νέο παράδειγμα», όπως αρέσκονται να το χαρακτηρίζουν- θα γινόταν σε δύο στάδια.
Κατ’ αρχάς, θα υπάρξει μια «μεταβατική περίοδος», με διάρκεια ανάλογη της συμφωνίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (1). Κατά την περίοδο αυτή, χωρίς να αλλάξει τίποτα από τους προσανατολισμούς που έχουν υιοθετηθεί, θα εφαρμοστεί πολιτική αυστηρής λιτότητας, η οποία θα στηρίζεται σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις της φορολογίας και των συντάξεων του δημοσίου, έτσι ώστε να αποκτήσει και πάλι η Βραζιλία την οικονομική ανεξαρτησία που είναι αναγκαία για να υλοποιεί ελεύθερα τις αναπτυξιακές επιλογές της. Ο Ζοζέ Τζενόινο, πρόεδρος του ΡΤ, εξηγεί: «Έχουμε αναλάβει τετραετή δέσμευση. Η πρόκληση είναι να ανακαινίσουμε το σπίτι ενώ ταυτόχρονα θα το κατοικούμε, να αλλάξουμε λάστιχο χωρίς να σταματήσουμε το αυτοκίνητο».
Έναν χρόνο αργότερα, ο δείκτης φερεγγυότητας της χώρας έχει επανέλθει σε κανονικό επίπεδο, το εμπορικό ισοζύγιο όχι μόνο ισοσκελίστηκε αλλά το πλεόνασμά του έφτασε στο επίπεδο που είχε επιτευχθεί πριν από δεκαπέντε χρόνια, η ισοτιμία του δολαρίου δεν ξεπερνάει τα τρία ρεάλ, η κατανάλωση αρχίζει και πάλι να αυξάνεται, έχει κερδηθεί η εμπιστοσύνη των ξένων εταίρων, ενώ τα βασικά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας ακολουθούν σταθερά πτωτική πορεία από τον Αύγουστο, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη μειωθεί σχεδόν κατά δέκα μονάδες. Επιπλέον, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν δώσει την έγκρισή τους για όλα αυτά τα μέτρα… Στις 18 Μαρτίου, η κυβέρνηση δημοσιοποίησε την επιστολή που απηύθυνε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην οποία, μεταξύ άλλων, καθησυχάζει τον οργανισμό ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της για ιδιωτικοποίηση των πρώην ομοσπονδιακών κρατικών τραπεζών που πέρασαν υπό τον έλεγχο των ομόσπονδων πολιτειών και ότι θα πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν ουσιαστική αυτονομία στην Κεντρική Τράπεζα της Βραζιλίας (2).
Σε μια χώρα όπου υπολογίζεται ότι υπάρχουν 50 εκατομμύρια άτομα που ζουν μέσα στην απόλυτη φτώχεια, αυτή η «ορθόδοξη» οικονομική πολιτική προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των κοινωνικών κινημάτων και την αποχώρηση ορισμένων στελεχών του ΡΤ. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο λαός συνεχίζει να στηρίζει σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες του στην κυβέρνηση ντα Σίλβα. Η έννοια της μετάβασης δεν αφορά μονάχα τον τομέα των μακροοικονομικών διαρθρωτικών αλλαγών. Στην πραγματικότητα, οι πιο αισθητές αλλαγές φαίνεται ότι πραγματοποιούνται στο πεδίο των πολιτικών σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία και στην εξουσία. Ταυτόχρονα, παρατηρείται πόλωση των κοινωνικών δυνάμεων γύρω από θεσμικά διακυβεύματα όπως η τοπική πολιτική εξουσία, οι εξουσίες και η οργάνωση της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, καθώς και το δίκαιο που αφορά την ιδιοκτησία γης.
