el | fr | en | +
Accéder au menu

Το ευρώ, με τους τραπεζίτες και χωρίς τους πολίτες

Με την επίσημη πλέον απόφασή της να θέσει σε κυκλοφορία το ευρώ σε έντεκα χώρες τον Ιανουάριο του 1999, η Ευρωπαϊκή Ένωση τονίζει την υπερφιλελεύθερη θέση της, η οποία διαπότιζε ήδη τις περισσότερες πολιτικές της και, παρακάμπτοντας ακόμη και αυτές, ένα κοινοτικό δίκαιο που βασίζεται μόνο στην αρχή του ανταγωνισμού. Η δημοκρατία είναι η μεγάλη Με την επίσημη πλέον απόφασή της να θέσει σε κυκλοφορία το ευρώ σε έντεκα χώρες τον Ιανουάριο του 1999, η Ευρωπαϊκή Ένωση τονίζει την υπερφιλελεύθερη θέση της, η οποία διαπότιζε ήδη τις περισσότερες πολιτικές της και, παρακάμπτοντας ακόμη και αυτές, ένα κοινοτικό δίκαιο που βασίζεται μόνο στην αρχή του ανταγωνισμού. Η δημοκρατία είναι η μεγάλη χαμένη αυτής της μεταβίβασης της νομισματικής κυριαρχίας σε ένα θεσμό που δεν είναι υπόλογος απέναντι σε οποιονδήποτε: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προσθέτοντας τις εξουσίες της στις εξουσίες δύο άλλων μη εκλεγμένων θεσμών -της Επιτροπής και του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου- περιορίζει στο ελάχιστο τις δικαιοδοσίες των κυβερνήσεων που -αυτές τουλάχιστον- εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία. Εάν δεν θέλουμε η κοινοτική οικοδόμηση να χάσει τη νομιμοποίησή της στα μάτια των πολιτών, μπορεί, άραγε, να συνεχίσει για καιρό ακόμη να έχει τον οικονομισμό ως θεμελιώδη κινητήρια δύναμή της; Η ξέφρενη πορεία προς το ευρώ, η οποία από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1) και μετά καθορίζει το σύνολο των πολιτικών των Δεκαπέντε, θα καταλήξει την 1η Ιανουαρίου 1999 στην κυκλοφορία του νέου νομίσματος και τη λειτουργία του θεσμικού μηχανισμού που θα το διαχειρίζεται: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι αποφάσεις, που πάρθηκαν μεταξύ 1ης και 3ης Μαΐου από τους υπουργούς Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας των Δεκαπέντε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποσκοπούν να δημιουργήσουν μια αμετάκλητη κατάσταση, ώστε να ανακόψουν ένα διογκούμενο, και μάλιστα απειλητικό, ευρωσκεπτικισμό. Αυτό το βίαιο πέρασμα εξηγείται από τέσσερα σημαντικά διακυβεύματα:

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η διεκδίκηση ενός μη υπερτιμημένου ευρωπαϊκού νομίσματος, σε σχέση με το δολάριο, δηλαδή ενός «αδύναμου» ευρώ, δεν έχει κανένα νόημα. Η Μπούντεσμπανκ αποφάσισε κυρίαρχα ότι το ευρώ, όπως το μάρκο, θα είναι «ισχυρό» και το κατέστησε σαφές, χωρίς περιστροφές, στους «εταίρους» της, προβαίνοντας στο τέλος του 1997 σε αύξηση των επιτοκίων της, την οποία δεν δικαιολογούσε κανένας κίνδυνος πληθωρισμού. Και, πολύ συμβολικά, ο κ. Χέλμουτ Κολ επέβαλε ως έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τη Φραγκφούρτη, κοντά στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας.

