Αν και, ήδη από το 1962, μια σύσταση της ευρωπαϊκής κοινότητας ανέφερε τους κινδύνους καρκινογένεσης, η ολοκληρωτική απαγόρευση του αμιάντου στην Ευρώπη εφαρμόστηκε μόλις το 2005. Οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης μπορούν να χρεωθούν εξ ολοκλήρου στις πρακτικές του λόμπι που είχαν συγκροτήσει οι πρώην γίγαντες του αμιαντοτσιμέντου, (1) όπως ο ελβετοβελγικός όμιλος Eternit, (2) καθώς και στην αδράνεια των κυβερνήσεων. (3)
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, στο στόχαστρο της δικαιοσύνης βρίσκονται σήμερα οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων που δεν είχαν ενημερώσει -ή είχαν ενημερώσει ελλιπώς- το προσωπικό τους για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η έκθεσή του στον αμίαντο. Στις πρόσφατες δίκες εναντίον μεγάλων βιομηχανιών του κλάδου, οι τελευταίες συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι αγνοούσαν τους κινδύνους. (4)
Στη Γαλλία, το πλημμελειοδικείο της Λιλ, με την απόφασή του της 4ης Σεπτεμβρίου του 2006, καταδίκασε την εταιρεία Alstom Power Boilers σε πρόστιμο 75.000 ευρώ επειδή εξέθεσε τους εργαζόμενούς της στον αμίαντο την περίοδο 1998-2001. Πρόκειται για τη μεγίστη ποινή που μπορούσε να επιβάλει για το αδίκημα της «έκθεσης σε κίνδυνο της ζωής τρίτων προσώπων». Καθώς η δίωξη στρεφόταν επίσης και εναντίον του πρώην διευθυντή της εταιρείας, ο υπεύθυνος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 9 μηνών με αναστολή και σε πρόστιμο 3.000 ευρώ. Στα αστικά δικαστήρια, η εταιρεία υποχρεώθηκε να καταβάλει 10.000 ευρώ σε καθέναν από τους 150 εργαζόμενούς της. Πέρυσι, στη Σικελία, σε οκτώ υψηλόβαθμα στελέχη της Eternit επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή. Οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση. Αυτή τη στιγμή, η Εισαγγελία του Τορίνου διεξάγει ανακρίσεις μεγάλης κλίμακας, οι οποίες στρέφονται εναντίον των κορυφαίων βελγικών και ελβετικών στελεχών της εταιρείας.
Το ήξεραν νωρίς
Ο αμίαντος είναι ένα θαυματουργό γεωλογικό προϊόν, το οποίο συνδυάζει μεγάλη αντοχή και χαμηλό κόστος και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να εξορύσσεται στα ορυχεία του Καναδά, της Ρωσίας και της Νότιας Αφρικής. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι οι βιομήχανοι τον θεώρησαν μια πραγματική χρυσοτόκο όρνιθα και τον χρησιμοποίησαν για την παραγωγή χιλιάδων προϊόντων (ελενίτ, μονωτικών, υφασμάτων, φρένων κ.λπ.).
Όμως, πολύ νωρίς, ο ιατρικός κόσμος διέβλεψε την επερχόμενη καταστροφή. Ήδη από το 1906, ο γάλλος ιατρός επιθεωρητής εργασίας Ντενί Οριμπό είχε εντοπίσει τον κίνδυνο: περιέγραφε τις «πνευμονοκονιάσεις, τον μαρασμό των πνευμόνων και τις πλάκες στους πνεύμονες» που παρατηρήθηκαν στους εργαζόμενους ενός εργοστασίου ύφανσης και πλέξης αμιάντου στα περίχωρα του Κοντέ-σιρ-Νουαρό (περιοχή του Καλβαντός). Την προσοχή του τράβηξε ο θάνατος πενήντα εργατών της επιχείρησης. Παρατήρησε δε ότι η εγκατάσταση συστημάτων απορρόφησης της σκόνης επέτρεψε τη βελτίωση της κατάστασης και δημοσίευσε τα συμπεράσματά του σε ένα από τα πρώτα τεύχη του Δελτίου της Επιθεώρησης Εργασίας.