Το γεγονός ότι η Βραζιλία αποτελεί την κοινωνία όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες ανισότητες σε ολόκληρο τον κόσμο όσον αφορά τα εισοδήματα και τη συσσώρευση του πλούτου δεν οφείλεται μονάχα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Ο οικονομολόγος Τσέζαρ Μπένγιαμιν υπογραμμίζει ότι αυτή η κατάσταση οφείλεται σε μακροχρόνιες τάσεις και στηρίζεται στη συγκέντρωση πλούτου υπό μορφήν ακινήτων, που είναι ανώτερη από τη συγκέντρωση των εισοδημάτων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αύξηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης συνδέονται με την μονοπώληση του πλούτου, με αποτέλεσμα η αγορά να αναπτύσσεται μέσα σε ένα ολοένα μικρότερο τμήμα της κοινωνίας, ενώ, αντίθετα, ο κοινωνικός αποκλεισμός απειλεί ολοένα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού (τα τρία πέμπτα του). Η συσσώρευση του πλούτου του 5% του πληθυσμού αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται η ευημερία ορισμένων ομάδων του πληθυσμού σε κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Η κουλτούρα αυτού του μονοπωλίου του πλούτου και η κουλτούρα των ελίτ αποτελούν τις δομές στις οποίες στηρίζεται ολόκληρη η κοινωνία. Το μόνο που έκανε ο νεοφιλελευθερισμός ήταν να οδηγήσει αυτές τις βαθύτερες τάσεις της κοινωνίας στα άκρα.
Το κράτος, το οποίο είναι ο κληρονόμος της «Δημοκρατίας των Ιδιοκτητών», αποτελεί την αντανάκλαση και το εργαλείο αυτής της κουλτούρας των ελίτ. Ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση των ελίτ σε «αυτάρκεις» ομάδες, που είναι οργανωμένες σε συντεχνιακή βάση και ελέγχουν απόλυτα μια περιοχή, συγκεντρώνοντας τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, όπως επίσης και τον έλεγχο των τραπεζών. Οι δε θεσμοί έχουν μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε εργαλεία των ολιγαρχικών ομάδων που ελέγχουν την πολιτεία και τον πλούτο της, που κατανέμουν μεταξύ τους το μονοπώλιο της πρόσβασης σε αυτόν τον πλούτο και προχωρούν στην αναδιανομή του ανάλογα με τα πελατειακά τους συμφέροντα. Αυτή είναι η πολιτική γεωγραφία της χώρας.
Όμως, και το ίδιο το κράτος αντικατοπτρίζει τη γενική συσσώρευση του πλούτου, καθώς απορροφά για τη λειτουργία του το 40% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι πολιτικές ελίτ καταχρώνται το 40% του συνόλου των δημόσιων προϋπολογισμών, τους οποίους θεωρούν κτήμα τους, αποδεικνύει ότι αυτός είναι μάλλον ο «κανονικός» τρόπος λειτουργίας του συστήματος και όχι η «διεφθαρμένη» μορφή του… Συνεπώς, η στροφή του κράτους προς ένα νέο οικονομικό μοντέλο απαιτεί βαθύτατη αλλαγή των θεσμών και των ηθών της πολιτικής εξουσίας, καθώς και τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Σε πολλές περιπτώσεις, η πραγματική πολιτική εξουσία έχει συγκεντρωθεί στα χέρια των φεουδαρχών και του πελατειακού συστήματος που έχουν εγκαθιδρύσει. Πολύ συχνά, πρόκειται για οικογένειες που ελέγχουν μια ολόκληρη πολιτεία, μια πόλη ή ένα οικονομικό μονοπώλιο, οικειοποιούμενες παράνομα τα δημόσια αγαθά και εξαργυρώνοντας την υποστήριξή τους ή την αντίθεσή τους στην ομοσπονδιακή εξουσία. Το σύνθημά τους είναι: «Μετά από εμάς, το χάος». Η υπεξαίρεση του δημόσιου χρήματος, η παράνομη εξαγωγή κεφαλαίων στις τράπεζες του εξωτερικού, οι σχέσεις με το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, η συγκυρία της προχωρημένης κοινωνικής αποσύνθεσης και του άγριου ξεσπάσματος της κοινωνικής βίας έχουν μετατρέψει αυτές τις ελίτ της πολιτικής -αλλά και ταυτόχρονα της οικονομίας, της δικαστικής εξουσίας και της μεγάλης ιδιοκτησίας της γης- σε φυσικούς συμμάχους του μεγάλου οργανωμένου εγκλήματος.
