Στο ημερολόγιό του, την 11η Δεκεμβρίου του 1920, ο Μωρίς Χάνκι, γραμματέας της βρετανικής κυβέρνησης, σημείωνε: «Ο Κλεμανσώ και ο Φος διέσχισαν τη Μάγχη μετά την ανακωχή και διοργανώσαμε προς τιμήν τους μια μεγάλη στρατιωτική και δημόσια τελετή υποδοχής. Ο Λόυντ Τζωρτζ και ο Κλεμανσώ οδηγήθηκαν στην πρεσβεία της Γαλλίας... Όταν βρέθηκαν μόνοι, ο Κλεμανσώ είπε: “Ωραία. Για τι θα συζητήσουμε;” “Για τη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη”, απάντησε ο Λόυντ Τζωρτζ. “Πείτε μου τι θέλετε”, τον ρώτησε ο Κλεμανσώ. “Θέλω τη Μοσούλη”, απάντησε ο Λόυντ Τζωρτζ. “Θα την έχετε”, του είπε ο Κλεμανσώ. “Κάτι άλλο;” “Βεβαίως, θέλω και την Ιερουσαλήμ”, συνέχισε ο Λόυντ Τζωρτζ. “Θα την έχετε”, του είπε ο Κλεμανσώ. (...)
Η κατάτμηση της Μέσης Ανατολής σε πολλά κράτη (...) έγινε ενάντια στη βούληση των πληθυσμών και με τη χρήση μιας φιλελεύθερης ρητορικής, την οποία καθιστούσε κενή νοήματος η χρήση βίας. Σε σχέση με την πολιτική μετεξέλιξη της τελευταίας οθωμανικής δεκαετίας, όπου o διορισμός προεστών και η θεσμοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος, πολύ ατελούς βεβαίως, είχαν ανοίξει τον δρόμο για μια πραγματική πολιτική εκπροσώπηση, ο γαλλο-αγγλικός αυταρχισμός συνιστά μια οπισθοχώρηση διαρκείας.
Ως εδαφική κατάτμηση, ο διαμοιρασμός αυτός είχε διάρκεια, κυρίως επειδή οι νέες πρωτεύουσες και οι άρχουσες τάξεις που διαμορφώθηκαν μπόρεσαν να επιβάλουν την εξουσία τους στις νέες χώρες. Τα γεγονότα όμως του 1919-1920 βιώθηκαν ως προδοσία των προηγούμενων δεσμεύσεων (πριν απ’ όλα, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών). Στέρησαν ιδίως από τις τοπικές ελίτ το πεπρωμένο τους. Όταν ο αραβικός εθνικισμός επανέκαμψε ισχυρότερος, δεν αναγνώριζε τη νομιμότητα της συγκεκριμένης κατάτμησης και επιζητούσε την ίδρυση ενός ενιαίου κράτους, πανάκεια για όλες τις κακοδαιμονίες της περιοχής. Έτσι, τα πραγματικά κράτη θα χτυπηθούν από την απώλεια νομιμοποίησης και θα αποδυναμωθούν στο διηνεκές. Η ίδρυση του Εβραϊκού Εθνικού Συμβουλίου θα οδηγήσει ολόκληρη την περιφέρεια σε έναν κύκλο συγκρούσεων, του οποίου ο τερματισμός μοιάζει ακόμη μακρινός. (...)