el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι παγίδες του οικονομικού εκσυχρονισμού για τον Τρίτο Κόσμο

Να τελειώνουμε μια για πάντα με την ανάπτυξη

Η ανάπτυξη, η οποία παρουσιάζεται ως η λύση για τα προβλήματα του Νότου, δεν είναι συχνά παρά μια άλλη όψη του εκδυτικισμού του κόσμου. Είτε είναι «βιώσιμη», «αειφόρος» ή «ενδογενής», εγγράφεται πάντα, με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο, στην καταστροφική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνεπάγεται ανισότητες, την καταστροφή του περιβάλλοντος και των πολιτισμών. Όμως, μπορούμε να φανταστούμε λύσεις, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την ποικιλομορφία του κόσμου και στηρίζονται στις εμπειρίες της μη «αγοραίας» οικονομίας, που επιχειρούνται σε διάφορα μέρη.

«Η ανάπτυξη» μοιάζει με ένα νεκρό άστρο, που βλέπουμε ακόμα το φως του, ακόμα κι αν έχει σβήσει από καιρό και για πάντα Ζιλμπέρ Ριστ (1)

Πριν από τριάντα και πλέον χρόνια γεννήθηκε μια ελπίδα. Μια ελπίδα που ήταν τόσο μεγάλη για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου, όσο είχε υπάρξει ο σοσιαλισμός για τους προλετάριους των δυτικών χωρών. Μια ελπίδα, της οποίας η προέλευση και τα θεμέλια ήταν ίσως περισσότερο ύποπτα, καθώς οι Λευκοί την είχαν φέρει μαζί τους πριν εγκαταλείψουν τις χώρες που είχαν αποικίσει με μεγάλη σκληρότητα. Όμως, τελικά, οι υπεύθυνοι, οι ηγέτες και οι ελίτ των χωρών που είχαν πρόσφατα αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, παρουσίαζαν στο λαό τους την ανάπτυξη ως τη λύση για όλα τα προβλήματά τους.

Τα νέα κράτη ρίχτηκαν στην περιπέτεια. Με αδεξιότητα ίσως, προσπάθησαν όμως να την επιτύχουν, συχνά με απελπισμένη βιαιότητα και ενεργητικότητα. Μάλιστα, το «αναπτυξιακό» σχέδιο αποτελούσε τη μοναδική νομιμοποίηση που πρόβαλαν οι ελίτ που βρίσκονταν στην εξουσία. Βέβαια, μπορούμε να συζητήσουμε επ’ άπειρον για να καταλήξουμε εάν υπήρχαν ή όχι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την επιτυχία της εκσυγχρονιστικής περιπέτειας. Χωρίς να ανοίξουμε αυτό το τεράστιο ζήτημα, ο καθένας θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές ούτε για μια σχεδιασμένη ανάπτυξη ούτε για μια φιλελεύθερη ανάπτυξη.

Η εξουσία στα νέα ανεξάρτητα κράτη βρισκόταν εγκλωβισμένη σε άλυτες αντιφάσεις. Δεν μπορούσαν ούτε να περιφρονήσουν την ανάπτυξη ούτε να την οικοδομήσουν. Κατά συνέπεια, δεν ήταν σε θέση ούτε να αρνηθούν να εισαγάγουν ούτε να κατορθώσουν να εγκλιματίσουν όλα όσα συμμετέχουν στον εκσυγχρονισμό: την παιδεία, την ιατρική, τη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, την τεχνική.

Οι κάθε είδους «τροχοπέδες», τα «εμπόδια» και το «πάγωμα», που αποτελούν τις αγαπημένες εκφράσεις των ειδικών οικονομολόγων, καθιστούσαν ελάχιστα αξιόπιστη την επιτυχία ενός σχεδίου που προϋποθέτει να φτάσει κανείς στη διεθνή ανταγωνιστικότητα στην εποχή της «υπερπαγκοσμιοποίησης». Αν και θεωρητικά μπορεί να αναπαραχθεί, η ανάπτυξη δεν μπορεί να οικουμενικοποιηθεί. Κατ’ αρχήν για οικολογικούς λόγους: ο πεπερασμένος «χαρακτήρας» του πλανήτη θα καθιστούσε τη γενίκευση του αμερικανικού τρόπου ζωής αδύνατη και εκρηκτική.

