Η πατριαρχική αντεπίθεση παρατηρείται σε όλες τις χώρες. Παντού, στην πλειονότητά τους, στέλνονται γυναίκες στην πρώτη γραμμή για να πουν ότι ο φεμινισμός δεν θα περάσει ή δεν πέρασε, ότι δεν υπήρξε ή δεν είναι πια χρήσιμος, ότι πάντοτε ήταν επιβλαβής ή έγινε επιβλαβής. Μεταξύ αυτών, πρώην φεμινίστριες ή συμπαθούσες, των οποίων ο λόγος αντιμετωπίζεται με τη λίγο χυδαία λαιμαργία με την οποία καταναλώνονταν άλλοτε οι «εξομολογήσεις» πρώην σταλινικών.
Νόμοι και αντρικά λόμπι
Συχνά δανεισμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα θέματα είναι παντού τα ίδια: οι φεμινίστριες υπερβάλλουν γιατί η καταπίεση των γυναικών έχει τελειώσει, η σεξουαλική παρενόχληση δεν υπάρχει, ούτε ο βιασμός μεταξύ συζύγων (2). Η διαπίστωση συνοδεύεται από μια «σοβινιστική» σάλτσα. Επίσης, στον τομέα των ηθών υπάρχει μια «γαλλική εξαίρεση» (3): οι σχέσεις μεταξύ των φύλων είναι ειδυλλιακές. Ο ξένος χοντροκομμένος σεξισμός έχει δώσει τη θέση του στην εκλεπτυσμένη γαλατική «γοητεία». Αναρωτιέται, κανείς, πώς έξυπνοι, κατά τα άλλα, άνθρωποι φτάνουν να πιστεύουν ότι, παρά τις έρευνες, τους αριθμούς και τις ειδήσεις που δείχνουν την εκπληκτική ομοιότητα μεταξύ των διαφόρων χωρών, η καταπίεση των γυναικών σταματάει πολύ απλά στην Ανμάς και το Πορ-Μπου, όπως πίστευαν κάποτε ότι συνέβαινε και με το ραδιενεργό νέφος του Τσέρνομπιλ.
Όταν οι διεθνείς συνθήκες ή οι ευρωπαϊκές οδηγίες παραμένουν νεκρό γράμμα, όταν οι εθνικοί νόμοι που απαγορεύουν τις σεξουαλικές διακρίσεις εφαρμόζονται όπως οι νόμοι που απαγορεύουν τις ρατσιστικές διακρίσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για μια ανομολόγητη, ωστόσο πραγματική, συμπαιγνία όλων των φορέων: εργοδότες, συνδικάτα, Δικαιοσύνη, κράτος, μέσα ενημέρωσης. Στη Γαλλία, ο νόμος του 1983 για την ισότητα στην εργασία δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Εξάλλου, είχε συνταχθεί, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, για να μην εφαρμοστεί, αφού δεν προβλέπει καμία κύρωση. Ο νόμος «Ζενισόν», του 2001, προέβλεπε ορισμένες κυρώσεις, και, την παραμονή των περιφερειακών εκλογών, ο αρχηγός του κράτους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τον εφαρμόσει (4). Ήταν μια υπόσχεση με τη μορφή ευχής, αφού χρειάστηκε προεδρική παρέμβαση για να θεωρηθεί ότι ένας νόμος είναι κάτι διαφορετικό από κουρελόχαρτο.
Ο νόμος για την άμβλωση παραβιάζεται καθημερινά από τα νοσοκομεία, τους υπηρεσιακούς υπεύθυνους, τις κοινωνικές υπηρεσίες και το κράτος, εφόσον δεν ιδρύουν τα κέντρα εθελούσιας διακοπής της κύησης, τα οποία προβλέπονται από τα ισχύοντα διατάγματα. Ο διαρκής αγώνας αποδεικνύεται απαραίτητος για να αποτρέψει την πλήρη εξαφάνιση των κέντρων που συνθλίβονται ανάμεσα στις «δυσλειτουργίες» και το υπονομευτικό έργο των ομάδων πίεσης κατά της επιλογής της άμβλωσης.
