Η αποδοχή, στις 25 Μαΐου, του «οδικού χάρτη» του Κουαρτέτου από την ισραηλινή κυβέρνηση -με αντάλλαγμα επιφυλάξεις που ανατρέπουν την ουσία του- επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να συμπεριφέρεται ως «ειρηνοποιός» στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα, η αντικατάσταση στη Βαγδάτη του πρώην στρατηγού Τζέι Γκάρνερ από τον διπλωμάτη Πολ Μπρέμερ μαρτυρά τις αυξανόμενες δυσκολίες που συναντά ο κατακτητής. Και, από το Ριάντ μέχρι την Καζαμπλάνκα, η τρομοκρατία έδειξε ότι δεν είχε εξαφανιστεί μαζί με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν...
Η παγκόσμια κατάσταση σήμερα είναι χωρίς προηγούμενο. Οι μεγάλες παγκόσμιες αυτοκρατορίες του παρελθόντος, όπως η ισπανική αυτοκρατορία του 16ου και του 17ου αιώνα και, πολύ περισσότερο, η βρετανική αυτοκρατορία του 19ου και του 20ού αιώνα, έχουν ελάχιστες ομοιότητες με τη σημερινή αμερικανική αυτοκρατορία. Η παγκοσμιοποίηση έχει φτάσει σ’ ένα πρωτόγνωρο στάδιο, σε τρία επίπεδα: την αλληλοεξάρτηση, την τεχνολογία και την πολιτική.
Κατ’ αρχήν, ζούμε σ’ έναν κόσμο που είναι σε τέτοιο σημείο αλληλοεξαρτώμενος ώστε οι τρέχουσες δράσεις είναι αλλεπάλληλες και κάθε διακοπή έχει άμεσες παγκόσμιες συνέπειες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της επιδημίας του συνδρόμου άτυπης πνευμονίας (SARS) της οποίας η προέλευση, αν και άγνωστη, βρίσκεται αναμφίβολα κάπου στην Κίνα: έλαβε διαστάσεις παγκόσμιου φαινομένου. Η παρελκυστική επίδρασή της στο παγκόσμιο δίκτυο μεταφορών, στον τουρισμό, σε όλα τα είδη διεθνών διασκέψεων και οργανισμών, στις παγκόσμιες αγορές, ακόμη και σε ολόκληρη την οικονομία ορισμένων χωρών, έγινε αισθητή με μια ταχύτητα που θα ήταν αδιανόητη σε οποιαδήποτε προηγούμενη εποχή.
Στη συνέχεια, η τεράστια δύναμη μιας τεχνολογίας που διαρκώς εξελίσσεται επιβεβαιώνεται στον οικονομικό και κυρίως στο στρατιωτικό τομέα. Η τεχνολογία παραμένει περισσότερο καθοριστική παρά ποτέ στις στρατιωτικές υποθέσεις. Η πολιτική εξουσία σε παγκόσμια κλίμακα απαιτεί στο εξής τον έλεγχο αυτής της τεχνολογίας, στην κλίμακα ενός τεράστιου κράτους από γεωγραφική άποψη. Αυτό δεν λαμβανόταν υπόψη στο παρελθόν. Η Μεγάλη Βρετανία, που βασίλεψε ως η μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής της, δεν ήταν παρά ένα κράτος με μεσαίο μέγεθος, ακόμη και σύμφωνα με τα κριτήρια του 18ου και του 19ου αιώνα. Και, τον 17ο αιώνα, η Ολλανδία -ένα κράτος με μέγεθος ανάλογο με της Ελβετίας- μπόρεσε να γίνει ένας παγκόσμιος πρωταγωνιστής. Σήμερα, είναι αδιανόητο ένα κράτος, όσο πλούσιο και τεχνολογικά προηγμένο κι αν είναι, να γίνει παγκόσμια δύναμη αν δεν έχει μεγάλο μέγεθος.
