Ο κόσμος της οικονομίας είναι πράγματι, όπως το θέλει ο κυρίαρχος λόγος, μια τάξη καθαρή και τέλεια, η οποία αναπτύσσει ανηλεώς τη λογική των προβλέψιμων συνεπειών της και είναι έτοιμη να τιμωρήσει κάθε παράβαση με τις κυρώσεις που επιβάλλει, είτε αυτομάτως είτε -κατ’ εξαίρεση- μέσω των σιδηρών βραχιόνων της, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή του ΟΟΣΑ και των πολιτικών που επιβάλλουν: μείωση του κόστους εργασίας, μείωση των δημόσιων δαπανών και ευελιξία στην αγορά εργασίας; ‘Η μήπως, στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι παρά η πραγματοποίηση μιας ουτοπίας, που μετατρέπεται σε πολιτικό πρόγραμμα, αλλά μιας ουτοπίας, η οποία με τη βοήθεια της οικονομικής θεωρίας την οποία επικαλείται, καταφέρνει να θεωρήσει τον εαυτό της ως την επιστημονική περιγραφή του πραγματικού;
Αυτή η θεωρία είναι ένας καθαρά μαθηματικός μύθος, θεμελιωμένος, εξ αρχής, πάνω σε μια τρομερή αφαίρεση, η οποία στο όνομα μιας, περιορισμένης όσο και αυστηρής, σύλληψης της ορθολογικότητας, που ταυτίζεται με την ατομική ορθολογικότητα, συνίσταται στο να παραβλέπει τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους των ορθολογικών διατάξεων και των κοινωνικών και οικονομικών δομών που είναι η προϋπόθεση της άσκησής τους.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της παράλειψης, αρκεί να σκεφθεί κανείς, μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ποτέ δεν λαμβάνεται υπόψη καθαυτό, σε μια εποχή κατά την οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών, καθώς και στην παραγωγή των παραγωγών. Από ένα τέτοιο πρωταρχικό σφάλμα εγγεγραμμένο στο βαλρασιανό (1) μύθο της «καθαρής θεωρίας», απορρέουν όλες οι ελλείψεις και οι παραλείψεις της οικονομικής επιστήμης, και η μοιραία εμμονή με την οποία προσκολλάται στην αυθαίρετη αντίθεση την οποία δημιουργεί, από την ίδια της την ύπαρξη. Μια αντίθεση ανάμεσα στην καθαρά οικονομική λογική, η οποία στηρίζεται στον ανταγωνισμό και επιδιώκει την αποτελεσματικότητα, και την κοινωνική λογική, η οποία υποτάσσεται στον κανόνα της δικαιοσύνης.
Έτσι, η «θεωρία» αυτή, εξ αρχής αποκοινωνικοποιημένη και αποϊστορικοποιημένη, διαθέτει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τα μέσα για να γίνει πραγματική, εμπειρικά επαληθεύσιμη. Πράγματι, ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν είναι ένας λόγος σαν τους άλλους. Όπως ο ψυχιατρικός λόγος στο άσυλο, αποτελεί κατά τον Ερβίνγκ Γκοφμάν (2), έναν «ισχυρό λόγο» ο οποίος είναι τόσο ισχυρός και τόσο δύσκολο να καταπολεμηθεί, γιατί υποστηρίζεται από ένα παντοδύναμο συσχετισμό δυνάμεων, στη διαμόρφωσή του που τον διαμορφώνει, καθοδηγώντας, κυρίως, τις οικονομικές επιλογές εκείνων οι οποίοι κυριαρχούν στις οικονομικές σχέσεις και προσθέτοντας έτσι τη δική του δύναμη, καθαρά συμβολική, στους ίδιους συσχετισμούς δυνάμεων. Στο όνομα αυτού του γνωστικού επιστημονικού προγράμματος που μετατράπηκε σε πρόγραμμα πολιτικής δράσης, επιτελείται ένα τεράστιο πολιτικό έργο (το οποίο απαρνούνται εφόσον είναι, κατά τα φαινόμενα, καθαρά αρνητικό) που στοχεύει στη δημιουργία των συνθηκών πραγματοποίησης και λειτουργίας της «θεωρίας»: ένα πρόγραμμα μεθοδικής καταστροφής κάθε συλλογικότητας.