Ωστόσο, χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 για να γενικευθούν τα μέτρα πρόληψης στα εργοστάσια αμιάντου της ευρωπαϊκής ηπείρου. Βέβαια, τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή καθώς το προϊόν είναι καρκινογόνο σε βαθμό που να μην υπάρχει επίπεδο έκθεσης του ανθρώπου σε αυτήν την ουσία το οποίο να μην εγκυμονεί κινδύνους. Κι όμως, στη δεκαετία του 1970, η χρήση του αμιάντου έφθασε στο αποκορύφωμά της. Ο κλάδος γνώριζε την κατάσταση κι ωστόσο εξακολούθησε να παράγει και να πωλεί συνειδητά το κερδοφόρο δηλητήριο.
Ήδη από το 1962, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε απευθύνει στα έξι κράτη μέλη της τότε ΕΟΚ (Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) συστάσεις οι οποίες συνοδεύονταν από έναν κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών. Αυτός ο κατάλογος, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (5) δεν ανέφερε μονάχα την πνευμονοκονίαση που προκαλεί η σκόνη του αμιάντου, αλλά και τον καρκίνο του πνεύμονα. Μια έκθεση εμπειρογνωμόνων, των οποίων η γνώμη είχε ζητηθεί από την επιτροπή, περιέγραφε με λεπτομέρειες τους κινδύνους που συνεπάγεται η έκθεση στον αμίαντο. Απαριθμούσαν δε τις κυριότερες πηγές κινδύνου, όπως «η παραγωγή και η μεταποίηση προϊόντων αμιαντοτσιμέντου (για παράδειγμα τύπου Ελενίτ), οι εργασίες θερμομόνωσης ή ηχομόνωσης και η επεξεργασία αποβλήτων που περιέχουν αμίαντο». Η έκθεση υπογράμμιζε επίσης το γεγονός ότι οι ασθένειες προσέβαλλαν όσους εξετίθεντο άμεσα ή έμμεσα στον αμίαντο.
Το 1966, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέστησε να επιχειρηθεί μια ευρύτατη κοινοποίηση της έκθεσης, όχι μονάχα στις κυβερνητικές υπηρεσίες και σε ιδιωτικούς οργανισμούς αλλά και στις εργοδοτικές και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στους ιατρούς εργασίας, στα πανεπιστήμια κ.λπ.: «Η επιτροπή ελπίζει ότι η καλύτερη γνώση των κινδύνων θα συμβάλει έμμεσα -αλλά σε σημαντικό βαθμό- στην πρόληψη των επαγγελματικών ασθενειών και στη διευκόλυνση του έργου των ιατρών». (6) Ωστόσο, ενώ οι πρώτες μερικές απαγορεύσεις της παραγωγής αμιάντου θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 1970 και του 1980 στη Σουηδία και στη Δανία, χρειάστηκε να περιμένουμε το 2005 για να ισχύσει η πλήρης απαγόρευσή του στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, η χρονοτριβή αυτή αποδεικνύεται καταστροφική. Στις μέρες μας πεθαίνουν όχι μόνο οι εργαζόμενοι στον κλάδο του αμίαντου αλλά και οι οικείοι τους και όσοι κατοικούσαν κοντά σε μονάδες παραγωγής. Το 2029, στη Δυτική Ευρώπη θα έχουν πεθάνει από πνευμονοκονίαση και καρκίνο του πνεύμονα και του υπεζωκότα πεντακόσιες χιλιάδες άτομα. (7) Στα θύματα περιλαμβάνονται και άτομα που ποτέ δεν εργάστηκαν στη βιομηχανία αμιάντου.
