Ορισμένοι, όπως ο Ντάνιελ Γκολντχάγκεν (1), προσπάθησαν να εξηγήσουν τον ναζισμό ως μια αποκλειστικά γερμανική αντισημιτική διαστροφή. Άλλοι, όπως ο Ερνστ Νόλτε (2), με καθαρά απολογητική διάθεση, μιλούν για «ασιατική» συμπεριφορά ή για μίμηση των μπολσεβίκων. Κι αν, όπως τόσο νωρίς διέγνωσε η Χάνα Άρεντ (3), ο ναζιστικός ρατσισμός και αντισημιτισμός είχαν μάλλον δυτικές ρίζες και μάλιστα και βορειοαμερικανικές διασυνδέσεις; Πράγματι, τα επιστημονικά δόγματα, οι ρατσιστικές πολιτικές και οι νομοθετικές πρακτικές των ΗΠΑ είχαν σημαντική απήχηση στα αντίστοιχα γερμανικά πολιτικά ρεύματα.
Η αμερικανική διασύνδεση οφείλεται κατ’ αρχάς στην μακρά παράδοση της «νομικής κατασκευής» της έννοιας της φυλής, η οποία ασκούσε έντονη έλξη στο ναζιστικό κίνημα, ήδη από τις απαρχές του. Πράγματι, για ιστορικούς λόγους που συνδέονται με την αδιάλειπτη εφαρμογή της δουλείας των μαύρων επί αιώνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τη μοναδική μητρόπολη που άσκησε -μέσα στο ίδιο της το έδαφος- μια επίσημη ρατσιστική κατηγοριοποίηση στην οποία στηριζόταν η έννοια του Αμερικανού πολίτη.
Είτε πρόκειται για τους ορισμούς του «Λευκού» και του «Μαύρου» είτε για τις μεταναστευτικές πολιτικές των ΗΠΑ, τις οποίες ζήλευε ο Χίτλερ ήδη από τη δεκαετία του 1920, είτε για τις πρακτικές της αναγκαστικής στείρωσης που εφαρμόζονταν σε πολλές Πολιτείες, πολλές δεκαετίες πριν από την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη, η «αμερικανική διασύνδεση» αποτελεί ένα προνομιούχο πεδίο που μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις νεωτερικές πηγές του ναζισμού και τις ανομολόγητες συγγένειές του με ορισμένες πολιτικές των δυτικών κοινωνιών, πολλές από τις οποίες ήταν δημοκρατικές.
Σήμερα, η καταγγελία του αντισημιτισμού και της γενοκτονίας των Εβραίων είναι μία από τις σημαντικότερες συνιστώσες της κυρίαρχης πολιτικής κουλτούρας στις ΗΠΑ. Κι αυτό είναι ένα θετικό γεγονός. Αντίθετα όμως, σιωπή καλύπτει τους δεσμούς, τις εκλεκτικές συγγένειες και τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε σημαντικές προσωπικότητες της οικονομικής και της επιστημονικής ελίτ της χώρας με τη ναζιστική Γερμανία. Μονάχα τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένα βιβλία που προσεγγίζουν αυτά τα ενοχλητικά ζητήματα. Δύο από αυτά αξίζει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής: το «The Nazi Connexion» του Stephan Kuhl (4) και το «The American Axis» του Max Wallace (5). Ο Κουλ είναι Γερμανός πανεπιστημιακός που πραγματοποίησε έρευνες στις ΗΠΑ, ενώ ο Ουάλας είναι Αμερικανός δημοσιογράφος εγκατεστημένος στον Καναδά.
Όπως αναφέρει ο Κουλ, το 1924 ο Χίτλερ έγραφε: «Υπάρχει σήμερα μια χώρα όπου μπορείς να παρατηρήσεις τα πρώτα βήματα προς μια καλύτερη αντίληψη της έννοιας του πολίτη». Αναφερόταν στην προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρήσουν «την κυριαρχία της βόρειας φυλής» μέσα από την πολιτική που ρύθμιζε τη μετανάστευση και την πολιτογράφηση των αλλοδαπών. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το πρόγραμμα «φυλετικής υγιεινής» που ανέπτυξε στο «Mein Kampf» εμπνεόταν από τον Immigration Restriction Act (1924). Όταν δε το 1933 οι Ναζί έθεσαν σε εφαρμογή το πρόγραμμα για τη «βελτίωση» του πληθυσμού μέσα από την αναγκαστική στείρωση και τους νομοθετικούς περιορισμούς στους γάμους, εμπνέονταν ανοιχτά από τις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζονταν εδώ και δεκαετίες πρακτικές στείρωσης των «αναπήρων», μια πρακτική που καταργήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1927.