Τέλος, η πολιτική παρουσιάζει στις μέρες μας έναν περίπλοκο χαρακτήρα. Η εποχή μας είναι ακόμη εποχή των κρατών-εθνών - είναι το μοναδικό στοιχείο όπου η παγκοσμιοποίηση δεν λειτουργεί. Όμως, πρόκειται για ένα κράτος με ιδιαίτερη μορφή στο οποίο -και θεωρητικά αυτό ισχύει για όλα τα κράτη- ο απλός πληθυσμός παίζει σημαντικό ρόλο. Στο παρελθόν, αυτοί που έπαιρναν τις αποφάσεις κυβερνούσαν χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι’ αυτό που μπορούσε να σκέφτεται η πλειονότητα των κατοίκων. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να βασίζονται στη δυνατότητα κινητοποίησης των λαών τους. Στο εξής, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτό που σκέφτεται ή αυτό που είναι έτοιμος να κάνει ο πληθυσμός περισσότερο απ’ όσο στο παρελθόν. Σε αντίθεση με το αμερικανικό αυτοκρατορικό πρόγραμμα -και εδώ έγκειται η μεγάλη καινοτομία-, όλες οι μεγάλες δυνάμεις και όλες οι αυτοκρατορίες γνώριζαν ότι δεν ήταν απομονωμένες, και καμία δεν προσπαθούσε να εξουσιάσει μόνη της τον κόσμο. Καμία δεν θεωρούσε τον εαυτό της άτρωτο, αν και όλες πίστευαν ότι ήταν το κέντρο του κόσμου, όπως η Κίνα, για παράδειγμα, ή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο απόγειό της. Στο σύστημα διεθνών σχέσεων που διοικούσε τον κόσμο μέχρι τον ψυχρό πόλεμο, η περιφερειακή κυριαρχία αποτελούσε το μέγιστο κίνδυνο.
Δεν πρέπει να συγχέουμε τη δυνατότητα πρόσβασης σε ολόκληρο τον πλανήτη -που πήρε σάρκα και οστά το 1492- με την παγκόσμια κυριαρχία του πλανήτη. Τον 19ο αιώνα, η βρετανική αυτοκρατορία ήταν η μοναδική πραγματικά «παγκόσμια» αυτοκρατορία, με την έννοια ότι επενέβαινε σ’ ολόκληρο τον πλανήτη και, από αυτή την άποψη, είναι αναμφίβολα ένα προηγούμενο για την αμερικανική αυτοκρατορία. Αντίθετα, οι Ρώσοι της κομμουνιστικής εποχής, οι οποίοι οραματίζονταν επίσης έναν καινούριο κόσμο, ήξεραν καλά, ακόμη και όταν η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δύναμής της, ότι η κυριαρχία του κόσμου δεν ήταν μέσα στις δυνατότητές τους: σε αντίθεση με την προπαγάνδα του ψυχρού πολέμου, ποτέ δεν προσπάθησαν πραγματικά να το καταφέρουν.
Η παγκόσμια εξουσία
Όμως, οι σημερινές αμερικανικές φιλοδοξίες διαφέρουν εντελώς από τις φιλοδοξίες της Βρετανίας πριν από έναν αιώνα ή περισσότερο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μια τεράστια χώρα από γεωγραφική άποψη, με έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς του πλανήτη και μια δημογραφία σε αύξηση (σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση) εξαιτίας μιας σχεδόν απεριόριστης μετανάστευσης. Επιπλέον, υπάρχουν διαφορές στο ύφος. Στο απόγειό της, η βρετανική αυτοκρατορία καταλάμβανε και διοικούσε το ένα τέταρτο της επιφάνειας του πλανήτη. (1)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες στην πραγματικότητα δεν εφάρμοσαν ποτέ την αποικιοκρατία -εκτός από μία σύντομη εξαίρεση, στη διάρκεια της επικράτησης του αποικιακού ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Βασίζονταν περισσότερο σε κράτη-δορυφόρους, κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο, όπου δεν φοβούνταν κανέναν αντίπαλο. Σε αντίθεση με τη Βρετανία, ανέπτυξαν κατά τον 20ό αιώνα μια πολιτική στρατιωτικής επέμβασης σε αυτά τα κράτη. Καθώς ο ένοπλος βραχίονας της παγκόσμιας αυτοκρατορίας εκείνες τις μέρες ήταν το ναυτικό, η βρετανική αυτοκρατορία κατέλαβε ναυτικές βάσεις και βάσεις ανεφοδιασμού στρατηγικής σημασίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που ο «Union Jack» έπλεε -και πλέει ακόμη- από το Γιβραλτάρ ώς τις Μαλβίδες, περνώντας από την Αγία Ελένη. Οι Αμερικανοί δεν είχαν ανάγκη αυτό το είδος βάσεων εκτός Ειρηνικού παρά μετά το 1941, και τις απέκτησαν με τη συγκατάθεση αυτού που μπορούσε κανείς πραγματικά να ονομάσει τότε «συμμαχία καλών προθέσεων» («coalition of the willing»).
