[Αρχείο, Οκτώβριος 1999]
Μετά Χριστόν προφήτες εμφανίζονται πολλοί, σε κάθε περίσταση. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως ότι επιστήμονες και διανοούμενοι δεν είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών εξαιτίας της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Συνεχίζοντας το μικρό μας αφιέρωμα σε κείμενα από αρχείο της «Le Monde diplomatique» που πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα, παρουσιάζουμε σήμερα αποσπάσματα από άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1999.
Για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία συμμετείχε στο Κόσοβο σε μια στρατιωτική επιχείρηση, η οποία επιπλέον ήταν εκτός της ζώνης που καλύπτεται από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ). Η εμπλοκή αυτή συμβαδίζει με το πνεύμα της εξωτερικής πολιτικής της μετά την ενοποίηση: αφήνοντας πίσω της την εποχή όπου η ασφάλειά της εξαρτιόταν από τους δυτικούς «προστάτες» της, προτίθεται να αναλαμβάνει από ‘δω και πέρα νέες ευθύνες στους κόλπους των οργανισμών στους οποίους μετέχει.
Πολλοί παρατηρητές διακρίνουν σε αυτό μια απόδειξη «ομαλότητας». Ήδη από το 1995, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Ρόμαν Χέρτσογκ, εξέφραζε την επιθυμία του για μια εξωτερική πολιτική «χωρίς συστολές»: Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα έπειθε για την προσήλωσή της στις δυτικές αξίες μόνο εάν δεν απέκλειε εκ των προτέρων την υπεράσπιση των αξιών αυτών με τις ένοπλες δυνάμεις της. Η ειρωνεία της τύχης θέλησε να αναλάβει αυτή την πρώτη πολεμική αποστολή, ως υπουργός Εξωτερικών, ένας πρώην ειρηνιστής, ο Γιόσκα Φίσερ.Αυτή η καινοτομία αναζωπύρωσε πάντως τις ανησυχίες, που επανεμφανίζονται στο εξωτερικό για την αύξηση της ισχύος της ενοποιημένης Γερμανίας. Ορισμένοι, επικαλούμενοι τις θέσεις που κατέλαβαν οι γερμανικοί βιομηχανικοί όμιλοι, όπως στο παρελθόν την ισχύ των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, δεν διστάζουν να τονίσουν το φόβητρο μιας υποτιθέμενης «επιθυμίας (για αναβίωση της) αυτοκρατορίας» (1). Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα είναι μερικές φορές τόσο υπερβολικά που μοιάζουν να προέρχονται από την παλιά αντι-γερμανική επιχειρηματολογία, που χαρακτήριζε πριν από τον πόλεμο τα υπερεθνικιστικά ρεύματα -τα οποία άλλωστε βούλιαξαν συχνά στη συνεργασία με τον κατακτητή.
Πώς να μην κατανοήσουμε ότι το παρελθόν τροφοδοτεί έναν παράλογο φόβο για το μέλλον; Πιο λογική είναι η αναμφισβήτητη διαπίστωση των μεγάλων -οικονομικών και στρατηγικών- πλεονεκτημάτων της ΟΔΓ που της δίνουν τα μέσα για ενδεχόμενες ηγεμονικές τάσεις. Για να αξιολογήσουμε τις αποστολές που το Βερολίνο καλείται αντικειμενικά να εκπληρώσει, πρέπει επίσης να επανεντάξουμε αυτά τα δεδομένα στην πραγματικότητα μιας ηπείρου σε πλήρη αναστάτωση. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τη γερμανική βούληση η οποία εκδηλώνεται πιο έντονα απ’ ό,τι παλιότερα -ακόμη και έννοιες που εδώ και μισό αιώνα αποτελούσαν ταμπού, όπως ισχύς, έθνος ή συμφέρον, κάνουν ξανά την εμφάνισή τους στη Γερμανία. Αντί όμως να εξορκίζουμε λεκτικά τη δύναμη της Γερμανίας, καλύτερα να εκτιμήσουμε πολιτικά εάν την χρησιμοποιεί με υπεύθυνο τρόπο- και να δράσουμε αναλόγως.
Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού Χανς Πέτερ Σβαρτς (2), η ενωμένη Γερμανία οφείλει -λόγω της γεωγραφικής θέσης της, των οικονομικών δυνατοτήτων της και της πολιτιστικής ακτινοβολίας της- να αναλάβει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε μια «κεντρική δύναμη». Αυτό συνεπάγεται την ανάληψη ενός σημαντικού ρόλου μεσολάβησης και σταθεροποίησης, για το δικό της συμφέρον και για το συμφέρον της Ευρώπης, η οποία έχει γίνει η δομή στην οποία εντάσσεται σταθερά το όραμα των ηγετών της, ξεκινώντας από την πολιτική τους στην Ανατολή.
Έως το 1990, η Οστπολιτίκ (σημ. της ελληνικής έκδοσης: η πολιτική έναντι της Ανατολής) στόχευε πρώτα απ’ όλα στην εξομάλυνση των σχέσεων με τους ανατολικούς γείτονες. Μετά την ενοποίηση η Οστπολιτίκ προχωρά με μια άλλη λογική. Από τη στιγμή που η ΟΔΓ έχει γίνει ο κύριος εμπορικός εταίρος των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και ο συνήγορος για την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και συγχρόνως ο προνομιούχος μεσολαβητής μεταξύ της Ρωσίας και της διευρυμένης Ατλαντικής Συμμαχίας, βασικός στόχος της είναι η διατήρηση της ειρηνικής τάξης στο σύνολο της ηπείρου. Πράγματι, τίποτα δεν τη φοβίζει όσο οι παράγοντες αποσταθεροποίησης, με όλες τις συνέπειές της, ξεκινώντας από το κύμα προσφύγων. Προτεραιότητά της είναι να προλαμβάνει, να περιορίζει και να διευθετεί τις συγκρούσεις. Και η επιδίωξη αυτή για σταθερότητα επανεισάγει δυναμικά τη γεωοικονομία σε βάρος της γεωπολιτικής: το Βερολίνο θέλει να είναι, στην Ανατολή, το εργαλείο ανάπτυξης της ευημερίας, και άρα της εδραίωσης των «δημοκρατιών της αγοράς». Το όραμα αυτό, παράλληλα με την αποδοχή των θέσεων των ΗΠΑ, βρίσκεται στις ρίζες της γερμανικής συμμετοχής στο Κόσοβο.
Στενά συνδεμένη με το εξωτερικό, η γερμανική οικονομία είναι φυσικά ευαίσθητη στα προβλήματα του παγκόσμιου εμπορίου, από το οποίο εξαρτώνται οι επενδύσεις της, τα κέρδη και οι θέσεις εργασίας της -οι εξαγωγές απασχολούν σχεδόν το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού. Έτσι, οι κρίσεις στην Ασία και τη Ρωσία προκάλεσαν πτώση των συναλλαγών σχεδόν κατά 3,4% το 1998, τη στιγμή που η κυβέρνηση Σρέντερ βλέπει τα οικονομικά προβλήματα να επιδεινώνονται: η μεγέθυνση αναμένεται να πέσει από το 2,8% το 1998 στο 1,7% το 1999. Το κόστος των μισθών είναι κατά 20% υψηλότερο απ’ ό,τι στη Γαλλία και 55% υψηλότερο απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το κόστος της ενοποίησης -πάνω από 1 τρισεκατομμύριο μάρκα (165 τρισ. δρχ.) σε οκτώ χρόνια- συνεχίζει να αποδυναμώνει το «γερμανικό μοντέλο».