Το πρώτο καρτέλ
Η βιομηχανία αμιάντου κατόρθωσε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της πενήντα περίπου χρόνια, χάρη στην ιδιαίτερα έξυπνη στρατηγική μάρκετινγκ και λόμπινγκ, η οποία εφαρμόστηκε ταυτόχρονα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Όπως εξηγεί ο ολλανδός δικηγόρος Μπομπ Ρίερς, ειδικός σε υποθέσεις αμιάντου, «τη διετία 1929-1930, ενώ ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό γνωστές οι παθογόνες ιδιότητες του αμιάντου, η παγκόσμια βιομηχανία αμιάντου οργανώθηκε σε καρτέλ, στις Ηνωμένες Εταιρείες Βιομηχανιών Αμιαντοτσιμέντου (SAIAC). (8) Οι επιχειρήσεις διαίρεσαν την παγκόσμια αγορά σε έναν μίνι Σύνδεσμο Εθνών ("miniature league of nations"). Η ετήσια έκθεση των Turner & Newall του 1929 αποδεικνύει με πανηγυρικό τρόπο το γεγονός. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, οι επιχειρήσεις ήταν επίσης παρούσες στις διαβουλεύσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) που αφορούσαν την αναγνώριση της σχέσης ανάμεσα στον αμίαντο και στην πνευμονοκονίαση που προκαλεί ο αμίαντος. Η βιομηχανία του αμιάντου είχε πλέον χαράξει τον δρόμο που έμελλε να ακολουθήσει. Στο εξής, θα συνέχιζε πεισματικά να αντικρούει τις ολοένα και περισσότερες επιθέσεις που θα εκδηλώνονταν εναντίον της και θα υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια τις θέσεις της».
Έφτασε μάλιστα το καρτέλ στο σημείο να τορπιλίσει τις έρευνες ορισμένων επιστημόνων. Έτσι, το 1965, ο σύνδεσμος των παραγωγών αμιάντου απαγόρευσε την πρόσβαση στα στοιχεία του στον διάσημο γάλλο πνευμονολόγο Ζιντ Τιριάφ, ο οποίος επιθυμούσε να διερευνήσει σε βάθος τις αιτίες του καρκίνου του υπεζωκότα ενός ασθενή του, που εργαζόταν στη βιομηχανία αμιάντου. Η αντιμετώπιση του Τιριάφ δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση: Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο πνευμονολόγος Ιρβινγκ Σέλικοφ απέδειξε με αδιάσειστο τρόπο τον ρόλο του αμιάντου στην εμφάνιση των καρκίνων του πνεύμονα και του υπεζωκότος.
Το 1964, η Ακαδημία των Επιστημών της Νέας Υόρκης οργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο για τις βιολογικές επιπτώσεις του αμιάντου, στο οποία προήδρευσαν οι δόκτορες Σέλικοφ και Τζέικομπ Τσεργκ. Αυτό το συνέδριο αποτέλεσε ορόσημο για τη γνώση της επικινδυνότητας της ουσίας. Από την ημερομηνία της δημοσίευσης της έκθεσης που προέκυψε από το συνέδριο, υπάρχει πλέον ομοφωνία των επιστημόνων γύρω από το πρόβλημα.