Κάτι που είναι πολύ σημαντικό, αφού οι «ανδρικές» ομάδες πίεσης είναι πολύ καλά οργανωμένες, τόσο στη Γαλλία όσο και σε διεθνές επίπεδο, και πολύ πλούσιες. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, τέτοιες ομάδες πίεσης καταθέτουν στα γραφεία υπουργών και βουλευτών προτάσεις που αμφισβητούν τους νόμους για την άμβλωση, τη σεξουαλική παρενόχληση, το διαζύγιο. Οι δημόσιες ενέργειές τους, αν και θεαματικές, όπως και οι ενέργειες των ομάδων κρούσης κατά της άμβλωσης, είναι, ωστόσο, μεμονωμένες. Τις περισσότερες φορές, οι ομάδες πίεσης δρουν με υπόγειο τρόπο, εκπαιδεύοντας «ειδικούς» που καταθέτουν στα δικαστήρια, γράφοντας βιβλία «ψυχολογίας» από τα οποία αντλούν τα επιχειρήματά τους (5) οι δικηγόροι των βίαιων ανδρών και των αιμομικτών πατέρων, καθώς και οι γυναίκες-συγγραφείς «αντιδραστικών» έργων. Εκτός από το δικαίωμα στην άμβλωση, στο στόχαστρό τους είναι οι νόμοι για την ποινικοποίηση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών και κατά των παιδιών.
Γυναίκα και εργασία
Έτσι, η πίεση για την υιοθέτηση και την εφαρμογή των νόμων καταναλώνει μεγάλο μέρος της ενέργειας του φεμινιστικού κινήματος. Όμως, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ο μοναδικός στόχος του. Στην πραγματικότητα, η εξόφθαλμη ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών στην αγορά εργασίας βασίζεται στην εκμετάλλευση της οικιακής εργασίας των γυναικών, την οποία ασκεί το 90% από αυτές. Εκμετάλλευση, η οποία αποτελεί τμήμα της ραχοκοκαλιάς του κοινωνικού συστήματος, όπως ο διαχωρισμός σε κοινωνικές τάξεις. Όμως, η κοινωνική δομή δεν μπορεί να διορθωθεί με τον νόμο - αντίθετα, είναι το θεμέλιό του, ακόμη κι αν υποκρύπτεται.
Πώς να αμφισβητηθεί, άραγε, η πλευρά της οικονομικής εκμετάλλευσης των γυναικών που μοιάζει να μην αφορά παρά τις διαπροσωπικές διαπραγματεύσεις στα ζευγάρια, ενώ πρόκειται για τη βάση της πατριαρχικής οργάνωσης των κοινωνιών μας; Η ανακάλυψη αυτής της επιθετικής οπτικής είναι μια πρόκληση στην οποία το φεμινιστικό κίνημα δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί, αν και ορισμένα σημάδια έχουν ήδη διαφανεί (6).
Επιπλέον, δύο ή τρεις γενιές νέων γυναικών, οι οποίες θα έπρεπε να αντικαταστήσουν τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’70, ετέθησαν στο περιθώριο του κινήματος, του οποίου ο λόγος και ο αγώνας απευθυνόταν, πια, σε λίγους-ες. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν επιλέξει τον αντιφεμινισμό, με εκστρατείες που περιλαμβάνουν την αρνητική παρουσίαση των φεμινιστριών, οι οποίες είναι «άσχημες και στερημένες», «κατά των ανδρών», «όλες λεσβίες»... Όμως, το πιο αποτελεσματικό όπλο είναι ο βομβαρδισμός με την ιδέα ότι «όλα κατακτήθηκαν, δεν υπάρχει τίποτα πια που πρέπει να γίνει»... εκτός από το να σηκώσουμε τα μανίκια και να αποδείξουμε ότι αξίζουμε αυτή την ισότητα (7). Κι αν οι γυναίκες δεν το καταφέρνουν αυτό, το λάθος είναι δικό τους - και όχι της κοινωνίας. Ενοχοποιούν τον ίδιο τον εαυτό τους.
