Η Ρωσία και οι άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ υποτίθεται ότι «μεταβαίνουν στην οικονομία της αγοράς». Άραγε ποιας αγοράς; Αυτής που μας επιτρέπει να επιλέγουμε τα τυριά μας; Ή μήπως της αγοράς εργασίας την οποία «εξυγιαίνουμε» όταν γίνεται «πολύ ακριβή»; Ή ακόμη αυτής του κεφαλαίου ή των «αξιών» (χρηματιστηριακών, εννοείται), η οποία εξαπλώνεται στη Ρωσία ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού βυθίζεται στην εξαθλίωση; Αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε απλώς για «αγορά», υπονοώντας ότι πρόκειται για έναν κοινωνικά ουδέτερο μηχανισμό.
Χθες, στη «χώρα του μεγάλου ψεύδους», ήταν η χρήση της λέξης «σοσιαλισμός» που λειτουργούσε απολογητικά, συγκαλύπτοντας την καταπίεση και τα γραφειοκρατικά προνόμια. Στο εξής, είναι η απουσία του επιθετικού προσδιορισμού (πρόκειται για μετάβαση σε «οικονομίες της αγοράς» και όχι στον καπιταλισμό) που καλύπτει την απολογία. Τόσο ο σταλινισμός όσο και ο φιλελευθερισμός αρνούνται την ύπαρξη συγκρούσεων και τάξεων. Πίσω από τα επίσημα δόγματα του χθες ή του σήμερα, εξαφανίζονται οι πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις πίσω από τις διάφορες μορφές ιδιοκτησίας και οικονομικών μηχανισμών.
Βέβαια, στην ανατολική Ευρώπη κατακτήθηκε ο πλουραλισμός των κομμάτων και η πτώση ενός τείχους. Όμως τα τείχη του χρήματος είναι πιο δύσκολο να γκρεμιστούν. Και αυτό που πραγματικά έχει σημασία (1) (τα ηθικά διακυβεύματα, οι εναλλακτικές λύσεις) δεν εξετάζεται, γιατί η κυρίαρχη φιλελεύθερη σκέψη ισχυρίζεται ότι είναι απαραίτητο να «αποπολιτικοποιήσει» την οικονομία. Λες και οι φιλελεύθερες οικονομικές συνταγές δεν είναι πολιτικές, όταν αντικαθιστούν την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση με την αναγκαστική ιδιωτικοποίηση, τις προσταγές του «επιστημονικού σοσιαλισμού» με τους υποτίθεται οικουμενικούς και αποτελεσματικούς «νόμους» μιας καπιταλιστικής αγοράς που διαλύει την κοινωνία, τη γραφειοκρατία και τα μονοπώλια του κράτους με την ιδιωτικοποίηση του κράτους που είναι υποταγμένο στα μαφιόζικα μονοπώλια, τις κοινωνικές ή πολιτικές προτεραιότητες με τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς για να συγκρατηθούν οι αυξανόμενες αναταραχές αυτής της «τάξης» που μειώνεται σταδιακά.
Εκείνο που κρύβεται, τόσο χθες όσο και σήμερα, πίσω από την τρομοκρατία της γλώσσας, την ένδεια της σκέψης και τη στενότητα της δημοκρατίας, είναι τα διακυβεύματα της κοινωνίας. Να γιατί αξίζει τον κόπο να αφαιρέσουμε τα πέπλα, να ξαναδώσουμε νόημα στις λέξεις, στο παρελθόν και στις «συγκεκριμένες ουτοπίες» για να καταστήσουμε κατανοητές τις επιλογές του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτό δεν θα γίνει μέσα σε μερικές γραμμές, ούτε χωρίς πλουραλιστική αντιπαράθεση των απολογισμών του 20ου αιώνα. Οι απολογισμοί αυτοί αφορούν όλες τις αποτυχίες, τις εμπειρίες και τις διαμάχες του παρελθόντος, κυρίως εκείνες που κατέπνιξε η καταστολή (2). Μπορούμε, άραγε, να κάνουμε τον απολογισμό του «υπαρκτού σοσιαλισμού» χωρίς απολογισμό της ανάπτυξης στο σύνολο του πλανήτη (δηλαδή του ανθρώπινου και του οικολογικού περιεχομένου της καπιταλιστικής ανάπτυξης);
«Όλοι αυτοί που σκέφτονταν είχαν εύκολα πειστεί ότι ο μετασχηματισμός των μορφών ιδιοκτησίας, αντί να λύνει το ζήτημα του σοσιαλισμού, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να το θέτει», υπογράμμιζε ο Τρότσκι (3) , αναλύοντας την ΕΣΣΔ ως μια κοινωνία-υβρίδιο, ούτε καπιταλιστική ούτε σοσιαλιστική. Απέναντι στις απολογητικές στατιστικές, διατύπωνε «για τη σοβιετική βιομηχανία, έναν αρκετά ιδιόμορφο κανόνα: τα προϊόντα είναι κατά γενικό κανόνα τόσο πιο κακά όσο πιο κοντά βρίσκονται στον καταναλωτή».
