[από το αρχείο της “Le Monde diplomatique”, Ιανουάριος 2001]
Το γεγονός ότι ο Εχούντ Μπαράκ αποδέχτηκε να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή, μολονότι η Ιντιφάντα συνεχιζόταν, αποτέλεσε μια πρώτη καμπή. Αποφεύγοντας να απαιτήσει την επιστροφή στην ηρεμία πριν από οποιαδήποτε νέα επαφή, είχε εμφανώς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκφρασμένη βούληση για διαπραγμάτευση θα μπορούσε να διευκολύνει την πολιτική επιβίωσή του.
Γι’ αυτό και η ξαφνική παραίτησή του, στις 10 Δεκεμβρίου 2000, και η αποστολή αντιπροσωπείας στην Ουάσιγκτον, στις 19 Δεκεμβρίου. Προκαλώντας πρόωρες εκλογές μόνο για την εκλογή πρωθυπουργού, ο Μπαράκ στηριζόταν, βέβαια, σε έναν υπολογισμό τακτικής: να αποκλείσει τους αντιπάλους του, τόσο της δεξιάς -τον Μπενιαμίν Νετανιάχου- όσο και της αριστεράς -τον Σιμόν Πέρες-, που και οι δυο δήλωσαν τελικά ότι δεν θα θέσουν υποψηφιότητα. Με αυτή την κίνηση, λάμβανε υπόψη τόσο τη συνέχιση της παλαιστινιακής εξέγερσης, παρά τη βίαιη καταστολή, όσο και την εξέλιξη της ισραηλινής κοινής γνώμης και, ειδικά, μιας αριστεράς που ξύπνησε από το λήθαργό της.
Ας ξετυλίξουμε το νήμα των γεγονότων. Μερικές ημέρες πριν από την παραίτησή του, η Αριστερά είχε απευθύνει τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό: «Εάν μέχρι τις 20 Ιανουαρίου (ημερομηνία εκπνοής της θητείας του Μπιλ Κλίντον) δεν υπογραφεί συμφωνία με τους Παλαιστινίους, τότε θα παρουσιάσουμε στις προκριματικές εκλογές του Εργατικού Κόμματος έναν αντίπαλο υποψήφιο στον Μπαράκ, αφού μόνο ένας πραγματικός ειρηνιστής θα μπορέσει να εξασφαλίσει υποστήριξη των Αράβων ψηφοφόρων και να κερδίσει τις εκλογές (1)».
Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή βρίσκονταν οι υπουργοί Σιμόν Περές και Χαΐμ Ραμόν, ο πρώην γενικός γραμματέας του Εργατικού Κόμματος Ούζι Μπαράμ και, κυρίως, ο πρόεδρος της Κνεσέτ (του ισραηλινού κοινοβουλίου) Άμπρααμ Μπουργκ, ο οποίος εξέταζε το ενδεχόμενο να θέσει υποψηφιότητα. Αυτό, όμως, που έδινε ώθηση στην αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος ήταν η πίεση των βουλευτών του κόμματος Μερέτζ, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει ότι, εάν συνεχιζόταν η παρούσα κατάσταση, ενδεχομένως να ανακοίνωναν την υποψηφιότητα του προέδρου τους, Γιόσι Σαρίντ.
Ήταν άραγε μια ανάκαμψη της Αριστεράς ή απλώς ένα μέσο πίεσης προς τον πρωθυπουργό, ώστε να αποφασίσει, τελικά, την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με τη σταθερή πρόθεση να καταλήξει σε συμφωνία; Ή μήπως ο Μπουργκ και οι φίλοι του ήθελαν, με αυτό τον τρόπο, να απαλλαγούν από τον επικεφαλής, που μοιάζει να έχει χάσει κάθε αξιοπιστία;
Με τις εκλογές να πλησιάζουν, όλα τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονταν να αποσαφηνίσουν την πολιτική φυσιογνωμία τους, εάν ήθελαν να διατηρήσουν, ακόμη και να διευρύνουν, το εκλογικό σώμα τους. Για την αριστερά και ειδικότερα για το κόμμα Μερέτζ, το ζήτημα ήταν επείγον. Στην πραγματικότητα, στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Μπαράκ «βγήκε από τα αριστερά» στο Μερέτζ, τουλάχιστον αν πιστέψουμε την επιμελώς ενορχηστρωμένη εκστρατεία του Τύπου, η οποία συνόδευσε τις διαπραγματεύσεις, και, κυρίως, την αποτυχία τους (2). Επιστροφή του 93% των εδαφών της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, παλαιστινιακή κυριαρχία σε μέρος του ανατολικού τμήματος της Ιερουσαλήμ -ο Σαρίντ δεν θα τολμούσε ποτέ να προτείνει κάτι ανάλογο, όπως, άλλωστε, αντιτάχθηκε στη μονομερή απόσυρση του Ισραήλ από το νότιο Λίβανο.
