el | fr | en | +
Accéder au menu

Ευρωβουλή ευαίσθητη σε λόμπι και πιέσεις

Αν υπάρχει μια κριτική που απευθύνεται διαρκώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το «δημοκρατικό έλλειμμα» το οποίο οφείλεται στο ολοένα μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις εξουσίες που της έχουν μεταβιβάσει τα κράτη-μέλη και στη δυνατότητα των πολιτών να ασκούν σε αυτό το επίπεδο τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ωστόσο, πολύ λίγες αναλύσεις αμφισβητούν τη λειτουργία της και, συνεπώς, ελάχιστες προτάσεις προβάλλονται για να περιοριστεί αυτό το έλλειμμα.

Το πολιτικό κενό αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε πρωτοβουλίες που είναι, κατά κύριο λόγο, επικεντρωμένες σε μια καλύτερη «επικοινωνία». Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε τον Οκτώβριο του 2005 την πρωτοβουλία που ονομάστηκε «3Δ» [Δημοκρατία, Διάλογος, Δημόσια συζήτηση], (1) η οποία έχει ως στόχο να «πλησιάσει η Ευρώπη τους πολίτες της». Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν είναι χαρακτηριστικοί: κατά τη γνώμη των Βρυξελλών φαίνεται ότι υπάρχει, αφενός μια αφηρημένη κι εξωπραγματική «Ευρώπη», αφετέρου παραπληροφορημένοι «πολίτες». Όμως, θα μπορούσαν να είχαν σκεφτεί ότι το προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε σκέψη σχετικά με την ευρωπαϊκή δημοκρατία θα ήταν η παραδοχή ότι οι πολίτες δεν οφείλουν να «πλησιάσουν» την Ευρώπη, αλλά ότι, αντίθετα, αυτοί είναι η Ευρώπη...

Η ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβάλλεται μερικές φορές ως το κλειδί του εκδημοκρατισμού των θεσμών της Ένωσης. Προφανώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εγκαθίδρυση ενός πραγματικού κοινοβουλευτισμού στο επίπεδο της Ευρώπης των Είκοσι επτά (2) θα αποτελούσε μια πραγματική πρόοδο. Ωστόσο, το κυριότερο εμπόδιο στην ανάδυση μιας αυθεντικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι η αδιαφάνεια της θεσμικής διαδικασίας για τη λήψη των αποφάσεων και η σύγχυση που συντηρείται ανάμεσα στα ιδιαίτερα συμφέροντα των κρατών-μελών και του γενικού συμφέροντος της Ε.Ε.

Η λαϊκή κυριαρχία δεν εξαντλείται με την ύπαρξη ενός εκλεγμένου σώματος αντιπροσώπων. Ασκείται καθημερινά μέσα από τη δυνατότητα που οφείλει να διαθέτει ο λαός να γνωρίζει τις εξουσίες των αντιπροσώπων του, να τους δίνει εντολές για τις κατευθύνσεις που οφείλουν να ακολουθήσουν και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Ασκείται επίσης και μέσα από τη δυνατότητα παρέμβασης στο δημόσιο διάλογο, στην κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο σημείο. Όμως, στην πλειοψηφία τους οι πολίτες έχουν -και δικαιολογημένα- την αίσθηση ότι υφίστανται τις κοινοτικές αποφάσεις χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξουν τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους λαμβάνονται.

Γνωρίζουν συγκεχυμένα ότι η πλειονότητα των νόμων και των κανονισμών που διέπουν την καθημερινή τους ζωή προέρχεται από την Ευρώπη, αλλά αγνοούν το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις, ποιος φέρει την ευθύνη γι’ αυτές και από ποιον μπορούν να ζητήσουν να λογοδοτήσει γι’ αυτές.

Πρώτη πράξη του εκδημοκρατισμού: να γίνει η διάκριση ανάμεσα στη διοίκηση που εκτελεί τις αποφάσεις και στην πολιτική εξουσία η οποία συζητά σε δημόσιο διάλογο, δίνει κατευθύνσεις και λαμβάνει τις αποφάσεις. Σε μια δημοκρατία η πολιτική εξουσία δεν μπορεί ποτέ να κρύβεται πίσω από τη διοίκηση για να αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες της. Όμως, αυτή η θεμελιώδης αρχή παραβιάζεται κατάφωρα στην περίπτωση των ευρωπαϊκών θεσμών: όχι μόνο η Επιτροπή απολαμβάνει του μονοπωλίου της νομοθετικής πρωτοβουλίας αλλά παρεμβαίνει και στην πολιτική σφαίρα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο ένας επίτροπος να προειδοποιεί το Κοινοβούλιο ότι οι τάδε τροπολογίες δεν θα υιοθετούνταν από την Επιτροπή ακόμα και στην περίπτωση που συγκέντρωναν την πλειοψηφία! (3)