Το ζήτημα της δημοκρατίας και της αγοράς των προϊόντων, επομένως και του χρήματος, βρίσκονταν ήδη στον πυρήνα μιας κριτικής σκέψης απέναντι σ’ αυτό που ήταν ο σοβιετικός προγραμματισμός: «Δύο μοχλοί πρέπει να χρησιμεύουν για να ρυθμίζουν και να προσαρμόζουν το σχέδιο. Ένας μοχλός πολιτικός, (…) ο οποίος δεν γίνεται αντιληπτός χωρίς σοβιετική δημοκρατία και ένας μοχλός οικονομικός, ο οποίος απορρέει από τη συγκεκριμένη επαλήθευση των υπολογισμών που έχουν γίνει εκ των προτέρων, με τη βοήθεια ενός γενικού ισοδύναμου, πράγμα που είναι αδύνατο χωρίς ένα σταθερό νομισματικό σύστημα. Ο ρόλος του χρήματος στη σοβιετική οικονομία, που απέχει πολύ από το να έχει λήξει, πρέπει ακόμη να εξελιχθεί σε βάθος».
Όμως η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι εκείνη η οποία, ενώ υποστήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση, εξέφρασε με τον πιο διαυγή τρόπο από το 1918, σε μια μπροσούρα που συνέταξε στη φυλακή, σε ποιο σημείο τα μέτρα αμφισβήτησης του πολιτικού πλουραλισμού που έλαβαν οι μπολσεβίκοι κινδύνευαν να καταπνίξουν και όχι να προστατεύσουν το προοδευτικό δυναμικό της επανάστασης: «Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη ενός κόμματος -όσο πολυάριθμα και αν είναι- δεν είναι ελευθερία. Χωρίς γενικές εκλογές, χωρίς απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, χωρίς ελεύθερη διαπάλη των απόψεων, η ζωή πεθαίνει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια φαινομενική ζωή, όπου η γραφειοκρατία είναι το μοναδικό στοιχείο που παραμένει δραστήριο» (4).
Η λέξη «σοσιαλισμός» σήμαινε στη δεκαετία του ’20 για τους μπολσεβίκους ένα πρόγραμμα, και όχι την πραγματικότητα της ΕΣΣΔ που θεωρούνταν κοινωνία που μετέβαινε στο σοσιαλισμό. Μετά τη «φυσική εξόντωση της αστικής τάξης ως τάξης», και την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση του τέλους της δεκαετίας του ’20, ο Στάλιν διακήρυξε ότι ο «σοσιαλισμός» είχε πραγματωθεί.
Με τη γραφειοκρατία του κόμματος-κράτους δεν ασχολούνταν καμία επίσημη στατιστική. Βασίλευε στο όνομα των εργαζομένων, εις βάρος τους, υποσχόμενη σ’ αυτούς ένα «λαμπρό μέλλον». Και κατά τη διάρκεια μερικών δεκαετιών, τους εξασφάλισε, παρά τις σημαντικές ανθρώπινες και φυσικές απώλειες, πραγματικά οφέλη στο βιοτικό επίπεδο και μια (κακή) πλήρη απασχόληση… τουλάχιστον όσο σιωπούσαν.
Ο γραφειοκρατικός συντηρητισμός κατέλαβε τον τεράστιο μηχανισμό του κράτους-κόμματος. Οι κοινωνικές σχέσεις, στις οποίες τόσο τα άτομα όσο και οι κοινωνικές και εθνικές ομάδες καταπιέζονταν και απαλλάσσονταν από ευθύνες στο όνομα μιας συλλογικής ψευδο-ευημερίας, έγιναν, σε μερικές δεκαετίες, στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, ένα απόλυτο εμπόδιο «στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Και όπως έχει πει ο Μαρξ, αυτός είναι ο λόγος που άρχισε μια επαναστατική περίοδος.
Πίσω από το μοναδικό κόμμα, μπόρεσε να αναπτυχθεί ολόκληρη η κλίμακα από τις ιδέες και τα κοινωνικά ζητήματα που καταστέλλονταν, με καλά ή κακά αποτελέσματα. Όμως, σύμφωνα με μια ιστορική ιδιαιτερότητα, της οποίας μόνο σήμερα εκτιμούμε την εμβέλεια (άραγε πού βρίσκεται η κοινωνική βάση της «μετάβασης»;), σ’ εκείνη την επανάσταση δεν υπήρξαν δραστήρια κοινωνικά κινήματα με την έννοια συνεκτικών προγραμμάτων. Όχι, όπως ακούμε να λέγεται συχνά, επειδή αυτοί οι πληθυσμοί ήταν υπερβολικά «προστατευμένοι» για να εξεγερθούν. Αντίθετα, υπήρξαν πολυάριθμες στροφές της ιστορίας, που έγιναν δυνατές εξαιτίας ποικίλων προηγούμενων εξεγέρσεων. Όμως τα άτομα ή τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που αγωνίστηκαν, στο όνομα του σοσιαλισμού, ενάντια στη γραφειοκρατία και τη δικτατορία, καταστάλθηκαν όλα -επίσης «στο όνομα του σοσιαλισμού».