Η κίνηση -που γίνεται δυνατή χάρη στην πολιτική της χρηματοοικονομικής απορύθμισης- προς τη νεοφιλελεύθερη ουτοπία μιας καθαρής και τέλειας αγοράς, ολοκληρώνεται μέσω της μετασχηματιστικής και ακόμη καταστροφικής δράσης όλων των πολιτικών μέτρων (από τα οποία το πιο πρόσφατο είναι η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις, που αποσκοπεί στην προστασία των ξένων επιχειρήσεων και των επενδύσεών τους έναντι των κρατών) που έχουν ως στόχο την αμφισβήτηση όλων των συλλογικών δομών οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στη λογική της καθαρής αγοράς. Συλλογικές δομές όπως το έθνος, τα περιθώρια ελιγμών του οποίου φθίνουν συνεχώς, οι εργασιακές ομάδες με την εξατομίκευση- για παράδειγμα, των μισθών και της επαγγελματικής εξέλιξης ανάλογα με τα προσόντα του καθενός και, συνεπώς με την εξατομίκευση των εργαζομένων- οι συλλογικοί φορείς υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τα συνδικάτα, οι ενώσεις, οι συνεταιρισμοί, ακόμα και η οικογένεια, η οποία, μέσω της συγκρότησης αγορών με βάση τις ομάδες ηλικίας, χάνει ένα μέρος από τον έλεγχό της πάνω στην κατανάλωση.
Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, το οποίο αντλεί την κοινωνική του δύναμη από την πολιτικο-οικονομική ισχύ εκείνων των οποίων εκφράζει τα συμφέροντα -μετόχων, χρηματοοικονομικών παραγόντων, βιομηχάνων, συντηρητικών πολιτικών ή σοσιαλδημοκρατών πολιτικών που ασπάσθηκαν τις παραινέσεις για «παραιτήσεις» υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, υψηλόβαθμων οικονομικών αξιωματούχων, που είναι τόσο περισσότερο αποφασισμένοι να επιβάλλουν μια πολιτική η οποία κηρύσσει την ίδια τους τη βαθμιαία εξαφάνιση, όσο, αντίθετα με τα στελέχη των επιχειρήσεων, δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο να υποστούν τελικά τις συνέπειές της- τείνει συνολικά να ευνοήσει το σαφή διαχωρισμό μεταξύ οικονομίας και κοινωνικής πραγματικότητας και να δημιουργήσει έτσι, στην πραγματικότητα, ένα οικονομικό σύστημα σύμφωνο με τη θεωρητική περιγραφή, δηλαδή ένα είδος λογικού μηχανισμού, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια αλυσίδα νομοτελειών που κατευθύνουν τους οικονομικούς παράγοντες.
Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών, μαζί με την πρόοδο των τεχνικών της πληροφόρησης, εξασφαλίζει μια, χωρίς προηγούμενο, κινητικότητα των κεφαλαίων και δίνει στους επενδυτές, πάντα ευαίσθητους στη βραχυπρόθεσμη απόδοση των επενδύσεών τους, τη δυνατότητα να συγκρίνουν συνεχώς την αποδοτικότητα των πιο μεγάλων επιχειρήσεων και να επιβάλλουν κυρώσεις κατά συνέπεια τις σχετικές αποτυχίες. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις, που υφίστανται συνεχώς μια τέτοια απειλή, οφείλουν να προσαρμόζονται όλο και ταχύτερα στις απαιτήσεις της αγοράς, και αυτό με την ποινή, όπως λέγεται, «να χάσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς» και, ταυτοχρόνως, την υποστήριξη των μετόχων, οι οποίοι, καθώς ενδιαφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη απόδοση είναι όλο και περισσότερο ικανοί να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους managers, να τους ορίζουν προδιαγραφές μέσω των οικονομικών κατευθύνσεων, και να προσανατολίσουν την πολιτική τους στον τομέα των προσλήψεων, της απασχόλησης και των μισθών.
