Θα ήταν ωστόσο παράδοξο να βλέπει κανείς ότι η αμερικανική Δεξιά θα εμπνέεται αύριο από την πολιτική στρατηγική του νέου προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας. Θα μιμηθούν τον ίδιο τους τον αντικατοπτρισμό στον καθρέφτη; Γιατί από την άποψη της εκλογικής στρατηγικής ο Σαρκοζί ήταν μάλλον ο προικισμένος μαθητής των πολιτικών τεχνικών που αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ εδώ και σαράντα χρόνια, παρά ο εμπνευστής μιας νέας αλχημείας προορισμένης στην εξαγωγή. Επιμονή στο θέμα του εθνικού εκπεσμού, της ηθικής παρακμής ώστε να προετοιμασθούν τα πνεύματα σε μια φιλελεύθερη θεραπεία σοκ (“η τομή”) αγώνας ενάντια σε μία “μοναδική σκέψη της Αριστεράς”, κατηγορούμενη ότι εγκιβώτισε την οικονομία και καταδίκασε σε ατροφία τον δημόσιο διάλογο «γκραμσιανού” τύπου πνευματικός επανεξοπλισμός μιας Δεξιάς ήδη αρκετά “αποενοχοποιημένης” ώστε να μπορεί να επιδεικνύει τους πολυεκατομμυριούχους φίλους της (και τα κότερά τους) επαναπροσδιορισμός του κοινωνικού ζητήματος με τρόπο ώστε η γραμμή διαχωρισμού να μη φέρνει αντιμέτωπους τους πλούσιους και τους φτωχούς, το κεφάλαιο και τηνεργασία, αλλά δύο μερίδες του “προλεταριάτου”, εκείνη που ”δεν μπορεί πλέον να προσπαθεί” και την “δημοκρατία των παροχών” κινητοποίηση του συντηρητικού “κοσμάκη”, του οποίου ισχυρίζονται ότι είναι η περήφανη, αν και περιφρονημένη έκφραση πολιτικός βολονταρισμός, απέναντι σε μια κυβερνώσα ελίτ που σταύρωσε τα χέρια. Η αμερικανική Δεξιά δεν έχει καμιά ανάγκη να περάσει τον Ατλαντικό, ώστε ο κύριος Σαρκοζί να της διδάξει τέτοιες συνταγές. Της αρκούν οι δικοί της, από την εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Σαρκοζί, εμπλουτίζοντας τις πολιτικές του αναφορές στον Ζαν Ζωρές, τον Λεόν Μπλουμ και τον Γκυ Μοκέ, βάλθηκε να επαναλάβει τη θεματική των πιο πετυχημένων από τους δημοκρατικούς προέδρους της Γαλλίας.
Συχνά, η εικόνα της παρακμής έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Το επείγον μιας έκκλησης για τάξη επιβάλλεται πιο φυσικά όταν η αναρχία βασιλεύει στην γερασμένη παράγκα. Το 1968 ο υποψήφιος της αμερικανικής Δεξιάς Νίξον προβάλλει αποφασιστικά στον πολιτικό του λόγο τη ”σιωπηλή πλειοψηφία”, που δεν δέχεται πλέον να βλέπει τη χώρα της να πέφτει στο χάος. Έρχονται δυο πολιτικές δολοφονίες, του Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κέννεντυ η επίθεση στο Τετ, των βιετναμέζων κομμουνιστών, σήμαινε ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη χάσει τον πόλεμο. Ο Νίξον, λοιπόν, προσκαλούσε τους συμπατριώτες τους να ακούσουν ”μιαν ήρεμη φωνή μέσα στη χασμωδία των κραυγών. Είναι η φωνή της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών, των λησμονημένων Αμερικανών, αυτών που δεν κραυγάζουν, αυτών που δεν διαδηλώνουν. Δεν είναι ούτε ρατσιστές ούτε άρρωστοι. Δεν είναι υπαίτιοι για τα δεινά που πλήττουν τη χώρα”.