Αυτές οι επιλογές εξηγούν την επιβολή -για τη συμμετοχή στο ευρώ- αυστηρά μονεταριστικών κριτηρίων (δημόσιο έλλειμμα, δημόσιο χρέος, πληθωρισμός, ύψος επιτοκίων), τα οποία, σε περιόδους μαζικής ανεργίας, έχουν ως μοναδικό στόχο τη σταθερότητα του νομίσματος και την πάλη κατά του πληθωρισμού. Τα κριτήρια αυτά, των οποίων η επεξεργασία έγινε σε περίοδο σταθερού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας και με σχετικά υψηλό πληθωρισμό (5), έρχονται, σήμερα σε αντίθεση προς την οικονομική συγκυρία -η ανάπτυξη ανέρχεται μόλις στο περίπου 1,5% το χρόνο από το 1991 και μετά- κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία.

Τα κριτήρια έχουν γίνει μια πραγματική παγίδα, όπως παραδέχονται όλο και περισσότερες προσωπικότητες, οι οποίες ωστόσο, είναι υπέρ του ενιαίου νομίσματος. Πράγματι, τα κριτήρια αυτά είναι τόσο δρακόντεια, που, κατά τρόπο παράδοξο στο τέλος του 1997, μόνο δύο από τις έντεκα χώρες που θα συμμετάσχουν στο ευρώ (η Φιλανδία και το Λουξεμβούργο) πληρούσαν αυστηρά τα πέντε κριτήρια του Μάαστριχτ. Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, οι υπέρμαχοι του σχεδίου δογματικοί, αυτιστικοί ή τυφλοί δεν διστάζουν να παραβούν τους ίδιους τους νόμους τους.

Η υιοθέτηση του ευρώ αποτελεί για τα κράτη μια πλήρη και οριστική αποκήρυξη κάθε κυριαρχίας σε νομισματικά θέματα, προς όφελος ενός νέου υπερεθνικού θεσμού, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που συμπληρώνεται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Η απόλυτη προτεραιότητά του, θα είναι, όπως είδαμε, η σταθερότητα των τιμών και η διατήρηση ενός ισχυρού ευρώ.

Αλλά οι συνέπειες είναι πολύ ευρύτερες. Η ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος απαιτεί, αναγκαστικά, την εναρμόνιση της χρηματοδοτικής, δημοσιονομικής, φορολογικής πολιτικής και, συνολικά, της οικονομικής πολιτικής των κρατών: φόροι και δασμοί, εισοδήματα, κοινωνική πρόνοια, μισθολογική πολιτική, πολιτική απασχόλησης και πολιτική αγοράς εργασίας… Ένα τυραννικό σύμφωνο, το λεγόμενο «σταθερότητας και ανάπτυξης», προστέθηκε σ’ αυτό το μηχανισμό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, τον Ιούνιο του 1997. Το σύμφωνο αυτό στοχεύει να τιμωρεί οικονομικά κάθε παραβάτη και να χαλιναγωγεί, και ακόμη να απαγορεύει εντελώς, κάθε εναλλακτική οικονομική ή κοινωνική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποκτά, λοιπόν, εξαιρετικές εξουσίες που της επιτρέπουν να καθοδηγεί, με μυστικότητα και με αδιαφάνεια, την οικονομική και κοινωνική πολιτική των χωρών της Ένωσης.

Οι εξουσίες αυτές είναι ακόμα πιο υπερβολικές, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δεν είναι εκλεγμένη, και άρα δεν είναι αντιπροσωπευτική, δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα και εφόσον τα μέλη του διευθυντηρίου της είναι αμετακίνητα για οκτώ χρόνια. Αυτός ο τεχνοκρατικός και ολιγαρχικός Άρειος Πάγος δεν έχει απέναντί του κανένα πραγματικό αντίβαρο, ακόμα και αν η γαλλική κυβέρνηση διαβεβαιώνει -ενάντια στο προφανές- ότι το συμβούλιο του ευρώ, όργανο καθαρά άτυπο το οποίο συσπειρώνει τους συμμετέχοντες στο ενιαίο νόμισμα, θα παίξει αυτό το ρόλο. Έτσι διαθέτει δικαίωμα αρνησικυρίας απολυταρχικής υφής με την αυστηρή έννοια του όρου: «Άσκηση της πολιτικής εξουσίας χωρίς έλεγχο». Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο διαχωρισμός ανάμεσα στο πολιτικό στοιχείο από τη μια -εντελώς στοιχειώδες και περιθωριοποιημένο, και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, καταδικασμένο, σχεδόν στην παρανομία- και στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό στοιχείο από την άλλη είναι πλήρης.