Η έννοια της ανάπτυξης έχει παγιδευτεί σε ένα δίλημμα: στην πρώτη περίπτωση σημαίνει τα πάντα και το αντίθετό τους, και ιδιαίτερα όλες τις ιστορικές εμπειρίες με πολιτιστική δυναμική, που εμφανίστηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας, από την Κίνα των Χαν ώς την αυτοκρατορία των Ίνκας, και σε αυτή την περίπτωση δεν έχει καμία χρήσιμη σημασία για την προώθηση μιας πολιτικής, και θα ήταν καλύτερα να απαλλαγούμε από αυτήν. Στη δεύτερη περίπτωση έχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο και συνεπώς προσδιορίζει αναγκαστικά τα κοινά στοιχεία που έχει με τη δυτική εμπειρία της «απογείωσης» της οικονομίας, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία, στα χρόνια 1750-1800.

Σε αυτή την περίπτωση, όποιο κι αν είναι το επίθετο με το οποίο τη συνοδεύουμε, το ρητό ή το εξυπακουόμενο περιεχόμενό της συνίσταται στην οικονομική μεγέθυνση, τη συσσώρευση κεφαλαίου, με όλες τις θετικές και αρνητικές συνέπειες που γνωρίζουμε.

Όμως, αυτός ο σκληρός πυρήνας, τον οποίο όλες οι μορφές ανάπτυξης έχουν κοινό με αυτήν ακριβώς την εμπειρία, συνδέεται με τις «αξίες» της προόδου, του οικουμενισμού, της κυριαρχίας πάνω στη φύση και του ορθολογισμού που ποσοτικοποιεί. Αυτές οι αξίες, και ιδιαίτερα η πρόοδος, δεν αντιστοιχούν καθόλου στις βαθύτερες οικουμενικές φιλοδοξίες. Συνδέονται με την ιστορία της Δύσης και βρίσκουν μικρή ανταπόκριση στις άλλες κοινωνίες. (2) Οι ανιμιστικές κοινωνίες, για παράδειγμα, δεν συμμερίζονται τη δοξασία για κυριαρχία πάνω στη φύση.

Η ιδέα της ανάπτυξης στερείται απόλυτα νοήματος και οι πρακτικές που τη συνοδεύουν είναι απολύτως αδύνατο να περάσουν από τη σκέψη του ανθρώπου και να εφαρμοστούν, γιατί είναι αδιανόητες και απαγορευμένες. (3) Αυτές οι δυτικές αξίες είναι ακριβώς εκείνες που πρέπει να αμφισβητηθούν για να βρεθεί μια λύση στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και να αποφευχθούν οι καταστροφές προς τις οποίες μας παρασύρει η παγκόσμια οικονομία.

Η ανάπτυξη υπήρξε ένα μεγάλο πατερναλιστικό εγχείρημα («οι πλούσιες χώρες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη των λιγότερο προηγμένων χωρών») που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στη «χρυσή τριακονταετία» (1945-1975). Αυτή η έννοια υιοθετήθηκε από τους διεθνείς εμπειρογνώμονες που επιχείρησαν τον κοινωνικό σχεδιασμό και χρησιμοποιήθηκε πάντα με τη μεταβατική γραμματική και συντακτική μορφή: έπρεπε πάντα να αναπτύξουμε τους άλλους. Όλα αυτά έχουν χρεοκοπήσει. Αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι η βοήθεια, που είχε οριστεί στο 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των χωρών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών το 1960, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, στο 0,70%, το 1992 στο Ρίο και το 1995 στην Κοπεγχάγη, ενώ το 2000 δεν φτάνει ούτε το 0,25%! (4) Το αποδεικνύει επίσης το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα ερευνητικά ινστιτούτα ή τα κέντρα ερευνών που ειδικεύονταν σε αυτό τον τομέα έχουν ήδη κλείσει ή είναι ετοιμοθάνατα.

