Σκεπτικός, ο Γιάν Έγκελαντ -αναπληρωτής γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών για ανθρωπιστικές υποθέσεις-, συζητά με τους πρόσφυγες της βόρειας Ουγκάντα, στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2006. «Δεν θέλουμε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, θέλουμε ειρήνη», τον πληροφορεί επίμονα ο επικεφαλής στρατοπέδου όπου έχουν καταφύγει 25.000 πρόσφυγες. «Ωστόσο, πρέπει να σας αποδοθεί και δικαιοσύνη», δηλώνει επιφυλακτικά ο Έγκελαντ... «Αναμφίβολα. Όμως η δίκη πέντε ατόμων θα μας φέρει πίσω εκείνους που χάσαμε; Το ΔΠΔ μπορεί να ξαναφέρει την ειρήνη ή, μήπως, τελικά, ευνοεί τον πόλεμο;», ανταπαντά ο συνομιλητής του.
Η εξέγερση του «Στρατού της Αντίστασης του Κυρίου» (ΣΑΚ) τροφοδοτεί την πιο παλιά διαμάχη της αφρικανικής ηπείρου. Οι περίπου σαράντα διαμεσολαβήσεις δεν έχουν κατορθώσει, μέχρι στιγμής, να την τερματίσουν. Αναλαμβάνοντας δράση στα τέλη του 2003, έπειτα από πρόσκληση των αρχών της Ουγκάντα, το ΔΠΔ έχει ενοχοποιήσει πέντε στρατιωτικούς επικεφαλής για εγκλήματα πολέμου και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. (1)
Παρά τις δεκάδες χιλιάδες νεκρών σε είκοσι χρόνια, η εν λόγω δικαστική παρέμβαση πυροδοτεί έντονες διαμάχες στην περιοχή. Σύμφωνα με ορισμένους, συμπεριλαμβανομένων κάποιων θυμάτων, οι διώξεις παρεμποδίζουν την ειρηνευτική διαδικασία ανάμεσα στους αντάρτες και την κυβέρνηση, η οποία άρχισε τον Ιούλιο του 2006.
Για το ΔΠΔ, η Ουγκάντα είναι δοκιμαστικό τεστ. Το Δικαστήριο, σε ισχύ από το 2002, πρέπει να αποδείξει την αξιοπιστία του. Στην έδρα του, τη Χάγη, η πρώτη δίκη έχει ήδη ξεκινήσει: αφορά στην περίπτωση ενός Κογκολέζου, του Τομά Λουμπάνγκα. (2) Ο φάκελος του Κονγκό είχε ανοίξει και παλιότερα, όμως η διεκπεραίωσή του προχωρεί με αργούς ρυθμούς, κυρίως εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατεί στην περιοχή. (3)
Με ιδιαίτερη διακριτικότητα, το ΔΠΔ εγκαθίδρυσε τοπικό γραφείο στο κέντρο της Καμπάλα. Ο χώρος που στεγάζει τη μικρή του ομάδα μοιάζει με κρυψώνα, ενώ τίποτα δεν υποδεικνύει στον επισκέπτη το πού βρίσκεται -στους δημοσιογράφους απευθύνεται η παράκληση να θέσουν τις ερωτήσεις τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Έχοντας αναλάβει μια δύσκολη εκστρατεία ενημέρωσης των τοπικών και διεθνών αρχών αναφορικά με τον ρόλο του, το ΔΠΔ αντιμετωπίζει παντού τις ίδιες αμφιβολίες. Εδώ και πολλούς μήνες, η πολεμική εναντίον του μεγαλώνει στην Καμπάλα, αλλά και στο γειτονικό Σουδάν, το οποίο είχε πρωτοστατήσει στις ειρηνευτικές συνομιλίες το καλοκαίρι του 2006. (4)
Εκβιασμός των ανταρτών
Τον περασμένο Οκτώβρη, ο Βίνσεντ Οτι, υπ’ αριθμόν 2 στην ηγεσία του ΣΑΚ, ανακοίνωσε ότι, παρά τις προόδους που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στην Τζούμπα (νότιο Σουδάν), (5) καμία γενική συμφωνία δεν θα υπογραφεί όσο το ΔΠΔ εμμένει στις διώξεις. (6) Όπως ανέφερε, οι αντάρτες θα προτιμούσαν να πραγματοποιηθεί η δίκη τους στην Ουγκάντα... εάν τελικά πραγματοποιηθεί. Η απειλή είναι σοβαρή, καθώς είναι η πρώτη φορά -από την έναρξη της διαμάχης, το 1986- που η ειρηνευτική συμφωνία μοιάζει εφικτή.
