Η Σκωτία αποσπάται με μεγάλα βήματα από τη βρετανική εξάρτηση και παίρνει τη θέση της ως αυτόνομο έθνος στην Ευρώπη. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1997, σχεδόν τρεις αιώνες μετά την κατάργηση του τελευταίου Κοινοβουλίου της Σκωτίας, η χώρα ψήφισε πράγματι μαζικά υπέρ του επαναπατρισμού των πολιτικών της υποθέσεων στο Εδιμβούργο. Η Scotland Act, η οποία μεταβιβάζει εκτεταμένες εξουσίες στο Κοινοβούλιο της Σκωτίας, θα πρέπει να υιοθετηθεί από τη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων πριν το καλοκαίρι του 1998. Οι βουλευτικές εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν το 1999. Αν η Σκωτία παραμείνει στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου, το πολιτικό αυτό καθεστώς θα μπορούσε να είναι ένας σταθμός προς την ανεξαρτησία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την 1η Μαΐου 1997, η νίκη του «New Labour» του Τόνι Μπλερ επανέφερε το πρόβλημα της σκωτσέζικης αυτονομίας στο επίκεντρο της βρετανικής πολιτικής. Πέρασε περίπου μια εικοσαετία από το 1979, όταν η τελευταία απόπειρα αποκέντρωσης σαρώθηκε από τη νίκη των συντηρητικών, οι οποίοι, υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Τζον Μέιτζορ στη συνέχεια παρέμειναν στη διάρκεια των δεκαοκτώ ετών άσκησης της εξουσίας από αυτούς, άγριοι αντίπαλοι του σχεδίου.
Αντίθετα η συνταγματική μεταρρύθμιση αποδεικνύεται το στοιχείο-κλειδί του «εκσυγχρονιστικού» προγράμματος του «New Labour». Εκτός από τη δημιουργία της σκωτσέζικης και της ουαλικής Συνέλευσης, η κυβέρνηση προτείνει τη θέσπιση μιας νομοθεσίας για την ελευθερία της πληροφόρησης, την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στους νόμους του Ηνωμένου Βασιλείου, την κατάργηση του δικαιώματος κληρονομικής μεταβίβασης της ιδιότητας του μέλους της Βουλής των Λόρδων και την εκλογή του δημάρχου του Λονδίνου. Ενώ οι συνταγματικοί μεταρρυθμιστές ελπίζουν με αυτό τον τρόπο να επιτύχουν μια «δημοκρατική επανάσταση» (1) «ορισμένοι παρατηρητές φοβούνται ότι οι εκτεταμένες εξουσίες που παραχωρούνται στη Σκωτία θα καταλήξουν στη διάσπαση του Ηνωμένου Βασιλείου» (2).
Η ουαλική Συνέλευση θα διαφέρει από της Σκωτίας γιατί δεν θα διαθέτει καμία νομοθετική εξουσία. Δεν προβλέπεται επίσης να δημιουργηθούν αγγλικά περιφερειακά Κοινοβούλια. Έτσι, το σκωτσέζικο Κοινοβούλιο που θα εκλεγεί το 1999, θα αποτελέσει το πρώτο και μοναδικό αντίβαρο στο Ουέστμινστερ. Θα αποτελέσει επίσης το σύμβολο των εθνικών προσδοκιών 5.100.000 Σκωτσέζων.