Η διαβεβαίωση ότι «η ισότητα έχει ήδη κατακτηθεί» δεν αποτελεί μόνο ψέμα, αλλά και δηλητήριο που μπαίνει στην ψυχή των γυναικών και καταστρέφει την αυτοεκτίμησή τους, τη συχνά αβέβαιη πίστη τους ότι είναι άτομα ολοκληρωμένα - και όχι ελλιπή. Ένα από τα διακυβεύματα του σημερινού φεμινισμού είναι, λοιπόν, να αποκαλύψει αυτή την κατάσταση, να δείξει ότι σε καμία χώρα και σε καμία κοινωνική σχέση οι κυρίαρχοι δεν παραιτούνται οικειοθελώς από τα προνόμιά τους. Πρέπει να παροτρύνει τις γυναίκες να αγωνιστούν, και γι’ αυτό -κάτι που είναι ίσως πιο δύσκολο- να τις πείσει ότι αξίζουν πολλά.
Παντού υψώνονται ιδεολογικά εμπόδια σε κάθε δράση για την ουσιαστική ισότητα... στο όνομα της ίδιας της ισότητας. Στη Γαλλία, η πολιτική τάξη -αριστερή και δεξιά- κι ένα μέρος της διανόησης βασίζονται στην ιδέα της δημοκρατίας για να αντιταχθούν σε κάθε διεκδίκηση των ομάδων που έχουν συγκροτηθεί εξαιτίας της κοινής καταπίεσης, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι εργάτες, τα θύματα ρατσισμού. Κάθε αναφορά σε κατηγορίες ή ομάδες θεωρείται αντίθετη με το πνεύμα της δημοκρατίας, και άρα αντίθετη με το πνεύμα της ισότητας. Αυτό είναι το σκεπτικό που αντέταξε το Συνταγματικό Συμβούλιο, το 1982, στην πρόταση για τις ποσοστώσεις (25%) των γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους.
Γυναικείες οργανώσεις
Η εκστρατεία για την ισοτιμία των γυναικών δέχθηκε επιθέσεις στο όνομα της δημοκρατικής οικουμενικότητας. Βέβαια, μπορούσε να την επικρίνει κανείς για την ουσιοκρατική επιχειρηματολογία της, αλλά όχι για τη βούλησή της να ανατρέψει μια αναμφισβήτητη διάκριση όσον αφορά την πρόσβαση στα αιρετά αξιώματα. Επιπλέον, οι ομοφυλόφιλοι ή οι απόγονοι μεταναστών θεωρούνται μερικές φορές ύποπτοι για συνωμοσία κατά των δημοκρατικών αρχών, ενώ, συσπειρωμένοι απέναντι σε μια κοινότητα αποκλεισμού, δεν ζητούν παρά να μπουν σ’ αυτή την κοινότητα, σ’ αυτή τη δημοκρατία! Έτσι, διατηρώντας τη σύγχυση ανάμεσα στη διακηρυγμένη και την πραγματική ισότητα, ορισμένοι μετατρέπουν τελικά τη δημοκρατία σε όπλο κατά της πραγματικής ισότητας. Η υπενθύμιση ότι η ισότητα αποτελεί ένα ιδανικό που πρέπει να οικοδομηθεί ενάντια σε μια πραγματικότητα που αποτελείται από ανισότητες, παραμένει σημαντικό διακύβευμα του φεμινισμού.
Ένα κίνημα όχι μόνο βαδίζει σ’ έναν δρόμο, αλλά τον χαράζει κιόλας, καθώς η καταγραφή της καταπίεσης και το σχέδιο της απελευθέρωσης δεν τελειώνουν ποτέ. Ένας από τους ζωτικούς στόχους του φεμινιστικού κινήματος, που είναι πιο εσωτερικός, είναι να ανακαλύψει ξανά τη ζωντάνια που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα των αρχών του για τη μη ανάμειξη. Αυτές οι αρχές μετατρέπουν το φεμινιστικό κίνημα σε πρότυπο αυτοχειραφέτησης, όπου οι καταπιεσμένοι-ες όχι μόνο αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, αλλά την ορίζουν κιόλας.