Έτσι, η ομοσπονδιακή αστυνομία ανακάλυψε κατατεθειμένο στη Νέα Υόρκη το ποσό των 41 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ποσό μεγαλύτερο από το ύψος του τελευταίου δανείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου!), το οποίο είχε υπεξαιρεθεί από την κρατική τράπεζα της πολιτείας του Παρανά (Banestado) την περίοδο 1996-1999. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο, οι έρευνες περιστρέφονται γύρω από την οικογένεια Γκαρονίθο, κυβερνήτες και μεγιστάνες που εφαρμόζουν το σύστημα της εναλλαγής των δύο συζύγων στην εξουσία: η ελβετική κυβέρνηση ανακάλυψε και πάγωσε στη Ζυρίχη λογαριασμό με 30 εκατομμύρια δολάρια, που είχαν υπεξαιρεθεί από τους φόρους της πολιτείας. Όσο για την πολιτεία του Εσπίριτο Σάντο, έχει τεθεί υπό τον έλεγχο των ομοσπονδιακών δικαστικών αρχών μετά τη δολοφονία ενός δικαστή και τη σύλληψη του προέδρου του κοινοβουλίου της πολιτείας με την κατηγορία της σύστασης συμμορίας στην οποία συμμετείχαν μέλη του κοινοβουλίου. Στην Μπαΐα, ο Αντόνιο Κάρλος Μαγκαλθάες, ο τοπικός πανίσχυρος ηγέτης, κυβερνήτης, γερουσιαστής, πρώην υπουργός, πρόεδρος της TV Globo-Bahia και ηγετική μορφή του ενωμένου κόμματος της δεξιάς -του Κόμματος του Φιλελεύθερου Μετώπου (PFL)-, απειλείται με καθαίρεση εξαιτίας των παράνομων δραστηριοτήτων του.
Εξάλλου δεν αρκεί η νομοθεσία για τον περιορισμό της εξουσίας των τοπικών ολιγαρχιών, για την καθιέρωση του δημοκρατικού ελέγχου στους δημόσιους θεσμούς και στα κρατικά κονδύλια, αλλά και για να αποκτήσει νόημα η έκφραση «διαχείριση των κοινών με στόχο το δημόσιο συμφέρον». Χρειάζεται μάλιστα κάτι περισσότερο κι από την κινητοποίηση και την επαγρύπνηση των διάφορων ομάδων του λαϊκού κινήματος, οι οποίες κάνουν κάθε μέρα αισθητή την παρουσία τους αγωνιζόμενες ενάντια στις αυθαιρεσίες, στις καταχρήσεις και στα εγκλήματα των ομάδων που νέμονται με φεουδαρχικό τρόπο την εξουσία. Έπρεπε αυτή η κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών να στηριχθεί από τις δυνάμεις της τάξης, οι οποίες οφείλουν να επιβάλλουν το σεβασμό της δημοκρατικής εξουσίας της κυβέρνησης και των δικαιωμάτων του πληθυσμού.
Όμως, κατά περίεργο τρόπο, σε μια χώρα όπου ο αριθμός των ανδρών της αστυνομίας και της στρατιωτικής αστυνομίας φτάνει τους 700.000, η κυβέρνηση διαθέτει μονάχα 7.000 άντρες της ομοσπονδιακής αστυνομίας. Οι υπόλοιποι 693.000, οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε ολόκληρη τη χώρα, υπηρετούν αποκλειστικά στις διάφορες υπηρεσίες των ομόσπονδων πολιτειών, δηλαδή τις τοπικές πολιτικές ολιγαρχίες, από τις οποίες εξαρτάται η σταδιοδρομία τους… Όσον αφορά δε τη Δικαιοσύνη, εξαρτάται κι αυτή από τις πολιτείες, οι οποίες διορίζουν τους εισαγγελείς και τα μέλη των δικαστηρίων, ενώ διαθέτουν επίσης το μονοπώλιο του σωφρονιστικού συστήματος.
Γι’ αυτόν το λόγο, ο υπουργός Δικαιοσύνης προχώρησε στη μεταρρύθμιση των οργανισμών ασφαλείας της χώρας, προωθώντας το πρόγραμμα «Ενιαίο Σύστημα Δημόσιας Ασφάλειας» (SUSP). Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό το πρόγραμμα αφορά κατ’ αρχάς την ενίσχυση της ομοσπονδιακής αστυνομίας και την επέκταση των αρμοδιοτήτων της, που είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Όμως, το βασικό σκέλος του αφορά τη σταδιακή ενοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων: η εκπαίδευση, η οργάνωση και η χρησιμοποίησή τους προβλέπεται να υπαχθεί στον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όπως και η δημιουργία ανεξάρτητων δημοκρατικών φορέων για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων τους.
