el | fr | en | +
Accéder au menu

Να περιορίσουμε τις ζημιές που προκαλούν τα ΜΜΕ

Τα μέσα ενημέρωσης είναι ένα θέμα σημαντικό για την «Le Monde diplomatique», άλλωστε όλοι οι διευθυντές της είχαν τη μελέτη του Τύπου, το ρόλο του, το γίγνεσθαι στο χώρο του, το μέλλον του, ως κεντρικούς άξονες του προβληματισμού τους. Συνοδεύοντας το άρθρο για τα περιοδικά του Antony Galluzzo, επιλέξαμε από το αρχείο μας ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε το 1998. Από το αρχείο μας, Φεβρουάριος 1998

Όταν προσεγγίζουμε το ζήτημα των ΜΜΕ, υπάρχει ο πειρασμός να υποκύψουμε στη γοητεία της κοινοτοπίας και της γελοιογραφίας, να περάσουμε χωρίς ενδιάμεσο στάδιο από τον εγκωμιασμό των νέων τεχνολογιών στην αμετάκλητη καταδίκη τους. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αναλύσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές τους γιατί τα ΜΜΕ αποτελούν ένα «μαύρο κουτί» που παράγει φαντασιώσεις. Κυρίως τη φαντασίωση της «παντοδυναμίας» τους. Αν όμως υπάρχει πραγματικά αυτή η δύναμη, ποιοι είναι οι μηχανισμοί της και πώς μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτελέσματά τους;

Η ιδέα της παντοδυναμίας των ΜΜΕ καταρρίπτεται σε μεγάλο βαθμό από τη διαπίστωση των ισχνών πολιτικών αποτελεσμάτων που σημείωσαν τα αυταρχικά καθεστώτα ή ακόμα και τα δημοκρατικά κράτη, παρά τη μαζική προσφυγή στην τηλεοπτική προπαγάνδα ή διαφήμιση (1). Εξάλλου, καμία σοβαρή μελέτη δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ότι η αύξηση της κοινωνικής βίας έχει τις ρίζες της στον πολλαπλασιασμό των βίαιων σκηνών στην τηλεόραση. Ίσως μάλιστα να συμβαίνει το αντίθετο: η βία στην τηλεόραση να τρέφεται από την κοινωνική βία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η επίδραση των ΜΜΕ στην κοινή γνώμη δεν υπάρχει. Αλλά πώς μπορούμε να την εκτιμήσουμε;

Σύμφωνα με ορισμένους, τα ΜΜΕ δεν είναι παρά ο καθρέφτης, λιγότερο ή περισσότερο πιστός, λιγότερο ή περισσότερο χειραγωγημένος, μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Συχνά (αλλά όχι πάντα) τα ΜΜΕ επιστρέφουν στο κοινό την εικόνα του εαυτού του, σύμφωνα με ένα κυρίαρχο πρότυπο, με έναν ακαδημαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων και με μια σειρά από στερεότυπα που γενικώς αναισθητοποιούν. Αυτή η εικόνα δρα επιστρέφοντας στο κοινό, με τρόπο βέβαιο, αλλά δύσκολα υπολογίσιμο. Σύμφωνα με μια άποψη πολύ πιο σκληρή, τα ΜΜΕ επικυρώνουν την υποταγή του πολιτισμού, της πληροφορίας και της πολιτικής, στις λογικές της οικονομίας και της διαφήμισης.

Το γεγονός ότι ο τρόπος της κοινωνικής δράσης των ΜΜΕ παραμένει αδιαφανής, απρόβλεπτος και δύσκολα ελεγχόμενος θα στενοχωρήσει κυρίως τους πολιτικούς χειραγωγούς ή τους διαφημιστές. Θα καθησυχάσει τους πολίτες που προτιμούν οι πολιτικές, οικονομικές, δημοσιονομικές ή διανοητικές εξουσίες να μην έχουν στη διάθεσή τους ένα όργανο που μπορεί να αποδειχθεί επίφοβο αν χρησιμοποιηθεί με τη λογική.

Όσον αφορά τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον περιορισμό των ζημιών που προκαλεί το σύστημα των ΜΜΕ, είναι γνωστά από καιρό: η εξασφάλιση όχι μόνο μιας ελάχιστης πολιτικής ανεξαρτησίας, αλλά -κυρίως η δημιουργία ενός δημόσιου τομέα απαλλαγμένου από κάθε οικονομική υποταγή στη διαφήμιση (2). Δυστυχώς, η ανεξαρτησία των ΜΜΕ δεν είναι ικανή συνθήκη για το αβλαβές τους ακόμα και αν παραμένει η αναγκαία γι’ αυτό συνθήκη.

