Μέχρι το 2003, ο ιρακινός εθνικισμός και ο παναραβισμός θεωρούνταν νεκροί. Το κόμμα Μπάαθ φέρει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή την απαξίωση. Ενόσω βρισκόταν στην εξουσία, καλλιεργούσε παντού έναν εθνικισμό ταυτόχρονα «τοπικό» και περιφερειακό: εγκωμιάζοντας τον εκπολιτιστικό ρόλο του Ιράκ διαμέσου της ιστορίας, διεκδικούσε την κληρονομιά του Χαμουραμπί και του Ναβουχοδονόσορα. Η Βαγδάτη επεδίωκε, με τον τρόπο αυτόν, να υποκαταστήσει το Κάιρο ως κυριότερος υπερασπιστής των συμφερόντων του αραβικού κόσμου. Αλλά ο μισητός χαρακτήρας της εξουσίας του Σαντάμ Χουσέιν ώθησε πολλούς Ιρακινούς να απομακρυνθούν από τον προπαγανδιστικό εθνικισμό του Μπαάθ.
Σύμβολα του παναραβισμού, οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες στο Ιράκ, αντιμετωπίζονταν με τη λαϊκή δυσπιστία. Τα παναραβικά μέσα ενημέρωσης, κυρίως το «Αλ Τζαζίρα», κατηγορήθηκαν ότι έδειχναν υπερβολική κατανόηση απέναντι στη δικτατορία. Και οι πολιτικοί κατηγορούσαν τον Αραβικό Σύνδεσμο, που κυριαρχείται από σουνιτικές εξουσίες, ότι ανησυχούσε επισήμως για την άνοδο της δύναμης των σιιτών και των Κούρδων στο Ιράκ. Στους σιίτες, ο θρησκευτικός ριζοσπαστισμός έμοιαζε περισσότερο υπόχρεος απέναντι στον ιρανό αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί παρά σε αυτόν ή τον άλλο ιρακινό στοχαστή. Εξάλλου, ο κυριότερος σιίτης πνευματικός ηγέτης, ο μεγάλος αγιατολάχ Αλί Σιστάνι, είναι ο ίδιος Ιρανός. Όσο για τους σουνίτες Άραβες, αυτοί ήταν περισσότερο ανοιχτοί στα κινήματα θρησκευτικού ολοκληρωτισμού ιορδανικής προέλευσης.
Η αναγέννηση του σαλαφισμού, που κηρύσσει την επιστροφή στις ρίζες του Ισλάμ, επιτεύχθηκε χάρη στο οδικό εμπόριο με την Ιορδανία. Η κατά γράμμα εκδοχή του σουνιτικού πολιτικού ισλαμισμού που διαδίδεται στις μικρές πόλεις της Ιορδανίας, όπως η Μάαν και η Ζάρκα (από την οποία κατάγεται ο περίφημος τρομοκράτης Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι), απλώνεται επίσης στο δυτικό τμήμα του Ιράκ, και κυρίως στη Φαλούτζα, πόλη-ενδιάμεσο σταθμό. Προς τα τέλη της κυριαρχίας του, το Μπάαθ, το οποίο υπερηφανευόταν για τις κοσμικές ρίζες του, είχε άρει ορισμένους περιορισμούς που πίεζαν τα θρησκευτικά κινήματα, τα οποία θεωρούνταν δυνητικοί σύμμαχοι κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, την άνοιξη του 2004, οι εξεγέρσεις στη Φαλούτζα, προπύργιο των σουνιτών, και σε όλο το σιιτικό Νότο, δείχνουν πως η κατοχή συμβάλλει στην επανεμφάνιση ενός εθνικισμού που ξεπερνά τις θρησκευτικές