Είτε ο πρωθυπουργός προχώρησε σε τέτοιες προτάσεις είτε όχι, το σύνολο της ισραηλινής Αριστεράς δεν μπορούσε παρά να χαιρετίσει το θάρρος και την αποφασιστικότητά του. Όπως ακριβώς δεν μπορούσε παρά να κατηγορήσει τον Αραφάτ ως υπεύθυνο για την αποτυχία στο Καμπ Ντέιβιντ. Στην πραγματικότητα, η Αριστερά συμμερίζεται, μαζί με το Κέντρο και τη Δεξιά, την ιδέα μιας «διαπραγμάτευσης-παζαριού», από όπου έχει αποκλειστεί το δίκαιο, και όπου τα πάντα ανταλλάσσονται με βάση το συσχετισμό δυνάμεων. Γιατί, από τη σκοπιά του δικαίου, όλα τα κατεχόμενα εδάφη πρέπει, εξ ορισμού, να επιστραφούν στους Παλαιστινίους, όλοι οι -παράνομοι- οικισμοί να διαλυθούν, όλοι οι πρόσφυγες που θα εξέφραζαν τη σχετική επιθυμία να επιστρέψουν. Αντίθετα, από τη σκοπιά της «διαπραγμάτευσης-παζαριού» και λαμβάνοντας υπόψη το συσχετισμό δυνάμεων, το 93% είναι πολύ και η απόφαση να προσαρτηθούν «μόνο» τρία συγκροτήματα οικισμών μοιάζει εξαιρετικά γενναιόδωρη.
Η ευθυγράμμιση της φιλελεύθερης και φιλειρηνικής Αριστεράς με τη γραμμή Μπαράκ υπήρξε πλήρης: κατηγορούσε τον Αραφάτ. Ο συγγραφέας Α. Μπ. Γιεχόσουα σημείωνε με αγανάκτηση: «Οι προτάσεις του Μπαράκ ήταν γενναιόδωρες, αλλά ο Αραφάτ αποφάσισε να τα τινάξει όλα στον αέρα, εκτιμώντας ότι, με τη βία και τις διεθνείς πιέσεις, θα μπορέσει να κερδίσει περισσότερα. Διέπραξε μεγάλο λάθος, γιατί απέναντί του είχε τον Μπαράκ, και όχι τον Νετανιάχου ή τον Σαρόν. Πράγματι, οι Παλαιστίνιοι δέχτηκαν μια από τις πιο γενναιόδωρες προσφορές, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της διαίρεσης της Ιερουσαλήμ, που, είναι αλήθεια, δεν περιλαμβάνει το Όρος του Ναού. Αντί να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, επέλεξαν, για λόγους που δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω, το δρόμο της βίας (3)».
Και η Ζανέτ Αβιάντ, εκπρόσωπος του κινήματος «Ειρήνη τώρα», προσθέτει, με την αλαζονεία που διακρίνει ένα τμήμα της Αριστεράς: «Δεν κάναμε λάθος, ο Αραφάτ έκανε λάθος, και μάλιστα βασικό, και θα πληρώσουμε για το λάθος του. Παραμένει εταίρος, αλλά πολύ πιο προβληματικός, γιατί παραβίασε τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν πρόκειται για το πρώτο λάθος του Αραφάτ και, σίγουρα, ούτε για το τελευταίο (4)».
