el | fr | en | +
Accéder au menu

«Ε, Μπλερ, πώς τα πας δικέ μου;»

Αδοξη αποχώρηση Μπλερ από την Ντάουνινγκ Στριτ 10

Με νέο λουκ, αλλά με παλιές συνταγές

Πριν εγκαταλείψει την πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ 10, στις 27 Ιουνίου, ο Αντονι Μπλερ επιμένει να συναντηθεί με τον Νικολά Σαρκοζί, τον νέο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτό το γεγονός είναι αποκαλυπτικό του κατά πόσον ο «μπλερισμός» μπορεί να θεωρείται «αριστερά». Σε κάθε περίπτωση, από τη δεκαετία της πρωθυπουργίας του η Ιστορία θα συγκρατήσει, κυρίως, την άνευ όρων συστράτευσή του με την Ουάσιγκτον, η οποία οδήγησε στην καταστροφική επέμβαση στο Ιράκ, αλλά και την άρνησή του να έρθει σε ρήξη με την πολιτική των συντηρητικών προκατόχων του και ιδιαίτερα της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Στις 17 Ιουλίου του 2006, στη διάσκεψη κορυφής της G8 που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πετρούπολη κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της ισραηλινής επίθεσης ενάντια στο Λίβανο, μια αδιάκριτη κάμερα κατέγραψε τον απρόσμενο διάλογο ανάμεσα στον Μπλερ και στον Τζορτζ Μπους. Σε αυτά τα πλάνα βλέπουμε τον πρόεδρο των ΗΠΑ να φλυαρεί με τον σημαντικότερο ευρωπαίο σύμμαχό του και να τον ρωτάει νωχελικά: «Ε, Μπλερ, πώς τα πας δικέ μου;».

«Το κανίς του προέδρου»

Η σύντομη συζήτηση που ακολούθησε δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα μέσα ενημέρωσης παρατήρησαν την απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος του Μπους για τα όσα του έλεγε ο βρετανός πρωθυπουργός. Η «Guardian» σχολίασε: «Ο Μπλερ εμφανίζεται λιγότερο ως ο ηγέτης μιας χώρας και περισσότερο ως συνεργάτης του Μπους που -μάταια- περιμένει το πράσινο φως από το αφεντικό του».

Αν ο Μπλερ μπόρεσε κάποτε να φανταστεί ότι διατηρούσε μια χρήσιμη «ειδική σχέση» με τον αμερικανό πρόεδρο -αντίθετα, οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν «το κανίς του Μπους»- αυτός ο σύντομος τηλεοπτικός διάλογος απέδειξε ότι ο τελευταίος δεν έπαιρνε σοβαρά αυτή την προνομιακή σχέση. Μόλις και μετά βίας θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να ανταλλάξει μερικές κοινοτοπίες, σάμπως ο συνομιλητής του να ήταν ένας τυχαίος.

Μάλιστα, η αποχώρηση του Μπλερ από την εξουσία θα συμβεί λίγες εβδομάδες μετά τις τοπικές εκλογές της 3ης Μαΐου, στις οποίες ηττήθηκε το κόμμα του χάνοντας 500 συμβούλους, ενώ οι Συντηρητικοί κέρδισαν 900. Η απώλεια της Σκοτίας, του παραδοσιακού προπύργιου των Εργατικών, στο οποίο επικράτησαν οι αυτονομιστές του Εθνικού Σκοτσέζικου Κόμματος (SNP), συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την ήττα του Μπλερ.

Η χαμηλή δημοτικότητα του Μπλερ είχε ολέθριες συνέπειες για το Εργατικό Κόμμα, καθώς ο απολογισμός των θητειών του είναι τόσο κακός ώστε μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνες του Νέβιλ Τσάμπερλεν, στη δεκαετία του 1930, και του Ιντεν, στη δεκαετία του 1950: στον κατάλογο των καταστροφικών επιλογών της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής το «Ιράκ» βρίσκεται δίπλα στο «Σουέζ». (1)