διαιρέσεις. Μετά τη δολοφονία, στις 22 Μαρτίου, του ηγέτη Αχμεντ Γιασίν, ομάδα κατοίκων της Φαλούτζα παίρνει το όνομά του και σκοτώνει τέσσερις αμερικανούς πράκτορες ασφαλείας, πρώην πεζοναύτες που είχαν περάσει στον ιδιωτικό τομέα, των οποίων τα πτώματα βεβηλώνονται. Οι πεζοναύτες απαντούν περικυκλώνοντας την πόλη, κηρύσσοντας κατάσταση πολιορκίας και βομβαρδίζοντάς την. Οι απώλειες ανάμεσα στον πληθυσμό είναι μεγάλες. Οι πολύ σκληρές εικόνες της πολιορκίας, που μεταδίδονται από τα τηλεοπτικά δίκτυα «Αλ Τζαζίρα» και «Αλ Αραμπίγια», προκαλούν την οργή στο Ιράκ και στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ταυτόχρονα, ο «συνασπισμός» αποφασίζει να τα βάλει με έναν ριζοσπάστη σιίτη ηγέτη τριάντα χρόνων, τον Μουκτάντα αλ Σαντρ, του οποίου η εφημερίδα «Αλ Χάουζα» υποδαυλίζει τα αντιαμερικανικά αισθήματα, κυρίως μετά τη δολοφονία του σεΐχη Γιασίν. Οι αρχές κλείνουν την εφημερίδα στις 28 Μαρτίου και αμέσως εκδίδουν εντάλματα σύλληψης ενάντια στους 28 συνεργάτες του. Ο Σαντρ, πεισμένος ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον συλλάβουν, οργανώνει την εξέγερση στην Κούφα, τη Νατζάφ, τη Βαγδάτη, τη Νασιρίγια, την Κουτ και την Μπάσρα, όπου οι πιστοί του σχηματίζουν πολιτοφυλακές.
Όπως το 1920, απέναντι στους Βρετανούς
Μολονότι προσβλέπει σε μια ισλαμική δημοκρατία ιρανικού τύπου, ο Αλ Σαντρ επικαλείται επίσης τον ιρακινό πατριωτισμό. Εκφράζεται πικρά για την ιρανική ηγεμονία πάνω στο σιισμό της χώρας του. Η θέση του αντιφάσκει με τις προσδοκίες του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος θέλει να είναι η ανώτατη, νομική και πνευματική, αρχή των σιιτών ολόκληρου του κόσμου. Το κίνημά του ιδρύθηκε από τον πατέρα του, τον Σάντεκ Αλ Σαντρ, που δολοφονήθηκε από το κόμμα Μπάαθ, το 1999, γιατί οργάνωσε στις φτωχογειτονιές, όπου δύσκολα διείσδυε το κόμμα, την προσευχή της Παρασκευής, την οποία ο τύραννος είχε απαγορεύσει στους σιίτες.
Τα κηρύγματά του στρέφονταν κατά του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών και καλούσαν τις σιιτικές φυλές της επαρχίας να εγκαταλείψουν τη φυλετική παράδοση και να υιοθετήσουν κατά γράμμα τη σιιτική. Το κίνημά του ήταν πουριτανικό και θεοκρατικό. Είχε ως στόχο τη δημιουργία, στο Ιράκ, μιας ισλαμικής δημοκρατίας χομεϊνικού τύπου. Κατέληξε να διεκδικήσει την πνευματική ηγεσία των σιιτών του Ιράκ από τον μεγάλο αγιατολάχ Αλί Σιστάνι, ο οποίος ήταν πολύ διακριτικός τον καιρό της δικτατορίας, για να κρατήσει τον κλήρο μακριά από τις κρατικές υποθέσεις.