Ο Σαρκοζί εκμεταλλεύτηκε τις ταραχές στα παρισινά προάστια (Οκτώβριος 2005), ταραχές με δραματική ένταση και δύσκολα συγκρινόμενες με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, για να ξαναπιάσει ένα παρόμοιο με τον Νίξον ανάγνωσμα αυτής της θυελλώδους εποχής. Τον Οκτώβριο του 2006 στη Σάρβιλ-Μεζιέ, στην περιοχή των Αρδενών, δοξολογεί «τη Γαλλία που πιστεύει στην προσπάθεια και την αξιοκρατία, τη Γαλλία την σκληραγωγημένη στον κόπο, τη Γαλλία για την οποία δεν μιλούν ποτέ γιατί δεν παραπονιέται, γιατί δεν καίει αυτοκίνητα —δεν μπορείς να σπάσεις κάτι που το πλήρωσες τόσο ακριβά— γιατί δεν μπλοκάρει τα τρένα, τη Γαλλία που βαρέθηκε να μιλούν στο όνομά της”.
Τέσσερις μήνες αργότερα στη Μασσαλία προτρέπει ένα τεράστιο πλήθος ”να εκφράσει τα αισθήματα αυτής της σιωπηλής πλειοψηφίας”. Όπως ο Νίξον, ο Ρέηγκαν και ο Μπους πριν απ αυτόν, ο Σαρκοζί θα λογαριάσει ότι ”καμιά εκστρατεία δεν κινητοποιεί αν απλώς και μόνον αναλώνεται σε μια λιτανεία ευσεβών πόθων, συμβατικών και τελικά πληκτικών”. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, λόγια αγώνα [...]. Τον Δεκέμβριο του 2005, ενθαρρυμένος από τον πάταγο που προκαλούσε η καθεμιά από τις προτάσεις του (και προκλήσεις) ο Σαρκοζί υπενθύμισε ότι η στρατηγική του ήταν διμέτωπη. ”Θα είμαστε υπερήφανοι αν γίνουμε το κόμμα του κινήματος κι όχι της αδράνειας. Οι σοσιαλιστές έγιναν συντηρητικοί”.
Εχθροί, έλεγε, είναι εκείνοι που διακηρύσσουν ότι όλα επιτρέπονται, ότι δεν υπάρχει αυθεντία, ότι η ευγένεια τελείωσε, ότι ο σεβασμός χάθηκε, ότι δεν υπάρχει ιερό και όσιο, τίποτε το θαυμαστό, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις.
Απέχοντας παρασάγγας από τον πολυσυλλεκτικό λόγο του τότε προέδρου Ζακ Σιράκ αλλά επίσης μακριά από τον ακαταλαβίστικο, συναισθηματικό και “συμμετοχικό” λόγο της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, συνονθύλευμα ευσεβών πόθων και προθέσεων ατάκτως ερριμένων και γρήγορα λησμονημένων, ο Σαρκοζί με τον δικό του λόγο σημάδεψε τα πνεύματα. Ισχυρίστηκε ότι η Αριστερά, ”κληρονόμος του Μάη του 1968, από τη μια μεριά διέλυσε το σχολείο του Ζυλ Φερρύ (πρωθυπουργός που εισήγαγε το λαϊκό και υποχρεωτικό σχολείο), προκάλεσε την κρίση της εργασίας, ξεσήκωσε το μίσος για την οικογένεια, την κοινωνία, το κράτος, το έθνος, τη Δημοκρατία”. Και συγκεκριμενοποίησε τα παραπάνω, λέγοντας ότι ”προετοίμασε τον θρίαμβο του άπληστου σε βάρος του επιχειρηματία, του σπεκουλαδόρου εις βάρος του εργαζομένου και δεν σταμάτησε να δίνει συγχωροχάρτια στην αλητεία”.
Σ αυτά συμπυκνώνεται μια παλιά συνταγή της Δεξιάς: για να μην επεκταθεί στο ζήτημα των οικονομικών συμφερόντων, πράγμα που θα ήταν θεμιτό έστω κι αν υπερασπίζεται κανείς τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας του πληθυσμού, πρέπει να φανεί αδέκαστος στο ζήτημα των αξιών: τάξη, σεβασμός, αξιοκρατία, θρησκεία. Η επιχείρηση γίνεται ακόμη πιο εύκολη όταν η Αριστερά αρνείται να καταδείξει τους αντιπάλους της. Μια μέρα ο Φρανσουά Ολάντ άφησε να του ξεφύγει ότι οι σοσιαλιστές θα τα έβαζαν με τους “πλούσιους”. Έτσι επέτρεψε στους συντηρητικούς να καλλιεργήσουν τη διχόνοια ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις που, σε γενικές γραμμές, είναι περισσότερο διχασμένες πάνω στο ζήτημα της ηθικής και της πειθαρχίας παρά στην αναγκαιότητα ενός καλού ημερομισθίου [...].