Η κρίση της οικονομικής θεωρίας της ανάπτυξης, που αναγγέλθηκε στη δεκαετία του ’80, βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην τελική φάση της: βρισκόμαστε μπροστά σε μία πραγματική διάλυση! Η ανάπτυξη δεν γνωρίζει πια επιτυχία στους «σοβαρούς» διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), κ.λπ. Στο τελευταίο φόρουμ του Νταβός, αυτό το «πράγμα» ούτε καν αναφέρθηκε.

Στο Νότο δεν τη διεκδικούν παρά μόνο ορισμένα από τα θύματά της και οι καλοί Σαμαρείτες τους: οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που ζουν από αυτήν. (5) Και αυτό είναι σχετικό! Η νέα γενιά των «μη κυβερνητικών οργανώσεων χωρίς σύνορα» επικέντρωσε την «charity business» περισσότερο στον ανθρωπιστικό χαρακτήρα και στον επείγοντα χαρακτήρα της επέμβασης παρά στην οικονομική ανάπτυξη.

Όμως, η ανάπτυξη υπήρξε λιγότερο θύμα της χρεοκοπίας της, η οποία υπήρξε ωστόσο αναμφισβήτητη στο Νότο, παρά της επιτυχίας της στο Βορρά. Αυτή η εννοιολογική «υποχώρηση» αντιστοιχεί στη μετατόπιση που δημιουργεί η «παγκοσμιοποίηση» και ό,τι διακυβεύεται πίσω και από αυτό το απατηλό σύνθημα. Η ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών θα έπρεπε να οδηγήσει σχεδόν αυτόματα στην υπερεθνικοποίηση των οικονομιών και στην παγκοσμιοποίηση των αγορών. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δεν υπάρχει θέση για μια ειδική θεωρία η οποία να προορίζεται για το Νότο. Στο εξής, όλες οι περιοχές του κόσμου είναι «σε ανάπτυξη». (6) Σε έναν ενιαίο κόσμο αντιστοιχεί μια ενιαία σκέψη. Αυτό που διακυβεύεται σε αυτή την αλλαγή δεν είναι παρά η εξαφάνιση του στοιχείου που έδινε κάποια υπόσταση στον αναπτυξιακό μύθο, στο «trickle down effect», δηλαδή στο φαινόμενο των θετικών επιπτώσεων για όλους.

Η αναδιανομή της οικονομικής μεγέθυνσης στο Βορρά (με τον κεϊνσιανό-φορντικό συμβιβασμό), και τα ψίχουλά της στο Νότο, εξασφάλιζε μια ορισμένη κοινωνική συνοχή. Η απορρύθμιση, η κατάργηση των στεγανών και της διαμεσολάβησης διέλυσαν το ρυθμιστικό πλαίσιο του κράτους, επιτρέποντας έτσι την απεριόριστη επέκταση των ανισοτήτων. Η πόλωση του πλούτου ανάμεσα στις περιοχές και στα άτομα έφτασε σε ασυνήθιστα ύψη.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη, μολονότι ο πλούτος του πλανήτη εξαπλασιάστηκε από το 1950, το μέσο εισόδημα των κατοίκων των 100 από τις 174 χώρες που έχουν καταγραφεί, μειώνεται σημαντικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τον προσδόκιμο χρόνο ζωής. Οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη έχουν περιουσία που ξεπερνά το σύνολο του ΑΕΠ των 48 φτωχότερων χωρών! Η περιουσία των 15 πλουσιότερων ανθρώπων ξεπερνάει το ΑΕΠ όλης της Αφρικής που βρίσκεται κάτω από τη Σαχάρα. Τέλος, τα περιουσιακά στοιχεία των 84 πλουσιότερων ανθρώπων ξεπερνούν το ΑΕΠ της Κίνας με τα 1,2 δισεκατομμύρια κατοίκους!

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δεν τίθεται πια θέμα ανάπτυξης, αλλά μόνο δομικής αναδιάρθρωσης. Για το κοινωνικό σκέλος, προσφεύγουν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που ο Μπερνάρ Ουρ αποκαλεί εύστοχα «παγκόσμιες πρώτες βοήθειες»: οι ανθρωπιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις που αναλαμβάνουν τις επείγουσες αποστολές είναι το σημαντικότερο εργαλείο τους. (7) Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι «μορφές» αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό (και όχι μόνο αυτές), εξακολουθεί να υπάρχει ένα ολόκληρο φαντασιακό. Εάν η ανάπτυξη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η συνέχιση της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα, η νέα παγκοσμιοποίηση, με τη σειρά της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνέχιση της ανάπτυξης με άλλα μέσα. Το κράτος υποχωρεί μπροστά στην αγορά.