Απέναντι στον εκβιασμό των ανταρτών, η Καμπάλα μοιάζει να βρίσκεται σε δίλημμα μεταξύ δύο άκρων. Στον περίγυρο του προέδρου Γιογουέρι Μουσεβένι, κάποιοι έχουν ήδη ζητήσει την απόσυρση των απεσταλμένων του ΔΠΔ. Η συγκεκριμένη άποψη εκφράζει και άλλες ενώσεις του Βορρά της Ουγκάντα, όπως η Acholi Religious Leaders Peace Initiative (Arlpi) ή η Save the Children in Ouganda (SCIU). Φαίνεται να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μιας μερίδας του πληθυσμού, για την οποία προτεραιότητα αποτελεί η οριστική παύση των εχθροπραξιών. Παρ’ όλα αυτά, το ΔΠΔ δεν παραιτείται της πρόθεσής του να δικάσει τους αντάρτες, αναγκάζοντας την Καμπάλα να λάβει δημοσίως θέση. Στις αρχές Οκτωβρίου 2006, οι αρχές της Ουγκάντα ενημέρωσαν γραπτώς τον δημόσιο κατήγορο του ΔΠΔ, Λουίς Μορένο-Κάμπο, ότι δεσμεύονταν για τη συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας.
Πέρα από τις φήμες και τα επίσημα δελτία τύπου, οι πρωταγωνιστές της διαμάχης της Ουγκάντα έχουν την τάση να χρησιμοποιούν το διεθνές δίκαιο σαν μοχλό προώθησης ιδίων συμφερόντων. Από την πλευρά της κυβέρνησης, η συγκεκριμένη στάση προϋπήρχε των ειρηνευτικών συνομιλιών. Αλλωστε ήταν η Καμπάλα που, αφού προσέφυγε στο ΔΠΔ τον Δεκέμβριο του 2003, έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός της ενοχοποίησης των πέντε επικεφαλής των ανταρτών. Ο τοπικός τύπος είχε ενημερωθεί σχετικά, παρ’ ότι οι διώξεις υποτίθεται ότι θα παρέμεναν μυστικές. Η «διαρροή» μετέτρεψε τις διώξεις του ΔΠΔ σε μοχλό πίεσης κατά των ανταρτών.
Τον Δεκέμβριο του 2004, σε συνέντευξη τύπου στο Λονδίνο, ο δημόσιος κατήγορος του ΔΠΔ και ο πρόεδρος της Ουγκάντα ενημέρωσαν σχετικά με τις λεπτομέρειες της διαδικασίας. Μη μπορώντας να εξασφαλίσει τη στρατιωτική νίκη, η Καμπάλα επιθυμεί, ουσιαστικά, να τεθεί στο πλευρό ενός καινούριου συμμάχου. Για τους δημόσιους αξιωματούχους της Ουγκάντα, η βαρύτητα του ΔΠΔ ως συμμάχου θα αποβεί καθοριστική σε περίπτωση νέων συνομιλιών με το ΣΑΚ. Εξάλλου, το 2005, έπειτα από τις πρώτες επαφές με τους αντάρτες, η Μπέτι Μπιγκόμπε -εκπρόσωπος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός του προέδρου Μουσεβένι- ανακοινώνει ότι εάν ο ΣΑΚ παραδώσει τα όπλα, οι αρχές θα δεσμευτούν να ζητήσουν στο ΔΠΔ να παραιτηθεί των διώξεων. (7)
Έκτοτε, ο πρωθυπουργός της Ουγκάντα δεν διστάζει, ανάλογα με την περίσταση, είτε να διατυμπανίζει την απειλή της δίκης είτε να τροφοδοτεί ελπίδες για την παύση των ενεργειών του ΔΠΔ. Στην Καμπάλα, άτομο του περίγυρου του προέδρου επιβεβαιώνει το συγκεκριμένο παιχνίδι: «Εάν ο ΣΑΚ δεχτεί να υπογράψει μία γενική ειρηνευτική συμφωνία, θα τα βρούμε με το ΔΠΔ. Θα έχουμε τότε πολύ καλό λόγο να παραιτηθεί των διώξεων και θα τα καταφέρουμε».