Έτσι, υπήρξαν αγώνες ενάντια στην «κόκκινη μπουρζουαζία» στην αυτοδιαχειριζόμενη Γιουγκοσλαβία, αγώνες του κινήματος των εργατικών συμβουλίων το 1956 στην Ουγγαρία ή στην Πολωνία, η «άνοιξη της Πράγας» το 1968. Και είναι επίσης ένας «κομμουνιστής» στρατηγός (ο Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι) που κατέστειλε στην Πολωνία, στο όνομα της εργατικής τάξης, το ανεξάρτητο συνδικάτο πολλών εκατομμυρίων εργαζομένων τη «Σολιντάρνοστς» (Αλληλεγγύη). Αυτό το συνδικάτο, παρά την ιδεολογική ετερογένειά του, διεκδικούσε ήδη από το 1980 μια «αυτοδιαχειριζόμενη δημοκρατία» -όχι ιδιωτικοποιήσεις… Αντιλαμβανόμαστε ότι η Πολωνία ήταν και παραμένει ένα ουσιαστικό γεωστρατηγικό διακύβευμα για την ανατροπή της «μετάβασης» στις ιδιωτικοποιήσεις, πράγμα που της εξασφάλισε -για να διευκολυνθεί εκείνη η μετάβαση- το προνόμιο ελάφρυνσης του χρέους της και ένα κεφάλαιο σταθεροποίησης του ζλότι. Είναι όμως γεγονός ότι η «κομμουνιστική» καταπίεση συνέβαλε ουσιαστικά σε μια αλλοίωση των προγραμμάτων, έτσι που, στη δεκαετία του ’80, στην Πολωνία έλεγαν γενικά «δεξιός» όταν ήθελαν να πουν προοδευτικός. Με τον ίδιο τρόπο, ο «ιμπεριαλισμός» στην Τσεχοσλοβακία το 1968 δεν ήταν ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), αλλά τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αυτό πληρώνεται ακόμη σήμερα με τη διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας προς την Ανατολή, ενώ το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έχει εξαφανιστεί.
Κατά συνέπεια, για να αποκτήσουν ελευθερίες, οι πληθυσμοί της ανατολικής Ευρώπης στράφηκαν προς τη Δύση. Καθώς αντιμετώπιζαν επιδείνωση των πενιχρών κοινωνικών κεκτημένων της δεκαετίας του ’80, ήθελαν πολύ απλά να ζήσουν καλύτερα και πιο ελεύθεροι. Στο μέτρο που είχαν ένα μοντέλο στο μυαλό τους, αυτό ήταν μάλλον η Σουηδία ή το κοινωνικό μοντέλο της γερμανικής αγοράς, στη διάλυση του οποίου συμβάλλουν σήμερα η γερμανική ενοποίηση και η μεταφορά των επιχειρήσεων στην Ανατολή… Τους υποσχέθηκαν ότι η αγορά και οι ιδιωτικοποιήσεις θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες τους. Ούτε λόγος για ιδεολογικούς «-ισμούς»! Επρόκειτο να «συναντήσουν τον πολιτισμένο κόσμο», να ζήσουν «όπως όλος ο κόσμος» σε μια κοινωνία της αγοράς που θα τους εξασφάλιζε, όπως έλεγαν, την ευημερία, την αποτελεσματικότητα και τις ατομικές ελευθερίες. Όμως, μολονότι ήπιαν σαμπάνιες με την κατάρρευση των δικτατοριών και του τείχους του Βερολίνου, πού βρισκόμαστε, άραγε, έπειτα από μια δεκαετία «συστημικών αλλαγών»;
Άραγε η ρωσική κρίση αποτελεί μια εξαίρεση, της οποίας το αποτέλεσμα επηρεάζει ουσιαστικά τις γειτονικές χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπως η Ουκρανία; Οι αναλύσεις και οι αριθμοί του πίνακα των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης το 1998 (5) , μολονότι υπογραμμίζουν τις δυσκολίες από την πλευρά κυρίως των βαλκανικών χωρών, προκαλούν αισιοδοξία. «Για τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης», γράφει ο Ζαν-Πιερ Παζέ, «οι μέθοδοι της οικονομίας της αγοράς έχουν λειτουργήσει σχετικά καλά, και μάλιστα πολύ καλύτερα από τη στιγμή που αυτές οι χώρες διέθεταν ήδη δομές και θεσμούς μεταβατικούς για την αγορά (…). Αντίθετα, όσον αφορά τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι ίδιες μέθοδοι, καθώς εφαρμόστηκαν σε απροετοίμαστες οικονομίες ή πληθυσμούς, δεν λειτούργησαν καλά ή, ακόμη, προκάλεσαν διαστρεβλώσεις».
Είναι αλήθεια ότι οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης σημειώνουν από το 1993 ή το 1994 μια θετική αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους, ενώ της Ρωσίας είναι σήμερα το μισό (σε όγκο) από όσο ήταν το 1991. Ο Ζακ Ρούπνικ (6) υπογραμμίζει σε ποιο σημείο δεν ισχύει πια το παλιό απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο «όταν η Μόσχα φτερνίζεται, η ανατολική Ευρώπη αρρωσταίνει»: «Η δημοκρατική μετάβαση και το πέρασμα στην οικονομία της αγοράς στην κεντρική Ευρώπη υπακούουν σε λογικές και σε ρυθμούς διαφορετικούς και σχετικά αυτόνομους σε σχέση με την παλιά αυτοκρατορική μητρόπολη», λέει.
