el | fr | en | +
Accéder au menu

Ήρθε για την αριστερά η ώρα της ανοικοδόμησης

Η εκλογή του Νικολά Σαρκοζί με 53 % των ψήφων στις 6 Μαΐου, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, αποτελεί μια καμπή στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας.

Γιατί δεν πρόκειται απλώς για την απλή επανεκλογή της δεξιάς στην εξουσία - την οποία κατέχει σε επίπεδο προέδρου από το 1958 μέχρι το 1981 και ξανά από το 1995. Το πρόγραμμα του υποψηφίου της Ενωσης για το Λαΐκό Κίνημα (UMP) και οι δυνάμεις που θέλησε να συγκεντρώσει γύρω του σηματοδοτούν μια μεγάλη αλλαγή, τον κάνουν έναν πρόεδρο νεοφιλελεύθερο, αυταρχικό, φιλοαμερικανό και φιλοϊσραηλινό ταυτόχρονα.

Παρόλο που έγινε μεγάλη προσπάθεια συγκάλυψης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η οποία μάλιστα ήταν διάσπαρτη με επιλεκτικές αναφορές από τη Ζαν ντ’ Αρκ μέχρι τον Λεόν Μπλουμ, δεν κατέστη δυνατόν να αποκρυφτεί το αληθινό πολιτικό προφίλ του Νικολά Σαρκοζί. Παρ’ όλο που διακήρυξε τον βολονταρισμό, χάρη στον οποίο το κράτος θα μπορέσει να «προστατέψει» τη Γαλλία και τους Γάλλους, το οικονομικό του πρόγραμμα βασίζεται ευρέως στις παλιές θατσερικές συνταγές και τα προνόμια... των προνομιούχων.

Κατά τον ίδιο τρόπο, οι δημοκρατικές του εξάρσεις δεν κατάφεραν να σβήσουν την άποψη της κοινωνίας που προτιμά, πάντα από τη σκοπιά της ασφάλειας, βάζοντας απέναντι στις διεκδικήσεις στρωμάτων του πληθυσμού και της νεολαίας μόνο την καταστολή. Πιθανόν αυτή είναι και η αιτία του «ολισθήματός» του προς τα γενετικά αίτια της ομοφυλοφιλίας και της αυτοκτονικής τάσης, γεγονός που λέει πολλά για τον υφέρποντα ευγονισμό που τον εμπνέει.

Τέλος, παρά τις προσπάθειές του να μειώσει τα αποτελέσματα της δήλωσης υποτέλειας στον πρόεδρο Μπους, δεν αρνήθηκε ποτέ τη βούλησή του να ευθυγραμμιστεί με την αμερικανική πολιτική, ακόμα και στα θέματα της Μέσης Ανατολής, χωρίς να αναφερθούμε καν στην κηδεία του δημοψηφίσματος της 29ης Μαΐου για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη και την αντικατάστασή του με μια κοινοβουλευτική διαδικασία.

Το πρόγραμμα του Νικολά Σαρκοζί είναι σημαντικό, η «πελατεία» στην οποία θέλησε να το πουλήσει είναι εξίσου σημαντική. Από αυτή τη σκοπιά, οι μεγάλες μανούβρες την περίοδο ανάμεσα στους δύο γύρους, με στόχο να κερδίσουν τους ψηφοφόρους του Φρανσουά Μπαϊρού δεν μπορούν να σβήσουν τους μήνες που πέρασε προσπαθώντας να ενσωματώσει τους ψηφοφόρους του Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Με προκάλυμμα τον «προσηλυτισμό» τους στη δημοκρατία, ο υποψήφιος της δεξιάς στην ουσία υιοθέτησε τις προτάσεις της άκρας δεξιάς: από τη δημιουργία υπουργείου μετανάστευσης και εθνικής ταυτότητας, μέχρι το σλόγκαν «Τη Γαλλία την αγαπάμε ή την εγκαταλείπουμε», το κυνηγητό των μεταναστών χωρίς χαρτιά ακόμη και μπροστά στα σχολεία, την κατάργηση του νόμου του 1945 που προστάτευε τους ανήλικους, την ψευδο-υποστήριξη όσων «ξυπνάνε νωρίς» από τους «κερδοσκόπους» και όσους «τρώνε τζάμπα από το κράτος»... Κανένας από τους προκατόχους του δεν έφτασε τόσο μακριά για να εκλεγεί: θα πρέπει να το συνυπολογίσουμε πριν αρχίσουμε να χαιρετίζουμε τη μείωση του ποσοστού του Εθνικού Μετώπου.