Παρά τις αντιθέσεις ανάμεσα σε σαλαφιστές σουνίτες και τους σιίτες του Σαντρ, καλλιεργήθηκε ανάμεσα στις δύο κοινότητες και απέναντι στον «συνασπισμό», μια αλληλεγγύη που συγκροτήθηκε από τον ιρακινό εθνικισμό και τον πανισλαμισμό. Η παλιά αντιπαλότητα έφερνε σε αντίθεση τη σιιτική συνοικία Καζιμίγια, της Βαγδάτης, με τη γειτονική σουνιτική, και πιο πλούσια, συνοικία Αζαμίγια. Ωστόσο, κατάφεραν να βάλουν την εχθρότητά τους στο περιθώριο, για να οργανώσουν ανθρωπιστική αυτοκινητοπομπή εξήντα φορτηγών, που ξεκίνησε για τη Φαλούτζα στις 8 Απριλίου και συνοδευόταν από ένα πλήθος που έσειε τα πορτρέτα του σεΐχη Γιασίν και του Μουκτάντα Αλ Σαντρ. Οι πεζοναύτες αναγκάστηκαν να αφήσουν να περάσουν μερικοί.
Το συμβούλιο του μουσουλμανικού κλήρου, το οποίο αποτελείται από άκαμπτους σουνίτες με επικεφαλής τον Αμπντέλ Σαλάμ Αλ Κουμπάισι, άντλησε ορισμένο κύρος από τις διαπραγματεύσεις που έγιναν υπό την αιγίδα του ανάμεσα στους πολιορκημένους της Φαλούτζα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξέδωσε, μάλιστα, επίσημη ανακοίνωση, στις 17 Απριλίου, για να υποστηρίξει τον Μουκτάντα Αλ Σαντρ, καλώντας τους Ιρακινούς «να διώξουν τους κατακτητές».
Παρά τις θρησκευτικές και πολιτικές επιρροές από γειτονικά κράτη, ο ιρακινός λαός σφυρηλάτησε μια ισχυρή εθνική ταυτότητα. Για τις θρησκευτικές συνιστώσες της χώρας, η θρησκευτική ταυτότητα δεν προηγείται από την ένταξη στο έθνος.
Τα σιιτικά πολιτικά κόμματα, όπως το Αλ Ντάουα, καταδιώχθηκαν από τον πρόεδρο Σαντάμ Χουσέιν και πολλά από τα μέλη τους αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Ιράν ή στη Βρετανία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1980-1990, η οργάνωση της Αλ Ντάουα στο Λονδίνο διασπάστηκε στα δύο: από τη μια πλευρά οι εθνικιστές, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία του κόμματος, και από την άλλη πλευρά οι κληρικοί, που ήθελαν να το υποτάξουν στον αγιατολάχ Χομεϊνί. Συνολικά, οι εθνικιστές επικράτησαν.
Κατά τη δεκαετία του 1990, η Αλ Ντάουα συνέβαλε στις προσπάθειες του Άχμαντ Σάλαμπι να συγκροτήσει μια συμμαχία ανάμεσα στα εξόριστα ιρακινά κόμματα, αλλά συγκρούστηκε με το ιρακινό Εθνικό Συμβούλιο για το ζήτημα της ημιαυτονομίας των Κούρδων. Η Αλ Ντάουα παραμένει στην πραγματικότητα προσηλωμένη στην ιδέα ενός ισχυρού κεντρικού κράτους που συσπειρώνει σουνίτες, σιίτες και Κούρδους. Ο ηγέτης της, Ιμπραΐμ Τζααφάρι, έπαιξε σημαντικό ρόλο, στις αρχές Απριλίου 2004, όταν μετέβη στην Τεχεράνη για να προκαλέσει μεσολάβηση της κυβέρνησης Χαταμί ανάμεσα στον Μουκτάντα Αλ Σαντρ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσπάθειά του απέτυχε· ωστόσο, ο Τζααφάρι ενίσχυσε το κύρος του.
Οι παρατηρητές που απέδιδαν στους Ιρακινούς ισχνή εθνική συνείδηση και έβλεπαν τη χώρα χωρισμένη φυσιολογικά ανάμεσα στον αραβικό σιιτικό Νότο, στο αραβικό σουνιτικό Κέντρο και στον κουρδικό Βορρά, παρέβλεψαν πολυάριθμες ενδείξεις μιας σταθερής εθνικής ταυτότητας.