Το Δικαστήριο μοιάζει να υπομένει τη συμπεριφορά των αρχών της Ουγκάντα. Φαίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, ότι έχει παγιδευτεί και στη χειρότερη, ότι έχει γίνει υποχείριο. Κατά τα φαινόμενα, είναι σαν να έχει τεθεί στην υπηρεσία των αρχών της Ουγκάντα, ενώ οι αντάρτες το θεωρούν υπεύθυνο για την αναστολή των διαπραγματεύσεων. Εκφράζοντας την πρόθεσή του να συνεχίσει μέχρι τέλους τη διαδικασία, το ΔΠΔ προσπαθεί, βεβαίως, να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία του. Ωστόσο, στα μάτια εκείνων που υπερασπίζεται, έχει μετατραπεί σε πολιτικό στοίχημα για την κυβέρνηση και για τους αντάρτες. Δεν θα αποτελούσε έκπληξη, λοιπόν, εάν μέσα στις επόμενες εβδομάδες υπογραφόταν κάποια ειρηνευτική συμφωνία με αντίτιμο την επίσημη αίτηση για παύση των ποινικών διαδικασιών. Σε τέτοια περίπτωση, θα ήταν δύσκολο για το Δικαστήριο να μη συμμορφωθεί, στο μέτρο. Εάν εμμείνει αποκλειστικά στη δικαστική λογική, διακινδυνεύει να ενθαρρύνει τη συνέχιση της διαμάχης. Η Καμπάλα, που δεσμεύτηκε να συνεργαστεί μαζί του επικυρώνοντας την ιδρυτική του συνθήκη, θα βρισκόταν σε άβολη θέση σε περίπτωση που απαιτούσε τον τερματισμό των διώξεων. Όμως οι πολιτικές και ανθρωπιστικές επιταγές αναμφίβολα θα τη δικαίωναν ενώπιον του ΟΗΕ και των μεγάλων δυνάμεων.
Επιπροσθέτως, το καταστατικό του Δικαστηρίου θα μπορούσε να προσφέρει στην Ουγκάντα και δικαστικό επιχείρημα για να δικαιολογήσει τη στάση της. Αντίθετα με άλλα διεθνή δικαστήρια (όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία ή το αντίστοιχο για τη Ρουάντα), (8) το ΔΠΔ δίνει προτεραιότητα στη δικαιοσύνη των εμπλεκόμενων κρατών. Όταν τα κράτη δεσμεύονται για διώξεις χωρίς, όμως, να έχουν καθοριστεί κριτήρια για την αξιοπιστία τους, η δράση σε διεθνές επίπεδο δεν είναι πλέον εφικτή. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παρέμβει παρά μόνο σε περίπτωση αδράνειας -εκούσιας ή ακούσιας- των κρατών, ενώ οι εκατόν τέσσερις χώρες που έχουν επικυρώσει το καταστατικό του οφείλουν να το βοηθούν στο έργο του.
Ο φάκελος της Ουγκάντα φέρνει στο προσκήνιο τη νεοσύστατη διεθνή δικαιοσύνη και θα μπορούσε να προσανατολίσει τις μελλοντικές δράσεις της. Φαίνεται ότι το ΔΠΔ συναντά παρόμοιες δυσκολίες με εκείνες που αντιμετώπισαν οι προκάτοχοί του, παρ’ ότι δημιουργήθηκε με σκοπό να τις υπερβεί: όσο κι αν επιθυμεί να απονείμει δικαιοσύνη, δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στα πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα που εγείρονται. Σε κάθε περίπτωση, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της βόρειας Ουγκάντα, πολλοί δεν θα καταλάβαιναν γιατί πρέπει να επιμηκυνθούν οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής τους.