Μετά τη συνθήκη του 1707 (που κατέληξε στη διάλυση του τελευταίου Κοινοβουλίου της Σκωτίας), η χώρα διατήρησε το νομικό και εκπαιδευτικό σύστημά της και τη θρησκεία της, μοναδικότητες που διαμόρφωσαν έναν πολιτισμό και μια ξεχωριστή εθνική ταυτότητα. Από το 1886, οι εθνικοί θεσμοί απέκτησαν επίσης μια σημαντική εδαφική, πολιτική και διοικητική διάσταση, χάρη στο Scottish Office. Με έδρα το Εδιμβούργο, το «Γραφείο» αυτό διευθύνεται από τον υφυπουργό Σκωτζέζικων υποθέσεων, ο οποίος συμμετέχει στο υπουργικό συμβούλιο και είναι υπεύθυνος απέναντι στη Βουλή των Κοινοτήτων. Η ανάγκη να επεκταθεί ο δημοκρατικός έλεγχος στη Σκωτία, σε σχέση με το Scottish Office, ώθησε στη δημιουργία του Κοινοβουλίου της Σκωτίας (3). Οι Σκωτσέζοι κατέχουν σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά ενός έθνους κι έτσι η θεσμική ιδιομορφία τους συνέβαλε σημαντικά στη διπλή ταυτότητά τους: έχουν σκωτσέζικη εθνικότητα, αλλά βρετανική υπηκοότητα. Στο εξής ο σκωτσέζικος χαρακτήρας θα επικρατεί επί του βρετανικού (4).
Τον Ιούλιο του 1997 η κυβέρνηση των Εργατικών δημοσιεύει τη Λευκή Βίβλο της, «Το Κοινοβούλιο της Σκωτίας», ανταμείβοντας με αυτό τον τρόπο τον κυριότερο δημιουργό της, το βετεράνο της αποκέντρωσης και υφυπουργό για τις σκωτσέζικες υποθέσεις Ντόναλντ Ντίουαρ (5). Οι προτάσεις της κυβέρνησης προετοίμασαν ταχύτατα το έδαφος για ένα δημοψήφισμα, στις 11 Σεπτεμβρίου, στο οποίο οι εκλογείς κλήθηκαν να αποφανθούν από τη μια για τη δημιουργία σκωτσέζικου Κοινοβουλίου και από την άλλη για την ενδεχόμενη εξουσία του να επιβάλει φόρους.
Επειδή οι συντηρητικοί είχαν χάσει στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 1997 όλες τις έδρες που διατηρούσαν στη Σκωτία, οι οπαδοί του συγκεντρωτικού status quo δεν ήταν σε θέση να εκφράσουν μια πραγματική αντίθεση στο σχέδιο. Το να συνεχίζεται η λήψη των αποφάσεων στο Λονδίνο και η διαχείρισή τους στο Εδιμβούργο είχε γίνει κάτι το απαράδεκτο. Ο συνασπισμός για την αλλαγή πέρασε στην επίθεση: η εκστρατεία για το δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 1997 σφυρηλάτησε τη συμμαχία των δύο κύριων κομμάτων που ευνοούσαν την αποκέντρωση (το Εργατικό Κόμμα και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) και το σκωτσέζικο κόμμα υπέρ της ανεξαρτητοποίησης, δηλ. το Scottish National Party (SNP). Το δημοψήφισμα προσδιόρισε έμμεσα τους Σκωτσέζους με βάση το δικαίωμα στη γη: όλοι οι κάτοικοι μπορούσαν να ψηφίσουν, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή τόπου γέννησης. Αντίθετα, όσοι από τους Σκωτσέζους ζούσαν έξω από το έδαφος της Σκωτίας, δεν είχαν το δικαίωμα συμμετοχής στην ψηφοφορία.
Αντιπολίτευση στο statusquo
Η πολιτική αυτονομία επικράτησε: το 60,4% των εγγεγραμμένων ψήφισε, το 74,3% των ψηφισάντων αποδέχθηκε τη δημιουργία ενός σκωτσέζικου Κοινοβουλίου και το 63,5% μια ορισμένη φορολογική αυτονομία. Επρόκειτο για την αντιστροφή του αποτελέσματος του προηγουμένου δημοψηφίσματος του 1979.