Στο εξής, η κατάσταση είναι διαφορετική. Αισθάνονται την ανάγκη να εξασφαλίσουν άμεσα έναν πολύ μεγάλο αριθμό στρατιωτικών βάσεων, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να ελέγχουν έμμεσα τις χώρες. Τέλος, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη δομή του κράτους όσον αφορά στον εσωτερικό τομέα και την ιδεολογία του. Η βρετανική αυτοκρατορία είχε ένα βρετανικό και όχι οικουμενικό σχέδιο, αν και, φυσικά, οι προπαγανδιστές της τής αναγνώριζαν επίσης πιο αλτρουϊστικά κίνητρα. Έτσι, η κατάργηση του δουλεμπορίου χρησίμευσε για να δικαιολογήσει τη βρετανική ναυτική δύναμη, όπως ακριβώς τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμεύουν συχνά για να δικαιολογήσουν την αμερικανική στρατιωτική δύναμη. Όπως η Γαλλία και η επαναστατική Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μια μεγάλη δύναμη που βασίζεται σε μια οικουμενική επανάσταση και, λόγω αυτού του γεγονότος, εμφορείται από την ιδέα ότι ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμά της -δηλαδή, πρέπει να τον απελευθερώσει.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από αυτοκρατορίες που υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα θεωρώντας ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσία σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η ουσιαστική διαφορά, ωστόσο, έγκειται στο ότι η βρετανική αυτοκρατορία, αν και ήταν παγκόσμια -και από μία ορισμένη άποψη περισσότερο παγκόσμια από την αμερικανική αυτοκρατορία, αφού μόνη της ήλεγχε τις θάλασσες σε τόσο μεγάλο βαθμό που παρόμοιό του δεν μπορεί να παρουσιάσει σήμερα καμία χώρα στον έλεγχο των αιθέρων- δεν προσπαθούσε να κατακτήσει μια παγκόσμια εξουσία ούτε μια εδαφική, στρατιωτική και πολιτική εξουσία σε περιοχές όπως η Ευρώπη και η Αμερική. Η αυτοκρατορία υπηρετούσε τα θεμελιώδη συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή τα οικονομικά συμφέροντά της, αναμειγνυόμενη όσο λιγότερο μπορούσε στις υποθέσεις των άλλων. Είχε πάντοτε συνείδηση των ορίων της σε σχέση με το γεωγραφικό μέγεθος και τους πόρους.
Μετά το 1918 η αυτοκρατορία είχε βαθιά συνείδηση της παρακμής της. Βρετανική παγκοσμιοποίηση Επιπλέον, η παγκόσμια αυτοκρατορία του πρώτου εκβιομηχανισμένου κράτους κατάφερε να αλέσει το σπόρο μιας παγκοσμιοποίησης για την ανάπτυξη της οποίας έχει κάνει πολλά η άνθηση της αγγλικής οικονομίας. Αποτελούσε ένα σύστημα διεθνούς εμπορίου, το οποίο όσο η βιομηχανία αναπτυσσόταν στη μητρόπολη τόσο αυξανόταν η εξάρτησή του κυρίως από την εξαγωγή κατεργασμένων προϊόντων στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Σε αντάλλαγμα, επέτρεπε στο Λονδίνο να γίνει η μεγαλύτερη αγορά πρώτων υλών στον πλανήτη. (2) Αφού έπαψε να είναι το εργαστήριο του κόσμου, η Μεγάλη Βρετανία έγινε το κέντρο του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Δεν συνέβη το ίδιο με την αμερικανική οικονομία. Αυτή στηριζόταν στην προστασία των βιομηχανιών της χώρας από τον εξωτερικό ανταγωνισμό στην εν δυνάμει γιγαντιαία αγορά της, έναν παράγοντα που παραμένει στις μέρες μας σημαντικό στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής. Όμως, το γεγονός ότι αυτή η οικονομία δεν κατέχει πια στο σημερινό εκβιομηχανισμένο κόσμο την προγενέστερη κυρίαρχη θέση αποτελεί ακριβώς ένα από τα αδύναμα σημεία της αμερικανικής αυτοκρατορίας του 21ου αιώνα. (3) Η Αμερική εισάγει από τον υπόλοιπο κόσμο μεγάλες ποσότητες κατεργασμένων προϊόντων, κάτι που προκαλεί -τόσο από την πλευρά των αμερικανικών εμπορικών συμφερόντων, όσο και από το αμερικανικό εκλογικό σώμα- την αντίδραση που οδηγεί στον προστατευτισμό.