Όπως ο Ρήγκαν στις ΗΠΑ, ο Σαρκοζί ποτέ δεν δίστασε να αντιπαραθέσει την ενεργητικότητά του στην “αδράνεια”, στην “ακινησία” των προκατόχων του. Υπαινισσόμενος τον Ζακ Σιράκ, αυτός που ήταν υπουργός του επί των Εσωτερικών, την 14η Ιουλίου 2005 έφερε το παράδειγμα ”του Λουδοβίκου 16ου που έδειχνε τις κλειδαριές στις Βερσαλλίες ενώ η Γαλλία έβραζε”. Ωστόσο, από την άποψη της δημόσιας αδράνειας, οι σοσιαλιστές δεν ήταν υπεράνω υποψίας. Στον βαθμό που επέμεναν στην απραξία, που συνηγορούσαν στο ότι κάθε πρόβλημα ήταν σύνθετο και απαιτούσαν μια συνολική, ευρωπαϊκή αντιμετώπιση, διακηρύσσοντας συνεχώς ότι ”το κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, αποδίδοντας την ολιγοψυχία τους σε ένα λαϊκό εκλογικό σώμα σημαδεμένο από την παγκοσμιοποίηση, τη μοιρολατρία και την εγκαρτέρηση”, προκάλεσαν την αντεπίθεση του υποψηφίου της δεξιάς. ”Δοκιμάσαμε τα πάντα, έλεγε ο Μιτεράν. Αλλα όμως όχι ενάντια στην ανεργία δεν δοκιμάστηκαν τα πάντα. Θυμάμαι τον Λιονέλ Ζοσπέν που διακήρυσσε στην διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας: “ένας υπεύθυνος πολιτικός άνδρας δεν μιλά για το νόμισμα”. Για μένα αυτός που λέει κάτι τέτοιο είναι ο πραγματικός ανεύθυνος. Δεν υπάρχει ούτε μια χώρα στον κόσμο που το νόμισμά της να μην είναι εργαλείο οικονομικής πολιτικής”.
Ιδιαίτερα εκτιμούμενη στις βιομηχανικές περιοχές, τις ευρισκόμενες σε κρίση, μια βολονταριστική ομιλία του υποψήφιου προέδρου ήταν λίαν ευπρόσδεκτη ”Δεν μ αρέσει η πολιτική που περιορίζεται στη διαχείριση. Δεν μ αρέσει η πολιτική που είναι πεπεισμένη ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν μ αρέσει η πολιτική που θα ήθελε ο κόσμος να είναι αυτό που οφείλει να είναι. Δεν αγαπώ την πολιτική όταν λέει: δοκιμάσαμε τα πάντα. Δεν μ αρέσει αυτή η πολιτική δεν πιστεύω σ αυτή την πολιτική”.
Στο Σαιν-Ετιέν, ο Σαρκοζί πρόσθεσε ακόμα: ”Η πολιτική είναι ανίσχυρη όταν δεν θέλει τίποτε. Όταν δεν θέλουμε τίποτε δεν μπορούμε τίποτε. Εγώ θέλω πολλά και θα μπορέσουμε μαζί πολλά”. Βεβαίως, ο Σιράκ χρησιμοποίησε αυτού του είδους τα λόγια, πριν δώδεκα χρόνια. Και εξελέγη. Κι ας είμαστε σίγουροι: ας είναι καλά η Ευρώπη ο νέος πρόεδρος δεν θα μπορέσει επίσης να τα κάνει όλα. Και προπαντός δεν πρέπει να στενοχωρηθούν οι δισεκατομμυριούχοι φίλοι του: ”Λένε [οι αριστεροί]: Να πληρώσει το κεφάλαιο. Αλλά αν το κεφάλαιο πληρώνει πολλά, φεύγει”.