Ήδη, από τις 18 Απριλίου 2003, λίγες μόλις ημέρες μετά το τέλος της δικτατορίας, η εφημερίδα «Αλ Χαγιάτ», με έδρα το Λονδίνο, είχε δημοσιεύσει μια συζήτηση με τον Μοχάμαντ Ρέντα Σιστάνι, τον γιο του μεγάλου αγιατολάχ, ο οποίος διακήρυσσε ότι ο πατέρας του «απορρίπτει κάθε ξένη δύναμη που θα ήθελε να κυριαρχήσει στο Ιράκ» και κάνει έκκληση για την ενότητα όλων των μουσουλμάνων -σουνιτών και σιιτών. Είχε καταδικάσει, υπενθύμιζε, τις σιιτικές επιθέσεις εναντίον σουνιτικών τζαμιών ως αμαρτήματα και είχε πραγματοποιήσει δωρεές για την ανοικοδόμησή τους. Για τον αγιατολάχ, «το Ιράκ ανήκει στους Ιρακινούς: αυτοί πρέπει να κυβερνήσουν το Ιράκ και δεν πρέπει να το κάνουν υπό την αιγίδα μιας ξένης δύναμης». Στις αρχές του 20ού αιώνα, κατέληγε, οι κληρικοί πήγαιναν στη μάχη δίπλα στα παιδιά τους, για να αντισταθούν στη βρετανική κατοχή – αναφορά στην εξέγερση του 1920, την πρώτη εθνική εξέγερση στην ιστορία του σύγχρονου Ιράκ, επικεφαλής της οποίας ήταν οι προύχοντες και οι σιίτες κληρικοί.
Μολονότι ο αγιατολάχ, επιδιώκοντας τη σταθερότητα, μετρίασε τους λόγους του, δεν έπαψε να διαμαρτύρεται για την κατοχή και να επιδιώκει την εθνική ενότητα. Τον Φεβρουάριο του 2004, ένας επισκέπτης περιγράφει ως εξής τη θέση του: «Πιστεύει ότι οι διαφορές ανάμεσα σε σιίτες και σουνίτες είναι πολύ λιγότερο σημαντικές από τον κίνδυνο που απειλεί σήμερα το ιρακινό έθνος… Το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι η ενότητα. “Το να διαιρείς το λαό είναι μια πράξη προδοσίας (λέει). Αποδίδω τιμή σε όλες τις φυλές σας και στον σουνιτικό κλήρο και πείτε τους ότι ο Σιστάνι τούς απλώνει τα χέρια και τους προτρέπει να ενωθούν μαζί με όλους τους άλλους Ιρακινούς, τους σιίτες, τους Κούρδους, τους χριστιανούς, τους Τουρκμένους. Ενωθείτε και βασιστείτε σε μένα, για να αντισταθούμε στους Αμερικανούς…”»
Αν και είναι σιίτης ηγέτης, ο Σιστάνι συναντά επίσης κούρδους και σουνίτες πολιτικούς, εκτιμώντας ότι εργάζεται έτσι προς το συμφέρον του έθνους. Αναμείχθηκε ελάχιστα στις πολιτικές υποθέσεις, αλλά, κάθε φορά που αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκείνος ήταν που κέρδισε: πέτυχε το οριστικό σύνταγμα να μην συνταχθεί παρά μόνο από εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία, και η νόμιμη κυβέρνηση του Ιράκ να προκύψει επίσης από μία εκλογή, κάτι που προκάλεσε την αποτυχία του αμερικανικού σχεδίου για καθοδηγούμενη ψηφοφορία την άνοιξη του 2004.