Άλλο το Κοινοβούλιο, άλλο το Συμβούλιο

Δεύτερη πράξη, το ξεκαθάρισμα: είναι πολύ σημαντικό να κατανοούν οι ευρωπαίοι πολίτες την κατανομή των ρόλων και των ευθυνών ανάμεσα στους δύο πολιτικούς θεσμούς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (ή τα συμβούλια των υπουργών), όπου συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων. Βέβαια, αυτή την ιδιαίτερα πολύπλοκη κατανομή την γνωρίζουν οι ειδικοί στα κοινοτικά ζητήματα, ωστόσο η μεγάλη μάζα των Ευρωπαίων την αγνοεί εντελώς. Πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν με ακρίβεια, όχι μόνο σε ποιες περιπτώσεις απλά ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου και σε ποιες το Κοινοβούλιο συναποφασίζει με το Συμβούλιο, αλλά και ποια διαδικασία ακολουθείται για όλα αυτά; Ελλείψει αυτής της διάκρισης και του ξεκαθαρίσματος, οι πολίτες αδυνατούν να ασκήσουν το θεμελιώδες δημοκρατικό τους δικαίωμα: τον έλεγχο των αποφάσεων που λαμβάνονται. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οι αιρετοί αντιπρόσωποι οφείλουν να λογοδοτούν στους ψηφοφόρους τους. Η συγκεκριμένη διαφάνεια δεν υπάρχει στο επίπεδο της Ένωσης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παρέμβαση των εθνικών Κοινοβουλίων θα μπορούσε να εγγυηθεί τον καλύτερο δημοκρατικό έλεγχο των αποφάσεων, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα ξεκαθαριστούν απόλυτα οι αρμοδιότητες των με και των δε. Πράγματι, δεν πρέπει να οδηγηθούν σε ανταγωνισμό τα Κοινοβούλια που εκπροσωπούν καθέναν από τους είκοσι επτά ευρωπαϊκούς λαούς και, συνεπώς, τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κάθε έθνους, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το σύνολο του ευρωπαϊκού λαού και, συνεπώς, το γενικό συμφέρον της Ευρώπης. Πόσο μάλλον που τα εθνικά συμφέροντα λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο αλλά χωρίς καμία διαφάνεια και χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός έλεγχος.

Πράγματι, οι σημαντικές αποφάσεις που δεσμεύουν το μέλλον της Ευρώπης λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων στα οποία συμμετέχουν οι αρχηγοί των κρατών ή των κυβερνήσεων των κρατών-μελών ή κατά τη διάρκεια των συμβουλίων των υπουργών της Ένωσης. Συνεπώς, η παρέμβαση των εθνικών Κοινοβουλίων θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα πριν από αυτές τις συνόδους, έτσι ώστε οι θέσεις των υπουργών και των αρχηγών των κρατών ή των κυβερνήσεων να στηρίζονται στην εντολή που θα τους έχουν δώσει οι αντιπρόσωποι της λαϊκής βούλησης στη χώρα τους.

Κάθε εθνικό Κοινοβούλιο θα μπορούσε να έχει προηγουμένως συζητήσει την ημερήσια διάταξη των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων και, μετά τη διεξαγωγή τους, να ενημερώνεται για τα αποτελέσματά τους. Έτσι, οι πολίτες θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ηγέτες τους μέσω της δράσης των αιρετών αντιπροσώπων τους. Επιπλέον, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν θα είχαν πλέον τη δυνατότητα να δικαιολογούν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα πολλών από τις αποφάσεις που λαμβάνουν με το να οχυρώνονται πίσω από τις «Βρυξέλλες», οι οποίες περιγράφονται πάντα σαν ένας απρόσωπος τόπος εξουσίας στον οποίο δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τον παραμικρό έλεγχο.

Είναι δύσκολο να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στο γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον και στα επιμέρους εθνικά συμφέροντα μέσα σε μια διευρυμένη Ευρώπη στην οποία παρατηρούνται πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στα παλαιά και στα νέα μέλη, στο κοινωνικό, το φορολογικό και το δημοσιονομικό πεδίο. Με 27 μέλη στο εξής η διακυβερνητική μέθοδος που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα έχει φτάσει στα όριά της: εξαντλείται στην αντιπαραβολή απαιτήσεων για τις οποίες μερικές φορές είναι αδύνατον να επιτευχθεί συμβιβασμός και μπλοκάρει τη λήψη πολλών αποφάσεων, ελλείψει μιας διαδικασίας για τη διευθέτηση των προβλημάτων στο όνομα του γενικού συμφέροντος, το οποίο μπορεί να εκφραστεί μονάχα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το μοναδικό θεσμικό όργανο που έχει παρόμοια αρμοδιότητα.