Η εκδήλωση μιας θέλησης τομής επιβάλλει να καθοδηγήσει κανείς τη μάχη των ιδεών. Η Δεξιά δεν ήταν ποτέ τόσο ηλίθια όσο το νομίζει η Αριστερά, καθώς επαναπαύεται με κείμενα υπογραφών διανοουμένων και καλλιτεχνών που εκφράζονται υπέρ τους χωρίς ωστόσο να προκαλούν καμιά άλλη αντίδραση παρά σαρκασμούς και αδιαφορία. Υποψήφιος σχεδόν σίγουρος από το 2003 στο στρατόπεδό του ο Σαρκοζί, όπως οι συντηρητικοί Αμερικανοί πριν απ αυτόν, οικοδόμησε το ιδεολογικό του corpus, πράγμα που του επέτρεψε μια τομή μ αυτό που ονομάζει σοσιαλδημοκρατική ηθικολογία και να υποκαταστήσει σ αυτήν ”όλα όσα η ρεπουμπλικανική Δεξιά δεν τολμούσε πια να κάνει γιατί ντρεπόταν να είναι η Δεξιά”. Κι ύστερα άρχισε να βελτιώνει το πρόγραμμά του εβδομάδα την εβδομάδα.
”Μια ιδέα, για να περάσει στη χώρα”, εξηγούσε, ”πρέπει να εμπνέει τα πνεύματα, τουλάχιστον επί ένα χρόνο”. Ένας χρόνος είναι πολύ λίγος αλλά ο εκλεγείς πρόεδρος είχε τη συνδρομή των μήντια, της εργοδοσίας, των υπουργείων. Βοηθήθηκε πολύ από τα συνθήματα του διαφημιστή Νικολά Μπαβερέζ και πολλών επιγόνων στο θέμα ”η Γαλλία παρακμάζει εξαιτίας μιας “πολιτικής ευθανασίας της εργασίας”“. Διέσχισε, λοιπόν, την έρημό του και, τελικά, συνάντησε τη μια όαση μετά την άλλη. Και ο πολιτιστικός πόλεμος θέσεων μετατράπηκε σε Blitzkrieg (κεραυνοβόλος πόλεμος). Άλλωστε, πού ήταν ο εχθρός; ”Αναζητώ”, ειρωνεύτηκε μια φορά ο Σαρκοζί με βαναυσότητα, ”να συγκριθώ με τον ηγέτη του πρώτου κόμματος της αντιπολίτευσης στη Γαλλία. Ποιες είναι οι νέες ιδέες που πρόβαλε ο Φρανσουά Ολάντ εδώ και τέσσερα χρόνια;”.
Δυο μεγάλοι της φιλοσοφίας της πράξης χρειάστηκε να δοκιμαστούν σ ένα πολύχρονο αγώνα: ο υπερνεοφιλελεύθερος Φρήντριχ Χάγεκ (1899-1992) που “σκέφτηκε το αδιανόητο”, ανέμενε περίπου τριάντα χρόνια προτού πολιτικοί ηγέτες όπως η Θάτσερ, ο Ρήγκαν, ο Πινοσέτ μπόρεσαν να μετατρέψουν τις αναλύσεις του σε πράξεις. Ο άλλος ήταν ο ιταλός κομμουνιστής Αντόνιο Γκράμσι. Πέθανε στη φυλακή (1937) όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία. Αλλά αυτοί οι δύο μεγάλοι διανοούμενοι ήρθαν σε ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία του καιρού τους. Δεν διέθεταν ούτε τη TF1 ούτε το περιοδικό Le Point, ούτε το ράδιο Europe 1 ως ηχεία αναμετάδοσης.
