Γιατί το «όχι» αυτό έχει μία κεντρική σημασία: σηματοδοτεί την ανάσχεση της φιλοδοξίας του αχαλίνωτου καπιταλισμού να επιβάλει, παντού στον κόσμο, και αψηφώντας τους πολίτες, ένα ενιαίο οικονομικό μοντέλο, το μοντέλο που καθορίζει το δόγμα της παγκοσμιοποίησης.
Το συγκεκριμένο μοντέλο είχε ήδη προκαλέσει, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, διάφορες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, κατά το μεγάλο κοινωνικό κίνημα της Γαλλίας, το Νοέμβριο του 1995. Ή, ακόμα, στο Σιάτλ (1989), όπου γεννήθηκε αυτό που αργότερα -κυρίως μετά το πρώτο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε (2001) και τα γεγονότα της Γένοβας (2001)- ονομάστηκε «κίνημα για μια άλλη παγκοσμιοποίηση». Και η αντίδραση εμφανίστηκε σε πολλές χώρες, από την Αργεντινή μέχρι την Ινδία και τη Βραζιλία. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που σε μία χώρα του Βορρά και στο πλαίσιο μιας θεσμικής εκλογικής αναμέτρησης μία κοινωνία έχει την ευκαιρία να πει επίσημα «όχι» στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Οι αρθρογράφοι των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, σαν εντομολόγοι πάνω από ένα έντομο που πίστευαν ότι είχε εξαφανιστεί, προσπαθούν να εξηγήσουν το μαζικό «όχι» της Γαλλίας. Οι περισσότεροι διεξήγαγαν μονομερή καμπάνια για το «ναι», καταδικάζοντας το «λαϊκισμό», τη «δημαγωγία», την «ξενοφοβία», τον «μαζοχισμό» κ.λπ. των αντιπάλων τους, και αποδεικνύονται, πλέον, ανίκανοι να προσαρμόσουν τις αναλύσεις τους στο εύρος του λάθους τους. Εξαιρετική έπαρση των ισχυρών που δεν καταλαβαίνουν -και δεν ανέχονται- γιατί ο λαός (λέξη που χρησιμοποιούν κλείνοντας τη μύτη) αρνήθηκε να στοιχηθεί στις γραμμές που επιτάσσει ο φιλοευρωπαϊκός «κύκλος της λογικής». Γιατί είναι πράγματι ο λαός που πήρε ξανά τον δρόμο για την κάλπη: η αποχή ήταν μόνο 30%, έναντι του 57% των ευρωεκλογών, πριν από έναν χρόνο.
Η κινητοποίηση αυτή, ιδίως στα λαϊκά στρώματα και στους νέους, για ένα πολύπλοκο θέμα -ένα κείμενο 448 άρθρων, χωρίς να μετρήσουμε τα παραρτήματα, τις διακηρύξεις και τα πρωτόκολλα- αποτελεί από μόνη της μια ανέλπιστη επιτυχία για τη δημοκρατία. Ο λαός επέστρεψε θριαμβευτικά: απέναντι στο αίσθημα της κλοπής που του έχει καλλιεργηθεί, εξέφρασε τη θέλησή του να αναλάβει ξανά τα ηνία.
Από το ξεκίνημά του το 1958, και κυρίως από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, το κοινοτικό οικοδόμημα άσκησε αυξανόμενη πίεση σε όλες τις εθνικές αποφάσεις. Η συνθήκη του Μάαστριχτ (1997) και κατόπιν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1997) αφαίρεσαν από τις κυβερνήσεις δύο σημαντικά εργαλεία της δημόσιας δράσης: τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική. Το τρίτο, η φορολογική πολιτική, είναι όλο και λιγότερο αυτόνομη, καθώς εγγράφεται στη γενικευμένη λογική του «ελεύθερου και όχι νοθευμένου ανταγωνισμού».
Οι πολίτες κατάλαβαν ότι η συνθήκη, την οποία έκριναν, «συνταγματοποιούσε» σε ευρωπαϊκή κλίμακα τον οξυμένο ανταγωνισμό όχι μόνο ανάμεσα σε παραγωγούς αγαθών και υπηρεσιών αλλά επίσης και ανάμεσα στα κοινωνικά συστήματα, τα οποία παρασύρονται σε καθοδική πορεία. Σίγουρα, τα ισχνά δημοκρατικά «βήματα» της συνθήκης δεν μπορούσαν να ισοσταθμίσουν το «κλείδωμα» του ανταγωνιστικού μοντέλου, το οποίο εισάγει η συνθήκη, αφαιρώντας οποιοδήποτε νόημα από μεταγενέστερες εκλογές.
Η ψήφος του «όχι» ήταν αποτέλεσμα ιδιαίτερης πληροφόρησης μέσω χιλιάδων συναντήσεων, συζητήσεων και αναγνώσεων. Τα συγγράμματα για το ευρωσύνταγμα βρίσκονταν για μήνες στην κορυφή των πωλήσεων των βιβλιοπωλείων. Απέναντι στην κρατική προπαγάνδα, την οποία αναπαρήγαγε η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης, οι πολίτες θέλησαν να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη. Βοηθήθηκαν από τη λεπτομερή εργασία των διαφόρων ενώσεων, οι οποίες γεννήθηκαν αυθόρμητα σε ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα τις τοπικές επιτροπές του Attac (1). Αυτή η πληθώρα τιμά τη δημοκρατία...
ΉΤΑΝ, ΑΡΑΓΕ, Η ΨΗΦΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ; Όχι, ήταν κατά κύριο λόγο φιλοευρωπαϊκή. Όλοι οι συνδικαλιστές και τα ενεργά μέλη των ενώσεων πολλών χωρών της Ένωσης, οι οποίοι είτε στη χώρα τους είτε με τη συμμετοχή τους στη γαλλική καμπάνια έδειξαν την αλληλεγγύη τους στην ελπίδα για μια άλλη Ευρώπη, φορέας της οποίας ήταν οι ζωντανές δυνάμεις του «όχι», όλοι αυτοί, λοιπόν, δεν έκαναν λάθος. Μια που δεν διεξήχθη δημοψήφισμα στη χώρα τους, πολλοί Ευρωπαίοι ζήτησαν από τους Γάλλους να εκφράσουν εξ ονόματός τους την ψήφο που οι ίδιοι δεν είχαν την ευκαιρία να δώσουν!
Στο εξωτερικό, κάποιοι μετέφρασαν το «όχι» σε αποδυνάμωση της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ, που αφήνει την υπερδύναμη χωρίς αντίβαρο. Κάνουν λάθος: το ευρωσύνταγμα θα είχε ευθυγραμμίσει ακόμα περισσότερο την Ένωση (ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα) με την Ουάσιγκτον.
Μια νέα κατάσταση δημιουργείται, η οποία επιτρέπει την επανατοποθέτηση, σε νέα βάση, των αξιών και των κανόνων τού πώς θέλουμε να ζήσουμε μαζί στην Ευρώπη. Όχι βέβαια από τη μηδενική βάση που είναι η ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου, των αγαθών, των υπηρεσιών και των ανθρώπων. Από αυτήν την άποψη, το «όχι» της 29ης Μαΐου δεν κλείνει καμία πόρτα. Αντίθετα, επιτρέπει κάθε ελπίδα.
Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 12/06/2005