Τα έθνη-κράτη του Βορρά, τα οποία είχαν ήδη γίνει διακριτικότερα με το πέρασμα από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία, εγκαταλείπουν το προσκήνιο προς όφελος της δικτατορίας των αγορών (την οποία οργάνωσαν...) με το διαχειριστικό εργαλείο τους, το ΔΝΤ, το οποίο επιβάλλει τα προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης. Συναντάμε ακόμη μια φορά τον εκδυτικισμό του κόσμου με τον αποικισμό του φαντασιακού με τις έννοιες της προόδου, της επιστήμης και της τεχνικής. Ο οικονομισμός και ο τεχνικισμός ωθήθηκαν στο ακραίο όριό τους. Η ριζοσπαστική θεωρητική και φιλοσοφική κριτική που ασκήθηκε θαρραλέα από ένα μικρό αριθμό περιθωριακών διανοούμενων (ιδίως από τους Κορνήλιο Καστοριάδη, Ιβάν Ιλιτς, Φρανσουά Παρτάν, Ζιλμπέρ Ριστ) συνέβαλε στη ρητορική μετατόπιση, αλλά δεν οδήγησε σε αμφισβήτηση των αξιών και των πρακτικών της νεωτερικότητας.

Εάν η καθαρή ρητορική της ανάπτυξης και η πρακτική της βολονταριστικής «κυριαρχίας των εμπειρογνωμόνων», που συνδέεται με αυτή, δεν γνωρίζουν πια επιτυχία, παραμένει άθικτο το σύμπλεγμα των εσχατολογικών δοξασιών που θεωρούν ότι είναι δυνατή μια υλική ευημερία για όλους, και το οποίο μπορούμε να περιγράψουμε με τον όρο «αναπτυξιολογία».

Η επιβίωση της ανάπτυξης, παρά το θάνατό της, είναι ιδιαίτερα προφανής κυρίως στις κριτικές που δέχθηκε. Στην προσπάθεια να εξορκιστούν με μαγικό τρόπο οι αρνητικές συνέπειές της, περάσαμε πράγματι στην εποχή των διαφόρων τύπων ανάπτυξης με «επιθετικό προσδιορισμό». (8) Είδαμε την «αυτοδύναμη», την «ενδογενή», τη «συμμετοχική», την «κοινοτική», την «ολοκληρωμένη», την «αυθεντική», την «αυτόνομη και λαϊκή», τη «δίκαιη» ανάπτυξη, χωρίς να αναφερθούμε στην τοπική ανάπτυξη, στη μικρο-ανάπτυξη, την ενδο-ανάπτυξη, ακόμα και την εθνο-ανάπτυξη! Οι ανθρωπιστές κατευθύνουν με αυτό τον τρόπο τις προσδοκίες των θυμάτων. Η βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί την ωραιότερη επιτυχία σε αυτή την τέχνη της αναζωογόνησης των παλιών ιδεών. Αποτελεί ένα εννοιολογικό μαστόρεμα, που αποβλέπει να αλλάξει τις λέξεις, αφού δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, μια λεκτική τερατολογία εξαιτίας της απατηλής αντινομίας της. Ο όρος «βιώσιμη» είναι αυτό που επιτρέπει στην έννοια της ανάπτυξης να επιβιώνει.

Η απάτη της έννοιας «καλή ανάπτυξη»