Ο Κουλ μελετά τους δεσμούς που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Γερμανούς ευγονιστές κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, καθώς και την ανταλλαγή επιστημονικών ιδεών, αλλά και νομικών και ιατρικών πρακτικών. Η κύρια θέση του, η οποία έχει τεκμηριωθεί και αναπτυχθεί με εξαιρετικό τρόπο, είναι ότι η συστηματική και συνεχής (μέχρι την είσοδο των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) υποστήριξη των Αμερικανών ευγονιστών στους Γερμανούς συναδέλφους τους, αλλά και σε πολλά μέτρα της ναζιστικής φυλετικής πολιτικής, αποτέλεσε μια σημαντική πηγή επιστημονικής νομιμοποίησης του ρατσιστικού κράτους του Χίτλερ.
Αντίθετα από ένα σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, ο Κουλ αποδεικνύει ότι οι Αμερικανοί ευγονιστές που γοητεύθηκαν από τη ναζιστική ρητορική περί φυλετικής υγιεινής δεν ήταν μια χούφτα εξτρεμιστών ή περιθωριακών, αλλά ένα σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας, της οποίας ο ενθουσιασμός δεν μειώθηκε όταν η θεωρία έγινε πράξη. Η μελέτη των μεταλλάξεων των σχέσεων ανάμεσα στις δύο επιστημονικές κοινότητες επιτρέπει στον Γερμανό κοινωνιολόγο και ιστορικό να φέρει στο φως τις διαφορετικές πλευρές της επιρροής που άσκησε στους οπαδούς της φυλετικής υγιεινής «η πρόοδος» της αμερικανικής ευγονικής –ιδίως η αποτελεσματικότητα μιας μεταναστευτικής πολιτικής που «συνδύαζε την εθνική και την ευγονική επιλογή»- και η επιτυχία που γνώρισε το αμερικανικό ευγονικό κίνημα, υιοθετώντας νόμους υπέρ της υποχρεωτικής στείρωσης.
Τη στιγμή που στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι υπεύθυνοι για ζητήματα δημόσιας υγείας ενδιαφέρονταν για τον περιορισμό του κόστους της κοινωνικής προστασίας, οι ειδικοί της φυλετικής υγιεινής είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στα μέτρα αναγκαστικής στείρωσης που εφαρμόζονταν σε αρκετές Πολιτείες των ΗΠΑ για τον περιορισμό του κόστους των «αναπήρων». Σε όλες τις ιατρικές δημοσιεύσεις εκείνης της εποχής, οι ΗΠΑ εκθειάζονται επειδή θεσμοθέτησαν την αναγκαστική στείρωση. Αυτή η πρωτοκαθεδρία αποδόθηκε στην ευγονική εξαιτίας της παρουσίας των μαύρων, η οποία υποτίθεται ότι «θα ανάγκαζε, αργά ή γρήγορα, τον λευκό πληθυσμό να καταφύγει σε ένα συστηματικό πρόγραμμα βελτίωσης της φυλής». Άλλωστε, αυτή η εξήγηση προβλήθηκε αργότερα από Αμερικανούς απολογητές του ναζισμού όπως ο Τ. Έλινγκερ, ο οποίος παρομοίασε τις διώξεις των Εβραίων με την κακομεταχείριση των μαύρων.
Όταν οι ναζί εδραιώνονται στην εξουσία, ο Ζ. ΝτεΖαρνέτ -και μαζί του πολλοί Αμερικανοί ευγονιστές- ανακαλύπτουν έκπληκτοι ότι «οι Γερμανοί μάς κερδίζουν μέσα στο γήπεδό μας…». Και φυσικά, στηρίζουν τη ρατσιστική πολιτική των ναζί και τις διώξεις εις βάρος των «Μαύρων του Γ’ Ράιχ», των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Βέβαια, όπως μαρτυρούν οι σφοδρές καταγγελίες των σοσιαλιστών ευγονιστών Χ. Μούλερ και Γ. Λαντάουερ, του προοδευτικού γενετιστή Λ. Κ. Ντουν και του διάσημου ανθρωπολόγου Φ. Μπόας, η κοινότητα των Αμερικανών επιστημόνων δεν υπήρξε ομοιογενής. Αλλά, αντίθετα από τους δύο τελευταίους, που υπήρξαν κριτικοί απέναντι στην ευγονική, οι Μούλερ και Λαντάουερ ασκούσαν «επιστημονική» κριτική στο ναζισμό: την ίδια στιγμή που αρνούνταν την ιεραρχία των φυλών, αναγνώριζαν την ανάγκη βελτίωσης του ανθρώπινου είδους με την προώθηση της αναπαραγωγής των «ικανών» ατόμων και την απαγόρευση αναπαραγωγής των «κατώτερων» ατόμων.