Διαφορές με ΗΠΑ
Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία ενός κόσμου που κυριαρχείται από ελεύθερο εμπόριο με αμερικανικό έλεγχο, από τη μια πλευρά, και, από την άλλη, τα πολιτικά συμφέροντα σημαντικών στοιχείων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία αυτή η ιδεολογία θέτει σε κίνδυνο. Η ανάπτυξη του εμπορίου όπλων αποτελεί έναν από τους τρόπους επίλυσης του προβλήματος. Αυτή είναι άλλη μία διαφορά ανάμεσα στη βρετανική και την αμερικανική αυτοκρατορία. Κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η συσσώρευση εξοπλισμών σε καιρό ειρήνης έφτασε, στις Ηνωμένες Πολιτείες, σ’ ένα πρωτόγνωρο επίπεδο, το οποίο είναι χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία και το οποίο μπορεί να εξηγήσει την κυριαρχία που ασκεί το «στρατιωτικοβιομηχανικό πλέγμα», που είχε καταγγελθεί από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην εποχή του.
Στη διάρκεια των σαράντα χρόνων του ψυχρού πολέμου τα δύο στρατόπεδα εκφράστηκαν και έδρασαν σαν να υπήρχε κηρυγμένος πόλεμος, ή σαν αυτός ο πόλεμος να ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Η βρετανική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της στη διάρκεια ενός αιώνα (από το 1815 ώς το 1914) ο οποίος δεν γνώρισε σημαντικούς παγκόσμιους πολέμους. Και, παρά την εμφανή ασυμμετρία ανάμεσα στην αμερικανική και τη σοβιετική δύναμη, η αναπτυξιακή κίνηση που σημάδεψε την αμερικανική βιομηχανία όπλων εντάθηκε αισθητά, ακόμη και πριν το τέλος του ψυχρού πολέμου, και συνεχίστηκε μετά από αυτόν. Ο πόλεμος μετέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ηγεμονική δύναμη του δυτικού κόσμου. Ωστόσο, αυτή η υπεροχή ασκούνταν στην κορυφή μιας συμμαχίας. Κανένας, βέβαια, δεν είχε αυταπάτες για τη σχετική επιρροή των εταίρων. Η εξουσία βρισκόταν στην Ουάσιγκτον και πουθενά αλλού.
Κατά κάποιο τρόπο, η Ευρώπη αναγνώριζε τότε τη λογική της παγκόσμιας αμερικανικής αυτοκρατορίας: σήμερα, η Ουάσιγκτον εξοργίζεται γιατί η αυτοκρατορία της και οι στόχοι της δεν είναι πια πραγματικά αποδεκτοί. Συμμαχία προθέσεων Δεν υπάρχει πια «συμμαχία καλών προθέσεων», αφού η αμερικανική πολιτική είναι η πιο αντιδημοφιλής που ασκήθηκε ποτέ από αμερικανική κυβέρνηση και πιθανόν από κάθε άλλη μεγάλη δύναμη. Άλλοτε, οι Αμερικανοί χειρίζονταν αυτές τις σχέσεις με μια παραδοσιακή ευγένεια στις διεθνείς υποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι θα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά των σοβιετικών στρατευμάτων. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια συμμαχία υποταγμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού ήταν εξαρτημένη από τη στρατιωτική τεχνολογία τους. Η Ουάσιγκτον παρέμεινε συστηματικά αντίθετη στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης ένοπλης δύναμης στην Ευρώπη.