Ο Σέλικοφ ανέλαβε να γνωστοποιήσει αυτούς τους κινδύνους στη βιομηχανία: συνέταξε εκθέσεις και δημοσίευσε πολλά κείμενα, ενώ τα συμπεράσματά του αναφέρθηκαν και από πολλά επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Όπως μαθαίνουμε από έγγραφα της εσωτερικής αλληλογραφίας της βιομηχανίας του αμιάντου, η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στο να τον θεωρήσει ο κλάδος «επικίνδυνο άνθρωπο». (9)
Μετά το διεθνές συνέδριο του 1964, η αμερικανική πολυεθνική Owens Corning κυκλοφόρησε το εξής εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα: «Αυτή τη στιγμή, αυτό που μας απασχολεί είναι να κατορθώσουμε να βρούμε έναν τρόπο για να εμποδίσουμε τον Σέλικοφ να μας δημιουργήσει προβλήματα και να επηρεάσει τον κύκλο εργασιών μας». (10)
Κοινή στρατηγική
Κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Διάσκεψης των Οργανώσεων για την ενημέρωση σε ζητήματα αμιάντου, που πραγματοποιήθηκε στις 24 και 25 Νοεμβρίου του 1971 στο Λονδίνο, οι βιομήχανοι του αμιάντου συζήτησαν πλέον την κοινή στρατηγική τους. (11)
Ο πρόεδρος Φ. Χόου της Επιτροπής Ενημέρωσης για τον Αμίαντο [Asbestos Information Committee με έδρα το Μάντσεστερ (12) συμβούλευσε τους συναδέλφους του να συνεργαστούν στη διαμόρφωση της αυστηρότερης πολιτικής που συζητούνταν εκείνη την εποχή: «Πρόκειται για τον απλούστερο τρόπο για να αντιταχθούμε στην υιοθέτηση αυστηρών μέτρων και για να επηρεάσουμε τη νομοθεσία». Προβλέποντας δε ότι οι επιθέσεις ενάντια στον αμίαντο θα πολλαπλασιάζονταν, κάλεσε τους συναδέλφους του να αναλάβουν κοινή δράση: να δημιουργήσουν ένα λόμπι, μια επιτροπή δράσης, που θα συνεργαζόταν με μια καλή εταιρεία δημόσιων σχέσεων και με έναν ειδικευμένο εκπρόσωπο Τύπου.
Οι στρατηγικές της επικοινωνίας που χρησιμοποιήθηκαν από τους οπαδούς του αμίαντου μοιάζουν πολύ με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν από τις καπνοβιομηχανίες κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Άλλωστε, συνεργάζονταν με το ίδιο γραφείο δημόσιων σχέσεων, τους Hill and Knowlton. Σύμφωνα με τον Ζαν Πολ Τεϊσονιέρ, τον δικηγόρο των θυμάτων του αμιάντου στη Γαλλία, «οι παραγωγοί αμιάντου υλοποίησαν το 100% των όσων ελέχθησαν κατά τη διάρκεια εκείνης της διάσκεψης. Έτσι, το νέο νομοθετικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε στη Γαλλία το 1977 ήταν λιγότερο αυστηρό από το αντίστοιχο βρετανικό που είχε υιοθετηθεί το 1966. Οι βρετανικές ενώσεις των θυμάτων του αμιάντου χαρακτήρισαν τον νόμο μας "άδεια διάπραξης φόνων"».
Οι πολυάριθμες αγωγές που κατατέθηκαν τα τελευταία χρόνια φέρνουν στη δημοσιότητα τα εσωτερικά έγγραφα των βιομηχανιών αμιάντου. Αυτά τα ντοκουμέντα μάς δίνουν μια ιδέα των αμαρτημάτων του κλάδου: πράγματι, τα μέλη του SAIAC συνεδρίαζαν τακτικά για να καταστρώσουν στρατηγικές και για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των επιστημόνων, των συνδικάτων, του τύπου και των κυβερνήσεων. Κάθε φορά που οι Βέλγοι και οι Ελβετοί ιθύνοντες της Eternit οργάνωναν μια πανευρωπαϊκή συνάντηση, η ημερήσια διάταξη περιείχε πάντα το θέμα «αμίαντος και υγεία».
