Έχει κάτι το εκπληκτικό η πορεία που, με περπατησιά αγριόγατας, οδήγησε τον Νικολά Σαρκοζί στην προεδρία της δημοκρατίας. Η αναμφισβήτητη πολιτική εξυπνάδα που επέδειξε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο συνδυασμός ισχυρής θέλησης, αυταρχισμού, προσωποποίησης, πρόκλησης, εθνικισμού και φιλελευθερισμού, μαζί με τη λαμπρή ρητορική δεινότητα και τον έξυπνο χειρισμό των επικοινωνιακών μέσων, του επέτρεψαν -χάρη και στη μαζική υποστήριξη από την οικονομική εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης- να επιβληθεί με προφανή άνεση.
Το στοιχείο που κατέπληξε, επιπλέον, είναι η ιδεολογική αυθάδεια που επέδειξε στη διαμάχη γύρω από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Οι αναλυτές αναρωτιούνταν μήπως εξαιτίας της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα όρια της γραμμής αυτής έχουν μετακινηθεί. Ο Σαρκοζί έκανε την τομή. Και απέδειξε, με τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, ότι η περίμετρος της δεξιάς περικλείει, πλέον, και σημαντική μερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, τουλάχιστον τη «σοσιαλ-φιλελεύθερη» πτέρυγά του. (1) Υπ’ αυτό το πρίσμα, η νέα εκτελεστική εξουσία (τέσσερα μέλη της οποίας, μάλιστα, προέρχονται από την αριστερά - οι Μπερνάρ Κουσνέρ, Ερίκ Μπεσόν, Ζαν-Πιέρ Ζουγιέ και Μαρτέν Χιρς) αντικατοπτρίζει, απλώς, τη δεξιά στροφή της γαλλικής κοινωνίας.
Παράδοξη στροφή, γιατί τα κοινωνικά προβλήματα δεν έπαψαν να υφίστανται και, από το 1995, οι εργατικοί αγώνες εξακολουθούν, σε έναν κόσμο που έχει πληγεί από την ανασφάλεια, τις υπεργολαβίες, τις μετακινήσεις εταιρειών σε φθηνότερες περιοχές και από την ανεργία. Η εποχή του «γκολισμού» φτάνει στο τέλος της, και έρχεται εκείνη του «σαρκοζισμού», δηλαδή ενός γαλλικού λαϊκισμού που -σαγηνεύοντας με την ψευδαίσθηση της κινητικότητας και της «ανοιχτής» προσέγγισης, χαρακτηριστικά που βαφτίζονται «σύγχρονα», ακόμη και «προοδευτικά»- έχει στόχο να συνενώσει στους κόλπους του όλα τα ρεύματα της δεξιάς: από τις λεπενικές έως τις κεντρώες και σοσιαλ-φιλελεύθερες εκδοχές της. Κύριες πηγές έμπνευσής του είναι το αμερικανικό ρεπουμπλικανικό, νεοσυντηρητικό μοντέλο, ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ στην Ισπανία. Τρία πολιτικά μοντέλα που, ειρήσθω εν παρόδω, απορρίφθηκαν πρόσφατα από τους ψηφοφόρους των αντίστοιχων χωρών όπου είχαν επικρατήσει.
Η νέα αποτυχία της αριστεράς συνιστά, καταρχήν, ιδεολογική ήττα. Το γεγονός ότι λόγω στασιμότητας και απομάκρυνσης από τα λαϊκά στρώματα ή λόγω ανικανότητας δεν κατόρθωσε να εκπονήσει νέα πολιτική θεωρία για την οικοδόμηση μιας δικαιότερης Γαλλίας, αποδείχθηκε, τελικά, αυτοκαταστροφικό. Και, μάλιστα, σε συνθήκες κατάλυσης των κοινωνικών δομών, πριν από δεκαπέντε χρόνια, εξαιτίας της βίαιης κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και της καταστροφικής ανόδου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Η αριστερά έχασε τη μάχη των ιδεών. Και αυτό συνέβη από τότε που, ως κυβέρνηση, πάγωσε τους μισθούς, έκλεισε εργοστάσια, μείωσε θέσεις εργασίας, διέλυσε βιομηχανικούς κλάδους και ιδιωτικοποίησε μέρος του δημόσιου τομέα. Εν ολίγοις, από τότε που, ενάντια στη φύση της, αποδέχθηκε την ιστορική αποστολή της να «προσαρμόσει» τη Γαλλία στην παγκοσμιοποίηση και να την «εκσυγχρονίσει» εις βάρος των μισθωτών και προς όφελος του κεφαλαίου. Εκεί βρίσκεται η ρίζα της ήττας.
Από την άλλη πλευρά, η επίρριψη της ευθύνης γι’ αυτόν τον αποπροσανατολισμό στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, τα οποία πράγματι αποτελούν σήμερα τον κεντρικό ιδεολογικό μοχλό του συστήματος, προδίδει παιδική αφέλεια ή αδυναμία των στελεχών της. Γιατί η νέα ιεραρχία των εξουσιών, όπως εδραιώθηκε από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τοποθετεί απροκάλυπτα στην κορυφή, ως πρώτη εξουσία, την οικονομική, επικουρούμενη από τα μέσα ενημέρωσης, τους μισθοφόρους της.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και στο πλαίσιο της δημοκρατίας της κοινής γνώμης, το κυρίαρχο δίδυμο έχει τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, η οποία κατακτάται μόνο με τη συναίνεσή του. Το προφανές αυτό γεγονός δεν ελήφθη υπόψη, ούτε από τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία, παρά τον πλούτο των προτάσεών της, συχνά πρόσφερε το ανησυχητικό θέαμα της διάσπασης και του εγωτισμού.
Για το σύνολο της αριστεράς, η συγκεκριμένη ήττα είναι αποφασιστικής σημασίας. Σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και την εξαναγκάζει να προβεί σε αναθεώρηση εκ βάθρων, ώστε να οικοδομήσει, επιτέλους, όπως συνηθίζεται να λέγεται στις μέρες μας στη Λατινική Αμερική, τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».