Εγκαθιδρύεται έτσι η απόλυτη βασιλεία της ελαστικότητας των σχέσεων εργασίας, με προσλήψεις βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης, ή με τα επαναλαμβανόμενα «κοινωνικά» λεγόμενα «προγράμματα» εθελούσιας εξόδου, και, στο πλαίσιο της ίδιας της επιχείρησης, ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτόνομων θυγατρικών, μεταξύ ομάδων που εξαναγκάζονται να γίνουν πολυλειτουργικές και, τέλος, μεταξύ ατόμων, μέσα από την εξατομίκευση της μισθωτής σχέσης. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η εξατομίκευση; Με τον καθορισμό ατομικών στόχων, με προσωπικές συνεντεύξεις αξιολόγησης, με τη συνεχή αξιολόγηση, με εξατομικευμένες αυξήσεις μισθών ή παροχή πριμ ανάλογα με την ικανότητα ή την προσωπική αξία, με εξατομικευμένη επαγγελματική εξέλιξη, με στρατηγικές «ατομικής υπευθυνότητας» που τείνουν να εξασφαλίσουν την αυτο-εκμετάλλευση ορισμένων στελεχών, που όντας απλοί μισθωτοί και κάτω από ισχυρή ιεραρχική εξάρτηση θεωρούνται ταυτοχρόνως υπεύθυνοι για τις πωλήσεις τους, για τα προϊόντα τους, το υποκατάστημά τους, το μαγαζί τους κ.λπ., όπως οι «ανεξάρτητοι», με την απαίτηση «αυτοελέγχου» που επεκτείνει την «εμπλοκή» των μισθωτών, σύμφωνα με τις τεχνικές της «συμμετοχικής διαχείρισης» πολύ πέρα από τα καθήκοντα των στελεχών. Πρόκειται για τεχνικές ορθολογικής υποδούλωσης, οι οποίες, επιβάλλοντας την υπερεπένδυση στην εργασία, και όχι μόνο στις υπεύθυνες θέσεις, καθώς και την επείγουσα εργασία, συμβάλλουν στην εξασθένιση ή στην κατάργηση των σημείων αναφοράς και των συλλογικών μορφών αλληλεγγύης (3).
Η έμπρακτη εγκαθίδρυση ενός δαρβινικού κόσμου όπου κυριαρχεί η πάλη όλων εναντίον όλων, σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, κόσμος, ο οποίος στην ανασφάλεια, την οδύνη και το άγχος, βρίσκει τα κίνητρα για την αφοσίωση στο καθήκον και στην επιχείρηση, δεν θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να επιτύχει τόσο απόλυτα χωρίς τη συνδρομή των συναισθημάτων αβεβαιότητας. Συναισθήματα που δημιουργούν η ανασφάλεια και η ύπαρξη -σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, ακόμα και στα υψηλότερα, κυρίως μεταξύ των στελεχών- μιας εφεδρικής στρατιάς εργατικού δυναμικού που είναι πειθήνια εξαιτίας της επισφαλούς εργασίας και της διαρκούς απειλής της ανεργίας. Το ύστατο θεμέλιο όλης αυτής της οικονομικής τάξης που τοποθετείται κάτω από τη σημαία της ελευθερίας, είναι, πράγματι, η δομική βία της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας και της απειλής απόλυσης που εμπεριέχει: η προϋπόθεση της «αρμονικής» λειτουργίας του ατομικιστικού μικροοικονομικού μοντέλου είναι ένα μαζικό φαινόμενο, δηλ. η ύπαρξη της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων.