Κατά τη διάρκεια της Επισκόπησης της Κατάστασης που οργανώθηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1979 στο Παρίσι, οι εκπρόσωποι των παριστάμενων επιχειρήσεων δήλωσαν: «Αποδείχθηκε αναγκαίο να επενδυθούν σημαντικά ποσά για να υποστηριχθεί το λόμπι του αμιάντου σε διάφορα επίπεδα στην Ευρώπη απέναντι στους εργαζόμενους, στα συνδικάτα, στους πελάτες και στον πολιτικό κόσμο. Μακροπρόθεσμα, το συμφέρον της βιομηχανίας του αμιάντου είναι να αναζητήσει προϊόντα που θα υποκαταστήσουν τον αμίαντο. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να μην εγκαταλείψει τον αμίαντο καμία εταιρεία». (13)
Πίεση στην ΕΟΚ
Η στάση που έπρεπε να υιοθετηθεί απέναντι στην ΕΟΚ καθορίστηκε κατά τη διάρκεια της Επισκόπησης της Κατάστασης της 24ης Φεβρουαρίου του 1981 που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η πλειονότητα όσων συμμετείχαν στη διάσκεψη «αισθανόταν ότι ο κλάδος οφείλει να αγωνιστεί για τον αμίαντο στην Ευρώπη. Οι δράσεις μας οφείλουν να εστιαστούν στο να εμπλέξουμε τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην υπόθεσή μας, ιδιαίτερα εάν στην εκλογική τους περιφέρεια υπάρχουν εργοστάσια αμιάντου. Πρέπει επίσης να οργανώσουμε δράσεις για να τονώσουμε την εμπιστοσύνη των ατόμων και των φορέων από τους οποίους εξαρτώνται οι παραγγελίες μας (αρχιτέκτονες, μελετητικά γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες) αλλά και των χρηστών βασικών προϊόντων αμιάντου». (14)
Προτού ισχύσει τελικά -μετά από μεγάλη καθυστέρηση- η απαγόρευση του αμιάντου στην Ευρώπη, δόθηκε μια επίπονη μάχη, η οποία διέφερε από χώρα σε χώρα. Έτσι, στην Ιταλία, κινητοποιήθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο συνδικαλιστής Νικόλα Ποντράνο [Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGIL)] δεν άργησε να υποψιαστεί τι συνέβαινε όταν βρέθηκε, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, σε ένα εργοστάσιο αμιάντου: «Στον δρόμο για τη δουλειά, διασταυρωνόμουνα σχεδόν καθημερινά με κηδείες. Το εργοστάσιο του Καζάλε έμοιαζε ήδη ετοιμόρροπο. Δύο μήνες μετά την πρόσληψή μου εντάχθηκα στο συνδικάτο. Εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο να πείσεις τους εργαζόμενους. Από αυτή τη δουλειά έβγαζαν το ψωμί τους. Ωστόσο, η κοινή λογική υπερίσχυσε. Τι να τον κάνεις τον μισθό όταν σε σκοτώνει η δουλειά που κάνεις;»
Σχεδόν είκοσι φορές, οι εργαζόμενοι πήγαν με λεωφορεία έως τη Ρώμη και κατασκήνωσαν μπροστά στο ιταλικό Κοινοβούλιο και στα εμπλεκόμενα υπουργεία. Απαιτούσαν φίλτρα, μάσκες και περισσότερο υγιεινές συνθήκες εργασίας. Οργάνωσαν μακροχρόνιες απεργίες και προκάλεσαν την επιβράδυνση της παραγωγής. Όλα αυτά μέχρι το 1992 που ψηφίστηκε ο νόμος ενάντια στη χρήση του αμιάντου.
Ο Μπρούνο Πέσκε, πρώην γραμματέας της συνδικαλιστικής οργάνωσης CGIL, δηλώνει αγανακτισμένος: «Το δράμα μας συνεχίζεται εδώ και 25 χρόνια. Απαιτούμε από τα πρώην διευθυντικά στελέχη της Eternit τουλάχιστον να αποζημιώσουν αξιοπρεπώς τα θύματα. Ωστόσο, για την ώρα, δεν το έχουμε κατορθώσει. Το σημαντικό είναι να κινηθούν συντονισμένα τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι και οι περίοικοι».