Οι φεμινιστικοί αγώνες είναι πολύμορφοι (για την άμβλωση, τα δικαιώματα των λεσβιών, ενάντια στη βία κ.λπ.) και ποικίλοι στις μορφές οργάνωσής τους [τοπικές ομάδες, εθνικές ομοσπονδίες όπως η «Αλληλεγγύη-Γυναίκες», συμμαχίες, όπως η Εθνική Οργάνωση για το Δίκαιο των Γυναικών (CNDF), επιτροπές σε διεθνείς ενώσεις ή μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ)]. Μεγάλο μέρος της φεμινιστικής δράσης διεξάγεται από ομάδες που αποτελούνται από γυναίκες και άνδρες: μεικτές ομάδες από επιλογή -όπως η MixCite, η Οργάνωση κατά του Διαφημιστικού Σεξισμού, η Meute, είτε ντε φάκτο μεικτές ομάδες, όπως οι γυναικείες επιτροπές στα συνδικάτα ή τις ΜΚΟ, στις ομάδες ή τα κόμματα.
Η ανάμειξη είναι απαραίτητη για την ακτινοβολία της φεμινιστικής δράσης και την παρουσία της σε πολλούς χώρους, τόσο αγωνιστικούς όσο και θεσμικούς -οι φεμινιστικές σπουδές, για παράδειγμα, αναπτύσσονται στην έρευνα και στο πανεπιστήμιο. Οι μεικτοί αγώνες είναι το σημάδι της ικανότητας της φεμινιστικής δράσης να κερδίσει ένα ευρύ ακροατήριο και ταυτόχρονα η προϋπόθεση της επιτυχίας της στην άσκηση επιρροής.
Ο σεξισμός επιστρέφει
Ωστόσο, η μη ανάμειξη δεν είναι ξεπερασμένη. Το αντίθετο, μάλιστα. Η μη ανάμειξη του Κινήματος Απελευθέρωσης των Γυναικών (MLF), όταν επινοήθηκε, το 1970, ταρακούνησε ολόκληρη την κοινωνία, ακόμη και τις φεμινίστριες της προηγούμενης γενιάς. Γεννήθηκε από τη θεωρητική ρήξη που αμφισβητεί τις προγενέστερες αναλύσεις για την υποταγή των γυναικών: δεν γίνεται πια λόγος για τη «γυναικεία κατάσταση» από την οποία οι πάντες, γυναίκες και άνδρες, υποφέρουμε εξίσου, αλλά για την καταπίεση των γυναικών.
Η θέσπιση νόμων δεν ήταν η κύρια μέριμνα του MLF. Ο στόχος του ήταν πιο φιλόδοξος και πιο ουτοπικός. Οι νόμοι ήταν το καλοδεχούμενο υποπροϊόν ενός ανιδιοτελούς έργου - χωρίς άμεσο συγκεκριμένο στόχο, όπως η βασική έρευνα. Και αυτό το υποπροϊόν δημιουργήθηκε και για τον λόγο ότι δεν αποτελούσε τον τελικό στόχο, ή, καλύτερα, επειδή ο πήχης ήταν τοποθετημένος ψηλότερα. Αυτή η «μη πραγματιστική» φιλοδοξία -που επέτρεπε την παράβλεψη της άμεσης αποτελεσματικότητας- έδωσε τελικά τέτοια ώθηση, που στην πραγματικότητα κατακτήθηκαν αρκετά πράγματα.
Η εκστρατεία εκείνης της εποχής για να ποινικοποιηθεί ξανά ο βιασμός προέρχεται από τη σκέψη των λεγόμενων ομάδων «συνειδητοποίησης». Με την κοινοποίηση και την ανταλλαγή των εμπειριών τους, οι γυναίκες ανακάλυπταν ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν προσωπικά, και άρα δεν είχαν ατομική λύση.