Οικοδομείται, έτσι, μπροστά στα μάτια μας, μια Ένωση που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, γιατί είναι εντελώς σχιζοφρενική, σύμφωνα, και εδώ, με τον ορισμό που δίνουν τα λεξικά: «Ψύχωση που χαρακτηρίζεται από την αποσύνδεση των διαφόρων ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών, η οποία συνοδεύεται από απώλεια επαφής με την πραγματικότητα και εσωστρέφεια (αυτισμός)». Ποτέ στην οικοδόμηση μιας εθνικής ή περιφερειακής οντότητας, εκτός βέβαια από περιόδους πολέμου ή στρατιωτικής κατοχής, η υποχώρηση της δημοκρατίας και η μεταβίβαση κυριαρχίας δεν έφθασαν σε τέτοιο βαθμό. Εφαρμόζεται έτσι, μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εν αγνοία των πολιτών, αλλά με την ενθουσιώδη, καρτερική ή αισχρή υποστήριξη -ανάλογα με την περίπτωση- των κυβερνώντων, που δεν θα έχουν πλέον και σπουδαία πράγματα για να κυβερνήσουν.

Αντί για το success story (ιστορία μιας επιτυχίας) που μας παρουσιάζει η μονόπλευρη επίσημη προπαγάνδα, το «θαύμα» του ευρώ μοιάζει πολύ με παγίδα. Η επίσημη προσπάθεια που βασίζεται στη μέθοδο Κουέ (Σ.τ.Μ. μέθοδος αυθυποβολής) προσπαθεί να συγκαλύψει μια απλή, αλλά ουσιαστική αλήθεια: το ευρώ έχει ήδη κοστίσει ακριβά, θα αποφέρει λίγα και θα αποβεί καταστροφικό για μεγάλο αριθμό πολιτών, που είναι καταδικασμένοι στην ανεργία και τα δάκρυα. Και αυτό, για τέσσερις βασικούς λόγους, τους οποίους θα αναφέρουμε σε συντομία.

Κατ’ αρχήν, το άμεσο τεχνικό κόστος. Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει τα «πλεονεκτήματα» (μείωση των εξόδων στις συναλλαγές, σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών), τα πλεονεκτήματα αυτά είναι πολύ περιορισμένα μπροστά στο συνεπαγόμενο, άμεσο και έμμεσο, κόστος. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία, μόνο το κόστος προσαρμογής του τραπεζικού συστήματος εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μεταξύ 52 (2,6 τρισ. δρχ.) και 65 (3,3 τρισ. δρχ.) δισεκατομμυρίων φράγκων. Αλλά αυτό το ποσό δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστα μπροστά σ’ αυτό που θα ακολουθήσει.

Το κόστος του ενιαίου νομίσματος προβλέπεται σημαντικό. Η περιοριστική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (6) θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη σε μια ήδη ισχνή ανάπτυξη. «Τώρα επιβάλλεται περισσότερο από ποτέ η λιτότητα», μας προειδοποιούν. Σ’ αυτό, προστίθεται η χωρίς προηγούμενο επιτάχυνση του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών αγορών, την οποία μαρτυρά, ήδη, ο πόλεμος για την ηγεσία μεταξύ του Σίτι του Λονδίνου και της συμμαχίας Φραγκφούρτης, Ζυρίχης και Παρισίων, ή ακόμα τα κύματα των προσφορών για εξαγορά στο χρηματιστήριο στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα (εξαγορά της γαλλικής AGF από τη γερμανική Allianz αντί της ιταλικής Generali). Πρόκειται για έναν αποπληθωριστικό μηχανισμό (σωρευτική μείωση των τιμών, της παραγωγής και της απασχόλησης) που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ύφεση εξαιτίας της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης. Όπως ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ, μόνο η πιθανή ανατίμηση του ευρώ κατά 10% έναντι του γεν ή του δολαρίου θα κοστίσει το 0,8% έως 1% της ετήσιας ανάπτυξης μεταξύ του 2000 και 2002. Επίσης, η σύγκλιση των επιτοκίων θα αυξήσει το κόστος δανεισμού, εκεί όπου είναι ακόμα χαμηλό: το 1999, το επιτόκιο θα είναι 4,6% για τριμηνιαίους τίτλους και 6,3% για μακροπρόθεσμους τίτλους.