Σε μια συγκυρία εκτεταμένης διάλυσης του κοινωνικού ιστού και έξαρσης του κοινωνικού αποκλεισμού, η ηθική αποσύνθεση και η πελατειακή πολυδιάσπαση της αστυνομίας έχουν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα κύματος εγκληματικότητας και γενικευμένης βίας στις πρωτεύουσες όλων των πολιτειών της χώρας, το οποίο γίνεται ανυπόφορο για την πλειονότητα των πολιτών: κάθε χρόνο, δεκάδες χιλιάδες φόνων και δολοφονιών σημειώνονται -κυρίως ανάμεσα στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και στη μεσαία τάξη- τροφοδοτώντας τις θλιβερές στατιστικές.
Από τον Μάιο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο έχει ανοίξει ένας θεαματικός κύκλος βίας, ο οποίος αναμφίβολα έχει ενορχηστρωθεί από την αντίσταση που προβάλλουν οι πολιτικάντηδες της τοπικής ολιγαρχίας ενάντια στα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς που έλαβε η κυβέρνηση Λούλα ντα Σίλβα, καθώς επίσης και ενάντια στις προσπάθειες για πιο υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση. Όλα αυτά μας δίνουν μια εικόνα για τους ιλιγγιώδεις κινδύνους που διατρέχει αυτή η κυβέρνηση εάν δεν κατορθώσει να ανταποκριθεί στην απαίτηση του πληθυσμού για ασφάλεια, τιθασεύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας και δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να ασκούν έλεγχο στη δραστηριότητά τους. Καθώς η κυβέρνηση προωθεί σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και στον τομέα της αναδιοργάνωσης της Δικαιοσύνης, η αντίσταση της δικαστικής εξουσίας είναι απροκάλυπτη. Ύστερα από προσφυγή των κινημάτων για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προχώρησε στη σύσταση επίσημης επιτροπής, η οποία εργάστηκε ευσυνείδητα και έδωσε στη δημοσιότητα, τον περασμένο Σεπτέμβριο, το πόρισμά της: όσον αφορά την αυθαιρεσία, τα βασανιστήρια, τις συνθήκες του σωφρονιστικού συστήματος και, κυρίως, τις παράνομες εκτελέσεις χωρίς δικαστική απόφαση, η Βραζιλία κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία καθεστώτων με τη Βιρμανία.
Για τις χιλιάδες δολοφονίες που «παραγγέλλονται» και εκτελούνται κάθε χρόνο μέσα σε απόλυτη ατιμωρησία, η επιτροπή του ΟΗΕ εντόπισε την κυριότερη πηγή: το χώρο της Δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Ο ΟΗΕ ζητάει επίσης την αποστολή ομάδας επιθεωρητών για τον έλεγχο του δικαστικού συστήματος της χώρας. Ενώ ο «Λούλα» και ο υπουργός Δικαιοσύνης συμφωνούν με αυτό το μέτρο, ο πρόεδρος του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου διατάζει τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες να απαγορεύσουν την πρόσβαση του ΟΗΕ στη Δικαιοσύνη. Και, υπέρτατη πρόκληση στην κυβέρνηση, στις αρχές του Οκτωβρίου, δύο από τους συνομιλητές της απεσταλμένης του ΟΗΕ δολοφονήθηκαν από τις σφαίρες φονιάδων που κινούνταν ανενόχλητοι.
Η αντίσταση του μηχανισμού της Δικαιοσύνης επικεντρώνεται στο ζήτημα της αναδιανομής της γης: οι δικαστές ακυρώνουν τα κυβερνητικά διατάγματα με τα οποία επιχειρείται η αφαίρεση της γης που έχουν ιδιοποιηθεί οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, καταδικάζουν σε ποινές φυλάκισης τους ηγέτες του κινήματος των ακτημόνων χωρικών (MST) και προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός ότι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες δημιουργούν ιδιωτικούς στρατούς που διαπράττουν πλήθος εγκλημάτων. Οι δικαστές μεταβάλλονται σε υπέρμαχους των τσιφλικάδων, τόσο ενάντια στην κυβέρνηση όσο και ενάντια στο κίνημα των ακτημόνων χωρικών.