Ωστόσο τα επιχειρήματα αυτά αξίζει να συζητηθούν. Ακόμη και αν τα σενάρια είναι διαφορετικά (γιατί και τα σημεία εκκίνησης της μετάβασης δεν είναι τα ίδια), υπάρχουν πολύ περισσότερα κοινά σημεία απ’ όσα φαίνονται. Πουθενά δεν ήταν «προετοιμασμένοι» οι πληθυσμοί για την κοινωνική υποβάθμιση που γνώρισαν στην πλειονότητά τους. Εξάλλου, η τιμωρία μέσω των εκλογών για πολιτικές που διασπούν την κοινωνία ωθούν παντού προς «κεντροαριστερές» συμμαχίες με σημαντικά ποσοστά για τους πρώην κομμουνιστές, κάτω από διαφορετικά ονόματα. Όμως οι (συγκλίνουσες) πρακτικές των κυβερνήσεων καταλήγουν, όποιες κι αν ήταν οι προεκλογικές υποσχέσεις, να ανταποκρίνονται κατά προτεραιότητα στις δυτικές φιλελεύθερες πιέσεις και απαιτήσεις. Γι’ αυτό και η τάση για παρόμοιες πολιτικές: η «εναλλαγή χωρίς εναλλακτική» (7) φαίνεται να εδραιώνεται στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, παρά τις αποκλίνουσες αρχικές θεραπείες. Απέναντι στις αυξανόμενες λαϊκές απογοητεύσεις, υπάρχει ο κίνδυνος της ανόδου της εθνικιστικής άκρας δεξιάς, αφού παντού μια μειοψηφία πλουτίζει και ζει καλύτερα.
Όμως, για τη μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών, ο κλονισμός, σημειώνει ο Ζαν-Ιβ Ποτέλ, είναι «από τους πιο βίαιους που έχουν παρατηρηθεί στον κόσμο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (8). Ο ίδιος επικαλείται την Γιούνισεφ, σύμφωνα με την οποία, «η ποιότητα και η έκταση των καταγραμμένων αλλαγών -όποια κι αν είναι η προέλευσή τους- είναι χωρίς προηγούμενο και πιο έντονες, με σχετικούς όρους, από αυτές που παρατηρήθηκαν στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική κατά τη διάρκεια της “χαμένης δεκαετίας” του ’80». Η αύξηση της φτώχειας, της ανεργίας και των πολύ μεγάλων αποκλίσεων στο βιοτικό επίπεδο είναι γενικευμένη. Οι ουρές έχουν αντικατασταθεί από τις αυξήσεις τιμών. Οι προθήκες έχουν διαφοροποιηθεί και καλλωπιστεί με προϊόντα που είναι απλησίαστα στην πλειονότητα των ανθρώπων.
Όταν ξανάρχισε η οικονομική μεγέθυνση, όπως στην Πολωνία, δημιούργησε αποκλίσεις στο βιοτικό επίπεδο και στην περιφερειακή ανάπτυξη. Όμως η αγορά δεν περιορίζει τις αποκλίσεις παρά μόνο στα κυρίαρχα θεωρητικά «μοντέλα». Και μολονότι υπάρχουν πολλοί κύκλοι χωρών (ανάλογα με την ανάπτυξη και τη σταθερότητα της μετάβασης), δεν υπάρχει Σινικό Τείχος ανάμεσά τους, ούτε απλή ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Η πρώην Γιουγκοσλαβία γνώρισε μεταρρυθμίσεις της αγοράς για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ όσο οι αδελφές χώρες και όμως δεν πηγαίνει καλύτερα (με εξαίρεση τη Σλοβενία). Η Τσεχία είχε παραμείνει ένα από τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα μετά την «άνοιξη της Πράγας» και βρίσκεται ωστόσο στην ομάδα των πέντε υποψήφιων χωρών που έχουν επιλεγεί στις αρχές του 1998 (9) από την Επιτροπή ως οι «πιο προωθημένες» για την ένταξη. Η Σλοβενία έχει το πιο υψηλό βιοτικό επίπεδο, μολονότι υπήρξε η πιο καθυστερημένη στις ιδιωτικοποιήσεις. Από τη Ρωσία μέχρι τη Βοσνία και περνώντας από την Τσεχία, τα ίδια οικονομικά κόλπα, η ίδια διαφθορά έχουν σπιλώσει τις ομάδες στην εξουσία, όποιες κι αν είναι οι πολιτικές ονομασίες τους και τα επίπεδα στα οποία έχουν φτάσει όσον αφορά τη μετάβαση. Πρόσφατα, στην Τσεχία, ξέσπασε νέο σκάνδαλο: «φακελάκια» περίπου 5,57 εκατομμυρίων ευρώ (περίπου 1,8 τρισ. δρχ.) καταβλήθηκαν από μια επιχείρηση της Ολλανδίας για να κερδίσει την αγορά της ιδιωτικοποίησης των τσεχικών τηλεπικοινωνιών (10).