Αυτή η δομική βία βαρύνει επίσης πάνω σ’ αυτό που αποκαλείται συμβόλαιο εργασίας (σοφά εξορθολογισμένο και αποκομμένο από την πραγματικότητα, μέσω της «θεωρίας των συμβολαίων»). Ο λόγος της επιχείρησης ποτέ δεν στηρίχθηκε περισσότερο σε έννοιες όπως εμπιστοσύνη, συνεργασία, πίστη, κουλτούρα της επιχείρησης, όσο σε μια εποχή κατά την οποία η ένταξη επιτυγχάνεται κάθε στιγμή, εξαφανίζοντας όλες τις χρονικές εγγυήσεις (τα τρία τέταρτα των προσλήψεων είναι ορισμένης διάρκειας, το ποσοστό των θέσεων επισφαλούς απασχόλησης δεν παύει να αυξάνεται, η ατομική απόλυση τείνει να μην υπόκειται πλέον σε κανένα περιορισμό).
Βλέπει, έτσι, κανείς πώς η νεοφιλελεύθερη ουτοπία τείνει να πάρει σάρκα και οστά μέσα στην πραγματικότητα σαν ένα είδος εφιαλτικής μηχανής, η αναγκαιότητα της οποίας επιβάλλεται και στους ίδιους τους κρατούντες. Όπως ο μαρξισμός, σε άλλους καιρούς, με τον οποίο, με αυτή την έννοια, έχει πολλά κοινά σημεία, αυτή η ουτοπία προκαλεί μια τρομερή πίστη, την free trade faith (την πίστη στο ελεύθερο εμπόριο), όχι μόνο σε αυτούς που ζουν υλικά απ’ αυτήν, όπως οι χρηματιστές, οι ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων κ.λπ., αλλά και μεταξύ εκείνων που αντλούν από αυτή την ουτοπία τη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους, όπως οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί και οι πολιτικοί. Όλοι αυτοί καθαγιάζουν τη δύναμη των αγορών στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, απαιτούν την άρση των διοικητικών ή πολιτικών φραγμών που θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τους κατόχους κεφαλαίων στην καθαρά ατομική αναζήτηση της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους, που έχει αναχθεί σε υπόδειγμα ορθολογικότητας, θέλουν ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και κηρύσσουν την υποταγή των εθνικών κρατών στις απαιτήσεις της οικονομικής ελευθερίας για τους κρατούντες της οικονομίας, με την κατάργηση όλων των κανονιστικών διατάξεων σε όλες τις αγορές, αρχίζοντας από την αγορά εργασίας και τέλος ζητούν την απαγόρευση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, τη μείωση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών.
Χωρίς να έχουν αναγκαστικά τα ίδια οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα με τους πραγματικούς πιστούς, οι οικονομολόγοι έχουν αρκετά ειδικά συμφέροντα στο πεδίο της οικονομικής επιστήμης, ώστε να συνεισφέρουν αποτελεσματικά -όποια κι αν είναι η προσωπική τους στάση ως προς τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα της ουτοπίας την οποία επενδύουν με μαθηματικούς λογισμούς- στην παραγωγή και αναπαραγωγή της πίστης στη νεοφιλελεύθερη ουτοπία. Αποκομμένοι από τον πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό κόσμο λόγω της συνολικής τους ύπαρξης και κυρίως λόγω της διανοητικής τους συγκρότησης, που είναι συνήθως εντελώς αφηρημένη, ακαδημαϊκή και θεωρητικίζουσα, είναι ιδιαιτέρως επιρρεπείς στο να συγχέουν τα πράγματα της λογικής με τη λογική των πραγμάτων.