Η μακρόχρονη διαφωνία μεταξύ Αμερικανών και Γάλλων, η οποία ανάγεται στην εποχή του στρατηγού Ντε Γκολ, έχει τις ρίζες της στην άρνηση του Παρισιού για μια άκαμπτη συμμαχία και τη θέλησή του να διατηρήσει ένα ανεξάρτητο δυναμικό προκειμένου να αποκτήσει στρατιωτικό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας. Παρά τις εντάσεις, η συμμαχία αποτελούσε, ωστόσο, μια πραγματική «συμμαχία καλών προθέσεων». Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν η μοναδική υπερδύναμη, την οποία κανένα άλλο μεγάλο κράτος δεν επιθυμούσε ή δεν μπορούσε να αμφισβητήσει. Αυτή η ξαφνική, ασυνήθιστη, βίαιη και εχθρική επίδειξη δύναμης είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή, αφού δεν ανταποκρίνεται ούτε στην αυτοκρατορική πολιτική που ασκήθηκε στο παρελθόν και εφαρμόστηκε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ούτε στα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα.
Η πολιτική που κυριαρχεί εδώ και λίγο καιρό στην Ουάσιγκτον μοιάζει τόσο παράλογη στους εξωτερικούς παρατηρητές ώστε είναι δύσκολο να αντιληφθούν τον πραγματικό στόχο της. Για τους ανθρώπους που ελέγχουν πλήρως ή τουλάχιστον κατά το ήμισυ τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρόκειται προφανώς για την επιβεβαίωση της παγκόσμιας υπεροχής μέσα από τη στρατιωτική ισχύ, αλλά ο στόχος αυτής της στρατηγικής παραμένει σκοτεινός. Έχει άραγε ελπίδες να πετύχει; Ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος για να εξουσιάζεται μόνο από ένα κράτος. Χωρίς να ξεχνάμε ότι, εκτός από τη στρατιωτική υπεροχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εξαρτημένες από πόρους που μειώνονται, ή υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθούν. Αν και η οικονομία τους είναι ισχυρή, το ποσοστό που αντιπροσωπεύει στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται. Είναι ευάλωτη, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα: ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) αποφασίσει αύριο να χρεώνει το βαρέλι σε ευρώ και όχι σε δολάρια...
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Αμερικανοί περιφρόνησαν τα περισσότερα πολιτικά πλεονεκτήματά τους αυτούς τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, μολονότι τούς απομένουν ακόμη μερικά. Βέβαια, η κυρίαρχη επιρροή της κουλτούρας τους και της αγγλικής γλώσσας παραμένει. Όμως, το κύριο πλεονέκτημα που διαθέτουν στο αυτοκρατορικό πρόγραμμά τους είναι το στρατιωτικό. Από αυτή την άποψη η αμερικανική αυτοκρατορία είναι αξεπέραστη, και πιθανόν θα συνεχίσει να είναι σε ένα προβλέψιμο μέλλον. Αυτό το πλεονέκτημα είναι αποφασιστικό σε τοπικές συγκρούσεις, αλλά όχι απαραίτητα κατά απόλυτο τρόπο. Όμως, στην πράξη, καμία χώρα, ούτε καν η Κίνα, δεν διαθέτει το τεχνολογικό επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Επίσης, πρέπει να σκεφτεί κανείς τα όρια της απλής τεχνολογικής υπεροχής. Οι Αμερικανοί, βέβαια, θεωρητικά δεν σκέφτονται να καταλάβουν ολόκληρο τον πλανήτη. Στόχος τους είναι να κάνουν πολέμους, να τοποθετούν φιλικές κυβερνήσεις και να γυρίζουν στο σπίτι τους. Αυτό δεν θα έχει αποτέλεσμα. Με όρους καθαρά στρατιωτικούς, ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπους, που ασχολήθηκε αποκλειστικά μ’ αυτό το στόχο, αδιαφόρησε για τις ανάγκες που προκύπτουν όταν καταλαμβάνει κανείς μια χώρα, για τη διακυβέρνησή της, για τη διατήρησή της, όπως έκαναν οι Βρετανοί στην περίπτωση της Ινδίας, ένα κλασικό παράδειγμα αποικιοκρατίας.