Όταν ρωτήθηκε για τη σύμπτωση της γερμανικής συμμετοχής στον πόλεμο στο Κόσοβο με το πέρασμα στη «Δημοκρατία του Βερολίνου», ο Φίσερ απάντησε ότι το Βερολίνο «δεν είναι παρά ένα νέο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου, του βιβλίου της γερμανικής δημοκρατίας. Τα θεμέλιά της θα συνδέονται για πάντα με το όνομα της Βόνης (3)». Πράγματι, η μεταφορά της καγκελαρίας, της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου δεν συμβολίζει με κανένα τρόπο το πέρασμα από μια δημοκρατία σε μια άλλη (4). Το θεμελιώδες δίκαιο που επικυρώθηκε το 1949 διέπει, πενήντα χρόνια μετά, το (επαν)ενωμένο έθνος. Αν και η νέα πρωτεύουσα δεν έχει καμία σχέση με τη μικρή επαρχιακή πόλη που την αντικαθιστούσε, οι βασικοί προσανατολισμοί της πολιτικής δεν θα αλλάξουν και η ΟΔΓ πρέπει πάνω απ’ όλα να ολοκληρώσει την ενοποίησή της και να αντιμετωπίσει -να η «εξομάλυνση»- τα ίδια προβλήματα με τους γείτονές της: επώδυνες οικονομικές αναδιαρθρώσεις, αμφισβήτηση του κράτους προνοίας, γήρανση του πληθυσμού. Συγχρόνως θα πρέπει να αναλάβει την ιδιαίτερη ιστορική ευθύνη που βαρύνει τη Γερμανία, λόγω του παρελθόντος της.
Ως τρίτος κατά σειρά χορηγός των Ηνωμένων Εθνών, η Βόνη είχε ζητήσει επισήμως, από το 1992, μια μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ελλείψει μονίμου εκπροσώπου της Ευρώπης (5). Δίψα για εξουσία; Η ευχή αυτή εκφράζει μάλλον την επιθυμία να ενταχθεί καλύτερα στις δομές του ΟΗΕ και να απομακρύνει συγχρόνως το φάσμα μιας «επανεθνικοποίησης» της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Και ο συγκλονισμός που προκλήθηκε στην κοινή γνώμη από τον πόλεμο στο Κόσοβο δεν οφείλεται τόσο στη συμμετοχή γερμανών στρατιωτών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις όσο στον παραμερισμό του ΟΗΕ κάτω από αμερικανική πίεση. Έτσι εξηγείται και η δραστηριοποίηση της βερολινέζικης διπλωματίας υπέρ πολιτικών λύσεων στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών: από την προετοιμασία μιας λύσης που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας μέχρι την επεξεργασία ενός συμφώνου σταθερότητας για τα Βαλκάνια υπό την αιγίδα της Ευρώπης.
Η Γερμανία δεν έχει να αντιμετωπίσει ένα αποικιοκρατικό παρελθόν και δεν διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο. Δεν της λείπουν, ωστόσο, τα συμφέροντα και οι εταίροι. Κάθε σύγκρουση στον πλανήτη την αφορά. Είναι όμως η Γερμανία ο «exemplary global citizen» (υποδειγματικός πολίτης του κόσμου), που περιέγραφε, το 1996, ο Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας; Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την περιφρόνηση της θέσης της, την οποία προφανώς υπερασπίζεται, ως ευρωπαϊκής Handelsmacht («εμπορική δύναμη») με παγκόσμια συμφέροντα. Ως πρώτη εξαγωγική δύναμη της Ευρώπης στηρίζεται -με τη βοήθεια του διεθνούς αναπροσανατολισμού των μεγάλων ομίλων της- σε μια ισχυρή εθνική βιομηχανική βάση για να αξιοποιήσει πλήρως το «χώρο συσσώρευσης» που της προσφέρει η Ευρώπη (6).