Σε αντίθεση με τον προκλητικό τίτλο της καθημερινής εφημερίδας «Χαάρετζ» όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, η φιλελεύθερη και ειρηνιστική Αριστερά δεν βρίσκεται σε σύγχυση, αλλά είναι θυμωμένη. Θυμωμένη με τους Παλαιστίνιους, που της χάλασαν τη γιορτή, αυτή τη γιορτή της ειρήνης που γιόρταζε εδώ και εφτά χρόνια, χωρίς ακόμη να πληρώσει το τίμημα για τους καρπούς που, ήδη, απολάμβανε πλουσιοπάροχα: ασφάλεια, οικονομική ευημερία, διεθνή αναγνώριση, ήσυχη συνείδηση. Ακριβώς όπως ο Μπαράκ, έτσι και η Αριστερά πίστεψε ότι θα μπορούσε να επιβάλει στους Παλαιστίνιους μια ανώδυνη συμφωνία, πράγμα που θα της επέτρεπε, όπως εκτιμούσε, να αποφύγει ένα υπερβολικά βαθύ ρήγμα με τη Δεξιά. Και να που οι Παλαιστίνιοι, που συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τις διεκδικήσεις τους, αποφασίζουν να εισακουστούν με τις πέτρες, ορισμένες φορές και με πυροβολισμούς. Όπως πριν από δεκατρία χρόνια, με την πρώτη Ιντιφάντα.
Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί: η Αριστερά, αφού υποστήριξε, ακόμη και ζήτησε, τη χρήση της βίας, με σκοπό να τιμωρήσει την αυθάδεια των Παλαιστινίων αλλά και να τους υποχρεώσει να επιδείξουν μεγαλύτερη μετριοπάθεια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προσγειώνεται στον πραγματικό κόσμο. Αρχίζει και πάλι να αντιλαμβάνεται ότι η βία δεν οδηγεί πουθενά, εάν δεν εγκυμονεί και τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου, και ότι η ειρήνη δεν είναι δυνατή χωρίς τον τερματισμό της κατοχής.
Οι ίδιοι διανοούμενοι που, μόλις πριν από δύο μήνες, μετάνιωναν για την εμπιστοσύνη τους στον Αραφάτ δημοσιεύουν, καταλαμβάνοντας μισή σελίδα στην καθημερινή εφημερίδα «Χαάρετζ», μια ανακοίνωση με την οποία καλούν «την ισραηλινή κυβέρνηση να ανακοινώσει το άμεσο πάγωμα του εποικισμού και να αναγνωρίσει τη γραμμή της 4ης Ιουνίου 1967 ως βάση των διαπραγματεύσεων για τα σύνορα μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Οι ανταλλαγές εδαφών που θα αποφασιστούν από κοινού αποτελούν το κατάλληλο μέσο για την επίλυση του ζητήματος των συνόρων. Η μεγάλη πλειονότητα των οικισμών πρέπει να διαλυθεί (5)».
Όμως, δεν επανήλθε μόνο η Αριστερά στην πραγματικότητα: οι «Τέσσερις Μητέρες», που είχαν πραγματοποιήσει την εκστρατεία για την απόσυρση του ισραηλινού στρατού από το νότιο Λίβανο, ξαναγύρισαν πρόσφατα στη δράση, ξεκινώντας νέα εκστρατεία, με σύνθημα «Δεν ξαναφέραμε τα παιδιά μας από το Λίβανο για να σκοτωθούν για τους οικισμούς».
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η πρόσφατη τοποθέτηση του ναυάρχου Αμι Αγιαλόν, που μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας (Σιν Μπετ): οι Παλαιστίνιοι «είχαν ελπίσει ότι θα αποκτήσουν ένα βιώσιμο κράτος και θα επιτύχουν την απόδοση μιας ορισμένης δικαιοσύνης, αποδεχόμενοι -κάτι που για τους ίδιους ήταν ένας μεγάλος συμβιβασμός- να παραιτηθούν από τα εδάφη που συγκροτούν το Ισραήλ στα σύνορά του 1948. Μερίδα των Παλαιστινίων θεωρεί σήμερα ότι ο συμβιβασμός που τους προτείνουμε είναι αναξιοπρεπής. Στα μάτια τους, δεν υποχωρήσαμε παρά μόνο κάτω από απειλές, διακόψαμε τις διαπραγματεύσεις για να τις επαναλάβουμε μόνο κάτω από την πίεση της βίας. Μια εβραϊκή δημοκρατία μπορεί να αποδέχεται το απαρτχάιντ; Κατά τη γνώμη μου, όχι (6)».