Υπόδειγμα δημοκρατίας
Το «υπόδειγμα δημοκρατίας» το οποίο οι Αμερικανοί θέλουν να προσφέρουν σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω του Ιράκ δεν έχει, στην πραγματικότητα, τίποτα το υποδειγματικό. Η πεποίθηση ότι μπορούν να «αντλήσουν» πραγματικούς συμμάχους μεταξύ των άλλων χωρών, ή μια πραγματική υποστήριξη από τις χώρες τις οποίες μπορούν να κατακτήσουν στρατιωτικά (αλλά όχι να διοικήσουν) αποτελεί φαντασίωση. Ο πόλεμος στο Ιράκ αποτελεί ένα παράδειγμα της επιπολαιότητας αυτών που λαμβάνουν αποφάσεις στην Ουάσιγκτον. Το Ιράκ νικήθηκε, αλλά αρνήθηκε να υποταχθεί. Η χώρα ήταν τόσο αποδυναμωμένη που έμοιαζε εύκολο να ηττηθεί. Επιπλέον, συμβαίνει να διαθέτει πλεονεκτήματα -το πετρέλαιο-, αν και ο κύριος στόχος της επιχείρησης έγκειται στην επίδειξη διεθνούς δύναμης. Η πολιτική που επικαλούνται οι ακραίοι στην Ουάσιγκτον, δηλαδή μια πλήρης αναμόρφωση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, δεν έχει νόημα. Αν ανατρέψουν το σαουδαραβικό βασίλειο, τι θα βάλουν στη θέση του; Αν σκέφτονταν σοβαρά να «ξαναμοιράσουν την τράπουλα» στην περιοχή, ένα πράγμα έπρεπε να κάνουν, και το γνωρίζουμε: να ασκήσουν πίεση στους Ισραηλινούς. Ο πατέρας του Τζορτζ Μπους το έκανε το 1991, μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, αλλά όχι ο διάδοχός του στο Λευκό Οίκο. Αντί γι’ αυτό, η σημερινή κυβέρνηση κατέστρεψε τη μία από τις δύο λαϊκές κυβερνήσεις στη Μέση Ανατολή, και οραματίζεται να επιβάλλει την ίδια τύχη στην άλλη, στη Συρία.
Οι «ράμπο»
Η δημόσια διατύπωση αυτής της προσπάθειας υπογραμμίζει την κενότητά της. Αντί να ανταποκρίνονται στην περιγραφή μιας στρατηγικής, εκφράσεις όπως ο «άξονας του Κακού» ή ο «οδικός χάρτης» δεν είναι παρά στερεότυπες φράσεις οι οποίες υποτίθεται ότι διαθέτουν από μόνες τους μια δύναμη. Η νέα γλώσσα (novlangue) που κατακλύζει τον κόσμο εδώ και δεκαοκτώ μήνες προδίδει την απουσία πραγματικής πολιτικής. Ο ίδιος ο Τζορτζ Μπους δεν κάνει πολιτική, παίζει. Υπεύθυνοι όπως ο Ρίτσαρντ Περλ και ο Πολ Γούλφοβιτς μιμούνται τον Ράμπο όταν μιλούν, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά. Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: η αμερικανική παντοδυναμία. Αν τη μεταφράσουμε, πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εισβάλλουν σε οποιαδήποτε χώρα με την προϋπόθεση ότι δεν είναι πολύ μεγάλη και ότι η νίκη θα επιτευχθεί γρήγορα εκεί. Δεν μπορούμε να το ονομάσουμε αυτό στρατηγική. Ούτε να περιμένουμε ότι θα έχει αποτελέσματα. Υπάρχει ο κίνδυνος οι συνέπειες για την Αμερική να είναι πολύ σοβαρές. Στον εσωτερικό τομέα, μια χώρα που προσπαθεί να ελέγξει τον κόσμο, κυρίως με στρατιωτικά μέσα, διατρέχει τον κίνδυνο, ο οποίος έχει υποτιμηθεί, ιδιαίτερα μέχρι τώρα, της στρατιωτικοποίησης. Στο διεθνή τομέα, υπάρχει ο κίνδυνος για την αποσταθεροποίηση του κόσμου.