Ο κυριότερος λόγος στον οποίο οφείλεται η συντριβή του πρωθυπουργού είναι η εξωτερική πολιτική του. Μέσα σε μια εξαετία η χώρα του συμμετείχε σε πέντε συρράξεις: στο Ιράκ το 1998 με την «Αλεπού της Ερήμου», στο Κόσοβο το 1999, στη Σιέρα Λεόνε το 2000, στο Αφγανιστάν το 2001 και πάλι στο Ιράκ το 2003. Πρόκειται για ένα ρεκόρ που έχει προηγούμενο μόνο στην περίοδο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και παρ’ όλο που η τελευταία βρετανική μονάδα εγκατέλειψε τη Βοσνία το Μάρτιο του 2007, στο Κόσοβο τίποτα δεν έχει ρυθμιστεί. Κι αν η ηρεμία έχει πλέον επιστρέψει στη Σιέρα Λεόνε, το Ιράκ και το Αφγανιστάν εξακολουθούν να αποτελούν ανοιχτές πληγές, πολυδάπανες και αντιδημοφιλείς, ενώ οι βρετανοί στρατιώτες εξακολουθούν να σκοτώνονται.

Σε δύο εβδομάδες περίπου ο Γκόρντον Μπράουν θα διαδεχθεί τον Τόνι Μπλερ στην Ντάουνινγκ Στριτ. Τη σειρά του περιμένει ο Ντέιβιντ Κάμερον, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 2008. Ολοι παιδιά της Μάγκι. Όμως, η κρίση και η απώλεια της αξιοπιστίας δεν περιορίζονται στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Συμπαρασύρουν πλέον και τα ανώτατα στελέχη της διπλωματίας, της δημόσιας διοίκησης, της Δικαιοσύνης και, πιο πρόσφατα, την ηγεσία του γενικού επιτελείου. Μάλιστα οι στρατιωτικοί επέβαλαν τον περασμένο Φεβρουάριο την απόσυρση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Βασόρα, στο Νότιο Ιράκ, καθώς εκεί η προοπτική της ήττας έχει αρχίσει να διαγράφεται εντονότατα.

Στο μεταξύ ο Μπλερ περιγράφεται συχνά ως «ο κλητήρας του Μπους». Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ χειρότερη: από τα βάθη της άγνοιάς του πίστεψε ακλόνητα στην αποστολή που του είχε ανατεθεί, και μάλιστα ανεξάρτητα από τη δράση των ΗΠΑ.

Η εμμονή του έφτανε τα όρια του μυστικισμού. Πόσο μάλλον που ο Μπλερ φημίζεται για τη θερμότητα της θρησκευτικής πίστης του (ένα περίεργο αμάλγαμα καθολικισμού και προτεσταντισμού), η οποία αποτελεί παράξενο ζήτημα, όχι μόνο για το Εργατικό Κόμμα και για τη Βρετανία (που είναι σε μεγάλο βαθμό ένα ουδετερόθρησκο κράτος), αλλά και για τη δημόσια ζωή σε ολόκληρη την Ευρώπη του τέλους του 20ού αιώνα.

Οπωσδήποτε πρόκειται για έναν φιλελεύθερο ιμπεριαλιστή παλαιάς κοπής. Τα χρονικά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είναι, άλλωστε, γεμάτα με ανάλογες περιπτώσεις. Εάν δε ο Μπους είχε διστάσει να επιτεθεί στο Ιράκ, ο Μπλερ θα τον είχε παρακινήσει να επέμβει. Μάλιστα πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι η επιχειρηματολογία που πρόβαλε για να δικαιολογήσει την επίθεση ήταν πολύ πιο πειστική από εκείνη του προέδρου τους.

Στη σκιά του Αμπου Γκράιμπ

Εξάλλου, πριν από την περιπέτεια στο Ιράκ είχε προηγηθεί ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», στον οποίο ο Μπλερ είχε πρόθυμα συστρατευθεί. Κι αν κάποτε το Εργατικό Κόμμα ήταν γεμάτο νεαρούς ιδεαλιστές νομικούς (στους οποίους συγκαταλεγόταν κι ο Μπλερ), αποφασισμένους να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των ατομικών ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όλοι τους παρασύρθηκαν στη δίνη αυτού του νέου «πολέμου» που τους οδήγησε να εγκρίνουν σιωπηρά τις φρικαλεότητες που συντελέστηκαν στο Αμπου Γκράιμπ και στο Γκουαντάναμο και να συνυπογράψουν την κατασταλτική νομοθεσία που τέθηκε σε ισχύ στην ίδια τους τη χώρα.