Το απλουστευτικό μοντέλο μιας «θεωρίας της επικοινωνίας» βασισμένης σε ένα άκαμπτο γλωσσολογικό σχήμα, όπου ο ρόλος του δέκτη περιορίζεται στην αποκρυπτογράφηση του μηνύματος που κωδικοποιεί ο πομπός, έχει καταρριφθεί εδώ και πολύ καιρό. Ας ησυχάσουμε, λοιπόν, γιατί -παρά τα φαινόμενα- οι πολίτες (τουλάχιστον οι ενήλικοι) κατέχουν ανοσοποιητικά συστήματα που λειτουργούν σχετικά καλά. Αυτό δεν εξαιρεί ούτε την εκπαίδευση στις τηλεοπτικές εικόνες, ούτε την κριτική της αναπαράστασης της βίας ή την πολιτική και οικονομική χρησιμοποίηση των ΜΜΕ.

Η γοητεία της τηλεόρασης, «μαλακό» ναρκωτικό -αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο- παραγωγός εξάρτησης και άγχους, αποστέρησης και ενοχής, θα μπορούσε σύντομα να δώσει τη θέση της σε μια κάποια αποστασιοποίηση, εξαιτίας της ίδιας της υπεραφθονίας σε εικόνες και σε ήχους. Αν τα πολυμέσα και τα νέα δίκτυα επικοινωνίας δεν είναι καθόλου ουδέτερες εφευρέσεις, φαίνονται όμως λιγότερο επικίνδυνα από το λόγο που εμπνέουν.

Οι αυταπάτες για την κοινωνία της επικοινωνίας και οι συνέπειές τους φαίνονται, πράγματι, πολύ πιο ανησυχητικές από την πραγματική επήρεια των ΜΜΕ στα άτομα, τα ήθη ή τη δημοκρατία (3). Έχουμε ήδη διαπιστώσει τη σύγχυση ανάμεσα στην πληροφορία και τη γνώση και τις πλάνες των πολυμέσων, τα οποία, ενσωματώνοντας στο ίδιο μέσο -για παράδειγμα ένα CD-Rom- το γραπτό λόγο, την εικόνα και τον ήχο, θα επέτρεπαν «να αλλάξει τελείως η προβληματική της εκπαίδευσης. Χάρη στην άπειρη, από ‘δω και μπρος, ικανότητα να αποθηκεύουμε τη γνώση σε όλες τις μορφές της, ο ρόλος του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι σήμερα να διδάξει την τέχνη και τον τρόπο προσανατολισμού μέσα στη γνώση» (4).

Μετά το όνειρο της κατάργησης των εκπαιδευτικών, που θα μετατρέπονταν σε «πλοηγούς της γνώσης», η φαντασίωση της ζωής στα δίκτυα, στο εικονικό σύμπαν που αντικαθιστά ή και «αυξάνει το πραγματικό», η εικόνα μιας κοινωνίας που αποτελείται από «μια συλλογικότητα εγκεφάλων συνδεδεμένων ο ένας με τον άλλο» (5) προετοιμάζει την εικόνα μιας συλλογικής νοημοσύνης, όπου τα άτομα που συνδέονται μεταξύ τους με τα δίκτυα σχηματίζουν «αυτο-οργανωμένες ή μοριακές ομάδες (που πραγματώνουν) το ιδανικό της άμεσης δημοκρατίας» (6) Εδώ ξαναβρίσκουμε τη σύλληψη του Νόρμπερτ Βίνερ (7) για μια κοινωνία με διαφάνεια, διαμορφωμένη από «μηχανές που επικοινωνούν, τμήματα ενός συλλογικού συστήματος επεξεργασίας της πληροφορίας» (8). Ένας άλλος μύθος, ο μύθος της τεχνητής νοημοσύνης, καταλήγει να μας κάνει να πιστέψουμε πως το γεγονός ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε μηχανές ισότιμες με τον άνθρωπο, οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι όπως οι μηχανές.

Ένας νέος ατομικισμός αναπτύσσεται, τονίζει ο δοκιμιογράφος Φιλίπ Μπρετόν, σε μια «κοινωνία που επικοινωνεί συνεχώς, αλλά συναντιέται ελάχιστα». Όσο περισσότερο περιορίζεται ο ιδιωτικός χώρος προς όφελος του δημόσιου, όπως δείχνει η ανάπτυξη των «ριάλιτι σόου», των τηλεοπτικών εκπομπών όπου οι ίδιοι οι τηλεθεατές ξεσκεπάζουν την προσωπική τους ζωή, τόσο περισσότερο απαιτεί να προστατευτεί ζηλότυπα από κάθε ξένη εισβολή, με ένα είδος ξενοφοβίας. Αντιστρόφως, δείχνοντας τα πάντα, δεν αισθανόμαστε πια τίποτα απέναντι σε άτομα που έχουν γίνει διάφανα.