Και ο αρθρογράφος της «Χαάρετζ» καταλήγει: «Ο Αγιαλόν, που, μέχρι πρόσφατα, ήταν υπεύθυνος του πιο νευραλγικού τομέα για την εθνική ασφάλεια, της μάχης ενάντια στην τρομοκρατία, απέδειξε με σαφήνεια ότι η ασφάλεια του Ισραήλ δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στη δράση των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά χρειάζεται μια συνολική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική αντίληψη, που αντιμετωπίζει τον εχθρό ως εταίρο. Ακόμη κι αν ο όρος απαρτχάιντ είναι ακατάλληλος, αρκεί να δηλώσουμε ότι δημοκρατία και κατοχή είναι ασυμβίβαστα. Και αυτή η αντίληψη πρέπει να καθοδηγεί τους ηγέτες μας, εάν είναι ειλικρινείς όταν μιλούν για μια διαδικασία που πρέπει να οδηγήσει σε μόνιμη ειρήνη. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή της στην πολιτικό λόγο, και εξακολουθεί να υποκαθίσταται από τεχνικά, στρατιωτικά και οικονομικά μέτρα (7)».
Οι δημοσκοπήσεις, άλλωστε, επιβεβαιώνουν ότι η ισραηλινή κοινή γνώμη δεν χάνει την ελπίδα της για ειρήνη: αν και το 46% δηλώνει την πρόθεσή του να ψηφίσει τον Νετανιάχου και μόνο το 27% τον Μπαράκ, αν και το σύνολο της κεντροαριστεράς θα έχανε γύρω στους δέκα βουλευτές προς όφελος των κομμάτων της Δεξιάς (8), περίπου το 60% του πληθυσμού εξακολουθεί να υποστηρίζει μια συμφωνία ειρήνης με τους Παλαιστίνιους και, πράγμα που είναι, αναμφίβολα, ακόμη σημαντικότερο, το 52% θεωρεί ότι οι περισσότεροι οικισμοί πρέπει να διαλυθούν.
Η προαναγγελθείσα ήττα του Μπαράκ δεν σημαίνει απαραίτητα μια στροφή προς τα δεξιά: οι περισσότεροι Ισραηλινοί έχουν κουραστεί από τη σύγκρουση και, έπειτα από επτά χρόνια σχετικής ειρήνης, με όλα τα οφέλη που τη συνοδεύουν, είναι λιγότερο έτοιμοι από ποτέ να πληρώσουν το τίμημα μιας επανάληψης της σύγκρουσης. Πόσο μάλλον όταν, όλο και συχνότερα, οι ισραηλινοί σχολιαστές εξηγούν ότι η συνέχιση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης εγκυμονεί το σοβαρό κίνδυνο να καταλήξει σε γενικευμένη αντιπαράθεση με τις αραβικές χώρες ή, τουλάχιστον, σε επανεξέταση της εξομάλυνσης των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο. Η ανάκληση του Αιγύπτιου πρεσβευτή και οι επιθέσεις κατά ισραηλινών διπλωματών στο Αμμάν δεν πέρασαν απαρατήρητες από την κοινή γνώμη, και κάτω από μια, ορισμένες φορές, ακραία ρητορική υποφώσκει μια πραγματική αγωνία για το μέλλον.