Όμως, παρ’ όλο που το Ιράκ αποτελεί τον κυριότερο λόγο για την εχθρότητα της κοινής γνώμης απέναντι στον Μπλερ και την κυβέρνησή του, υπάρχουν και αρκετοί άλλοι. Ενώ πριν από δέκα χρόνια πίστευαν ότι θα υιοθετούσε μια προοδευτική εναλλακτική λύση απέναντι στις εξαιρετικά αντιλαϊκές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Θάτσερ σήμερα είναι προφανές ότι, αντίθετα, ο στόχος του ήταν να στηριχθεί στην κληρονομιά της «Σιδηράς Κυρίας» και όχι να την απορρίψει.

Στην εσωτερική πολιτική, το σύνολο του προγράμματος των κυβερνήσεων Μπλερ υπήρξε απλώς η προέκταση εκείνου των Συντηρητικών, και ιδιαίτερα στα ζητήματα της παιδείας, της υγείας, των ελευθεριών και της ασφάλειας. Στα σχέδιά του δεν υπήρχε η παραμικρή πρωτοτυπία: στο ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας η τριμερής συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (2) υπήρξε το μεγάλο όνειρο του συντηρητικού προκατόχου του, Τζον Μέιτζορ, το οποίο η κυβέρνηση Μπλερ υλοποίησε. Η διαδικασία της αποκέντρωσης που οδήγησε στη δημιουργία των τοπικών Κοινοβουλίων στη Σκοτία και την Ουαλία είχε και αυτό σχεδιαστεί μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια από τον προκάτοχό του, Τζον Σμιθ.

Τα «ειδικευμένα» σχολικά συγκροτήματα και οι «ακαδημίες» (που προϋποθέτουν τον έλεγχο και τη χρηματοδότηση δημόσιων θεσμών από ιδιωτικές επιχειρήσεις), η διατήρηση των grammar schools (των ελιτίστικων λυκείων που αποτελούν τα προπύργια των προνομίων της μεσαίας τάξης μέσα στο δημόσιο σύστημα) και η κατάργηση του δωρεάν χαρακτήρα των ανώτατων σπουδών, αποτελούσαν προτάσεις των Συντηρητικών.

Σε γραμμή Θάτσερ

Βέβαια, ο Μπλερ θέσπισε για πρώτη φορά κατώτατο ωρομίσθιο (5,5 λίρες, δηλαδή 7,88 ευρώ), ενώ τα τεράστια κενά στη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών που παρέλαβε τον ανάγκασαν να δημιουργήσει θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα. Ωστόσο, συνέχισε την πολιτική του περιορισμού του κράτους και των ιδιωτικοποιήσεων. Η σημαντικότερη απόδειξη του θατσερισμού της κυβέρνησης Μπλερ υπήρξε η πρωτοβουλία για την ιδιωτική χρηματοδότηση (PFI), η οποία επιτρέπει σε εταιρείες να παρέχουν υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης που έως εκείνη τη στιγμή παρείχε ο δημόσιος τομέας.

Σε όλες τις συναντήσεις των G8, ο Τόνι Μπλερ ήταν ο «κολλητός» του αμερικανού προέδρου, αυτός που στάθηκε δίπλα του στις μεγάλες αποφάσεις. Και ο Μπους είχε πάντα έναν καλό λόγο για τον βρετανό φίλο. Η PFI ήταν ένα σχέδιο του Μέιτζορ και του συντηρητικού υπουργού Οικονομικών, Νόρμαν Λαμόντ, και αποσκοπούσε στην εμπλοκή ιδιωτικών επιχειρήσεων στην κατασκευή και τη λειτουργία νοσοκομείων και σχολείων. Σε αυτές τις εταιρείες θα παραχωρούνταν δικαιώματα εκμετάλλευσης που θα έφταναν έως και τα 50 χρόνια, και η απόσβεση των δαπανών τους θα γινόταν εισπράττοντας ετήσια μισθώματα από το κράτος, δηλαδή από τους φορολογούμενους.