Ανθρώπινα δικαιώματα
Αυτό αποδεικνύει η αστάθεια που επικρατεί σήμερα στη Μέση Ανατολή, η οποία είναι πολύ χειρότερη από εκείνη που επικρατούσε πριν από δέκα, ή ακόμη και πέντε χρόνια. Η αμερικανική πολιτική αποδυναμώνει όλες τις προσπάθειες, επίσημες και ανεπίσημες, για πιθανές λύσεις, για τη διατήρηση της τάξης. Στην Ευρώπη, διέλυσε τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) - κάτι που δεν αποτελεί μεγάλη απώλεια. Όμως, η προσπάθεια να τον μετατρέψει σε παγκόσμια δύναμη στρατιωτικής αστυνομίας στην υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι γελοία. Η Ουάσιγκτον υπονόμευσε σκόπιμα την Ευρωπαϊκή Ένωση και προσπαθεί το ίδιο συστηματικά να εξαφανίσει μία από τις μεγάλες κατακτήσεις της μεταπολεμικής εποχής, δηλαδή το δημοκρατικό και ανθηρό «κράτος πρόνοιας». Αντίθετα, η κρίση αξιοπιστίας των Ηνωμένων Εθνών μού φαίνεται λιγότερο σοβαρή: ο οργανισμός δεν ήταν ποτέ σε θέση να πραγματοποιήσει μια δράση που να μην είναι περιθωριακή, αφού εξαρτάται πλήρως από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη χρήση του δικαιώματος βέτο από τους Αμερικανούς. Πώς θα αντιμετωπίσει άραγε ο κόσμος τις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή πώς θα τις συγκρατήσει; Ορισμένοι, βέβαια, εκτιμώντας ότι δεν έχουν τα μέσα γι’ αυτό, θα προτιμήσουν να συμμαχήσουν μαζί της.
Πιο επικίνδυνοι είναι αυτοί που μισούν την ιδεολογία την οποία διακινεί το Πεντάγωνο αλλά υποστηρίζουν το αμερικανικό πρόγραμμα με το πρόσχημα ότι αυτό θα εξαλείψει τελικά ορισμένες τοπικές και περιφερειακές αδικίες. Αυτό το είδος του «ιμπεριαλισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» τροφοδοτήθηκε από την αποτυχία της Ευρώπης στα Βαλκάνια στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Στη δημόσια συζήτηση για τον πόλεμο στο Ιράκ, μόνο μια μειονότητα σημαντικών διανοούμενων -όπως ο Μίκαελ Ιγνάτιεφ ή ο Μπερνάρ Κουσνέρ- έκανε έκκληση για την υποστήριξη της αμερικανικής επέμβασης, θεωρώντας απαραίτητη την προσφυγή στη βία προκειμένου να μπει τάξη στα δεινά του κόσμου. Ορισμένες κυβερνήσεις είναι, βέβαια, τόσο επικίνδυνες που η εξαφάνισή τους θα αποτελούσε πλεονέκτημα για ολόκληρο τον κόσμο. Όμως, αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αποδοχή του κινδύνου τον οποίο αποτελεί για τον πλανήτη μια παγκόσμια δύναμη η οποία αδιαφορεί για έναν κόσμο που δεν κατανοεί, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να επεμβαίνει με τις ένοπλες δυνάμεις της ενάντια σε όποιον τη δυσαρεστεί.
Βαθιά κρίση
Σε δεύτερο επίπεδο, βλέπουμε να μεγαλώνει η πίεση που ασκείται στα μέσα ενημέρωσης: σ’ έναν κόσμο όπου η κοινή γνώμη λαμβάνεται υπόψη τόσο πολύ, αυτά τα μέσα αποτελούν επίσης το αντικείμενο τεράστιων χειραγωγήσεων. (4) Στον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), για να αποφευχθεί η επανάληψη της κατάστασης του Βιετνάμ, οι «σύμμαχοι» προσπάθησαν να εμποδίσουν τα μέσα ενημέρωσης να πλησιάσουν το πεδίο της μάχης. Χαμένος κόπος: στη Βαγδάτη βρέθηκαν μέσα ενημέρωσης, όπως το CNN, για να καλύψουν τα γεγονότα με τρόπο που διέφερε από αυτόν που επιθυμούσε η Ουάσιγκτον. Στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, αντίθετα, δημοσιογράφοι ενσωματώθηκαν στα επιτόπου στρατεύματα, για να ασκείται μεγαλύτερη πίεση στην άποψή τους. Τίποτα δεν είχε πραγματικό αποτέλεσμα. Στο μέλλον είναι βέβαιο ότι θα γίνει προσπάθεια να βρεθούν πιο αποτελεσματικά μέσα ελέγχου, πιθανόν άμεσα, και σε τελική ανάλυση τεχνολογικά. Ωστόσο, η συμπαιγνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τους ιδιοκτήτες μονοπωλίων της επικοινωνίας θα επιδιώξει να είναι πολύ πιο αποτελεσματική απ’ ό,τι το Fox News (5) στις Ηνωμένες Πολιτείες ή η αυτοκρατορία Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία.