Εξάλλου, δεν μπορούμε απλά να χαρούμε για το γεγονός ότι οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έχουν αναπροσανατολιστεί μαζικά (για πάνω από το 50% των συναλλαγών τους) στην Ευρωπαϊκή Ένωση (11) , γιατί υφίστανται και θα υποστούν τον αντίκτυπο αυτών των νέων εξαρτήσεων. Η πολύ μικρή ανάπτυξη των Δεκαπέντε έχει προκαλέσει την πτώση των εξαγωγών τους, ενώ οι δικές τους εισαγωγές με προέλευση την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν τιναχθεί στα ύψη. Κατά συνέπεια, όλες αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν ένα ανησυχητικό εμπορικό έλλειμμα. Η είσοδος ξένων κεφαλαίων στην Πολωνία (που είναι σε μεγάλο βαθμό βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά) επιδεινώνει το πρόβλημα, αυξάνοντας την ισοτιμία του συναλλάγματος. Η ευθυγράμμιση με τα κριτήρια λειτουργίας της φιλελεύθερης Ένωσης έχει ήδη επιδεινώσει την αστάθεια της περιοχής (ενώ ισχυρίζεται το αντίθετο).
Από τη μια πλευρά, ο ανταγωνισμός για την ένταξη στον καπιταλιστικό κόσμο, για την ιδιοποίηση εξαγώγιμου πλούτου σε συνάλλαγμα, και συνεπώς για τον έλεγχο εδαφών και κρατικών εξουσιών που βρίσκονται πίσω από τις ιδιωτικοποιήσεις, έχει σημαδέψει βαθιά τη διάλυση των ομοσπονδιακών κρατών, από την ΕΣΣΔ μέχρι τη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η διαδικασία δεν έχει τελειώσει ούτε για τη Ρωσία ούτε για την γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία (Σερβίας-Μαυροβουνίου): η πρόσβαση στη θάλασσα (τόσο στο Νταγκεστάν όσο και στο Μαυροβούνιο ή στην Κροατία), ο έλεγχος των ορυχείων (στο Κόσοβο), του πετρελαίου (στην Κασπία), ή του δρόμου των πετρελαιαγωγών δεν είναι ποτέ εμφανείς διεκδικήσεις των εθνικών και διεθνών συγκρούσεων, αλλά τις τροφοδοτούν. Δεν υπήρξε πόλεμος στην Τσεχοσλοβακία. Όμως η διάλυση της ομοσπονδίας σχετίζεται με τις ίδιες κοινωνικο-οικονομικές λογικές: συναντάμε και εκεί τη «διάθεση απαλλαγής» της Τσεχίας από τη Σλοβακία, όπως και της Σλοβενίας ή της Κροατίας από τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, που κατέχουν χειρότερη θέση στην αγορά. Μήπως δεν ξαναβρίσκουμε την ίδια λογική στη Λομβαρδία ή στη Φλάνδρα;
Επιπλέον, ένα καλό επίπεδο ανάπτυξης που έχει κατακτηθεί στο παλαιό καθεστώς είναι ένας ευνοϊκός παράγοντας για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (όσο πιο φτωχός είναι κανείς τόσο πιο δαπανηρή είναι η κάλυψη της απόστασης…). Επίσης, είναι πιο ελκυστικό για τις ξένες επενδύσεις (κυρίως για τις υψηλές εξειδικεύσεις). Όλα αυτά δημιουργούν τις αποκλίσεις, συντρίβουν την αλληλεγγύη και προωθούν τη διάσπαση των πιο πλούσιων περιοχών (χωρών). Από αυτή την άποψη, είναι σημαντική η αύξηση υπεργολαβικών δραστηριοτήτων επιχειρήσεων που μεταφέρονται σε άλλες χώρες από πολυεθνικές εταιρείες των οποίων ο στόχος είναι η αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, η προοπτική να ενταχθούν σ’ αυτήν μπορεί προσωρινά να ευνοήσει και την πολιτικο-κοινωνική σταθερότητα. Όμως, επειδή αυτή η προοπτική συνδέεται με τη συσσώρευση «θυσιών», παρατηρούμε επίσης μια αρνητική εξέλιξη της λαϊκής αντίληψης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή αρχίζει να φαίνεται στην Πολωνία (12) , στην Τσεχία ή στη Σλοβενία.
Οι στατιστικές των ιδιωτικοποιήσεων στη Ρωσία, καθώς και στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στη Ρουμανία, στην Πολωνία ή αλλού «συμπίπτουν» με αυτό που περιμένουν οι εξωτερικοί πιστωτές, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρέπει να «αποδειχθεί» ότι αυτές οι χώρες έχουν δεσμευτεί στο «σωστό δρόμο». Ιδιωτικοποιείται ακόμη και ό,τι λειτουργούσε καλά στο παλαιό πλαίσιο, όπως η ουγγρική γεωργία, οι υπηρεσίες υγείας στη Σλοβενία, και συχνά ιδιωτικοποιείται χωρίς πραγματική εισφορά κεφαλαίου (όταν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πουλήσουν τις επιχειρήσεις στο ξένο κεφάλαιο).