Αν και μερικά πιλοτικά προγράμματα αυτού του είδους είχαν τεθεί σε λειτουργία από τους Συντηρητικούς, η εξάπλωσή τους πραγματοποιήθηκε όταν υιοθετήθηκαν, το 1997, με ενθουσιασμό από τον υπουργό Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος είχε δεσμευτεί να αυξήσει τις επενδύσεις στο δημόσιο τομέα χωρίς να ξεφύγει από τους περιορισμούς για το δανεισμό του Δημοσίου που είχε κληρονομήσει από τους Συντηρητικούς. Η PFI πρόσφερε τη λύση σε ένα πρόβλημα που φαινόταν έως εκείνη τη στιγμή άλυτο, μια που η κυβέρνηση μπορούσε να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις και να μεταθέσει την αποπληρωμή τους στο απώτερο μέλλον.

Βέβαια, η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι για την κάλυψη του δανεισμού θα απαιτούνταν πολύ υψηλότερα ποσά συγκριτικά με τους παραδοσιακούς τρόπους δημόσιων επενδύσεων. Έτσι, στα τέλη του 2005 είχαν υπογραφεί συμβάσεις αυτού του τύπου των οποίων το ύψος έφθανε τα 50 δισ. λίρες και οι οποίες δέσμευαν τους φορολογούμενους να καταβάλλουν ετήσιες δόσεις 7,5 δισ. λιρών επί μια εικοσαετία. Συνεπώς, το συνολικό κόστος τους ήταν 150 δισ. λίρες.

Σήμερα η PFI έχει επεκταθεί στην κατασκευή δρόμων και φυλακών, στις τεχνολογίες της πληροφορικής, στους τομείς της κοινωνικής κατοικίας, του δημόσιου φωτισμού και των βιβλιοθηκών, ενώ ο μεγαλύτερος πελάτης της είναι το υπουργείο Άμυνας. Μάλιστα έχει επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και οι ίδιοι οι εμπνευστές της ιδέας, οι Συντηρητικοί, δηλώνουν διά στόματος του Λαμόντ ότι «η PFI είναι επικίνδυνη, διότι η ιδιωτική χρηματοδότηση αποδεικνύεται πολύ ακριβότερη».

Οι κύριοι σύμβουλοι

Ανάμεσα στους ωφελημένους των συμβάσεων PFI είναι οι αναρίθμητοι σύμβουλοι τεσσάρων μεγάλων εταιρειών: PricewaterCoopers, KPMG (πρώην Peat Marwick), Deloitte & Touche και Ernst & Young. Ομως, ούτε και οι σύμβουλοι της Accenture (πρώην Arthur Andersen), της Booz Allen Hamilton και της McKinsey έμειναν παραπονεμένοι. Από τα 50 δισ. λίρες που είχαν προβλεφθεί το 2005 γι’ αυτό το σκοπό τα 5 δισ. διατέθηκαν για αμοιβές συμβούλων.

Επιπλέον, μια από τις φιλοδοξίες του Μπλερ ήταν ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης. Η έκρηξη των συμβάσεων με ιδιώτες συμβούλους, που εμπλέκονταν σε δραστηριότητες τις οποίες μέχρι τότε αναλάμβαναν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οδήγησε σε σημαντικές αναδιαρθρώσεις της δημόσιας διοίκησης. Οι παραδοσιακοί δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί για να συμβουλεύουν τους πολιτικούς και όχι για να διαχειρίζονται προγράμματα εξαφανίστηκαν. Τα καθήκοντά τους έχουν πια αναλάβει νεαροί ιδιώτες σύμβουλοι.