Γιατί η μεγάλη επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής της Βόνης, σύμφωνα με τη γραμμή που καθιέρωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ από τη δεκαετία του ’70, ήταν να λαμβάνει υπόψη τα εθνικά συμφέροντά της εντάσσοντάς τα συγχρόνως σε πολυμερείς ενέργειες. Η ΟΔΓ αντλεί ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της από το στενό συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής της με τους εταίρους της στην Ένωση, όπως και από την ενεργή συμμετοχή της στους διεθνείς οργανισμούς. Γι’ αυτό ταυτίζει τόσο εύκολα την ευρωπαϊκή πολιτική με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της. Αυτό δεν την εμποδίζει ωστόσο να προωθεί το δικό της όραμα για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Έτσι, οι ηγέτες της προβάλλουν ευχαρίστως το μοντέλο τους σε μια ομοσπονδιακή, και μάλιστα συνομοσπονδιακή, Ευρώπη. Τα κείμενα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU-CSU) του Σεπτεμβρίου 1994, του Σεπτεμβρίου 1997 και του Μαΐου 1999, πραγματικά προγράμματα για την Ευρώπη των αρχών του 21ου αιώνα, απαιτούσαν την επιβολή ενός πλαισίου στους εταίρους της Γερμανίας (7). Οσο για την κυβέρνηση Σρέντερ, αυτή επωφελήθηκε της γερμανικής προεδρίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1999, για να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα στις διαπραγματεύσεις για την «Ατζέντα 2000» και άρα για τη συμβολή της ΟΔΓ στον κοινοτικό προϋπολογισμό. «Αυτοκρατορική» στρατηγική ή πραγματιστικό διάβημα; Και πάλι δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε ότι την ώρα της επιτάχυνσης και της διεύρυνσης της ευρωπαϊκής οικοδόμησης καθένας περιμένει φυσικά, περισσότερο από ποτέ, να επωφεληθεί τα μέγιστα από τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης, αποφεύγοντας συγχρόνως τις αρνητικές συνέπειες.
Οι γαλλο-γερμανικές σχέσεις, που από καιρό θεωρούνταν ότι έχουν μία αξία καθαυτές, προσαρμόζονται κι αυτές στη νέα πραγματικότητα, αφού οι παράμετροι των διμερών σχέσεων που υπήρχαν έως το 1990 έχουν αλλάξει ριζικά. Η διαίρεση της Γερμανίας ήταν, για τη Γαλλία, μια από τις βάσεις της καλής λειτουργίας των γαλλο-(δυτικο)γερμανικών σχέσεων, οι οποίες στηρίζονταν εμμέσως στην ειδική διεθνή θέση της ΟΔΓ και στη θέση της Γαλλίας ως προστάτριας δύναμης, εγγυήτριας της Γερμανίας και υπεύθυνης για την ευρωπαϊκή ισορροπία. Από ‘δω και πέρα τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά, όπως επισήμανε ήδη από το 1998 ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ιμπέρ Βεντρίν: «Με τη Γερμανία, οι προσωπικές σχέσεις είναι καλές, αλλά η κατάσταση και άρα η σχέση δεν είναι πλέον ακριβώς όπως παλιά. Χωρίς να το θελήσει κανείς, τα γαλλικά και τα γερμανικά συμφέροντα ήταν συχνά διαφορετικά σε αυτή την περίοδο. Η επανενωμένη Γερμανία υπερασπίζεται τις θέσεις της χωρίς συμπλέγματα. Δεν λέω ότι η Γερμανία έχει γίνει λιγότερο ευρωπαϊκή, είναι όμως το ίδιο ευρωπαϊκή με τη Γαλλία: δεν υπερβάλλει» (8). Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, ο διπλωματικός σύμβουλος του νέου καγκελάριου, Μίχαελ Στάινερ δηλώνει: «Πριν την επανένωση, η γαλλο-γερμανική σχέση ήταν ένα επιβεβλημένο δεδομένο. Από τότε, είναι μια εκούσια διαδικασία» (9).
Εκείνοι που προειδοποιούν για τον κίνδυνο της γερμανικής ηγεμονίας δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πολυπλοκότητα της θέσης της Γερμανίας από τον καιρό της ενοποίησης και στο πλαίσιο ενός σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού. Όχι μόνο η Γερμανία, όπως και οι εταίροι της, δεν κατέχει μόνη της τη δύναμη να επιβάλει την εξουσία ή τη βούλησή της, αλλά και τα συμφέροντά της δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τα δικά τους. Εχει ανάγκη, στο μέλλον όπως και στο παρελθόν, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εγγυητή της οικονομικής ευημερίας της, αλλά και έναν πόλο σταθερότητας σε μια Ευρώπη αναστατωμένη από την εξαφάνιση του κομμουνισμού.