Αντίθετα με τα μέλη του Συμβουλίου, οι ευρωβουλευτές δεν είναι αντιπρόσωποι ενός κράτους: είναι μέλη μιας υπερεθνικής κοινοβουλευτικής ομάδας. Ωστόσο, για να κατορθώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων που διαθέτει πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ωριμότητα. Εάν αποκτήσει τις εξουσίες που εξακολουθούν να του λείπουν (και ιδιαίτερα το δικαίωμα της πρωτοβουλίας στο νομοθετικό πεδίο, πράγμα που θα καταργούσε το μονοπώλιο της Επιτροπής σε αυτόν τον τομέα), ο ρόλος του θα γινόταν περισσότερο ευδιάκριτος και οι πολίτες θα είχαν τη δυνατότητα να εντοπίζουν καλύτερα την προέλευση των νόμων και των κανονισμών. Όμως, πρέπει επίσης να χειραφετηθεί και από τις πιέσεις λόμπι και κυβερνήσεων. Πράγματι, πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι ευρωβουλευτές να τάσσονται υπέρ της ικανοποίησης των συμφερόντων ορισμένων κλάδων της οικονομίας της χώρας τους.

Έτσι, οι γερμανοί ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ, της ομάδας στην οποία συμμετέχουν χριστιανοδημοκρατικά κόμματα) ένωσαν τις δυνάμεις τους και τους ψήφους τους για να επιτύχουν την εκτεταμένη αποδυνάμωση των διατάξεων του κανονισμού REACH (4) για τον έλεγχο της τοξικότητας των χημικών προϊόντων. Με αυτήν την ενέργεια ικανοποίησαν τα συμφέροντα της ισχυρότατης γερμανικής χημικής βιομηχανίας, την οποία υποστηρίζει ενεργά η κυβέρνηση της Άγκελα Μέρκελ. Κατά τον ίδιο τρόπο ελάχιστοι ήταν οι βρετανοί βουλευτές του ΕΣΚ που αποστασιοποιήθηκαν από τις θέσεις της κυβέρνησης Μπλερ στο ζήτημα της ευρωπαϊκής οδηγίας για την διάρκεια του χρόνου εργασίας. Με την ίδια λογική, οι γάλλοι ευρωβουλευτές ψηφίζουν τακτικά και μαζικά υπέρ της διατήρησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, παρά το γεγονός ότι αυτό προκαλεί τη σημαντική επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα κέρδιζε σε νομιμοποίηση εάν ήταν σε θέση να πυροδοτήσει έναν πραγματικά υπερεθνικό δημόσιο διάλογο σε ορισμένα ζητήματα, ο οποίος θα οδηγούσε σε μια πολιτικοποίηση των ευρωπαϊκών ζητημάτων που θα ήταν ανάλογη της πολιτικοποίησης των εθνικών ζητημάτων. Πόσο μάλλον που, δεδομένου ότι αποτελείται από αντιπρόσωπους που εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία, είναι ο κοινοτικός θεσμός ο πλέον δεκτικός στις πιέσεις που ασκούν οι κινητοποιήσεις των πολιτών. Αυτό διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης της οδηγίας για τις «Υπηρεσίες», γνωστή ως «οδηγία Μπολκενστάιν». Οι εκστρατείες συλλογής υπογραφών και οι διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες επηρέασαν τη συζήτηση της οδηγίας κατά την πρώτη ανάγνωση και οδήγησαν στην εγκατάλειψη της πιο απαράδεκτης διάταξης του άρθρου: της αρχής της χώρας προέλευσης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών είχε φανεί ότι οι προσπάθειες όσων ήταν αντίθετοι σε αυτή την αρχή (ήταν μειοψηφία ακόμα και μέσα στο ΕΣΚ) ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

Όμως, ελλείψει αντίστοιχης κινητοποίησης κατά τη διάρκεια της δεύτερης συζήτησης της οδηγίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τις υποχωρήσεις που ζητούσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών του ΕΣΚ -με την αξιοσημείωτη εξαίρεση των γάλλων σοσιαλιστών- παραιτήθηκε ακόμα και από το δικαίωμα τροπολογιών που διέθετε, με βάση το οποίο θα μπορούσε να επιχειρήσει την επαναφορά του πλήρους κειμένου, που είχε ψηφιστεί κατά την πρώτη ανάγνωση!

Ψήφος καθ’ υπόδειξιν

Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει πολύ περισσότερο την τάση να ενδίδει στις πιέσεις των κυβερνήσεων απ’ όσο στις πιέσεις του πληθυσμού της Ευρώπης.