Η έρευνα Γκουαρινιέλο
Οι οικογένειες των θυμάτων του Καζάλε έχουν εναποθέσει σήμερα όλες τις ελπίδες τους στον εισαγγελέα Ραφαέλε Γκουαρινιέλο, ο οποίος, από το δικαστικό μέγαρο του Τορίνου συγκεντρώνει εδώ και πέντε χρόνια αποδεικτικό υλικό ενάντια στα διευθυντικά στελέχη του παλαιού εργοστασίου αμιαντοτσιμέντου της Eternit. Ο Σέρτζιο Μπονέτο, ο δικηγόρος που μάχεται εδώ και αρκετά χρόνια για τη δικαίωση των θυμάτων του αμιάντου, εξηγεί: «Ο βέλγος βαρόνος Λουί ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Eternit Βελγίου) κατηγορείται από κοινού με τους Ελβετούς Τόμας και Στέφαν Σμιντχάινι (διευθυντικά στελέχη της Eternit Ελβετίας) για σοβαρότατα αδικήματα που αφορούν τον ρόλο που διαδραμάτισαν σε αυτήν την υπόθεση. Ελπίζω ότι θα υπάρξει ένας συμβιβασμός πριν από τη δίκη. Εάν όμως ο εισαγγελέας εναντιωθεί σε οποιονδήποτε χρηματικό διακανονισμό της υπόθεσης, τελικά θα διεξαχθεί η δίκη. Προσωπικά, θα προτιμούσα έναν συμβιβασμό που θα εξασφάλιζε την αποζημίωση των θυμάτων. Η φυλάκιση των κορυφαίων διευθυντικών στελεχών δεν θα μας προσφέρει σήμερα κάτι το σημαντικό».
Στην Ολλανδία, τα θύματα του αμιάντου απολαμβάνουν αυτήν τη στιγμή τα οφέλη που τους εξασφάλισε ένας παρόμοιος συμβιβασμός. Όπως δήλωσε ο δικηγόρος Μπομπ Ρίερς, ο οποίος την τελευταία δεκαπενταετία έχει εκπροσωπήσει 1.500 θύματα του αμιάντου (ανάμεσά τους και δεκάδες θύματα της Eternit), «ο διακανονισμός δεν επιτεύχθηκε εύκολα. Δεν ήταν εύκολο να πείσουμε τους εργάτες να προχωρήσουν σε δικαστικές διεκδικήσεις. Αισθάνονταν σαν να χτυπούσαν την ίδια τους τη δουλειά, μέσα στο εργοστάσιο όπου δούλευαν. Μετά από μεγάλη επιμονή, το 1989, τρεις χήρες πρώην εργατών του εργοστασίου του Γκουρ έδειχναν πρόθυμες να καταθέσουν μήνυση ενάντια στην Eternit. Τότε, η Eternit πρότεινε μια λογική αποζημίωση και οι χήρες τη δέχθηκαν».
Από εκείνη τη στιγμή, οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη συσσωρεύονται. Σχεδόν κάθε φορά η Eternit υποχωρεί. Οπως εξηγεί ο Ρίερς, «το 1999 η Eternit είχε χάσει τόσο πολλές δίκες, που εγκατέλειψε την προσπάθεια και πρότεινε έναν διακανονισμό για τους πρώην εργαζόμενούς της, χωρίς να χρειάζεται πλέον να καταθέσουν αγωγή τα θύματά της. Η Eternit καταβάλλει μια γενική αποζημίωση (ύψους 48.000 ευρώ) και μια αποζημίωση για ήδη διαπιστωθείσα σωματική βλάβη, η οποία σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ανέλθει και στις 200.000 ευρώ. Μερικά χρόνια αργότερα, η Eternit πρότεινε επίσης και έναν συμβιβασμό για τα μέλη των οικογενειών των πρώην εργαζομένων της. Πριν από έξι μήνες, επιτεύχθηκε επίσης ένας διακανονισμός για τα θύματά της που δεν είχαν δουλέψει στην επιχείρηση, υπό τον όρο να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις».