Στην πραγματικότητα, η καπιταλιστική παλινόρθωση (για να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη) συντελείται σε ένα πλαίσιο χωρίς ιστορικό προηγούμενο: παρά τη μαζική μεταπήδηση των πρώην «κομμουνιστών» γραφειοκρατών σε προγράμματα ιδιωτικοποίησης, τα οποία στοχεύουν να σταθεροποιήσουν τα παλιά λειτουργικά προνόμιά τους μέσω των προνομίων της ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός που εδραιώνεται στερείται κεφαλαίου και «οργανικής» αστικής τάξης. Γιατί η εφαρμογή μιας πραγματικής αγοράς των μέσων παραγωγής (εργασία και κεφάλαιο) προσκρούει στις πιέσεις του παγκόσμιου περιβάλλοντος (άραγε πώς να είμαστε ανταγωνιστικοί απέναντι στις πολυεθνικές;) και στο σημαντικό κοινωνικό κόστος αυτής της «μετάβασης». Η ιδιωτικοποίηση είναι δύσκολη, από τη μια πλευρά λόγω έλλειψης κεφαλαίων και από την άλλη εξαιτίας των κοινωνικών λειτουργιών που αναλάμβαναν οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσα στο σύστημα.
Στο παλαιό σύστημα, η ιδιοκτησία ήταν μια υβριδική πραγματικότητα, ούτε ιδιωτική ούτε καθαρά κρατική (συχνά πρέπει να προηγηθεί ένας νομικός μετασχηματισμός για να γίνει το κράτος πραγματικά ιδιοκτήτης, ικανό να πουλήσει την περιουσία του), δεν ήταν ούτε πραγματικά ελεγχόμενη «από την κοινωνία», και ακόμη περισσότερο από τους εργαζόμενους. Και πίσω από αυτή την υβριδική μορφή ιδιοκτησίας «που ανήκει σε όλο τον κόσμο και σε κανέναν», το χρήμα δεν λειτουργούσε ως «κεφάλαιο» ικανό να αγοράσει μέσα παραγωγής. Στην πραγματικότητα, στην ΕΣΣΔ, για παράδειγμα, διακρίνονταν δύο τύποι ρουβλίου. Στην κυκλοφορία των αγαθών (μηχανές, πρώτες ύλες, ημικατεργασμένα προϊόντα) ανάμεσα στις δημόσιες επιχειρήσεις το λογιστικό ρούβλι επέτρεπε να εκφράζεται σε απόλυτη τιμή ένας προγραμματισμός που είχε ουσιαστικά σχεδιαστεί σε είδος (οι ποσότητες χάλυβα ή γεωργικών μηχανημάτων που θα παράγονταν και οι προμηθευτές ορίζονταν διοικητικά). Αυτό το ρούβλι δεν επέτρεπε πραγματικές πράξεις αγοράς ή πώλησης (η συγκάλυψη των πόρων και τα παράλληλα κυκλώματα εξέφραζαν ταυτόχρονα αυτήν την κυρίαρχη επίσημη αδυναμία και τους μηχανισμούς που στόχευαν να παρακάμψουν τους καταναγκασμούς).
Όσον αφορά το άλλο ρούβλι, αυτό μπορούσε να κυκλοφορεί σε ρευστό νόμισμα: διανέμετο ως εισόδημα, ως αγοραστική δύναμη καταναλωτικών αγαθών. Όμως με αυτά τα ρούβλια δεν μπορούσαν να αγοραστούν ούτε επιχειρήσεις ούτε πρώτες ύλες… Δεν υπήρχε ούτε αγορά οικονομικών τίτλων: οι γραφειοκράτες δεν μπόρεσαν ποτέ να μεταβιβάσουν στους απογόνους τους οποιαδήποτε περιουσία μέσω μετοχών, και το τραπεζικό σύστημα ήταν ένα εργαλείο του σχεδίου.
Πού είναι τα κεφάλαια;
Κατά συνέπεια, τα γραφειοκρατικά προνόμια εκφράζονταν κυρίως στον τομέα της κατανάλωσης (ειδικά καταστήματα, σπάνια αγαθά, ταξίδια και εξοχικές κατοικίες, πρόσβαση σε ποιοτικά νοσοκομειακά συγκροτήματα κ.λπ.). Το αποτέλεσμα είναι σημαντικό: η «πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου» δημιουργείται σε πολύ μεγάλο βαθμό σήμερα με τη νομισματοποίηση αυτών των οικονομιών. Δεν προηγήθηκε και δεν προετοίμασε τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό. Ακόμη και αν υπήρχαν στο παλαιό σύστημα δίκτυα μαφιόζικα ή παράλληλα, μόνο σήμερα μπορούν πραγματικά να ανθήσουν.