Όμως οι προσπάθειες του Νικολά Σαρκοζί και η μαζική υποστήριξη από τα μέσα ενημέρωσης που είχε, δεν εξηγούν από μόνες τους την επιτυχία του. Ούτε καν τα διεστραμμένα φαινόμενα της εκλογής προέδρου με καθολική ψηφοφορία, τα οποία επιβεβαιώθηκαν ακόμη μια φορά: προσωποποίηση, δημαγωγία, θεωρία της χρήσιμης ψήφου... Αυτό που κυρίως μέτρησε ήταν η έλλειψη μιας αυθεντικής εναλλακτικής πολιτικής απέναντι στη δεξιά και την ακροδεξιά. Το ποσοστό των συνολικών ψήφων της αριστεράς στον πρώτο γύρο -36,44 %- είναι το μικρότερο από το 1969. Και υπάρχει λόγος γι’ αυτό.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπέκυψε μπροστά στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων για μία υποψήφιο, τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, η οποία βεβαίως και κατόρθωσε να σβήσει τα τραύματα του 2002, χωρίς όμως να προσφέρει στις λαϊκές δυνάμεις την προοπτική που θα τις κινητοποιούσε. Ακόμα χειρότερα μια που πλάι στους Σοσιαλιστές, το Κομουνιστικό Κόμμα, η ριζοσπαστική αριστερά και οι Οικολόγοι δεν κατάφεραν να ενωθούν ώστε να προεκτείνουν τις μεγάλες κινητοποιήσεις για την προστασία της ασφάλισης και των συντάξεων, το «όχι» στο δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου και το θυμό των προαστίων.

Πέρα από τις διαφωνίες των κομματικών μηχανισμών και των ηγετών τους, το διακύβευμα είναι η ανικανότητά τους να προτάξουν αντικαπιταλιστική πολιτική σε επίπεδο Γαλλίας αλλά και Ευρώπης.

Πρόκειται για το πεδίο, όπου πρέπει να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση, χωρίς καμία καθυστέρηση. Γιατί η δεξιά και η ακροδεξιά θα προσπαθήσουν να περάσουν την πολιτική της κοινωνικής αποδόμησης: ενιαία σύμβαση εργασίας, στα πρότυπα της Σύμβασης Πρώτης Εργασίας, αύξηση των ωρών εργασίας, υποχρέωση εργασίας σε αντάλλαγμα για τον ελάχιστο κοινωνικό μισθό, περιορισμός του δικαιώματος απεργίας, αλλαγή του Εργασιακού Κώδικα, κατάργηση του φόρου κληρονομιάς και μέσα από τη «φορολογική ασπίδα», κατάργηση του φόρου μεγάλης περιουσίας, συνέχιση της διάλυσης των δημόσιων υπηρεσιών, της κοινωνικής προστασίας και των συντάξεων, προοδευτική ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας, μη αντικατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων που βγαίνουν στη σύνταξη, κυνηγητό των μεταναστών με ταυτόχρονη «επιλεκτική μετανάστευση» από τον Νότο, ισχυροποίηση της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης και στήριξη της αμερικανικής πολιτικής... Η αριστερά έχει ανάγκη απ’ όλες της δυνάμεις της για ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την χωρίς προηγούμενο επίθεση, αλλά και για ν’ ανοίξει μια νέα προοπτική αλλαγής.

Η «Monde diplomatique» δεν είναι ούτε κομματικό ούτε συνδικαλιστικό όργανο. Δεν είναι καν μια στρατευμένη εφημερίδα. Δεσμεύεται, όμως, από τις αξίες, τις οποίες υποστηρίζει εδώ και δεκαετίες. Έτσι, με τον τρόπο της, σκοπεύει να συνεισφέρει στην αρχιτεκτονική της εναλλακτικής διανόησης: προσπαθώντας να κάνει περισσότερο κατανοητή τη γεωπολιτική πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, πληροφορώντας για τα κοινωνικά και πολιτικά πειράματα, παίρνοντας μέρος στο διάλογο των ιδεών. Με στόχο την ανοικοδόμηση.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Ignacio Ramonet

Διευθυντής της Ισπανικής έκδοσης της «Le Monde diplomatique». Πρώην διευθυντής της «Le Monde diplomatique» (1990-2008)

Μοιραστείτε το άρθρο