Όμως, γιατί άραγε στον χάρτη της Ευρώπης υπάρχουν δύο σκοτεινές κηλίδες, οι χώρες όπου έως πολύ πρόσφατα το πρόβλημα του αμιάντου εμφανιζόταν σπανιότατα στην πολιτική ημερήσια διάταξη; Σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πρόκειται για το Βέλγιο και την Ελβετία, τις χώρες όπου έχει την έδρα της η δικέφαλη Eternit, η οποία διοικείται από δύο οικογένειες επιχειρηματιών, τους Σμιντχάινι και τους Εμσάν.
Οι μέτοχοι της Eternit Βελγίου ανήκουν στην παλαιότερη αριστοκρατία της χώρας και στην αφρόκρεμα του επιχειρηματικού κόσμου. Η οικογένεια Εμσάν ήταν, από τις αρχές κιόλας του περασμένου αιώνα, μια πλούσια οικογένεια επιχειρηματιών, η οποία απολάμβανε της γενικής εκτίμησης, ακόμα και της βασιλικής αυλής.
Οικογενειακή υπόθεση
Η οικογένεια αποτελείται από διάφορους κλάδους, καθένας από τους οποίους εκπροσωπείται ή εκπροσωπήθηκε με αρκετά μέλη στα ηγετικά κλιμάκια των εταιρειών της Eternit: ο βαρόνος Λουί ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν, οι Ζαν-Μαρί, Στανισλάς και Κλοντ Εμσάν, ο Πολ Ζανσέν ντε Λεμπάν... Η Eternit χαρακτηριζόταν από μια επιχειρηματική κουλτούρα με ελάχιστη διαφάνεια -η εταιρεία (όπως και ο σημερινός όμιλος Etex) δεν εισήχθη ποτέ στο χρηματιστήριο-, ήταν οργανωμένη με φεουδαρχικό τρόπο και τα ανώτατα διευθυντικά της κλιμάκια διατηρούσαν στενές σχέσεις με εξέχοντες πολιτικούς. Πολύ πιο στενές από εκείνες που διατηρούσαν με τον μέσο εργαζόμενο.
Στο Βέλγιο, μονάχα οι μισθωτοί που ασθένησαν εξ αιτίας του αμιάντου τυγχάνουν αποζημίωσης από το Ταμείο Επαγγελματικών Ασθενειών. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οικείοι των μισθωτών και οι περίοικοι αφέθηκαν στην τύχη τους.
Όμως, μια πρόσφατη σειρά άρθρων του τύπου δημιούργησε μεγάλο θόρυβο. Έτσι η βελγική κυβέρνηση αποφάσισε να διαθέτει κάθε χρόνο -από το 2007- δέκα εκατομμύρια ευρώ σε ένα Ταμείο για τα Θύματα του Αμιάντου. Το εάν τη χρηματοδότησή του θα αναλάβει μονάχα το Δημόσιο ή θα συμβάλει σε αυτήν και η βιομηχανία του αμιάντου θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στο Κοινοβούλιο.
Παρά το γεγονός ότι το σκάνδαλο του αμιάντου αφορά ένα συλλογικό παράπτωμα, οι πρώην επιχειρήσεις του κλάδου στο Βέλγιο δεν έχουν πολλούς λόγους να φοβούνται τις αξιώσεις των εργαζομένων τους για αποζημίωση. Με βάση μια συμφωνία που συνήψαν η κυβέρνηση, οι βιομηχανίες του κλάδου και τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι που απευθύνονται στο Ταμείο Επαγγελματικών Ασθενειών δεν μπορούν να στραφούν δικαστικά ενάντια στα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων. Εκτός κι αν κατορθώσουν να αποδείξουν ότι οι παραλείψεις τους οφείλονταν σε πρόθεση. Έτσι, μέχρι σήμερα, στα αστικά δικαστήρια εκκρεμεί μονάχα μία δίκη.