Έτσι, ο αγώνας για τον περιορισμό και την καταπολέμηση του φαινομένου της πολιτικής εξουσίας των τοπικών ολιγαρχιών που έχουν διαβρώσει εντελώς τους θεσμούς των ομόσπονδων πολιτειών, είναι άρρηκτα δεμένος με τις ριζικές αλλαγές στην κατοχή της γης. Γιατί, όταν η ιδιοκτησία ενός ατόμου μονάχα απλώνεται σε έκταση που ισοδυναμεί με το άθροισμα της έκτασης μερικών γαλλικών επαρχιών, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής παύουν να είναι ελεύθεροι πολίτες και γίνονται δέσμιοι αυτού του μεγαλογαιοκτήμονα. Ο περιορισμός των τσιφλικιών (latifundios), η αναδιανομή της γης και η εγκατάσταση σε αυτές τις περιοχές οικογενειών αγροτών, με έμφαση, παράλληλα, στη δημιουργία συνεταιρισμών, με λίγα λόγια η αγροτική μεταρρύθμιση, πέρα από την κοινωνική διάσταση αυτού του μέτρου, αποτελεί και την ουσιαστικότερη προϋπόθεση του αγώνα για τον πολιτικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και της τοπικής εξουσίας.
Στην ύπαιθρο, η πίεση είναι τεράστια. Τέσσερα εκατομμύρια οικογένειες ακτημόνων περιμένουν να τους δοθεί γη (3), ενώ 27.000 ιδιοκτήτες εκτάσεων, η κάθε μία από τις οποίες ξεπερνάει τα 150.000 στρέμματα, έχουν οχυρωθεί στα κτήματά τους και ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υπερασπιστούν τα latifundios τους με τους ιδιωτικούς στρατούς που συγκροτούν και με την υποστήριξη των διεφθαρμένων πολιτικών που εκλέγονται στην ύπαιθρο. Από το Μάρτιο, το MST έχει ρίξει το σύνθημα «έφοδος στα latifundios!». Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος ντα Σίλβα δήλωσε ότι η αγροτική μεταρρύθμιση αποτελεί την προτεραιότητα της μεταβατικής περιόδου. Οι καταλήψεις κτημάτων πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο, η πολιτική υποστήριξη του «Λούλα», η θεσμική αναγνώριση του MST, η νομιμοποίηση των καταλήψεων και η χορήγηση πιστώσεων στους συνεταιρισμούς, δεν θα αποδειχθούν αρκετές εάν η κυβέρνηση δεν κατορθώσει να επιβάλει τη θέλησή της και τους νόμους της στα λόμπι που λυμαίνονται την ύπαιθρο. Ήδη, κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς, εξήντα πέντε ακτιβιστές έχουν χάσει τη ζωή τους, αγωνιζόμενοι ενάντια στους τσιφλικάδες.
Το ΡΤ δεν επιδιώκει να συγκρατήσει τα λαϊκά κινήματα. Ο Ζοζέ Τζενόινο εξηγεί: «Εμείς δεν ενεργούμε πυροσβεστικά, ούτε για το MST, ούτε για τα συνδικάτα, ούτε για τα κινήματα των πολιτών. Συζητάω με το MST, την GUT (Ενιαίο Συνδικάτο των Εργαζομένων) και με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ποτέ δεν θα επιχειρήσω να σβήσω τις πυρκαγιές της κοινωνικής διεκδίκησης». Δεν επιδιώκει όμως τη ρήξη και τη γενικευμένη σύγκρουση. Αντίθετα, επιχειρεί να εντοπίσει τα σημεία όπου εκδηλώνονται οι αντιστάσεις του συστήματος και να το υποχρεώσει σε διαπραγματεύσεις, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα λαϊκά κινήματα.
Ωστόσο, η επιτυχία της μεταβατικής περιόδου δεν θα εξαρτηθεί μονάχα από την καλή πορεία των μακροοικονομικών δεικτών. Εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, ρόλο θα διαδραματίσει η ικανότητα της κυβέρνησης να δώσει λύσεις στα κρίσιμα ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Πράγματι, μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή ενός νέου δημοκρατικού αναπτυξιακού μοντέλου που δεν θα έχει καμία σχέση με τον νεοφιλελευθερισμό -του περίφημου νέου παραδείγματος- ή να βουλιάξει μέσα στην πανωλεθρία που θα επιφέρει η εγκατάλειψη των αρχών της.