Όσον αφορά το κοινωνικό κόστος, κινδυνεύει να γίνει δύσκολα ανεκτό από το κοινωνικό σώμα της Ευρώπης, που είναι ήδη πολύ άρρωστο: 17,5 εκατομμύρια άνεργοι (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, που είναι κατώτερα από τα πραγματικά) και περισσότερα από 50 εκατομμύρια φτωχοί. Γιατί η σύμπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής λιτότητας και του οικονομικού πολέμου που έχει ξεσπάσει μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν υιοθετήσει μια στρατηγική μαζικής μείωσης του κόστους παραγωγής, σημαίνει ότι προγραμματίζονται η μαζική κατάργηση θέσεων εργασίας, η μείωση των πραγματικών μισθών, η αποδιάρθρωση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και η προώθηση μιας έντονης γεωγραφικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού ώστε να ρυθμιστούν οι γεωγραφικές εντάσεις.

Αν και δεν αναφέρεται συχνά, το κόστος του ευρώ στο επίπεδο των περιοχών μπορεί να είναι το πιο διαλυτικό. Η επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι χώρες και οι περιφέρειες της Ευρώπης θα έβλεπαν τις κοινωνικο-οικονομικές και δημογραφικές δομές τους να συγκλίνουν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, αποτελεί μια σοβαρή διανοητική απάτη. Η σύγκλιση των νομισματικών πολιτικών των κρατών προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ -δύσκολο να επιτευχθεί- είναι κενή από κάθε πραγματικό δομικό περιεχόμενο. Αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που συνοδεύουν το πέρασμα στο ευρώ καθώς και στον οπισθοδρομικό χαρακτήρα μιας ευθυγράμμισης της οικονομίας, μέσω της αύξησης της ανεργίας και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Μια πραγματική σύγκλιση των παραγωγικών συστημάτων -προστιθέμενη αξία, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση, εκπαίδευση, ειδίκευση, έρευνα- ανάπτυξη, καινοτομίες κ.λπ.- δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με δυο τρόπους: είτε με το να ακολουθήσουν οι περιφέρειες, και κυρίως οι μεσογειακές, τις γερμανικές προδιαγραφές προοδευτικά και αργά, δεδομένων των διαφορών κατά την εκκίνηση, είτε με την ενσωμάτωσή τους, που θα είναι ετεροκαθοριζόμενη και αποδιαρθρωμένη. Έτσι, στην Ισπανία, το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) έπεσε από το 79% του κοινοτικού μέσου όρου που ήταν, στο 76% μεταξύ των ετών 1975 και 1995.

Οι ευρωπαϊκές περιφέρειες εντάσσονται με όλο και πιο διαφοροποιημένο τρόπο στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, λόγω των φαινομένων δημιουργίας μητροπολιτικών ζωνών, των δυσκολιών μεταμόρφωσης των παραδοσιακών βιομηχανικών ζωνών, της αυξανόμενης καθυστέρησης των περιφερειών και της επιλεκτικής λογικής των επενδυτών. Η κυκλοφορία του ευρώ θα εντείνει τις κοινωνικές και εδαφικές ρήξεις σε περιφερειακή κλίμακα (νότια και βόρεια Ιταλία, Φλάνδρα και Βαλονία, Ισπανία συνολικά και περιφέρειες, νέα και παλαιά γερμανικά κρατίδια) ή σε επαρχιακή και τοπική κλίμακα (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο). Και αυτό, τη στιγμή που ούτε τα κράτη, ούτε η Ένωση διαθέτουν κονδύλια στον προϋπολογισμό τους που να επιτρέπουν εσωτερική μεταφορά πόρων ώστε να ρυθμίσουν ή να αντισταθμίσουν τον κλονισμό που προαναγγέλλεται, και ενώ η διεύρυνση προς Ανατολάς έχει μπει από τα τέλη Μαρτίου, σε μια φάση ενεργών διαπραγματεύσεων.