Κατά τρόπο παράδοξο, η άμιλλα ανάμεσα στις διάφορες ομάδες μπορεί να αποτελέσει επίσης ένα είδος πολιτικής συνεκτικής ύλης. Το Κιρκούκ, πετρελαϊκή πόλη του Βορρά, βρίσκεται σε συνεχή αναβρασμό. Ο πληθυσμός του, κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο, αποτελείται, σε ίσα μέρη, από Κούρδους, Τουρκμένους και Άραβες. Κατά παράδοση, οι Τουρκμένοι -σιίτες και σουνίτες- αποτελούσαν την πλειοψηφία. Οι Κούρδοι ήρθαν όταν η εξόρυξη πετρελαίου δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας. Η δικτατορία, όμως, έδιωξε από εκεί μεγάλο αριθμό τους, αντικαθιστώντας τους με Άραβες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από το Κέντρο και το Νότο -ανάμεσά τους και σιίτες.
Όταν τον Αύγουστο του 2003 ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα σε σιίτες Τουρκμένους και σουνίτες Κούρδους για τον έλεγχο ενός ιερού τόπου σε κάποιο χωριό κοντά στο Κιρκούκ, οι Αραβες σιίτες της Νατζάφ απέστειλαν δικούς τους ανθρώπους για να υποστηρίξουν τους Τουρκμένους σιίτες. Ο Μουκτάντα αλ Σάντρ «καταδικάζει κάθε απόπειρα να απομονωθεί ο Βορράς από την υπόλοιπη χώρα» και διαμαρτύρεται για την εθνική εκκαθάριση που βρισκόταν σε εξέλιξη -οι Κούρδοι εισρέουν στην πόλη για να διεκδικήσουν τα σπίτια τους από τους Άραβες, οι οποίοι τα έχουν καταλάβει. Ο αλ Σαντρ επεκτείνει έτσι την επιρροή του στην εθνική σκηνή.
Οι εθνικές εντάσεις θα επιδεινωθούν ξανά στο Κιρκούκ τον Δεκέμβριο του 2003 και τον Ιανουάριο του 2004, με αφορμή το σχέδιο της ενσωμάτωσης της πόλης σε ένα κουρδικό καντόνι. Ως απάντηση σε αυτό, ο αλ Σαντρ φέρνει να παρελάσουν 2.000 μαχητές της ένοπλης οργάνωσής του, δηλαδή του στρατού του Μάχντι, για να υποστηρίξει τους 300.000 Τουρκμένους κατοίκους που πραγματοποιούν απεργία. Αυτή η συνεννόηση προκάλεσε, κατά κάποιον τρόπο, έκπληξη.
Ο εθνικισμός δεν σφυρηλατείται μόνο με βάση την ενότητα του έθνους, αλλά και μέσω των συγκρούσεων στους κόλπους του, των αγώνων και των συμβιβασμών, που αποτελούν το παιχνίδι των θρησκευτικών κομμάτων. Ενας ριζοσπάστης σουνίτης, όπως ο σεΐχης Άχμεντ Γιασίν («μάρτυρας» ήδη για τους οπαδούς του), και ένας ριζοσπάστης σιίτης, όπως ο Μουκτάντα αλ Σάντρ (ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει την ίδια τύχη), είναι και οι δύο, για αρκετούς Ιρακινούς, σύμβολα της αντίστασης απέναντι στην κατοχή αραβικών εδαφών από ξένα στρατεύματα.
Η Ουάσιγκτον θεωρούσε την παρουσία της στο Ιράκ άσκηση «nation building» (οικοδόμησης έθνους). Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι αυτό το σχέδιο κινδυνεύει να πετύχει με την αποκρυστάλλωσή του γύρω από τον στόχο της εκδίωξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την ημέρα εκείνη του 19ου αιώνα, που ο οθωμανός σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ο Β’ και ο μεταρρυθμιστής Σάγεντ Τζαμάλ αλ Ντιν αλ Αφγάνι έθεσαν σε εφαρμογή το πανισλαμικό σχέδιο, δηλαδή τη συμμαχία ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες ενάντια στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, ποτέ δεν πέτυχε. Φαίνεται ότι η υπερδύναμη των ΗΠΑ είναι έτοιμη να την κάνει να περάσει από το όνειρο στην πραγματικότητα.