Ένα λεξιλόγιο βιολογίας, ιατρικής και υγιεινής
Στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του, με τίτλο «Επιστήμη και ρατσισμός. Η επιρροή των διαφορετικών εννοιών της φυλής στη στάση απέναντι στις ναζιστικές φυλετικές πολιτικές», ο Κουλ διαψεύδει την επικρατούσα άποψη ότι οι «ψευδοεπιστημονικές» απόψεις της αμερικανικής ευγονικής που οδήγησαν στον ρατσιστικό νόμο του 1924 αντικαταστάθηκαν, ήδη από τη δεκαετία του 1930, από μια «επιστημονικότερη» ευγονική που είχε προχωρήσει σε ρήξη με τη θεωρία της φυλετικής υγιεινής.
Γι’ αυτό το λόγο, ο συγγραφέας προτείνει δύο έννοιες -τον «εθνοτικό ρατσισμό» και τον «γενετικό ρατσισμό»- τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την κατανόηση αυτού του φαινομένου. Ο πρώτος καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης το 1946. Η καταδίκη του δεύτερου υπήρξε δυσκολότερη υπόθεση. Κατ’ αρχάς, η πλειοψηφία των εμπνευστών της φυλετικής υγιεινής δεν δικάστηκε ποτέ για την αναγκαστική στείρωση 400.000 ατόμων. Εξάλλου, στη δίκη του Καρλ Μπραντ, ο αρχηγός του ναζιστικού προγράμματος εξόντωσης ανάπηρων υποστήριξε ότι αυτό στηριζόταν σε πειράματα που είχαν πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ, ήδη από το 1907. Επιπλέον, στήριξε την υπεράσπισή του και στο έργο του Γάλλου Αλεξίς Καρέλ, του οποίου το όνομα έφερε μέχρι το 1996 η ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Λιόν…
Βέβαια, δεν έλειψαν κι εκείνοι που προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον εθνοτικό ρατσισμό ως γενετικό. Το 1939, ο Έλινγκερ έγραφε στο «Journal of Heredity» ότι οι διώξεις των Εβραίων δεν αποτελούν θρησκευτικές διώξεις αλλά «ένα σχέδιο μεγάλης κλίμακας για την εξύψωση του έθνους μέσα από την εξάλειψη των κληρονομικών χαρακτηριστικών της σημιτικής φυλής. Όσον αφορά δε τον τρόπο με το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η εξύψωση με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μόλις οι πολιτικοί αποφασίσουν ότι αυτό είναι επιθυμητό, η επιστήμη μπορεί να βοηθήσει τους ναζί».
Ο θαυμασμός του Χίτλερ προς τον Χένρι Φορντ
Από την άλλη πλευρά, το έργο του Ουάλας αναλύει τη σχέση δύο σημαντικών προσωπικοτήτων της Αμερικής του 20ού αιώνα με τον ναζισμό: του αυτοκινητοβιομηχάνου Φορντ και του αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ, ο οποίος διέσχισε για πρώτη φορά τον Ατλαντικό το 1927, ανακηρύχθηκε ήρωας της αεροπορίας και διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό ρόλο τη δεκαετία του 1930 ως συμπαθών της ναζιστικής Γερμανίας. Μάλιστα, μετά το 1939, υπήρξε -μαζί με τον Χένρι Φορντ- ένας από τους οργανωτές της εκστρατείας εναντίον του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, τον οποίο κατηγορούσε ότι επιθυμούσε να επέμβει στην Ευρώπη ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.
Η περίπτωση του Χένρι Φορντ, αν και πολύ λιγότερο γνωστή, είναι πολύ σημαντικότερη. Όπως αποδεικνύει ο Ουάλας, το βιβλίο του Φορντ «The International Jew» («Ο Διεθνής Εβραίος», τετράτομη συλλογή άρθρων του την περίοδο 1920-1922), το οποίο διαπνεόταν από τον πλέον σφοδρό και παραληρηματικό αντισημιτισμό, είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Γερμανία. Ήδη από το Δεκέμβριο του 1922, ένας δημοσιογράφος των «New York Times» που επισκέφθηκε τη Γερμανία διηγούνταν ότι «στον τοίχο που βρίσκεται πίσω από το ιδιαίτερο γραφείο του Χίτλερ δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας του Χένρι Φορντ». Στον προθάλαμο, πάνω σε ένα τραπέζι, υπήρχε πλήθος αντιτύπων του «Der Internationale Jude», της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου. Εξάλλου, στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκαν, τον Φεβρουάριο του 1923, οι δηλώσεις του αντιπροέδρου του τοπικού κοινοβουλίου της Βαυαρίας, ο οποίος κατηγορούσε τον Φορντ ότι χρηματοδοτούσε τον Χίτλερ επειδή αντιμετώπιζε ευνοϊκά την προοπτική της «εξόντωσης των Εβραίων της Γερμανίας».