Η ιδέα ότι η επικοινωνία απελευθερώνει τους ανθρώπους, με την προϋπόθεση ότι γνωρίζουν τις τεχνικές της και κατακτούν το χειρισμό της, διαγράφει το περίγραμμα μιας αρμονικής κοινωνίας όπου οι ατομικές και κοινωνικές συγκρούσεις θα λύνονται χάρη σε μια σωστή χρήση της. Η αναζήτηση της διαφάνειας και της συναίνεσης γίνεται μέσω των ανταλλαγών στο δίκτυο. Δεν έχουμε πια ανάγκη το κράτος για να εγγυηθεί το γενικό συμφέρον. Δεν έχουμε πια ανάγκη το νόμο, γιατί υπάρχουν κώδικες καλής συμπεριφοράς. Δεν έχουμε πια ανάγκη την πολιτική και τους ενδιάμεσους φορείς για να μεσολαβήσουν ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη. Δεν έχουμε πια ανάγκη από τα έθνη, γιατί το πλανητικό χωριό είναι ήδη πραγματικότητα.

Δεν έχουμε πια ανάγκη την ιστορία, γιατί δεν υπάρχει πια μέλλον.

Ο επικοινωνιακός και ο φιλελεύθερος λόγος ενισχύουν έτσι ο ένας τον άλλο. Και οι δύο βασίζονται σε μια σύλληψη της νεωτερικότητας που δεν αφήνει περιθώρια παρά για ένα μόνο πιθανό κόσμο: αυτόν που θέτει τις τεχνολογικές ανακαλύψεις στην υπηρεσία των «νόμων» της οικονομίας.

Συμβολική βία

Όμως, αυτό που εξηγεί γιατί η ουτοπία της κοινωνίας της πληροφορίας έχει τόσο μεγάλη απήχηση είναι η ύπαρξη ενός μεγάλου κενού. Η απουσία κάθε πολιτικής προοπτικής, η εξαιρετική δυσκολία ν’ αλλάξουμε τους κανόνες ενός παγκόσμιου παιχνιδιού που στήθηκε από τις ΗΠΑ και το οποίο, για την ώρα, γίνεται αποδεκτό από την Ευρώπη, η τέλεια συνοχή της φιλελεύθερης ιδεολογίας επιβάλλουν σε όλους ένα μοναδικό μοντέλο.

Τα ΜΜΕ και οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας χρησιμοποιούνται γι’ αυτό το σκοπό ως εργαλείο ενορχήστρωσης και ταυτοχρόνως σύλληψης. Συχνά επιτρέπουν την αντικατάσταση του φυσικού καταναγκασμού του κράτους ή των οικονομικών δυνάμεων με τη συμβολική βία. Η διάλυση της πολιτικής μέσα στην ουτοπία της κοινωνίας της επικοινωνίας είναι ένα σύμπτωμα της αποδυνάμωσης της ιδιότητας του πολίτη και της εξαφάνισης των μεγάλων προοπτικών. Αυξάνει τη μοναξιά και το άγχος. Ποιος μπορεί να τα εξαφανίσει, βασιζόμενος μόνο στα ΜΜΕ και στις τεχνολογίες της επικοινωνίας;

Le Monde diplomatique - Ελληνική έκδοση

(1Βλ. Pierre Pean, Christophe Nick, «TF1, un pouvoir», Fayard, Παρίσι, 1997.

(2Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εισφορά, που είναι δύο φορές πιο υψηλή από ό,τι στη Γαλλία, επιτρέπει στο BBC να είναι ελεύθερο από τη διαφήμιση.

(3Philippe Breton, «L’Utopie de la communication», La Découverte, Παρίσι, 1995.

(4Thierry Gaudin στο «Nouvel Observateur», 24 Νοεμβρίου 1994. Αναφέρεται από τον Philippe Breton, όπ.π., σελ. 145.

(5Thierry Gaudin, όπ.π., αναφέρεται από τον Philippe Breton όπ.π., σελ. 150.

(6Pierre Levy, «L’intelligence collective», La Découverte, Παρίσι, 1994, σελ. 60.

(7Norbert Wiener (1894-1964), Αμερικανός επιστήμων, εφευρέτης της κυβερνητικής.

Μοιραστείτε το άρθρο