“Ενστερνίστηκα την ανάλυση του Γκράμσι”
Πιστός στην επίμονη στρατηγική του να αναφέρεται στους πιο απρόσμενους συγγραφείς, ο κ. Σαρκοζί προτίμησε να συντονίσει το βήμα του με τον ιταλό κομμουνιστή παρά με τον ακραία φιλελεύθερο αυστροαμερικανό. ”Κατά βάθος”, έλεγε λίγο πριν από την εκλογή του, ενστερνίστηκα την ανάλυση του Γκράμσι: η εξουσία κερδίζεται με ιδέες. Είναι η πρώτη φορά που κάποιος άνθρωπος της Δεξιάς δίνει αυτήν τη μάχη. Το 2002, 15 μέρες προτού αναλάβω το Υπουργείο Εσωτερικών, συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου άρχισε να μου επιτίθεται ως εξής: Ο Σαρκοζί κάνει πόλεμο στους φτωχούς. Τότε σκέφτηκα: ή θα σταματήσω και δεν θα μπορέσω πια να κάνω τίποτα, ή θα συμμετάσχω στην ιδεολογική μάχη, δείχνοντας ότι η ασφάλεια τίθεται, πρώτα απ όλα, στην υπηρεσία των φτωχών. Από το 2002 ανέλαβα λοιπόν μια μάχη για την υπεροχή στο πεδίο των ιδεών. Όλα τα βράδια μιλάω για το σχολείο, αποκηρύσσοντας την κληρονομιά του 1968. Αποκηρύσσω τον ιδεολογικό, πολιτισμικό, ηθικό σχετικισμό... Και η βιαότητα της Αριστεράς εναντίον μου προέρχεται από το γεγονός ότι κατάλαβε περί τίνος πρόκειται”.
Προτάσσοντας από το 1960 και μετά τα “έντονα χρώματα σε παστέλ τόνους”, ο Ρέηγκαν προηγήθηκε του Σαρκοζί και διέψευσε όσους πολιτικούς αναλυτές αντιλαμβάνονται την κατάκτηση της εξουσίας ως αιώνιο αγώνα προς το Κέντρο. Στην πραγματικότητα, πρότεινε “μια επιλογή, όχι μια ηχώ”. Στην περίπτωσή του όμως, η ανάληψη του ρίσκου να χαρακτηριστεί ακραίος είχε το τίμημά της: την υποχρέωση, από το 1954 ως το 1962, να εκφωνεί εκατοντάδες λόγους που υμνούσαν τον καπιταλισμό, με την ιδιότητα του περιοδεύοντος αντιπροσώπου της General Electric. Και, ακόμη, το τίμημα να περιμένει σχεδόν 15 χρόνια μέχρι να επιβληθεί στους Ρεπουμπλικανούς και εισέλθει στον Λευκό Οίκο. Μόλις έγινε πρόεδρος, ανέφερε συχνά με θέρμη το όνομα του Τζων Κένεντυ, ξεχνώντας ότι το 1960 είχε πολεμήσει τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος, γράφοντας στο Νίξον: ”Κάτω από τη νεανική του εμφάνιση κρύβονται οι γερασμένες ιδέες του Καρλ Μαρξ. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο στην αντίληψη [του Κένεντυ] για ένα παντοδύναμο κράτος. Ο Χίτλερ αποκαλούσε το δικό του εθνικοσοσιαλισμό”. Οι μελλοντικές επιλογές του κ. Σαρκοζί θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε αρκετά σύντομα αν στο εξής θα εκτιμά τον Ζωρές όσο ο Ρήγκαν λάτρευε τον Κένεντυ.
Συχνά, τίθεται το ερώτημα της ειλικρίνειας. Μπορεί άραγε να ισχυριστεί κανείς, για παράδειγμα, ότι τον καταδιώκει η “πολιτική ορθότητα”, όταν διετέλεσε υπουργός τα τέσσερα από τα πέντε τελευταία χρόνια και όταν διαθέτει μονίμως τόσο γερά ερείσματα στην εργοδοσία και στα ΜΜΕ; Κι εδώ ακόμα, κάποια αμερικανικά προηγούμενα μας βοηθούν να απαντήσουμε. Το 1961, ο δοκιμιογράφος και λογοτέχνης Άιν Ραντ, ένας μετανάστης από τη Σοβιετική Ένωση, τα βιβλία του οποίου πουλιόνταν σε εκατομμύρια αντίτυπα, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο “Η πιο κατατρεγμένη μειονότητα της Αμερικής: η big business”. Ας θυμηθούμε ότι την εποχή εκείνη, οι Μαύροι των ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ασκήσουν πάντα τα εκλογικά τους δικαιώματα... Σύμβολο της επαρχιακής μικροαστικής τάξης, ο Νίξον θεωρούσε τον εαυτό του παραγκωνισμένο από τη δυναστεία των Κένεντυ και από τα μεγάλα ΜΜΕ που εκστασιάζονταν μπροστά σε αυτήν τη φωτογενή οικογένεια αριστοκρατών της ανατολικής ακτής. Ο κ. Μπους, παρόλο που σπούδασε πρώτα στο Γέηλ και μετά στο Χάρβαρντ, έβλεπε κι αυτός τον εαυτό του για καιρό σαν εξεγερμένο, κάπως άξεστο μικρό Τεξανό, σαστισμένο μέσα σ έναν κόσμο προοδευτικών σνομπ.