Στις 8 Μαρτίου του 1923, ο ίδιος ο Χίτλερ δήλωσε σε συνέντευξή του στην «Chicago Tribune» ότι «θεωρούμε τον Χάινριχ (!) Φορντ ηγέτη του αμερικανικού φασιστικού κινήματος. (…) Θαυμάζουμε δε ιδιαίτερα την αντιεβραϊκή πολιτική του, η οποία αποτελεί την πλατφόρμα των φασιστών της Βαυαρίας». Στο δε «Mein Kampf», που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ υμνεί τον μοναδικό άνθρωπο που αντιστέκεται στους Εβραίους στην Αμερική. Εξάλλου, αυτό το βιβλίο επηρέασε σημαντικά και άλλες προσωπικότητες του ναζισμού όπως ο Α. Ρόζενμπεργκ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Μπάλντουρ φον Σίραχ, ο αρχηγός της χιτλερικής νεολαίας και μετέπειτα γκαουλάιτερ της Βιέννης, ο οποίος δήλωσε στη δίκη της Νυρεμβέργης ότι έγινε αντισημίτης διαβάζοντας το «The International Jew».
Έτσι, το 1938, πέντε χρόνια μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Φορντ παρασημοφορήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο Ανώτατης Τάξης του Γερμανικού Αετού (αποτελούνταν από ένα σταυρό της Μάλτας περιτριγυρισμένο από σβάστικες), διάκριση που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο έτος για να τιμηθούν οι μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες. Λίγο πριν, το παράσημο είχε απονεμηθεί στον Μουσολίνι.
Βέβαια, τον Ιούλιο του 1927, ο Φορντ είχε αναγκαστεί να αποκηρύξει δημόσια και κατηγορηματικά όλους τους αντισημιτικούς ισχυρισμούς του, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος αφενός με μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και, αφετέρου με την πτώση των πωλήσεων των αυτοκινήτων του. Μάλιστα, στο δελτίο τύπου που εξέδωσε, «ζητούσε συγνώμη από τους Εβραίους για το κακό που άθελά του τους είχε προξενήσει». Φυσικά, αυτή η ελάχιστα ειλικρινής δήλωση με την οποία απέφυγε την ποινική δίωξη δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί κρυφά ένα πλήθος αντισημιτικών εκδηλώσεων. Ωστόσο, ο Ουάλας δεν μας εξηγεί γιατί, με δεδομένη την αφθονία των ευρωπαϊκών και γερμανικών αντισημιτικών βιβλίων, ο Χίτλερ επηρεάστηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό από το έργο του Αμερικανού. Γιατί να διακοσμήσει το γραφείο του με το πορτρέτο του Φορντ και όχι με εκείνο του Π. Λαγκάρντ, του Μ. Βαν Ντερ Μπρουκ ή ενός από τους τόσους διάσημους Γερμανούς ιδεολόγους του αντισημιτισμού; Εκτός από το κύρος που προσέδιδε το όνομα του διάσημου βιομηχάνου, η επιρροή που άσκησε το «The International Jew» συνίστατο στον μοντέρνο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας του. Βέβαια, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίμησαν να ξεχάσουν τον Φορντ ως πρόδρομο του ναζισμού και να δοξάσουν τον μοντέρνο βιομήχανο που εξασφάλισε στον κόσμο φτηνά αυτοκίνητα χάρη στην υιοθέτηση της γραμμής παραγωγής. Αυτή η μακρόχρονη κι ενοχλημένη σιωπή είναι απόλυτα κατανοητή.
Η «περίπτωση Φορντ» μάς αναγκάζει να αναρωτηθούμε για τη θέση του ρατσισμού στη βορειοαμερικανική κουλτούρα και για τις σχέσεις του «δυτικού πολιτισμού μας» με το Τρίτο Ράιχ, αλλά και για τη σχέση της νεωτερικότητας με τον πλέον παραληρηματικό αντισημιτισμό, όπως επίσης και για τη σχέση της οικονομικής προόδου με την ανθρώπινη οπισθοδρόμηση. Εξάλλου, ο όρος «οπισθοδρόμηση» δεν είναι ιδιαίτερα εύστοχος: ένα βιβλίο όπως το «The International Jew» δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από τον 20ό αιώνα και ο ναζιστικού τύπου αντισημιτισμός είναι επίσης ένα φαινόμενο ριζικά νέο. Η υπόθεση Φορντ αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα των αντινομιών εκείνου που ο Νόρμπερτ Ελίας (6) αποκαλούσε «διαδικασία του πολιτισμού».