Η PFI, ένα από τα πλέον προσφιλή προγράμματα του Μπλερ, αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό αντιδημοφιλής και ανίκανη να εκπληρώσει τους στόχους της. Για παράδειγμα, οι στόχοι που είχαν οριστεί για τα σχολεία και τα νοσοκομεία δεν επιτεύχθηκαν. Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας αποδείχθηκαν πολυδάπανες και ακατάλληλες. Οι νοσοκόμοι και οι εκπαιδευτικοί κατέβηκαν στο δρόμο για να διαδηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους. Πρώην σύμβουλος υπουργού μίλησε για την «αποτυχία του κράτους της εταιρείας McKinsey».

Ορισμένοι μίλησαν για το «φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας»: προσλαμβάνονται ιδιώτες σύμβουλοι για να αναλάβουν τη διαχείριση δημόσιων προγραμμάτων και, ταυτόχρονα, υψηλόβαθμα στελέχη του δημόσιου τομέα αποχωρούν με πρόωρη συνταξιοδότηση και προσλαμβάνονται από ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων.

Οι Νέοι Εργατικοί

Η πολιτική δεν συνδέεται πλέον με ιδέες αλλά με την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης. Η μοναδική επιλογή που προσφέρεται στο εκλογικό σώμα είναι το να υποδείξει τα πρόσωπα που θεωρεί ικανότερα να διαχειριστούν αυτές τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Σήμερα ο όρος «μπλερισμός» υποδηλώνει ένα πολιτικό πρόγραμμα που έχει αποτύχει. Αρχικά, όμως, το όνειρο του Μπλερ ονομαζόταν «Τρίτος Δρόμος».

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ισχυριζόταν -διαπνεόμενος από μεγάλη αισιοδοξία- ότι θα χάραζε έναν (απροσδιόριστο) δρόμο ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. Ουσιαστικά επρόκειτο, κατά κύριο λόγο, για ένα σχέδιο που είχε εισαχθεί από τις ΗΠΑ. Είχε δημιουργηθεί από το Δημοκρατικό Κόμμα της εποχής του Κλίντον και αποσκοπούσε στο να προσφέρει στις κυβερνήσεις-πελάτες της αμερικανικής αυτοκρατορίας μια διεθνιστική φιλοσοφία. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ορθολογική απάντηση στο νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον που δημιουργούσε η παγκοσμιοποίηση, η οποία θεωρείτο αμετάβλητη και αιώνια.

Στο βαθμό που κάθε κυβέρνηση από μόνη της διέθετε ελάχιστα μέσα για να επηρεάσει τις κινήσεις των χρηματαγορών στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, έπρεπε -έτσι τουλάχιστον υποστηριζόταν- να επικεντρωθούν οι κυβερνήσεις σε δράσεις οι οποίες βρίσκονταν πράγματι στο μέτρο των δυνατοτήτων τους: στην κατάρτιση των εργαζόμενων κάθε χώρας ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί, και στη δημιουργία των υποδομών που ήταν αναγκαίες για την επίτευξη αυτού του στόχου (σχολεία, συστήματα επικοινωνίας, νοσοκομεία...). Στην πράξη υπερεκτιμήθηκε η ικανότητα των κυβερνήσεων να εκπληρώσουν αυτόν τον «οδικό χάρτη», και ο «Τρίτος Δρόμος» περιορίστηκε στο επίπεδο της ρητορικής.

Η βρετανική εκδοχή του (πριν από την επινόηση του «μπλερισμού») ονομάστηκε «Νέος Εργατισμός» (New Labour). Αυτή η διατύπωση επινοήθηκε για να εκφραστεί η αποστασιοποίηση από τον «Παλαιό Εργατισμό» (Old Labour), του οποίου οι οπαδοί στιγματίζονταν ως πολιτικά και συνδικαλιστικά στελέχη παλαιότερων εποχών, προσκολλημένα στις... απαρχαιωμένες απόψεις περί πάλης των τάξεων.