Όσον αφορά το χρήμα που είχε αποταμιευτεί, πολλές εκτιμήσεις υπολόγισαν ότι κάλυπτε περίπου το 20% των αγαθών προς ιδιωτικοποίηση που είχαν εκτιμηθεί με την πιο χαμηλή τιμή. Στην πράξη, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν το αντικείμενο άμεσων πωλήσεων κυρίως στην Ουγγαρία, και το ξένο κεφάλαιο είναι που είχε αυτή τη δύναμη αγοράς των πιο όμορφων κοσμημάτων της χώρας (αυτός είναι και ο λόγος που η Ουγγαρία απορρόφησε περίπου τις μισές άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες προορίζονταν για το σύνολο των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και την πρώην – ΕΣΣΔ). Κατά τα λοιπά, προχώρησαν, με παραλλαγές, στο νομικό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων σε μετοχικές εταιρείες (στις οποίες το κράτος ήταν αρχικά, και συχνά παραμένει, ο κύριος μέτοχος). Στη συνέχεια ξεκίνησαν διαφορετικές μορφές «μαζικών» ιδιωτικοποιήσεων του μεγαλύτερου τμήματος των μετοχών: διανεμήθηκαν στους πολίτες (ή στους εργαζόμενους) «κουπόνια» που έδιναν το δικαίωμα της αγοράς μετοχών. Οι άνθρωποι μπορούσαν στη συνέχεια να ξαναπουλήσουν τα «κουπόνια» τους ή να τα χρησιμοποιήσουν για την αγορά μετοχών ή ακόμη να τα εμπιστευτούν σε επενδυτικά κεφάλαια. Με αυτή την ενέργεια, η ελπίδα των εργαζομένων, που γίνονταν μέτοχοι, ήταν συχνά, να προστατευτούν από τους εξωτερικούς ιδιοκτήτες και να διατηρήσουν την εργασία τους. Αντίθετα, η ελπίδα των «ειδικών» ήταν ότι θα δημιουργούνταν μια συγκέντρωση της ιδιοκτησίας, με «αληθινούς ιδιοκτήτες» ικανούς να επιβάλλουν μια διαχειριστική πειθαρχία (και κατά συνέπεια απολύσεις). Οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις είχαν γι’ αυτούς διπλή λειτουργία: να καταπιεί ο πληθυσμός «το χάπι» των ιδιωτικοποιήσεων και να εφαρμόσουν τις φιλελεύθερες συνταγές ακόμη και χωρίς πραγματική εισφορά κεφαλαίου.
Η πραγματικότητα των διαχειριστικών αλλαγών εξαρτάται λοιπόν από μια πολύπλοκη διάρθρωση, όπου το νέο τραπεζικό σύστημα παίζει ένα ρόλο-κλειδί. Όταν αυτός ο τομέας ανοίγεται στο ξένο κεφάλαιο (στην Ουγγαρία και, κυρίως, στην Πολωνία), αυτό τείνει να επιβάλει «σκληρούς» διαχειριστικούς καταναγκασμούς. Όταν, όπως στην Τσεχία, οι τράπεζες είναι ταυτόχρονα οι κύριοι εθνικοί μέτοχοι των υπό αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και ο… πιστωτής τους, οι αναδιαρθρώσεις δεν προχωρούν. Παντού, σε λίγο ώς πολύ σημαντικό βαθμό, το νέο τραπεζικό σύστημα είναι ευάλωτο από τις «αμφίβολες πιστώσεις» που συνδέονται με επιχειρήσεις τις οποίες στην πραγματικότητα συνεχίζει να στηρίζει, εκτός αν οι νέες τράπεζες επιδιώκουν να είναι κερδοφόρες. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως συμβαίνει στη Ρωσία με μαζικό τρόπο, δεν παρέχουν καμιά πίστωση στις επιχειρήσεις και προτιμούν να δανείζονται στο εξωτερικό για να κερδοσκοπούν στους τίτλους του δημόσιου χρέους… όπως κάνουν τα βραχυπρόσθεσμα κερδοσκοπικά ξένα κεφάλαια. Όμως το κύριο εμπόδιο των αναδιαρθρώσεων είναι το κοινωνικό, και συνεπώς πολιτικό, κόστος τους.
Το κόστος αυτό επιβαρύνεται από μια άλλη κληρονομιά του παλαιού καθεστώτος: τα μέσα διαβίωσης των «μισθωτών» σοβιετικού τύπου δεν εξαρτιόνταν μόνο από το νομισματικό εισόδημα. Για να πραγματοποιήσουν τους (ποσοτικούς) στόχους του σχεδίου και να έχουν στη διάθεσή τους μιαν επαρκή εργατική δύναμη, οι διευθυντές των επιχειρήσεων πρόσφεραν, επιπλέον των πενιχρών μισθών, προνόμια σε είδος: βρεφονηπιακούς σταθμούς, κατοικίες, ειδικά νοσοκομεία, παραθεριστικά θέρετρα και διάφορα καταστήματα… Οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν συνεπώς χώροι «κοινωνικοποίησης» των εργαζομένων και μερικές φορές είχαν μια ολόκληρη περιοχή δομημένη γύρω τους.
Γνωρίζουμε ότι σήμερα, πίσω από τη ρωσική κρίση, διατηρείται με βαθιά διεφθαρμένο και άνισο τρόπο ένας μεγάλος αριθμός αυτών των προνομίων σε είδος. Για τους διευθυντές, είναι το μέσο για να εξουδετερώσουν την κοινωνική αναταραχή από τη μη πληρωμή των μισθών, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως τα κεφάλαια των μισθών για αποδοτικά οικονομικά κόλπα. Οι σχέσεις ανταλλαγών σε είδος, η μη πληρωμή των διεπιχειρηματικών χρεών, των μισθών, των φόρων έχουν λάβει σημαντική διάσταση στη Ρωσία (13).