Οι οικονομολόγοι αυτοί έχουν εμπιστοσύνη σε μοντέλα, τα οποία δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να υποβάλουν στη δοκιμασία της πειραματικής επαλήθευσης, έχουν την τάση να κοιτάζουν αφ’ υψηλού τα επιτεύγματα των άλλων ιστορικών επιστημών, στις οποίες δεν αναγνωρίζουν την καθαρότητα και την κρυστάλλινη διαύγεια των μαθηματικών τους παιγνίων και των οποίων είναι συνήθως ανίκανοι να αντιληφθούν την πραγματική αναγκαιότητα και τη βαθιά πολυπλοκότητα και έτσι συμμετέχουν και συνεργάζονται σε μια τρομερή οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Η αλλαγή αυτή, έστω και αν ορισμένες συνέπειές της τους προκαλούν φρίκη (μπορεί να καταβάλλουν τη συνδρομή τους στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και να δίνουν σοφές συμβουλές στους εκπροσώπους του που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας) δεν μπορεί όμως να μην τους ικανοποιεί εφόσον διακινδυνεύοντας κάποια σφάλματα, που αποδίδονται σε αυτό που ενίοτε αποκαλούν «θεωρητικολογίες», τείνουν να δώσουν οντότητα στην υπερσυγκροτημένη (όπως σε ορισμένες μορφές τρέλας) ουτοπία στην οποία αφιερώνουν τη ζωή τους.
Και όμως, ο κόσμος είναι εκεί, με τα αμέσως ορατά αποτελέσματα της εφαρμογής της μεγάλης νεοφιλελεύθερης ουτοπίας: όχι μόνο η φτώχεια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος των αναπτυγμένων οικονομικά κοινωνιών, η εξαιρετική διεύρυνση των διαφορών μεταξύ των εισοδημάτων, η σταδιακή εξαφάνιση αυτόνομων κόσμων πολιτιστικής παραγωγής κινηματογράφος, εκδόσεις κ.λπ. από τη διεισδυτική επιβολή των εμπορικών αξιών, αλλά επίσης και κυρίως η καταστροφή όλων των συλλογικών φορέων που είναι ικανοί να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματα της εφιαλτικής μηχανής, και πρώτα πρώτα του κράτους-θεματοφύλακα όλων των οικουμενικών αξιών που συνδέονται με την ιδέα του δημόσιου και η επιβολή, παντού, στις υψηλές σφαίρες της οικονομίας και του κράτους, ή μέσα στις επιχειρήσεις, αυτού του είδους ηθικού δαρβινισμού, ο οποίος μαζί με τη λατρεία του winner (νικητή), που έχει σπουδάσει ανώτερα μαθηματικά και γυμνάζεται, εγκαθιδρύει ως κανόνα κάθε δραστηριότητας την πάλη όλων εναντίον όλων και τον κυνισμό.
Μπορεί άραγε να περιμένει κανείς ότι η τεράστια οδύνη που προκαλεί ένα τέτοιο πολιτικο-οικονομικό καθεστώς θα αποτελέσει μια μέρα την αιτία να γεννηθεί ένα κίνημα ικανό να σταματήσει την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο; Εδώ βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε ένα κατεξοχήν παράδοξο: ενώ τα εμπόδια που συναντιούνται στην πορεία προς την πραγματοποίηση της νέας τάξης -αυτής του απομονωμένου, αλλά ελεύθερου ατόμου- θεωρείται σήμερα ότι πρέπει να αποδοθούν σε σκληρύνσεις και αρχαϊσμούς και ότι κάθε άμεση και συνειδητή παρέμβαση, τουλάχιστον όταν προέρχεται από το κράτος, με όποιον τρόπο και αν επιχειρείται, είναι εκ των προτέρων αναξιόπιστη, και γι’ αυτό πρέπει να απαλειφθεί προς όφελος ενός μηχανισμού καθαρού και ανώνυμου, δηλ. της αγοράς (σχετικά με την οποία ξεχνούν ότι αποτελεί, επίσης, πεδίο έκφρασης συμφερόντων) στην πραγματικότητα μονάχα η διάρκεια ή η επιβίωση των θεσμών και των φορέων της παλιάς τάξης πραγμάτων που είναι σε πορεία αποδιάρθρωσης, και όλο το έργο των κοινωνικών φορέων κάθε κατηγορίας, καθώς και όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, οικογενειακής ή άλλης, που μπορούν να αποτρέψουν την κατάρρευση της κοινωνικής τάξης στο χάος, παρά την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισφαλή κατάσταση.