Δήμαρχος του Νεγί και εκπρόσωπος του λαού
Στις αναμνήσεις της, η Πέγκυ Νούναν, συντάκτρια ορισμένων από τους διασημότερους λόγους του Ρήγκαν, συμπυκνώνει σε δύο προτάσεις αυτό το φάντασμα της Αριστεράς, του μόνιμου αποστάτη — το οποίο δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν δεκαετίες ρεπουμπλικανικής εξουσίας: ”Οι άνθρωποι με ρωτάνε πάντα πώς μια γυναίκα της γενιάς μου μπόρεσε να γίνει συντηρητική. Μου είναι δύσκολο να πω πότε ξεκίνησε η δική μου εξέγερση”. Λίγες σελίδες πιο κάτω, ειρωνεύεται, και η ειρωνεία της στρέφεται κατά των Δημοκρατικών. ”Τα είχαν όλα δικά τους, και 50.000 δολάρια το χρόνο στην ηλικία των 32 και παρ όλα αυτά ένιωθαν μονίμως κατατρεγμένοι”. Να λοιπόν ένα ωραίο πορτρέτο... Στα 32 του, ο κ. Σαρκοζί που παρουσιάζεται ως αιώνιος παρίας, ήταν ήδη δήμαρχος του Νεγί, μιας από τις πλουσιότερες πόλεις της χώρας. Είναι φανερό ότι η ψυχολογική φλυαρία έχει κατακλύσει τον γαλλικό πολιτικό λόγο: η παραμικρή πληγή στον αθώο έρωτα ενός εφήβου μεταμορφώνει στο εξής το παιδί καλής οικογενείας σε μάρτυρα. Κατόπιν, πολύ λίγο χρειάζεται για να ξανανοίξει το τραύμα: ”Από το 2002, δήλωσε πριν μερικές βδομάδες ο κ. Σαρκοζί, βρέθηκα στο περιθώριο ενός συστήματος που δεν με ήθελε για πρόεδρο του UMP, που απέρριπτε τις ιδέες μου ως υπουργού Εσωτερικών και αμφισβητούσε τις προτάσεις μου”. Και αυτήν τη φορά ο έφηβος θριάμβευσε.
Είναι εκ των προτέρων δύσκολο για έναν υποψήφιο που έχει την υποστήριξη της εργοδοσίας, που ανακοινώνει τη δραστική μείωση του φόρου εισοδήματος, την ελάττωση ή την κατάργηση του φόρου κληρονομιάς και φορολογικές ελαφρύνσεις σε βάρος της κοινωνίας, να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του λαού. Γνωρίζουμε ότι στις ΗΠΑ το κατόρθωμα πραγματοποιήθηκε εν μέρει από τον Ρήγκαν, και πιο πρόσφατα από τον Μπους. Για να βεβαιωθούμε, θα αρκούσε να δούμε την άνοδό τους σε εκβιομηχανισμένες πολιτείες που βρίσκονται σε κρίση, η οποία για καιρό αποδίδεται στους Δημοκρατικούς (Μίσιγκαν, Δυτική Βιρτζίνια).
Η επιτυχία τους οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επίκληση του εθνικού και πατριωτικού αισθήματος (αντικομουνισμός, κατόπιν αντιτρομοκρατία), στη φορολογική δυσαρέσκεια του “μικροεισοδηματία” έναντι του “μεγαλοϊδιοκτήτη”. Για να μην ξεχνάμε, φυσικά, την πρόσδεση στις “παραδοσιακές ηθικές αξίες” (εναντίωση στις εκτρώσεις, στην ομοφυλοφιλία) και την απόρριψη της δικαστικής “επιείκειας” που παρουσιάζεται ως βασικός τροφοδότης του εγκλήματος και της βίας. Η παλέτα του κ. Σαρκοζί είναι εμπνευσμένη απ αυτό το ρεπερτόριο, αφήνοντας στην άκρη τις ξεκάθαρες αναφορές στις θρησκευτικές αξίες, ακόμα και αν στα μάτια του νέου προέδρου ”τα πνευματικά ζητήματα υποβαθμίστηκαν υπερβολικά σε σχέση με τα κοινωνικά”.