Όμως, και στη Δημοκρατία της Τσεχίας, πίσω από τις ιδιωτικοποιήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και τη σχετική μείωση της ανεργίας, συναντάμε και πάλι τους μαζικά απλήρωτους εργαζόμενους και τη μη αναδιάρθρωση ενός μεγάλου τμήματος των επιχειρήσεων (σύμφωνα με τα καπιταλιστικά κριτήρια της αποδοτικότητας). Στην Πολωνία, είναι σημαντικές οι περιφερειακές και οι κλαδικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με το μέγεθος και το είδος παραγωγής των επιχειρήσεων. Παντού εντείνεται η δυσκολία αλλαγής ειδικότητας των εργαζομένων λόγω του προβλήματος της κατοικίας, όταν δεν έχει γίνει κατορθωτό να ιδιωτικοποιηθεί και να «αποσπαστεί», να αποσυνδεθεί δηλαδή από την απασχόληση.
Σε όλες τις χώρες, η εκτόνωση των κοινωνικών κινητοποιήσεων βρίσκεται στην παραοικονομία, στη διατήρηση κάτω από χειρότερους όρους παλαιών μορφών προστασίας σε είδος καθώς και στην ίδια την κρίση, η οποία προκαλεί τον πολλαπλασιασμό της παράνομης μερικής απασχόλησης ή την καλλιέργεια λαχανικών σε ιδιωτικά αγροτεμάχια που αντικαθιστούν ή συμπληρώνουν, όπως στη Ρωσία, τα επιδόματα ανεργίας. Τα παλιά συνδικάτα πολύ γραφειοκρατικά (αλλά διατηρούν μερικές φορές εξουσίες διανομής εισοδημάτων σε είδος) και τα νέα «ανεξάρτητα» συνδικάτα, με ηγεσίες οι οποίες διαφθείρονται γρήγορα, μετατρέπονται συχνά σε μηχανισμούς μεταβίβασης φιλελεύθερων πολιτικών.
Οι οικονομικές, ηθικές, οικολογικές, πολιτικές απώλειες που κληροδοτήθηκαν από το παλαιό καθεστώς δεν παύουν να υπολογίζονται. Όμως ποιος τις υπολογίζει; Σύμφωνα με ποια κριτήρια; Και ποιος έχει το δικαίωμα να καθορίσει τις απαραίτητες αλλαγές; Αν η (κακή) πλήρης απασχόληση αντικαθίσταται από την (καλή;) ανεργία, οι ουρές από τις απλησίαστες προθήκες, αν οι ακόμα χειρότερες δημόσιες υπηρεσίες ιδιωτικοποιούνται σε ένα δυαδικό κόσμο όπου η φτώχεια εξαπλώνεται, με ή χωρίς εργασία, αν η ανάπτυξη των αγορών και του χρήματος δεν σημαίνει μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες για τη μεγάλη πλειονότητα, αλλά μια διεύρυνση της αγοράς οικονομικών τίτλων και πολυτελών αγαθών για μια μειοψηφία, τότε οδηγούμαστε σε κοινωνικές εκρήξεις, των οποίων η κατάληξη μπορεί να ευνοήσει μια άκρα δεξιά, βίαιη και εχθρική σε μια «κοσμοπολίτικη» παγκοσμιοποίηση.
Αυτά τα προβλήματα δεν τίθενται μόνο για τις χώρες που είναι σε «μετάβαση», (πού «μεταβαίνουν»; πώς;), αφορούν το σύνολο του πλανήτη. Έχουμε επιβιβαστεί στο ίδιο καράβι της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η ευρωχώρα είναι σήμερα ένας επιταχυντής αυτής της πορείας. Η σύγκλιση των νομισμάτων και των στρατών στη λιτότητα του προϋπολογισμού και η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών δεν είναι το είδος των συνταγών με το οποίο θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια ανοιχτή Ευρώπη, της οποίας η σταθερότητα θα εξασφαλίζεται από μια σύγκλιση των βιοτικών επιπέδων, από ισότιμες συνεργασίες και από το σεβασμό του δικαιώματος των λαών να καθορίσουν το μέλλον τους.
Ας έχουμε τουλάχιστον την ευπρέπεια να μην αποδεχθούμε την υποκρισία και τη νεοαποικιακή έπαρση των κυβερνώντων μας και των θεσμών τους, οι οποίοι νομιμοποιούν την πικρία που εκφράζει ο Κροάτης συγγραφέας Πρέντραγκ Ματβέγεβιτς στο κείμενό του: «Θέλαμε τα σύνορά μας να είναι ανοιχτά προς την Ευρώπη και είναι η ίδια η Ευρώπη που αμφισβητεί σήμερα το άνοιγμα των συνόρων (…) Υπερασπιστήκαμε μια ορισμένη αξιοπρέπεια στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών (…) και συναντούμε είτε την περιφρόνηση του δυτικού κόσμου για την εξαθλίωση των ανατολικών χωρών είτε τις ταπεινωτικές παρακλήσεις που απευθύνει η Ανατολή στη Δύση» (14).