Η προετοιμασία της Λευκής Βίβλου της αποκέντρωσης η οποία κατέληξε το Δεκέμβριο του 1997 στο Scotland Bill, υπήρξε το αποτέλεσμα μεγάλων προσπαθειών της σκωτσέζικης Συνταγματικής Συνέλευσης. Ελάχιστα γνωστό στο εξωτερικό, αυτό το σώμα που συνήλθε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 1989 χρησίμευσε στην ουσία ως όχημα για τα κυριότερα στοιχεία της σκωτσέζικης κοινωνίας των πολιτών επιτρέποντάς τους να επεξεργαστούν μια κοινή προσέγγιση στην αποκέντρωση. Η γέννησή της οφειλόταν στο βαθύ μίσος που είχε προκαλέσει ο στενοκέφαλος συγκεντρωτισμός της Μάργκαρετ Θάτσερ, καθώς και στο αίσθημα ότι η Σκωτία δεν αντιπροσωπευόταν ικανοποιητικά από τους πολιτικούς υπεύθυνους του Λονδίνου. Παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να διορθώσει ορισμένες από τις περισσότερο κραυγαλέες υπερβολές του συγκεντρωτισμού, η κυβέρνηση του Τζον Μέιτζορ αποδείχθηκε ανίκανη να μεταβάλει αυτό το συναίσθημα.
Η Συνέλευση συσπείρωσε το Εργατικό Κόμμα (κυρίαρχο στη Σκωτία) και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, καθώς και μερικές μικρότερες ομάδες, όπως επίσης αντιπροσώπους συνδικάτων, του φεμινιστικού κινήματος, των τοπικών συμβουλίων, των εκκλησιών. Στόχος της ήταν η αποκατάσταση της σκωτσέζικης αυτονομίας στο πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Μόνον οι συντηρητικοί, οπαδοί του συγκεντρωτισμού, και το SNP, δηλ. το κόμμα υπέρ της ανεξαρτητοποίησης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνέλευσης (6).
Η Συνέλευση επικαλέστηκε τη βούληση του σκωτσέζικου έθνους για να νομιμοποιήσει την αντίθεσή της στο συνταγματικό status quo. Θεμελιώνοντας την κυριαρχία στο «λαό» και όχι στο Στέμμα και το Κοινοβούλιο του Ουέστμινστερ, επέβαλε μια διάκριση χωρίς καμία αμφιβολία ανάμεσα στη βρετανική και τη σκωτσέζικη συνταγματική σκέψη. Για να υπερασπίσει την υπόθεσή της προσέλκυσε επίσης την σκωτσέζικη στις παρατηρούμενες προσπάθειες αποκέντρωσης στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι αυτονομιστές αναφέρονται συχνά στα γερμανικά Lander και τις ισπανικές αυτόνομες περιοχές, για να παρακινήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο να υποκύψει στην ευρωπαϊκή τάση για περισσότερη «επικουρικότητα». Έκφραση της κοινωνίας των πολιτών, η Συνέλευση αναζήτησε ταυτόχρονα τις αναφορές της στη σκωτσέζικη κληρονομιά του Διαφωτισμού και στα κινήματα πολιτικής αντίστασης, τα οποία στην Ανατολική Ευρώπη επιτάχυναν την έλευση της δημοκρατίας. Οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί της Σκωτίας, αλλά προπαντός οι εφημερίδες που ήταν ανέκαθεν ευνοϊκές στην αυτονομία, όπως η «The Herald» (Γλασκώβη) και η «The Scotsman» (Εδιμβούργο), την υποστήριξαν αποτελεσματικά, καθώς τα τοπικά μέσα ενημέρωσης -ιδιαίτερα ο τύπος- αποτελούν ένα στοιχείο-κλειδί της κοινωνίας των πολιτών στη Σκωτία.
Η Συνέλευση κατόρθωσε να διατηρήσει μια αξιοσημείωτα ευρεία πολιτική συναίνεση για περισσότερο από οκτώ χρόνια. Οι διεξοδικές εργασίες της και τα κείμενα γενικής πολιτικής χρησίμευσαν στη συνέχεια ως βάση στη Λευκή Βίβλο, «Το Κοινοβούλιο, της Σκωτίας» και μετά στο Scotland Bill, ιστορικό ντοκουμέντο του οποίου η επίδραση προμηνύεται σημαντική (7). Για τη Σκωτία, αποκέντρωση σημαίνει η δυνατότητα να νομοθετεί σε όλους τους τομείς που δεν επιφυλάσσονται ρητά στο Κοινοβούλιο του Ουέστμινστερ (Σύνταγμα, βρετανική οικονομία, εξωτερική πολιτική, άμυνα, κοινωνική ασφάλιση και υπηκοότητα). Συνεπώς απομένουν τομείς εξίσου σημαντικοί, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η τοπική διακυβέρνηση, η οικονομική ανάπτυξη, οι μεταφορές, το περιβάλλον, η γεωργία, η αλιεία, τα δάση, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός και τα περιφερειακά ζητήματα. Το Κοινοβούλιο θα έχει εξάλλου την εξουσία να επιβάλει φόρους στο εισόδημα διαφορετικούς από τον καθορισμένο στο Λονδίνο συντελεστή βάσης, αλλά με ένα περιθώριο όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο του 3%.