Στην Ελβετία επικρατεί η ίδια κατάσταση. Η οικογένεια Σμιντχάινι διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο με την οικογένεια Εμσάν. Οι αδελφοί Τόμας και Στέφαν Σμιντχάινι ελέγχουν μεγάλο τμήμα της ελβετικής οικονομίας. Ο Στέφαν Σμιντχάινι υπήρξε σημαντικός μέτοχος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Swissair, της Nestle, του τραπεζικού ομίλου UBS, της πολυεθνικής εταιρείας κινητήρων Asea Brown Boveri και της Swatch. Ο Τόμας Σμιντχάινι ελέγχει τον γίγαντα της τσιμεντοβιομηχανίας Holcim (πρώην τράπεζα Holder). Ο Στέφαν Σμιντχάινι, πρώην διευθυντικό στέλεχος της Eternit Ελβετίας, αρνείται κάθε ευθύνη και υπερηφανεύεται σήμερα ότι αποτελεί μια από τις ατμομηχανές της αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης. (15) Ωστόσο, στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου, η σημερινή διοίκηση της Eternit Ελβετίας δημιούργησε ένα ίδρυμα για την αποζημίωση των θυμάτων που μπορούν να αποδείξουν ότι η ασθένειά τους προκλήθηκε από τον αμίαντο της Eternit και ότι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Τα κονδύλια αυτού του ιδρύματος περιορίστηκαν στα 900.000 ευρώ.
Όμως, οι πολυάριθμες δίκες και αιτήσεις αποζημίωσης δεν θα θέσουν τέρμα στο πρόβλημα στην Ευρώπη. Πρέπει να αποσυρθούν τόνοι αμιάντου, τόσο από κατοικίες ιδιωτών όσο και από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και δημόσια κτίρια. Όμως, σπάνια -για να μην πούμε ποτέ- η πρώην βιομηχανία του αμιάντου αναλαμβάνει τις δαπάνες που συνεπάγεται η εξυγίανση των κτιρίων, ενώ οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και η Δημόσια Διοίκηση βρίσκονται φορτωμένοι με τα «απόβλητα».
Η σειρά των φτωχών
Εάν εκείνη την εποχή η βιομηχανία γνώριζε την αρχή της πρόληψης και την είχε εφαρμόσει, ο αριθμός των θυμάτων του αμιάντου δεν θα είχε φθάσει ποτέ σε παρόμοια επίπεδα. Μπορούμε ωστόσο να αναρωτηθούμε κατά πόσον η βιομηχανία γενικά και η Ευρώπη ειδικότερα έχουν αποκομίσει τα αναγκαία διδάγματα από αυτό το δράμα. Όταν άρχισε σταδιακά να απαγορεύεται ο αμίαντος σε διάφορες χώρες, οι δυτικές βιομηχανίες πούλησαν τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους στις αναπτυσσόμενες χώρες ή τους χορήγησαν άδειες εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας τους.
Όπως δήλωσε ο Ξαβιέ Ζονκχίερ, πρόεδρος της Βελγικής Ένωσης των Θυμάτων του Αμιάντου (ABEVA), στη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου του 2005, «ο αμίαντος αποτελεί πρόβλημα για όλες τις χώρες, είναι ένα γιγάντιο χταπόδι που απλώνει παντού τα πλοκάμια του. Στο εξής, αυτό που απαγορεύεται στις χώρες μας επιτρέπεται αλλού, εκεί όπου το εργατικό δίκαιο δεν επιβάλλει τόσους περιορισμούς, εκεί όπου τα επίπεδα προστασίας των εργαζομένων είναι σχεδόν ανύπαρκτα, εκεί όπου το λόμπι του αμιάντου παραμένει ισχυρό». (16)
Και μια χώρα «υπόδειγμα», όπως ο Καναδάς, συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τα ορυχεία αμιάντου που διαθέτει. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα σταματήσει μέχρι να εξαντληθούν τελείως τα κοιτάσματά τους.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»