Επιπλέον, η κριτική της σεξουαλικότητας επέτρεψε την εκστρατεία για το δικαίωμα στην άμβλωση, για την εκ νέου ποινικοποίηση του βιασμού, ενάντια στην ανδρική βία στα ζευγάρια. Καταπιανόταν με τις επιστημονικές και τις εκλαϊκευμένες θεωρίες για τη σεξουαλικότητα και τις θεωρούσε άκυρες και μη γενόμενες, όπως πολλές εκλογικεύσεις της ανδρικής κυριαρχίας. Σήμερα, αυτή η κριτική σχεδόν δεν ακούγεται μπροστά στην εκδικητική επιστροφή ενός πατριαρχικού ερωτισμού, με την απάθεια για την πορνεία, την πορνογραφία και τον σαδομαζοχισμό, η οποία είναι το κοινό υπόβαθρό τους.
Σήμερα, το φεμινιστικό κίνημα εξακολουθεί να τροφοδοτείται από τις ελπιδοφόρες ανατροπές που σημειώθηκαν τα πρώτα χρόνια χάρη στην πρακτική της μη ανάμειξης. Αυτή η πρακτική αποδεικνύεται απαραίτητη, επειδή οι άνδρες δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον -ούτε αντικειμενικό ούτε υποκειμενικό- να αγωνιστούν για την απελευθέρωση των γυναικών. Όμως, κυρίως επειδή οι καταπιεσμένοι-ες πρέπει οι ίδιοι-ες να ορίσουν την καταπίεσή τους και άρα την απελευθέρωσή τους, για να μην δουν άλλους να τις ορίζουν για λογαριασμό τους (8). Και είναι αδύνατον να το κάνουν αυτό με την παρουσία ανθρώπων που, από τη μια πλευρά, ανήκουν στην αντικειμενικά καταπιεστική ομάδα και, από την άλλη, δεν ξέρουν, και δεν μπορούν να μάθουν, εκτός αν υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες, τι σημαίνει να σε μεταχειρίζονται ως γυναίκα, ως μαύρο-η, ως ομοφυλόφιλο, ως Άραβα, ως λεσβία, όλες τις μέρες της ζωής σου. Κανένα ίχνος συμπόνιας δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία. Η συμπόνια δεν είναι εμπειρία.
Βέβαια, οι άντρες έχουν κάποιον ρόλο στο φεμινιστικό κίνημα, αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι ίδιος με τον ρόλο των γυναικών. Κι όμως, η μη ανάμειξη απαξιώνεται, και μάλιστα μερικές φορές αντιμετωπίζεται ως ένα αρχαϊκό στάδιο του κινήματος, το οποίο θεωρείται ξεπερασμένο. Ακόμη και στις μη μεικτές ομάδες, δεν υπάρχει αναγκαστικά όφελος, και ο σεβασμός της ημερήσιας διάταξης προηγείται του μοιράσματος των εμπειριών. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές γυναίκες εκφράζονται για την ίδια την καταπίεσή τους με αποστασιοποιημένο λόγο. Όμως, αν η καταπίεση δεν τροφοδοτείται από τη βιωμένη, σχεδόν σαρκική, συνείδηση της πραγματικότητάς της, ο πολιτικός αγώνας γίνεται φιλανθρωπικός.
Όταν οι γυναίκες γίνονται φιλάνθρωποι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους, όταν δεν θυμούνται πια ή θέλουν να ξεχάσουν ότι αυτές είναι τα ταπεινωμένα και προσβεβλημένα άτομα για τα οποία μιλούν, τότε έχουν χάσει πια τη δύναμή τους. Το να διατηρήσουν και να ξαναβρούν το απόθεμα αυτής της δύναμης αποτελεί επίσης μια από τις προκλήσεις του νέου αιώνα για το φεμινιστικό κίνημα. Και για όλα τα κινήματα των καταπιεσμένων ανθρώπων.