Απέναντι σε διακυβεύματα τέτοιας έκτασης, η δημοκρατική απαίτηση θα έπρεπε να μεταφράζεται σε ουσιαστικές συζητήσεις στο επίπεδο των Δεκαπέντε και σε μια άμεση προσφυγή στη γνώμη των πολιτών, Γάλλων και Ευρωπαίων. Αντιμέτωποι με τη γενικευμένη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού (Βέλγιο, Γαλλία) και μάλιστα με την εχθρότητα της κοινής γνώμης προς το ευρώ (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ολλανδία), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι κυβερνήσεις έχουν απαντήσει μέχρι στιγμής με προπαγάνδα και με τετελεσμένα γεγονότα. Δεν είναι πολύ αργά για να σκεφτούμε μια εναλλακτική λύση για να εξουδετερώσουμε την ωρολογιακή βόμβα που συνιστά το ευρώ. Σ’ αυτή την προοπτική θα πρέπει να υπάρξει ρήξη με τη φιλελεύθερη χρηματοπιστωτική και μονεταριστική λογική και να αντικατασταθούν μερικές βασικές ιδέες στην καρδιά του ευρωπαϊκού σχεδίου: Θα πρέπει να προωθηθούν θέσεις εργασίας και απασχόλησης, χρήσιμες και αποτελεσματικές. Θα πρέπει να υπάρξει διαρκής και ισορροπημένη ανάπτυξη των περιοχών, οικονομική και κοινωνική συνοχή, συνεργασία και αλληλεγγύη, μαζί, βέβαια, και νομισματική.

Και κυρίως, χρειάζεται διαφάνεια και δημοκρατία. Από αυτή την άποψη, είμαστε πολύ μακριά από το ζητούμενο με τις καθαρά τυπικές συζητήσεις που έγιναν το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, τόσο στη γαλλική Βουλή στο Παρίσι όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 

Laurent Carroué

Γεωγράφος, εξειδικευμένος στην οικονομική γεωγραφία, καθηγητής στο πανεπιστήμιο PARIS - VIII.

(1Βλ. Bernard Cassen, «Dans l’étau de l’euro», «Le Monde Diplomatique», Μάιος 1997.

(2) Βλ. τα σχετικά με το ΑΜΙ άρθρα στα τεύχη Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1998 της «Monde Diplomatique». (3) «Les Echos», 14 Ιανουαρίου 1998. (4) «Les Echos», 17 Φεβρουαρίου 1998. (5) Το 1990 έντεκα από τα δεκαπέντε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν πληθωρισμό υψηλότερο του 3%. Στη Γαλλία έφτασε μόλις στο 1,1% το 1997, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού τα τελευταία 42 χρόνια. Από το 1992 ο πληθωρισμός στη Γαλλία είναι κατά μέσο όρο μικρότερος από 2%, ενώ το 1974 έφτανε το 15%. (6) Υψηλές αυξήσεις φόρων έγιναν στη Γαλλία [CSG το 1993, TVA (ΦΠΑ) το 1995, RDS το 1996], καθώς και στη Γερμανία και την Ιταλία, η οποία υπολογίζει, επίσης, στη μαζική πώληση των δημόσιων ή εθνικών επιχειρήσεων, ενώ υπήρξαν σαφείς μειώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό της Ιταλίας, της Δανίας, της Ιρλανδίας… (7) «La Tribune», 16 Δεκεμβρίου 1997.

Μοιραστείτε το άρθρο