Σε όλες αυτές τις απόπειρες για τον καθορισμό μιας «άλλης» ανάπτυξης ή μιας «εναλλακτικής» ανάπτυξης, πρόκειται για τη θεραπεία ενός «κακού», που υποτίθεται ότι έχει προσβάλει την ανάπτυξη με τυχαίο τρόπο και όχι εκ γενετής. Οποιοσδήποτε τολμήσει να επιτεθεί στην αναπτυξιολογία, λαμβάνει την απάντηση ότι διάλεξε λάθος στόχο, ότι τα έβαλε με ορισμένες μόνο μορφές της, που έχουν παρεκκλίνει, με τη «στρεβλή ανάπτυξη». Όμως, αυτό το σκιάχτρο-τέρας που δημιουργήθηκε για την περίσταση δεν είναι παρά μια εξωφρενική χίμαιρα. Πράγματι, στο φαντασιακό της νεωτερικότητας, το κακό δεν μπορεί να προσβάλλει την ανάπτυξη για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή αποτελεί την ενσάρκωση του Καλού. Η «καλή» ανάπτυξη, ακόμα κι αν δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ πουθενά, είναι ένας πλεονασμός, γιατί, εξ ορισμού, η ανάπτυξη σημαίνει «καλή» μεγέθυνση, γιατί η μεγέθυνση είναι κι αυτή ένα καλό, και καμία δύναμη του κακού δεν μπορεί να υπερισχύσει απέναντί της. Η ίδια η υπερβολή των αποδείξεων του ευεργετικού χαρακτήρα της αποκαλύπτει καλύτερα την απάτη της έννοιας, είτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό είτε όχι.

Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή που κυριαρχεί στον πλανήτη εδώ και δύο αιώνες, και η οποία δημιουργεί τα σημερινά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο υπερπληθυσμός, η φτώχεια και τα διάφορα είδη ρύπανσης, είναι η «υπαρκτή ανάπτυξη» -κατά τον ίδιο τρόπο που μιλούσαν για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Η αναπτυξιολογία εκφράζει την οικονομική λογική σε όλη την αυστηρότητά της. Σε αυτό το πρότυπο, δεν υπάρχει θέση για το σεβασμό της φύσης που ζητούν οι οικολόγοι, ούτε για το σεβασμό του ανθρώπινου όντος, που ζητούν οι ανθρωπιστές.

Η υπαρκτή ανάπτυξη εμφανίζεται τότε με την αληθινή της μορφή και η «εναλλακτική» ανάπτυξη σαν μία απάτη. Προσθέτοντας ένα επίθετο, δεν πρόκειται να αμφισβητήσουμε αληθινά την καπιταλιστική συσσώρευση: το πολύ να φροντίσουμε να προσθέσουμε στην οικονομική μεγέθυνση ένα κοινωνικό σκέλος ή μια οικολογική συνιστώσα, όπως παλαιότερα κατόρθωναν να της προσθέσουν μια πολιτιστική διάσταση. Εστιάζοντας στις κοινωνικές συνέπειες, όπως η φτώχεια, το επίπεδο ζωής, οι θεμελιώδεις ανάγκες, ή οι βλαβερές συνέπειες για το περιβάλλον, αποφεύγουμε τις ολιστικές ή σφαιρικές προσεγγίσεις μιας ανάλυσης της πλανητικής δυναμικής μιας τεχνικοοικονομικής μεγαμηχανής, η οποία λειτουργεί με τον ανελέητο και δίχως πρόσωπο γενικευμένο ανταγωνισμό.

Από αυτή τη στιγμή, ο διάλογος πάνω στη λέξη ανάπτυξη αποκτά όλη του τη διάσταση. Στο όνομα της «εναλλακτικής» ανάπτυξης, προτείνονται, μερικές φορές, ορισμένα πολύ διαφορετικά αυθεντικά, αντιπαραγωγικά, αντικαπιταλιστικά προγράμματα, που αποβλέπουν στην εξάλειψη των πληγών της «υπανάπτυξης» και των υπερβολών της «στρεβλής ανάπτυξης», ή απλούστερα, των καταστροφικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης. Αυτά τα προγράμματα μιας κοινωνίας γεμάτης συντροφικότητα έχουν τόση σχέση με την ανάπτυξη όσο και η «εποχή της αφθονίας των πρωτόγονων κοινωνιών» ή οι αξιόλογες ανθρώπινες και αισθητικές επιτυχίες ορισμένων προβιομηχανικών κοινωνιών που αγνοούσαν τα πάντα για την ανάπτυξη. (9)

Στην ίδια τη Γαλλία, βιώσαμε μεγαλόπρεπα αυτή την εμπειρία μιας «εναλλακτικής» ανάπτυξης: τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας μεταξύ 1945 και 1980, όπως προγραμματίστηκε από ανθρωπιστές τεχνοκράτες και υλοποιήθηκε από χριστιανικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, δίδυμες αδελφές εκείνων που λυμαίνονται τον Τρίτο Κόσμο. (10) Γίναμε μάρτυρες του εκμηχανισμού, της συγκέντρωσης, της εκβιομηχάνισης της υπαίθρου, της μαζικής υπερχρέωσης των αγροτών, της μαζικής χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, της γενίκευσης της κακής διατροφής...

Είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε την ανάπτυξη κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξε και είναι: ο εκδυτικισμός του κόσμου. Οι λέξεις ριζώνουν σε μια ιστορία: συνδέονται με αναπαραστάσεις που διαφεύγουν, τις περισσότερες φορές, από τη συνείδηση των ομιλητών, αλλά επιδρούν στις συγκινήσεις μας. Υπάρχουν λέξεις γλυκές, λέξεις που χύνουν βάλσαμο στην καρδιά, και λέξεις που πληγώνουν. Υπάρχουν λέξεις που σπέρνουν ταραχή στους λαούς και αναστατώνουν τον κόσμο.

Κι ύστερα, υπάρχουν λέξεις δηλητήριο, λέξεις που εισχωρούν στο αίμα σαν ναρκωτικό, αλλοιώνουν την επιθυμία και θολώνουν την κρίση. Η ανάπτυξη είναι μια από αυτές τις τοξικές λέξεις. Μπορούμε, βέβαια, να διακηρύσσουμε στο εξής ότι «μια καλή ανάπτυξη σημαίνει κατ’ αρχήν να δώσουμε αξία σε αυτό που έκαναν οι γονείς μας, να έχουμε ρίζες»: (11) σε αυτή την περίπτωση ορίζουμε μια λέξη με το αντίθετό της. Η ανάπτυξη ήταν, είναι και θα είναι κατ’ αρχάς ένας ξεριζωμός. Παντού είχε ως συνέπεια την επέκταση της ετερονομίας σε βάρος της αυτονομίας των κοινωνιών.

Θα πρέπει, άραγε, να περιμένουμε ακόμα σαράντα χρόνια για να καταλάβουμε ότι η ανάπτυξη είναι η υπαρκτή ανάπτυξη; Δεν υπάρχει άλλη. Και η υπαρκτή ανάπτυξη είναι ο οικονομικός πόλεμος (με τους νικητές του βέβαια, αλλά, ακόμα περισσότερο, με τους νικημένους του), η ασυγκράτητη λεηλασία της φύσης, ο εκδυτικισμός του κόσμου και η πλανητική ομοιομορφία, είναι τελικά η καταστροφή όλων των διαφορετικών πολιτισμών.

Γι’ αυτό το λόγο, η «βιώσιμη ανάπτυξη», αυτή η αντίφαση των όρων, είναι ταυτόχρονα τρομακτική και απελπιστική! Τουλάχιστον με τη μη βιώσιμη και μη αειφόρο ανάπτυξη, μπορούσαμε να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι αυτή η θανατηφόρος διαδικασία θα είχε ένα τέλος, θύμα των αντιφάσεών της, των αποτυχιών της, του ανυπόφορου χαρακτήρα της και της εξάντλησης των φυσικών πόρων...

Θα μπορούσαμε έτσι να σκεφθούμε και να εργαστούμε για μία εποχή μετά την ανάπτυξη, να δημιουργήσουμε με όσα μέσα διαθέτουμε μια ανεκτή μετα-νεωτερικότητα. Να επανεισαγάγουμε, κυρίως, το κοινωνικό και το πολιτικό στη σχέση της οικονομικής συναλλαγής, να ξαναβρούμε το στόχο του κοινού καλού και της ευζωίας στην κοινωνική συναναστροφή. Όσο για την αειφόρο ανάπτυξη, αυτή μας αφαιρεί κάθε προοπτική εξόδου, μας υπόσχεται την αιώνια ανάπτυξη!