Η πρώτη εκλογή θα γίνει το 1999. Το σκωτσέζικο Κοινοβούλιο θα αποτελείται τότε από 129 μέλη, από τα οποία τα 73 θα προέρχονται από μια εκλογή με πλειοψηφικό σύστημα σε ένα γύρο, στο πλαίσιο των περιφερειών που αντιπροσωπεύονται σήμερα στο Ουέστμινστερ. Τα υπόλοιπα 56 μέλη θα εκλεγούν με το αναλογικό σύστημα, με βάση τα ψηφοδέλτια των κομμάτων (8).
Μια εκστρατεία προαγωγής
Ενώ το Scotland Bill πρόκειται να υιοθετηθεί από το Ουέστμινστερ, μια νέα πολιτική κουλτούρα εμφανίζεται βόρεια των αγγλοσκωτσεζικών συνόρων. Η δεσπόζουσα λέξη των Ντόναλντ Ντίουαρ και Χένρι Μακ Λις αντιστοίχως υφυπουργού για τις Σκωτσέζικες υποθέσεις και υπουργού Αποκέντρωσης, ήταν η «προσιτότητα». Η μελλοντική πρακτική του Κοινοβουλίου του Εδιμβούργου προσδιορίζεται σε αντίθεση με το πρότυπο του Ουέστμινστερ. Τα στοιχεία της είναι: μια σημαντική αρχή για μια αναλογική αντιπροσώπευση, η εμφανής αποφασιστικότητα των κυριότερων κομμάτων να ευνοήσουν την ισότητα των δύο φύλων, η επιθυμία να ενισχύσουν τη συναίνεση και όχι την αντιπαράθεση στις κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Αλλά η βούληση για άνοιγμα και ρήξη με την αποπνικτική τυπικότητα του βρετανικού Κοινοβουλίου συναντάται επίσης στη σκωτσέζικη απόπειρα απομάκρυνσης, από το κάπως αιμομικτικό σύστημα που συνδέει το Ουέστμινστερ με τον τύπο. Οι Σκωτσέζοι υπεύθυνοι αναζητούν λοιπόν μια μεγαλύτερη διαφάνεια στις σχέσεις τους με τα μέσα ενημέρωσης. Το Scottish Office ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο η καλωδιακή σύνδεση και η ψηφιακή τεχνολογία θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβαση του κοινού στις εργασίες του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, μια ειδική επιτροπή -που περιλαμβάνει συμβούλους για συνταγματικά ζητήματα που δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα- επεξεργάζεται τώρα κανόνες συμπεριφοράς για το Κοινοβούλιο, με στόχο να προσφέρει ένα σαφώς διαφορετικό ύφος από το παραδοσιακό του Ουέστμινστερ και την πνιγηρή του τυπικότητα.
Από το 1999, τέσσερα κύρια κόμματα θα εμψυχώσουν τις εργασίες του σκωτσέζικου Κοινοβουλίου. Οι Εργατικοί θα αποτελέσουν σχεδόν σίγουρα τη σημαντικότερη ομάδα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα χρησιμεύσουν ως ενδεχόμενοι εταίροι σε περίπτωση αναγκαίας σύμπραξης, και το SNP θα παίξει το ρόλο της κυριότερης αντιπολιτευτικής ομάδας. Όσο για τους συντηρητικούς, η εκλογή του προσεχούς έτους θα αντιπροσωπεύσει την πρώτη ευκαιρία τους για πολιτική αποκατάσταση. Οι διάφορες πολιτικές ομάδες εφορμούν ήδη με φαντασία για να συντάξουν προγράμματα περισσότερο «σκωτσέζικα», περισσότερο «λαϊκά». Και επειδή τα εθνικά ζητήματα αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, οι τοποθετήσεις για στρατηγικά ζητήματα μπορεί να διαφοροποιηθούν αισθητά από εκείνες του Κοινοβουλίου του Ουέστμινστερ.