Η χαμένη μάχη του στο ζήτημα των δημοσιονομικών προοπτικών της περιόδου 2007-2013 (5) αποκαλύπτει με χαρακτηριστικό τρόπο το γεγονός ότι έχει παραδεχτεί σιωπηρά την πολιτική πρωτοκαθεδρία του Συμβουλίου. Όλοι οι ευρωβουλευτές γνωρίζουν ότι ο προϋπολογισμός για την περίοδο 2007-2013, με τη μορφή που ψηφίστηκε τελικά, απέχει πολύ από τα να καλύπτει τις ελάχιστες ανάγκες για τη στήριξη της διεύρυνσης της Ένωσης κατά δέκα μέλη το Μάιο του 2004 και, στη συνέχεια, κατά δύο μέλη τον Ιανουάριο του 2007. Όμως, η πλειοψηφία τους συντάχθηκε με τη θέση του Συμβουλίου, επιδοκιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο την τσιγκουνιά των κυβερνήσεων των πλουσιότερων χωρών. Μια από τις αιτίες αυτής της αποτυχίας συνίσταται στο γεγονός ότι -κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης, που διήρκεσε μήνες- το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να στηριχθεί σε μια ευρωπαϊκή και λαϊκή πολιτική συνείδηση. Η πολιτική ευθύνη γι’ αυτήν την κατάσταση διαχύθηκε στη μαύρη τρύπα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.

Τη στιγμή που ψήφιζαν, οι περισσότεροι ευρωβουλευτές δεν αισθάνθηκαν ότι δεσμεύονταν ούτε από την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού γενικού συμφέροντος ούτε από μια πολιτική εντολή. Απλούστατα επειδή αυτή η εντολή δεν υπήρχε, και, κυρίως, επειδή η έννοια του ευρωπαϊκού γενικού συμφέροντος είναι κάτι το οποίο δεν έχει αποκτήσει ξεκάθαρη σημασία στην κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία των «27».

Αυτή ακριβώς θα έπρεπε να είναι μια από τις αποστολές των κομμάτων που λειτουργούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, για την ώρα, παρόμοιος υπερεθνικός δημόσιος διάλογος δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Ούτε καν στο εσωτερικό του ΕΣΚ, όπου -παρά τις προσπάθειες των γάλλων και των βέλγων ευρωβουλευτών- επικρατεί σε πολύ μεγάλο βαθμό το συναινετικό πνεύμα και ο σεβασμός του στάτους κβο.

Όμως, όσο οι νέες αντιλήψεις για τη δημοκρατία και το γενικό συμφέρον δεν βρίσκουν τα μέσα που απαιτούνται για να εκφραστούν, η αγορά θα καταλαμβάνει όλο τον κενό χώρο που αφήνεται και θα επιβάλλει τα συμφέροντά της. Κι αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο να θριαμβεύσει στο μέλλον η αναδίπλωση στους εθνικισμούς.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Françoise Castex

Ευρωβουλευτής, μέλος της ομάδας του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ)

(1Η επικοινωνιακή ενέργεια η οποία αποφασίστηκε μετά το «Όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών στο δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη ακολουθήθηκε, το Φεβρουάριο του 2006, από ένα πρόγραμμα δράσης για μια καλύτερη ευρωπαϊκή επικοινωνιακή πολιτική.

(2Η Ρουμανία και η Βουλγαρία έγιναν επισήμως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Ιανουαρίου του 2007.

(3Δήλωση του επιτρόπου για την απασχόληση Βλαντιμίρ Σπίντλα κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για την πρώτη ανάγνωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της οδηγίας για τον «Χρόνο εργασίας», στις 11 Μαΐου του 2005.

(4Η οριστική μορφή του κανονισμού REACH (ακρωνύμιο στην αγγλική γλώσσα των λέξεων «Καταγραφή, Αξιολόγηση και Αδειοδότηση των χημικών ουσιών») υιοθετήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 2006.

(5Το σκέλος «δαπάνες» του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού εμπίπτει στη διαδικασία συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Όμως, μονάχα το Συμβούλιο αποφασίζει για το σκέλος «έσοδα», τα οποία προκύπτουν από τις εισφορές των κρατών-μελών. Αν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε τον Ιούνιο του 2005 έναν προϋπολογισμό δαπανών 974 δισ. ευρώ, το Μάιο του 2006 υπέκυψε στις προτάσεις του Συμβουλίου και υιοθέτησε προϋπολογισμό ύψους 864 δισ. ευρώ. Η ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωμένης Αριστεράς και οι γάλλοι Σοσιαλιστές τον καταψήφισαν.

Μοιραστείτε το άρθρο