Για τους μπλεριστές, ο συνδυασμός των αριστεριστών της χθεσινής και της σημερινής εποχής, που ήταν ξεκομμένοι από την πραγματικότητα της εποχής, θα έδιωχνε από το κόμμα την αναδυόμενη γενιά των μεσαίων τάξεων και των ατομικιστών που κυνηγούσαν το εύκολο χρήμα, με άλλα λόγια τους κληρονόμους της θατσερικής περιόδου. Επρεπε, λοιπόν, να επινοηθεί κάτι διαφορετικό. Ο Μπλερ πέρασε μεγάλο μέρος της καριέρας του προσπαθώντας να πολεμήσει ενάντια στην ίδια την πολιτική παιδεία του και να τη βραχυκυκλώσει.

Στροφή στην κοινωνία

Έτσι, κατάργησε κάθε διάλογο στο εσωτερικό του υπουργικού συμβουλίου και ευνούχισε το ετήσιο συνέδριο του κόμματος, το οποίο παραδοσιακά συζητούσε την πολιτική του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα μέλη του κόμματος ποτέ δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη την ιδεολογία του «Νέου Εργατισμού», ενώ είναι μάλλον απίθανο ότι αυτή θα επιβιώσει και μετά την αποχώρηση του Μπλερ. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση έχει πλέον αλλάξει, τα κορυφαία στελέχη του Εργατικού Κόμματος προσπαθούν να ενθαρρύνουν τον εσωτερικό διάλογο, ο οποίος ήταν ανύπαρκτος επί μια δεκαετία.

Εξάλλου, τα μέσα ενημέρωσης σπάνια χρησιμοποιούν πλέον τον «Νέο Εργατισμό», ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον όρο «μπλερισμός». Αυτό που άλλοτε παρουσιαζόταν ως ο ενδιάμεσος δρόμος ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό παρουσιάζεται σήμερα από τους οπαδούς του μπλερισμού ως ο «γάμος» ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και την κοινωνική δικαιοσύνη. Μάλιστα ο πρωθυπουργός μιλάει συνεχώς για «οικονομική αποτελεσματικότητα» και «κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος, τον Οκτώβριο του 2006, αυτοί οι δύο παράγοντες θεωρήθηκαν «οι εταίροι της προόδου».

Η τελευταία εκδοχή του μπλερισμού, την οποία απορρίπτει η βρετανική κοινή γνώμη, έχει μετατραπεί σε κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο τόσο της κυβερνητικής αριστεράς όσο και της δεξιάς, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μάλιστα την υιοθέτησαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τόσο η Σεγκολέν Ρουαγιάλ όσο και ο Νικολά Σαρκοζί, ενώ ακόμα και ο νέος ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος, Ντέιβιντ Κάμερον, συνέστησε ομάδα εργασίας για την «κοινωνική δικαιοσύνη», προσπαθώντας να προσδώσει στο κόμμα του μια πιο «συμπονετική» εικόνα.

Βέβαια, η έκφραση «κοινωνική δικαιοσύνη» χρησιμοποιείται κυρίως ως ρητορικό στολίδι, καθώς δεν περιέχει το παραμικρό νόημα ή κάποιο χειροπιαστό επίτευγμα. Μάλιστα, η παραμικρή πρόταση για αναδιανομή του πλούτου, κάτι που για μεγάλο διάστημα αποτελούσε τον κύριο στόχο των «Παλαιών Εργατικών», σήμερα προκαλεί τη σφοδρή αντίθεση του Μπλερ, ο οποίος κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση: τίποτε δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τη «δημιουργία πλούτου». Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται την αποδοχή των τεράστιων ανισοτήτων που αποτελούν χαρακτηριστικό του Ηνωμένου Βασιλείου, τόσο της περιόδου Μπλερ όσο και εκείνης της Θάτσερ.

Πράγματι, τα κέρδη των 100 μεγάλων εταιρειών του δείκτη Financial Times Stock Exchange (FTSE 100) έχουν επταπλασιαστεί από το 2002. Οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το 1% των πλέον εύπορων στρωμάτων του πληθυσμού κατέχει το 25% του εθνικού πλούτου, ενώ το 50% με τα χαμηλότερα εισοδήματα κατέχει μόλις το 6%.