Γι’ αυτό και η μεγάλη συζήτηση που ξεκίνησε με τον πόλεμο στο Κόσοβο, για την ανάγκη μετατροπής της υπαρξιακής σχέσης που συνδέει την ΟΔΓ με τις ΗΠΑ, για να τεθούν οι βάσεις για μια πραγματική ταυτότητα ευρωπαϊκής άμυνας. Αυτό που διακυβεύεται είναι το πλαίσιο της ασφάλειας: αν η διαχείριση των συγκρούσεων στην Ευρώπη ανατεθεί στο νέο ΝΑΤΟ, που γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1999, μπορεί άραγε αυτό να παραμείνει ένας μηχανισμός με αμερικανική διοίκηση, με προορισμό να παίζει το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα, χωρίς ρητή εντολή του ΟΗΕ; Διακυβεύονται όμως και τα μέσα της ασφάλειας: η επιτροπή που ασχολείται με το μέλλον της Bundeswehr (του ομοσπονδιακού στρατού), η οποία ξεκίνησε τις εργασίες της τον Απρίλιο του 1999, είναι επιφορτισμένη να προτείνει έως το φθινόπωρο του 2000 μια δομική μεταρρύθμιση του ομοσπονδιακού στρατού η οποία έχει τεθεί κάτω από τα προτάγματα της σύνδεσης με την κοινωνία, της διατήρησης της ειρήνης και της πρόληψης των συγκρούσεων.
Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί προβάλλουν τις ίδιες αξίες δεν εγγυάται ότι έχουν τα ίδια συμφέροντα και τις ίδιες πολιτικές. Ο πνευματικός πατέρας της Οστπολιτίκ, Εγκον Μπαρ, συνηγορεί λοιπόν, και δικαίως, υπέρ μιας πραγματικής «χειραφέτησης» του Βερολίνου σε σχέση με την Ουάσιγκτον: την θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια πραγματική «εξομάλυνση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής», και για την ουσιαστική συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για την ασφάλεια, βασισμένης σε μια συμφωνία προτεραιότητας με τη Γαλλία (10).
Η ιστορία ρίχνει το βάρος της και θα συνεχίσει -ευτυχώς- να το ρίχνει. Στο όνομα της ιστορίας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία έχει περιορίσει τις φιλοδοξίες της μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επανακτηθείσα ομαλότητα, στο όνομα της οποίας δρα η «νέα γενιά», που την ενσαρκώνουν οι ηγέτες του σημερινού συνασπισμού, σε καμία περίπτωση δεν καθιστά ξεπερασμένο το μήνυμα του πρώην καγκελάριου Κολ: η Γερμανία πρέπει να λάβει υπόψη της στην ευρωπαϊκή πολιτική της τον τρόπο με τον οποίο την βλέπουν οι γείτονές της. Πέρα από οποιοδήποτε όνειρο ηπειρωτικής κυριαρχίας, η πρωταρχική πρόκληση με την οποία είναι αντιμέτωπη η ΟΔΓ δεν έχει αλλάξει από το 1990: να πετύχει την ενοποίησή της χωρίς να θυσιάσει το «μοντέλο» της.
Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος που ο Σρέντερ τονίζει συχνά ότι η χώρα του έχει περισσότερο ανάγκη από ρεαλισμό παρά από όραμα. Όμως, ένας ψυχρός γερμανοκεντρισμός δεν είναι, άραγε, το ίδιο επιζήμιος με μια υπερβολική ευρωπαϊκή «όρεξη»; Για να αποφύγει μια εγωιστική αναδίπλωση στα εσωτερικά προβλήματα, ο καγκελάριος πρέπει επίσης να παρουσιάσει μια ηγεσία με όραμα. Χωρίς όραμα, οι προκάτοχοί του, από τον Αντενάουερ μέχρι τον Κολ, δεν θα είχαν μπορέσει να πραγματοποιήσουν, σε συμφωνία με τους εταίρους τους, το «σχέδιο Ευρώπη». Ανάμεσα στην εμμονή και τη λήθη της ισχύος, η Γερμανία πρέπει επιτέλους να βρει μια χρυσή τομή: να αναλάβει το ρόλο της ως κατευναστική δύναμη σε όλη την ήπειρο.