσεις. Το μαρτυρούν τα διπλωματικά τηλεγραφήματα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Τεγκουσικάλπα, τα οποία αναφέρονται «χωρίς κανένα ίχνος αμφιβολίας» σε ένα «παράνομο και αντισυνταγματικό πραξικόπημα», που ολοκληρώθηκε με την «απαγωγή» του εκλεγμένου προέδρου. (7)

Ιδού λοιπόν οι μέθοδοι που συστήνει ο Ρόμνεϊ για τη μελλοντική άσκηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης που διοργάνωσαν τον Νοέμβριο του 2011 το Cable News Network (CNN) και το Heritage Foundation, εμφανίστηκε ακόμη πιο σαφής, αυτή τη φορά εκθειάζοντας «όσα συνέβησαν στην Ινδονησία στη δεκαετία του 1960, όταν βοηθήσαμε τη χώρα να εκσυγχρονιστεί, χάρη σε ένα καινούργιο καθεστώς». Μια περίοδος της Ιστορίας ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπής στα μάτια του, από την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να εμπνευστούν προκειμένου να διαχειριστούν τις σχέσεις τους με το Πακιστάν και, κατ’ επέκταση, με τον υπόλοιπο κόσμο. Ένας άλλος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ινδονησία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 θα ήταν να θεωρήσουμε αξιόπιστη την εκδοχή που τεκμηριώνουν τα εσωτερικά υπομνήματα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) και η οποία υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν ώστε να παραδοθούν πλήρεις εξουσίες σε έναν άνθρωπο που «φιγουράρει στον κατάλογο των μεγαλύτερων μαζικών εγκληματιών του 20ού αιώνα». (8)

Τι το εξαιρετικό διέθετε εκείνη η πολιτική, ώστε μισόν αιώνα αργότερα να προκαλεί ακόμη τον θαυμασμό του συντηρητικού υποψηφίου για τον Λευκό Οίκο; Όπως σημειώνει ένα βρετανικό διπλωματικό τηλεγράφημα του 1964, η Ινδονησία ήταν τότε μια ιδιαίτερα σημαντική χώρα, εξαιτίας του ρόλου της ως «μείζονος προμηθευτού απαραιτήτων πρώτων υλών»: παρήγαγε «γύρω στο 85% του παγκόσμιου φυσικού καουτσούκ, 65% της ψίχας καρύδας και διέθετε το 45% των αποθεμάτων κασσίτερου και το 23% του ορυκτού χρωμίου». (9) Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, την κυβερνούσε ο Σουκάρνο, ένας αυταρχικός πρόεδρος που απέρριπτε και τον αμερικανικό και τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό, προκειμένου να χαράξει τη δική του πορεία και να προστατεύσει τους εθνικούς φυσικούς πόρους: μια βούληση ανεξαρτησίας που προφανώς δεν έβρισκαν του γούστου τους οι αμερικανικές πολυεθνικές. Όταν ο Ρόμνεϊ πλέκει το εγκώμιο της Ινδονησίας, έχει στον νου του την εποχή του στρατηγού Σουχάρτο –μιας προσωπικότητας πολύ περισσότερο αυταρχικής και κτηνώδους από του προκατόχου του, που ανήλθε στην εξουσία με τη βοήθεια των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Στην Ινδονησία, η CIA εργαζόταν συστηματικά επί πολύ καιρό. Εκπαίδευσε και εξόπλισε τον στρατό, ώσπου να τον μετατρέψει σε κράτος εν κράτει. Στη συνέχεια, όταν οι στρατιωτικοί ήταν σε θέση να καταλάβουν την εξουσία, τους παρέδωσε μια λίστα με πέντε χιλιάδες άτομα που θεωρούνταν κομμουνιστές. Ο Τζόζεφ Λαζάρσκι, που τότε διηύθυνε το τοπικό γραφείο της CIA, θεωρεί ότι οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν εξίσου και ως «άδειες δολοφονίας». (10) Η πρώτη αυτή αιματοχυσία έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια γενικευμένη εκκαθάριση των κομμουνιστών (ή των υποτιθέμενων κομμουνιστών), η οποία κόστισε τη ζωή σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους, στην πλειονότητά τους χωρικούς. Αργότερα, ο Σουχάρτο θα εισέβαλε στο Ανατολικό Τιμόρ, όπου θα εξολόθρευε το ένα τρίτο του πληθυσμού.

Σύμφωνα με τον Ρόμνεϊ, η μέθοδος αυτή έχει αποδείξει την αξία της, αφού επέτρεψε στην Ινδονησία να αποκτήσει πρόσβαση στον «εκσυγχρονισμό», τουτέστιν στο διάπλατο άνοιγμα των θυρών της σε πολυεθνικές ακόμη πιο ελεύθερες να ευημερήσουν στη χώρα, από τη στιγμή που τα λαϊκά κινήματα αντίστασης είχαν πνιγεί στο ίδιο τους το αίμα από τη στρατιωτική χούντα. Πράγματι, αμέσως μετά τη φονική καταστολή, ο πρόεδρος Σουχάρτο κάλεσε τους μεγάλους διεθνείς βιομηχανικούς ομίλους να συμμετάσχουν σε ένα συνέδριο, κατά τη διάρκεια του οποίου τους εκχώρησε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ολόκληρων περιοχών.

Οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι ο μοναδικός τομέας τον οποίο ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος αντιμετωπίζει υπό το αποκλειστικό πρίσμα της απληστίας. Εφαρμόζει αυτό το πλαίσιο αντίληψης και στα πιο προσωπικά πεδία της ζωής. Έτσι, κάμποσα χρόνια αφού απέκτησε το πτυχίο του από το Harvard Business School, ο Ρόμνεϊ επιστρέφει στο πανεπιστήμιο για να δώσει μία διάλεξη σε ένα αμφιθέατρο γεμάτο φοιτητές: «[Ως άτομα] είστε όπως μια πολυεθνική», τους εξηγεί. «Έχετε τα ίδια προβλήματα με την Τζένεραλ Ελέκτρικ». (11) Προκειμένου να υποστηρίξει τη θεωρία του, παρουσιάζει τον πίνακα του BCG (Boston Consulting Group) –ένα γράφημα γενικότερα χρησιμοποιούμενο στην επιχειρηματική στρατηγική, όπου οι τομείς μιας κοινωνίας απεικονίζονται ως κύκλοι, των οποίων το μέγεθος είναι ανάλογο με τα παραγόμενα έσοδα. Εφαρμοσμένο στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, το διάγραμμα περιέχει τρεις σφαίρες: η μία αντιπροσωπεύει την εργασία, η άλλη την οικογένεια και η τελευταία τη θρησκεία. «Ο χρόνος που επενδύετε στην εργασία έχει χειροπιαστά αποτελέσματα, αφού αποφέρει χρήματα. (…) Τα παιδιά σας, από την άλλη, δεν θα σας αποφέρουν τίποτε επί είκοσι χρόνια», υποστηρίζει ο Ρόμνεϊ. Χειρότερα, αν οι γονείς τους δεν τους αφιερώνουν αρκετό χρόνο, μπορούν να γίνουν ακόμη και «βαρίδια» για την οικογένειά τους και για την υπόλοιπη κοινωνία.

Αν επιτρέπεται να αξιολογείς το ίδιο σου το παιδί σύμφωνα με κριτήρια παραγωγικότητας, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για έναν τύραννο; Το μισό εκατομμύριο των δολοφονημένων από το καθεστώς του Σουχάρτο χωρικών δεν απέφεραν τίποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες: ήταν ένα «βαρίδι». Ο δικτάτορας όμως επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να πλουτίζουν. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο σκέψης, η επιλογή γίνεται πολύ γρήγορα: να πάρεις θέση υπέρ των ανθρώπων και εναντίον του εκτελεστή τους είναι απλώς παράλογο. Ο Ρόμνεϊ αναβίβασε τη μεγιστοποίηση του κέρδους σε αξία που εφαρμόζει αδιακρίτως σε όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, από την οικογένεια έως την προεδρία.

Συχνά ο Ρόμνεϊ εγκαλείται για ιδεολογική κενότητα. Αντιθέτως, όμως, είναι ένας καθαρός και σκληρός ιδεολόγος, ικανός μάλιστα να αποκρύπτει τα δεινά που οι πεποιθήσεις του μπορούν να προκαλέσουν. Δεν άκουσε τον γδούπο που έκαναν, καθώς έπεφταν δολοφονημένα, τα κορμιά των Ονδουριανών διαφωνούντων και των Ινδονήσιων δασκάλων. Στην Αμερική του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου, η επιχείρηση κατέχει όλα τα δικαιώματα και ξέρει να τα διεκδικεί –υπό την απειλή των όπλων, εάν κριθεί αναγκαίο.

Johann Hari

Δημοσιογράφος, Βρετανία
Κούτσης Θανάσης (μτφ)Δημοσιογράφος

(1Mitt Romney, «No Apology. The Case for American Greatness», St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη, 2011.

(2Richard Gott, «Honduras: Back to the bad old days?», «The Guardian», Λονδίνο, 29 Ιουνίου 2009.

(3Βλ. Maurice Lemoine: «Ces relents de guerre froide venus du Honduras», «Le Monde Diplomatique», Σεπτέμβριος 2009.

(4«Honduras failing to tackle coup rights abuses», 28 Ιουνίου 2010, www.amnesty.org

(5Gail Collins: «Mitt’s zest for zings», «The New York Times», 14 Δεκεμβρίου 2011.

(6Mitt Romney: όπ.π.

(7Robert Naiman: «WikiLeaks Honduras: State Department busted on support of coup», 29 Νοεμβρίου 2010, http://archive.truthout.org.

(8Αναφέρεται στο Steven R. Shalom, Noam Chomsky και Michael Albert: «East Timor. Questions and answers», Z Magazine, Βοστώνη, Οκτώβριος 1999.

(9John Pilger: «Spoils of a massacre», «The Guardian Weekend», 14 Ιουλίου 2001.

(10Αναφέρεται στο Noam Chomsky, «Year 501. The Conquest Continues», South End Press, Κέμπριτζ, 1999.

(11Jodi Kantor. «At Harvard, a master’s in problem solving», «The New York Times», 29 Δεκεμβρίου 2011.

Μοιραστείτε το άρθρο