Η εναλλακτική λύση δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ενός ενιαίου προτύπου. Η μετά την ανάπτυξη εποχή είναι αναγκαστικά πληθυντική. Πρόκειται για την αναζήτηση τρόπων συλλογικής άνθησης, οι οποίοι δεν ευνοούν την υλική ευημερία που καταστρέφει το περιβάλλον και τους κοινωνικούς δεσμούς. Ο στόχος της ευζωίας παίρνει διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις περιστάσεις.

Με άλλα λόγια, θα πρέπει να οικοδομήσουμε ξανά νέους πολιτισμούς. Αυτός ο στόχος μπορεί να ονομάζεται ουμράν (άνθηση) όπως στον Ιμπν Χαλντούν, σουάντεσι - σαρβοντάγια (βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών για όλους) όπως στον Γκάντι, ή μπαμταάρε (να είμαστε καλά όλοι μαζί) όπως στους Τουκουλέρ (σημ. της ελλ. έκδοσης: φυλή της Γουινέας και της Σενεγάλης)... Το σημαντικό είναι να σηματοδοτηθεί η ρήξη με την επιχείρηση καταστροφής που διαιωνίζεται με το όνομα της ανάπτυξης ή της παγκοσμιοποίησης. Για τους αποκλεισμένους, για τους ναυαγούς της ανάπτυξης, δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος σύνθεσης ανάμεσα στη χαμένη παράδοση και την άπιαστη νεωτερικότητα. Αυτές οι πρωτότυπες δημιουργίες, των οποίων μπορούμε να συναντήσουμε εδώ κι εκεί τα πρώτα ψήγματα υλοποίησης, δημιουργούν μία ελπίδα για την εποχή μετά την ανάπτυξη.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Serge Latouche

«Αντιρρησίας μεγέθυνσης», πρόεδρος της «Γραμμής του ορίζοντα», διακεκριμένος καθηγητής του πανεπιστημίου Paris-Sud. Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των «La Déraison de la raison économique», Albin Michel, Παρίσι, 2001, «Justice sans limites», Fayard, Παρίσι, 2003 και « La Pensée créative contre l’économie de l’absurde», Parangon, Παρίσι, 2003.

(1Gilbert Rist, «Le développement. Histoire d’une croyance occidentale», Presses de Sciences Po, 1996, σελ. 377.

(2Βλέπε Jean-Marc Ela, «Les voies de l’afro-renaissance», «Manière de voir», τεύχος 51, Afriques en renaissance, Μάιος-Ιούνιος 2000.

(3Σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλέπε ιδιαίτερα Gilbert Rist, όπ.π.

(4Βλέπε Jean-Pierre Cot, «La coopération française en échec», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2001.

(5«Η λέξη ανάπτυξη», γράφει σχετικά ο Bertrand Cabedoche ως συμπέρασμα στο βιβλίο του, «Les chrétiens et le Tiers-Monde», (Karthala, Παρίσι, 1990, σελ. 255), «έχασε την ελκυστικότητά της όταν ήρθε σε επαφή με υπερβολικά μεγάλο αριθμό απογοητευτικών εμπειριών. Παραμένει μονάχα η λέξη την οποία συμμερίζονται όλοι οι άνθρωποι για να υποδηλώσουν την ελπίδα τους».

(6Η κοινωνική-οικονομία της ανάπτυξης θα όφειλε, συνεπώς, να υποκαταστήσει τη συνηθισμένη οικονομική επιστήμη. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται ορισμένα σκιρτήματα προς αυτή την κατεύθυνση, συμβαίνει το αντίθετο.

(7Bernard Hours, «L’idéologie humanitaire ou le spectacle de l’altérite perdue», L’ Harmattan, Παρίσι, 1998.

(8Σύμφωνα με την έκφραση του Marc Poncelet, «Une utopie post-tiers-mondiste», L’ Harmattan, Παρίσι, 1994.

(9Σε πολλές αφρικανικές κοινωνίες, στην τοπική γλώσσα δεν υπάρχει κανένας αντίστοιχος όρος με τη λέξη ανάπτυξη.

(10Βλέπε Paol Gorneg, «Voyage au cœur de l’ FNSEA», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2001.

(11Alidou Sawadogo, όπως αναφέρεται από τον Pierre Pradervand, «Une Afrique en marche», Plon, Παρίσι, 1989, σελ. 109.

Μοιραστείτε το άρθρο