Η επιτυχία όμως της Δεξιάς, αμερικανικής και γαλλικής, στα λαϊκά στρώματα δεν εξηγείται μόνο από το προσωπικό χάρισμα και την απήχηση των εκπροσώπων της. Κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων και των ηγετών τους, γεγονός που οδήγησε μερίδα των χαμηλοεισοδηματιών ψηφοφόρων να βιώσουν τη σχέση τους με την πολιτική και την κοινωνία πιο ατομικιστικά. Ο λόγος περί “επιλογής”, “αξίας”, “αξίας της εργασίας”, είχε ως στόχο ιδίως αυτό το κοινό: θέλουν να διαλέξουν (το σχολείο τους, τη γειτονιά τους) για να μην είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται ό,τι χειρότερο υπάρχει θεωρούν ότι αξίζουν και δεν ανταμείφθηκαν ποτέ πιστεύουν ότι δουλεύουν σκληρά και κερδίζουν λίγα, μετά βίας παραπάνω από τους άνεργους και τους μετανάστες Τα προνόμια των πλουσίων τους φαίνονται τόσο μακρινά που δεν τους απασχολούν σοβαρά.
Ο κ. Σαρκοζί αρνήθηκε ότι ”αυτοί που δεν θέλουν να κάνουν τίποτα, αυτοί που δεν θέλουν να δουλέψουν ζουν σε βάρος αυτών που ξυπνούν νωρίς και εργάζονται σκληρά”. Αντέταξε τη Γαλλία “που ξυπνά νωρίς” στη Γαλλία των “επιδοματούχων”, αλλά ποτέ σε εκείνη των εισοδηματιών. Συχνά, κατά το αμερικανικό πρότυπο, πρόσθετε και μια εθνοτική και φυλετική διάσταση στην παραπάνω αντίθεση μεταξύ των κατηγοριών του λαού που περιέγραφε, αποβλέποντας στην παραγωγή εκλογικών κερδών. Έτσι, στης 22 Ιουνίου 2006 στο Άγκεν, η παρακάτω αποστροφή της ομιλίας του τού εξασφάλισε τις πιο παρατεταμένες επευφημίες: “Και σ αυτούς που συνειδητά επέλεξαν να ζουν από την εργασία των άλλων, που νομίζουν ότι τους χρωστάνε τα πάντα χωρίς οι ίδιοι να χρωστάνε τίποτα σε κανέναν, σ αυτούς που τα θέλουν όλα αμέσως χωρίς να κάνουν τίποτα, που αντί να κοπιάζουν για να κερδίσουν τα προς το ζην προτιμούν να ψάχνουν σε παρερμηνείες της Ιστορίας ένα φαντασιακό χρέος που η Γαλλία ανέλαβε απέναντί τους και δεν το πλήρωσε ποτέ, σ αυτούς που προτιμούν να υποδαυλίζουν μνήμες για να απαιτούν μια αποζημίωση που κανείς δεν τους χρωστάει αντί να προσπαθήσουν να ενταχθούν στο σύστημα με το μόχθο και την εργασία τους, σ αυτούς που δεν αγαπούν τη Γαλλία, που της ζητούν τα πάντα χωρίς να θέλουν να της δώσουν τίποτα, σ αυτούς λοιπόν λέω ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν στην εθνική επικράτεια”.
Σχολιάζοντας τις προεδρικές εκλογές που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, η κ. Νούναν, η Ρεπουμπλικανή εξεγερμένη, βίωσε μια νέα μεταστροφή: ”Είναι μια παρηγοριά να μπορεί κανείς να θαυμάζει εκ νέου τη Γαλλία. Όχι μόνο γιατί είχε τη φρόνηση να διαλέξει έναν συντηρητικό, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο το έκανε”.
«Η ΑΥΓΗ»
Μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης, Αμαρυλλίς Λογοθέτη