Η καθιέρωση του Εδιμβούργου ως πρωτεύουσας δημιούργησε μια πραγματική πολιτική «αγορά», η οποία ήδη προσελκύει σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων και ενώσεων, αποφασισμένων να δράξουν τις νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Άλλωστε μια ένωση σκωτσέζων λομπιστών είναι υπό ίδρυση. Επίσης πολυάριθμα think tanks (ιδρύματα και κέντρα ερευνών) είναι ήδη έτοιμα να επηρεάσουν την πολιτική ζωή. Δύο από τις μεγαλύτερες εθνικές τηλεοράσεις, η BBC Scotland και η Scottish Television έχουν προγραμματίσει να καλύπτουν τις κοινοβουλευτικές εξελίξεις, εφημερίδες της Γλασκώβης (πρωτεύουσας των σκωτσέζικων μέσων ενημέρωσης) οργανώνουν μεγάλες αποστολές ενημέρωσης στο Εδιμβούργο. Από την πλευρά των μέσων του Λονδίνου, το Channel 4 προετοιμάζεται για την αποκέντρωση, ανοίγοντας ένα νέο γραφείο στη Γλασκώβη. Υπογραμμίζοντας το ρόλο της τεχνολογίας της πληροφορίας, ο γίγαντας της τηλεπικοινωνίας, η British Telecom, προσέφερε ήδη στους σκωτσέζους κοινοβουλευτικούς τη δυνατότητα πρόσβασης από απόσταση (με ηλεκτρονικό τρόπο) στις εργασίες της Συνέλευσης.
Η ψύχωση του Εργατικού Κόμματος του Τόνι Μπλερ να «ξεσκονίσει» την εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα ήταν δυνατό να εξυπηρετηθεί καλύτερα παρά μόνο από ένα «μάρκετινγκ» που θα χρησιμοποιούσε το παράδειγμα της Σκωτίας (9). Ο επίσημος οργανισμός Scotland the Brand έχει αναλάβει αυτή την εκστρατεία προαγωγής, η οποία επιμένει πολύ στην εθνική αυθεντικότητα των προϊόντων για προώθηση. Το επίσημο έμβλημα, που προβλήθηκε το Νοέμβριο του 1997, επικεντρώνεται στη λέξη Σκωτία και στο μπλε της εθνικής σημαίας και θα χρησιμοποιηθεί από διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, όπως τρόφιμα, ποτά, υφάσματα, ιατρικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, μηχανοκατασκευές, πανεπιστήμια… Σχεδόν αμέσως, 150 από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις το υιοθέτησαν. Μια μορφή εθνικισμού του καταναλωτή έκανε την εμφάνισή της έστω και αν δεν έχει αναγκαστικά το χαρακτήρα μιας τάσης υπέρ της ανεξαρτητοποίησης.
Η σκωτσέζικη αποκέντρωση σημαίνει το τέλος του βρετανικού πολιτικού συγκεντρωτισμού. Έτσι το Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει να ανακαλύψει τις δυσκολίες μιας «ασύμμετρης διακυβέρνησης» (10). Ήδη, το Λονδίνο και το Εδιμβούργο συγκρούστηκαν για τον έλεγχο των εσωτερικών επενδύσεων, το ύψος του ποσού για τα δικαιώματα εγγραφής στο πανεπιστήμιο, και το σημαντικότερο, για την αναλογία των βρετανικών πόρων που θα πρέπει να αποδίδονται στη Σκωτία. Αν όμως οι πολιτικοί υπεύθυνοι δεν μάθουν σύντομα την τέχνη της αποκέντρωσης, η νέα σκωτσέζικη δημοκρατία μπορεί να μη διαθέτει άλλη επιλογή από τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.