Από τα 60 εκατομμύρια του πληθυσμού, τα 11 ζουν μέσα στη φτώχεια. Σύμφωνα δε με έκθεση της Unicef, που πραγματοποίησε έρευνα σε 21 χώρες του ΟΟΣΑ σχετικά με τις συνθήκες ζωής των παιδιών, το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην τελευταία θέση. Για τους ξεχασμένους πληθυσμούς των υποβαθμισμένων προαστίων η «κοινωνική δικαιοσύνη» είναι ένα μακρινό κι ολοένα πιο άπιαστο όνειρο.

Η κληρονομιά του Τόνι

Η δεκαετία με τον Μπλερ στην εξουσία αποτελεί είναι για τα δεδομένα της πολιτικής ζωής της Βρετανίας, μεγάλο διάστημα. Βέβαια, πολλές από τις σημαντικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη βρετανική κοινωνία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (μαζική μείωση της απασχόλησης στη βιομηχανία, άνοδος των υπηρεσιών, σχεδόν απόλυτη εξαφάνιση των αγροτών) οφείλονται περισσότερο στις γενικότερες τάσεις και λιγότερο στις κυβερνητικές πολιτικές.

Οι αλλαγές είχαν αντίκτυπο και στην πολιτική στράτευση και στο συνδικαλισμό: το Εργατικό Κόμμα έχει σήμερα μόνο 200.000 μέλη, έναντι 1.000.000 το 1950, ενώ ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργαζόμενων έχει περιοριστεί στο ήμισυ σε σχέση με το 1970. Μάλιστα η πλειονότητα των 8.000.000 συνδικαλισμένων εργάζεται στον δημόσιο τομέα. Σε κάθε περίπτωση ο Μπλερ θεωρεί τον εαυτό του ήρωα-εθνικό ηγέτη και ενδιαφέρεται σήμερα για την υστεροφημία και την «κληρονομιά» που θα αφήσει.

Πάντως, είναι πολύ πιθανό ότι μια από τις καινοτομίες που καθιέρωσε κατά τη διάρκεια της εξουσίας του θα διατηρηθεί και στο μέλλον: η ικανότητα της κυβέρνησης να χειραγωγεί τα μέσα ενημέρωσης. Ο αριθμός των υπεύθυνων Τύπου και των συμβούλων δημοσίων σχέσεων έχει αυξηθεί, από 300 το 1997, στους 1.815 σήμερα.

Ισως, όμως, οι ιστορικοί του μέλλοντος να θεωρήσουν ότι η μακροημέρωση του Μπλερ στην εξουσία οφείλει περισσότερα στη μετριότητα της αντιπολίτευσης των Συντηρητικών και λιγότερα στη δημοφιλία των «Νέων Εργατικών». Υστερα από τη θατσερική επανάσταση οι Συντηρητικοί άλλαξαν τέσσερις ηγέτες, για να καταλήξουν τελικά στον Ντέιβιντ Κάμερον, έναν κλώνο του Μπλερ, δώδεκα χρόνια νεότερό του.

Το θολό μήνυμα μετριοπάθειας και το πολύ μοδάτο «πρασίνισμα» που προβάλλει ο Κάμερον ενδέχεται να προσελκύσουν μεσαία στρώματα που έχουν απογοητευτεί από τον μπλερισμό.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Gott Richard

Δημοσιογράφος, Λονδίνο

(1Η αποτυχημένη απόπειρα εισβολής στην Αίγυπτο που οργάνωσαν ο Ιντεν και ο γάλλος πρωθυπουργός Γκι Μολέ το 1956, την επομένη της εθνικοποίησης της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ από τον Γκαμάλ Νάσερ, επιτάχυνε την κατάρρευση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

(2Συμμετείχαν οι προτεστάντες του Ολστερ, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) και η κυβέρνηση του Δουβλίνου. Μάλιστα, σήμερα, μετά τις τοπικές εκλογές της 7ης Μαρτίου στη Βόρεια Ιρλανδία, οι δύο ορκισμένοι εχθροί, ο προτεστάντης Ιαν Πέισλι και ο καθολικός Μάρτιν ΜακΓκίνες, ηγούνται σε κυβέρνηση συνασπισμού.

Μοιραστείτε το άρθρο