Δεν μπορούμε να πούμε πόσο καιρό θα διαρκέσει η αμερικανική υπεροχή. Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαστε απόλυτα βέβαιοι είναι ότι θα πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο στην Ιστορία, όπως ήταν όλες οι αυτοκρατορίες. Στη διάρκεια μιας ζωής είδαμε το τέλος όλων των αποικιακών αυτοκρατοριών, το τέλος της υποτιθέμενης «χιλιετούς αυτοκρατορίας» του Χίτλερ, η οποία δεν διήρκεσε παρά δώδεκα χρόνια, και το τέλος του σοβιετικού οράματος για την παγκόσμια επανάσταση. Η αμερικανική αυτοκρατορία θα μπορούσε να καταποντιστεί για εσωτερικούς λόγους, με πιο άμεσο το λόγο ότι ο ιμπεριαλισμός -με την έννοια της κυριαρχίας και της διακυβέρνησης του κόσμου- δεν ενδιαφέρει την πλειονότητα των Αμερικανών, οι οποίοι ανησυχούν περισσότερο γι’ αυτά που συμβαίνουν στις ΗΠΑ. Η οικονομία είναι τόσο αποδυναμωμένη που η αμερικανική κυβέρνηση και το εκλογικό σώμα θα αποφασίσουν μια μέρα ότι είναι πιο σημαντικό να επικεντρωθούν σε αυτή παρά να επιδίδονται σε περιπέτειες στο εξωτερικό. (6) Πολύ περισσότερο αφού, όπως σήμερα, οι ίδιοι οι Αμερικανοί θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις εξωτερικές στρατιωτικές επεμβάσεις - αυτό δεν συνέβη στον πόλεμο του Κόλπου ούτε -σε πολύ μεγάλο βαθμό- στον ψυχρό πόλεμο.
Από το 1997-1998 η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία περνάει κρίση. Δεν θα καταρρεύσει, βέβαια, αλλά είναι απίθανο οι Ηνωμένες Πολιτείες να συνεχίσουν να ακολουθούν μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική, αν τίθενται σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό. Η εθνική οικονομική πολιτική του Τζορτζ Μπους δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα στα περισσότερα τοπικά συμφέροντα. Ούτε η διεθνής πολιτική του είναι απαραίτητα ορθολογική, ακόμη και από τη σκοπιά των αμερικανικών αυτοκρατορικών συμφερόντων -και σίγουρα όχι από τη σκοπιά των συμφερόντων του αμερικανικού καπιταλισμού. Εξ ου οι διαφορές απόψεων στους κόλπους της κυβέρνησης.
Το ζήτημα-κλειδί είναι να μάθουμε αυτό που θα κάνουν οι Αμερικανοί σήμερα και το πώς θα αντιδράσουν οι άλλες χώρες. Ορισμένες, όπως η Βρετανία, ο μόνος άλλος πραγματικός εταίρος της επικρατούσας συμμαχίας, θα προχωρήσουν, άραγε, και θα υποστηρίξουν οποιοδήποτε σχέδιο της Ουάσιγκτον; Οι κυβερνήσεις πρέπει να δηλώσουν ότι υπάρχουν όρια για την αμερικανική δύναμη. Μέχρι τώρα η Τουρκία πρόσφερε την πιο θετική συμβολή σ’ αυτή την κατεύθυνση, επιβεβαιώνοντας απλά ότι δεν ήταν έτοιμη να λάβει ορισμένες αποφάσεις, αν και ταυτόχρονα ήξερε ότι αυτές οι αποφάσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν ευεργετικές γι’ αυτήν. Σήμερα, ο κύριος στόχος είναι, αν όχι να συγκρατήσουμε, τουλάχιστον να συμμορφώσουμε ή να αναμορφώσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρξε μια εποχή που η αμερικανική αυτοκρατορία γνώριζε τα όριά της, ή τουλάχιστον τα πλεονεκτήματα που μπορούσε να έχει αν συμπεριφερόταν σαν να είχε όρια. Ήταν σε μεγάλο βαθμό από φόβο για τον άλλο - τη Σοβιετική Ένωση. Σήμερα που αυτός ο φόβος έχει εξαφανιστεί, μόνο το καλώς εννοούμενο συμφέρον και η εκπαίδευση μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»