Η μετάβαση στο «φιλελευθερισμό», ολοκληρώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο και άρα απαρατήρητο, όπως η μετακίνηση των ηπείρων, κρύβοντας έτσι από τα βλέμματα τις πιο φοβερές, μακροπρόθεσμα, συνέπειές του. Συνέπειες, οι οποίες, παραδόξως, αποκρύπτονται και από τις αντιστάσεις που ήδη προκαλεί σε όσους υπερασπίζονται την παλιά τάξη, αντλώντας από τις πηγές που κρύβονταν μέσα της, από τους παλιούς δεσμούς αλληλεγγύης, από τα αποθέματα του κοινωνικού κεφαλαίου που προστατεύουν ένα ολόκληρο τμήμα της σημερινής κοινωνικής τάξης από την πτώση στην ανομία. (Κεφάλαιο, το οποίο αν δεν ανανεωθεί, αν δεν αναπαραχθεί, είναι καταδικασμένο να εξαφανισθεί, αν και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα).
Αλλά αυτές οι δυνάμεις «συντήρησης», τις οποίες είναι πολύ εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς ως συντηρητικές, είναι επίσης, κάτω από μια άλλη οπτική, δυνάμεις αντίστασης στην εγκαθίδρυση της νέας τάξης, που μπορεί να γίνουν δυνάμεις ανατρεπτικές. Αν μπορούμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε κάποια λογική ελπίδα, είναι γιατί υπάρχουν ακόμα, στους κρατικούς θεσμούς, καθώς και στις προθέσεις των φορέων (κυρίως εκείνων που είναι περισσότερο συνδεδεμένοι με τους θεσμούς αυτούς, όπως τα κατώτερα και μεσαία κλιμάκια του κράτους), τέτοιες δυνάμεις, οι οποίες κάτω από τη φαινομενική απλώς υπεράσπιση, όπως σπεύδουν να τους προσάψουν, μιας τάξης που έχει χαθεί και των αντίστοιχων «προνομίων», πρέπει πράγματι, προκειμένου να αντέξουν στη δοκιμασία, να προσπαθήσουν για να εφεύρουν και να οικοδομήσουν μια κοινωνική τάξη που δεν θα έχει ως μοναδικό νόμο την επιδίωξη του εγωιστικού συμφέροντος και το ατομικό πάθος του κέρδους και που θα επιτρέπει την ύπαρξη συλλογικοτήτων που αποβλέπουν στην ορθολογική επιδίωξη σκοπών συλλογικά επεξεργασμένων και συμφωνημένων.
Μεταξύ αυτών των συλλογικών φορέων, ενώσεων, συνδικάτων, κομμάτων, πώς είναι δυνατόν να μην παραχωρηθεί μια ιδιαίτερη θέση στο κράτος, το εθνικό κράτος, ή ακόμα καλύτερα, το υπερεθνικό, δηλαδή το ευρωπαϊκό (πρώτο στάδιο προς ένα παγκόσμιο κράτος) ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που πραγματοποιούνται στις χρηματοοικονομικές αγορές και, κυρίως, να αντισταθμίζει την καταστροφική τους επίδραση στην αγορά εργασίας, οργανώνοντας, με τη βοήθεια των συνδικάτων, την επεξεργασία και την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν θα ξεφύγει ποτέ, έστω και με το τίμημα κάποιων πλασματικών μαθηματικών εγγραφών, από τη σκοπιά του λογιστή (άλλοτε θα λέγαμε του «μπακάλη») που η νέα πίστη παρουσιάζει ως την ύψιστη μορφή της ανθρώπινης τελείωσης.