Ο Μπαράκ το γνωρίζει. Αφού δίστασε ανάμεσα στις αντιφατικές πιέσεις, από τη μια πλευρά του στρατού, ο οποίος πίεζε για περισσότερα αντίποινα, και, από την άλλη της Σιν Μπετ, που, όπως ο πρώην επικεφαλής της, τον προειδοποίησε για το ενδεχόμενο οριστικής ρήξης με την Παλαιστινιακή Αρχή και τις υπηρεσίες ασφαλείας της, ο πρωθυπουργός επέλεξε να σταματήσει την κλιμάκωση. Έμοιαζε, επίσης, να επιθυμεί την επανάληψη των διαπραγματεύσεων, ώστε να μετατρέψει τις εκλογές σε ένα είδος δημοψηφίσματος για την ειρήνη. Μένει, πάντως, να μάθουμε εάν ο στρατηγός Μπαράκ είναι σε θέση να πραγματοποιήσει την πολιτική στροφή που θα του επιτρέψει να βρει έδαφος συνεννόησης με τον Γιάσερ Αραφάτ, όπως είχε καταφέρει ο Γιτζάκ Ράμπιν πριν από πέντε χρόνια.
Η στροφή του εκλογικού σώματος προς τον υποψήφιο της Δεξιάς, που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, εξηγείται από την επιστροφή ενός μέρους των ελίτ του κέντρου και της Δεξιάς, τις οποίες η ανεύθυνη πολιτική του Νετανιάχου είχε σπρώξει να ψηφίσουν τον Μπαράκ. Σχετίζεται, ακόμη, με τη μαζική αποχή των Αράβων ψηφοφόρων, που δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να ξεχάσουν τις ευθύνες του πρωθυπουργού και του υπουργού των Εσωτερικών Σλόμο Μπεν Αμί, στην αιματηρή κατάπνιξη των διαδηλώσεων των Αράβων στο ίδιο το Ισραήλ, στις αρχές Οκτωβρίου (9).
Ο Μπαράκ έμοιαζε αποφασισμένος να επικεντρώσει την προεκλογική εκστρατεία του στο ζήτημα της ειρήνης και, εάν ο Αραφάτ του το επέτρεπε, να καταφέρει να παρουσιάσει μια συμφωνία-πλαίσιο με τους Παλαιστινίους ως τη μόνη εναλλακτική λύση σε ένα νέο αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Θα βρεθούν, όμως, αυτή τη φορά, τα ζητήματα της ειρήνης και της ασφάλειας στο επίκεντρο της εκλογικής αναμέτρησης; ‘Η, για μια ακόμη φορά, τα εσωτερικά προβλήματα θα καθορίσουν την επιλογή των ψηφοφόρων;
Για τη Ζαχάβα Γκαλόν, βουλευτίνα του Μερέτζ, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ολόκληρη η προεκλογική εκστρατεία θα περιστραφεί στο ζήτημα των κατεχόμενων εδαφών και όχι στα ζητήματα που ήταν κεντρικά στην τελευταία εκστρατεία, όπως ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, η οικονομική κατάσταση και η πόλωση στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων». «Και γι’ αυτό το λόγο», προσθέτει, «είναι επιτακτική ανάγκη ο Μπαράκ να καταλήξει σε συμφωνία μέσα στις επόμενες εβδομάδες».
Η ανάλυση του καθηγητή Γιεχούντα Σενχάβ, κοινωνιολόγου στο πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και ενός από τους βασικούς εκπροσώπους των Εβραίων διανοουμένων με αραβική κουλτούρα, δεν ήταν τόσο κατηγορηματική: «Η εκστρατεία αυτή κινδυνεύει να είναι η λιγότερο πολιτική από όλες τις προεκλογικές εκστρατείες των τελευταίων δεκαπέντε ετών, ακριβώς επειδή όλοι θα μιλούν μόνο για την ασφάλεια και για την πράσινη γραμμή. Ωστόσο, δεν μπορεί πλέον να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο ζήτημα των κατεχόμενων εδαφών και τα καθαρά εσωτερικά ζητήματα της ισραηλινής κοινωνίας. Η εξέγερση των Παλαιστινίων της Γαλιλαίας, είναι άραγε πρόβλημα της κοινωνίας ή ζήτημα στενά συνδεδεμένο με την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση; Η πράσινη γραμμή δεν έχει πλέον σημασία και οι κανόνες του πολιτικού διαλόγου πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Αλλά αμφιβάλλω αν αυτό θα είναι το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών».