Την επομένη του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών, η πλειονότητα των δημοσιογράφων του τύπου, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ζακ Αταλί της εφημερίδας «L’ Express», γιόρτασε πανηγυρικά τον διπολισμό της γαλλικής πολιτικής ζωής γύρω από δύο «μετριοπαθείς» σχηματισμούς. Διπολισμός ο οποίος υποτίθεται ότι, επιτέλους, θα μετατρέψει τη Γαλλία σε μια «σύγχρονη δημοκρατία» (1).
Η νομενκλατούρα των μέσων ενημέρωσης ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από τα άσχημα αποτελέσματα των υποψηφίων που τοποθετούνται στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, στη στήλη του «Bloc-Notes», η περιθωριοποίηση του αντιφιλελεύθερου ρεύματος επέτρεψε να «διασπαστεί η αριστερά για να νικήσει τη δεξιά», να «αρθεί η ομωνυμία που ταυτίζει με το όνομα... "Αριστερά"... τόσο τους κληρονόμους του Λένιν όσο και σε εκείνους του Ζορές» (2).
Μετά το αποτέλεσμα και του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών οι ίδιοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης άρχισαν να θρηνούν τη «δογματική ακινησία» του Σοσιαλιστικού Κόμματος και την «αμέλειά του έναντι του κεντρώου χώρου». Σύμφωνα με τον Ζακ Ζουλιάρ, υποδιευθυντή του περιοδικού «Nouvel Observateur», η Ρουαγιάλ έχασε «γιατί η αριστερά τοποθετείται πολύ αριστερά για να διευρυνθεί και να συμπεριλάβει το κέντρο, τον μοναδικό χώρο όπου θα μπορούσε να βρει ερείσματα». Ακόμη και όταν εκφέρεται από έναν παλιό ιστορικό όπως ο Ζουλιάρ, ο λόγος περί «εκσυγχρονισμού» και διεύρυνσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι κυρίως... ιδεολογικός. Παραβλέποντας τη σημασία της «χρήσιμης ψήφου» στο αποτέλεσμα της Ρουαγιάλ στον πρώτο γύρο, η συγκεκριμένη θέση υπονοεί ότι δεν υφίστανται πλέον «ενισχύσεις» στα αριστερά των σοσιαλιστών. Όμως, πάνω απ’ όλα, παρόλο που η ανάλυσή του προβάλλεται ως καινοτόμος, επαναλαμβάνει στην πραγματικότητα ένα πολύ παλιό τροπάριο. Για την ακρίβεια, το ζήτημα του «ανοίγματος» έχει τεθεί άπειρες φορές στην ιστορία του σοσιαλισμού. Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, το αντίτιμο υπήρξε βαρύ σε επίπεδο πολιτικής αλλά και εκλογικών αποτελεσμάτων:
Ανάμεσα στον Μάιο του 1947 -μετά την αποπομπή των κομουνιστών υπουργών από τον πρόεδρο του σοσιαλιστικού συμβουλίου, Πολ Ραμαντιέ- και την επιστροφή του στρατηγού Ντε Γκολ στην εξουσία, η χώρα διοικείται από την «τρίτη δύναμη». Πρόκειται για τον συνασπισμό των σοσιαλιστών και των κεντρώων, που θεωρούνται «καταδικασμένοι να συμβιώσουν», αντιμέτωποι με τις επιθέσεις των γκολιστών και των κομουνιστών. Η κυβέρνηση αρχίζει τους πολέμους κατά της Ινδοκίνας και της Αλγερίας. Καταστέλλει, επίσης, σειρά απεργιών, πολλές φορές με αγριότητα, μεταξύ των οποίων και εκείνη των μεταλλωρύχων, στο διάστημα 1947-1948. Στις ύστατες στιγμές του, το 1958, το συγκεκριμένο καθεστώς δεν έχει πλέον καθόλου υποστηρικτές, ούτε καν στους κόλπους των σοσιαλιστών.
Αναμένοντας την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας διά της καθολικής ψηφοφορίας, το 1965, κάποιοι «εκσυγχρονιστές» δημοσιογράφοι της «L’Express» (οι Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σράιμπερ και Φρασουάζ Ζιρού) και ορισμένοι τεχνοκράτες από τη λέσχη Ζαν Μουλέν προσπαθούν, από τον Σεπτέμβριο του 1963, να επιβάλουν στο γαλλικό τμήμα της Εργατικής Διεθνούς (SFIO, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της εποχής) την υποψηφιότητα του Γκαστόν Ντεφέρ. Ο τελευταίος είχε εκλεγεί σε δήμαρχος της Μασσαλίας χάρη σε μια τοπική συμμαχία σοσιαλιστών και κεντρώων. Ελπίζουν, έτσι, να δημιουργήσουν μια νέα «τρίτη δύναμη», ικανή να γίνει φορέας της αυξανόμενης τάσης για συνασπισμό του SFIO με το Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ). Το σχέδιο αποτυγχάνει! Εκμεταλλευόμενος το κενό που δημιουργείται, ο Φρανσουά Μιτεράν γίνεται ο υποψήφιος της ενωμένης αριστεράς ήδη από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 1965. Παίρνει, τότε, το 32,24% των ψήφων, έναντι του 42,72% του Ντε Γκολ ο οποίος κι επανεκλέγεται.
Μαθήματα λιτότητας
Το 1969, ο δήμαρχος της Μασσαλίας συμμετέχει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές με την υποστήριξη του Πιέρ Μεντές Φρανς, στον οποίο είχε υποσχεθεί την πρωθυπουργία σε περίπτωση νίκης. Ο ιδεολογικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική «λιτότητα» είναι, για ακόμη μια φορά, στην ημερήσια διάταξη. Όπως αφηγείται κάποιος παρατηρητής, «βλέπουμε και τους δύο να κάθονται πίσω από ένα τραπέζι, σαν δάσκαλοι που παραδίδουν μαθήματα οικονομικών με έμφαση στις στατιστικές» (3). Το εκλογικό σκορ (5,08% των ψήφων) αποδεικνύεται ακόμη πιο ταπεινωτικό, δεδομένου ότι ο κομουνιστής υποψήφιος -ο Ζακ Ντικλό, 73 ετών, καπάτσος και χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές ανησυχίες περί ορθολογικής διαχείρισης- συγκεντρώνει το 21,52% των ψήφων.
Έχοντας δημιουργηθεί το 1969, ως απότοκος της παρέκκλισης του Ντεφέρ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα επιλέγει να συνενώσει την αριστερά στο συνέδριο του Επινέ, το 1971. Η συγκεκριμένη στρατηγική το οδηγεί, δέκα χρόνια αργότερα, στη νίκη της 10ης Μαΐου 1981. Και ο Ντεφέρ γίνεται υπουργός Εσωτερικών. Το ζήτημα των συμμαχιών τίθεται εκ νέου το 1984, όταν οι κομουνιστές εγκαταλείπουν την κυβέρνηση. Οι σοσιαλιστές που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή στο διάστημα 1981-1986, γίνονται το ηγεμονικό κόμμα της αριστεράς. Ωστόσο, ήδη από την προηγούμενη χρονιά, έχει σημειωθεί «στροφή προς τη λιτότητα» που, φέρνει πιο κοντά σοσιαλιστές και κεντρώους.
Τον Ιούνιο του 1984, ο κεντροδεξιός δημοσιογράφος Αλέν Ντιαμέλ, νιώθει την ανάγκη να συγχαρεί τον πρωθυπουργό για τη μέχρι τότε πορεία του: «Από το 1981 ώς το 1984, ο Φρανσουά Μιτεράν κατάφερε μία άψογη ιδεολογική μεταστροφή προς τη Δεξιά» (4). Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ο κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν, διακεκριμένος διανοούμενος της «δεύτερης αριστεράς» (5), δήλωνε και αυτός επίσης ικανοποιημένος: «Η αξία της κυβέρνησής μας έγκειται στην ικανότητά της να μας απαλλάξει από τη σοσιαλιστική ιδεολογία μας. (...) Δεν είναι ο σοσιαλ-κομουνιστικός συνασπισμός που θα μεταμορφώσει τη Γαλλία, είναι η συμμαχία της εκσυγχρονιστικής αριστεράς, που επιθυμεί την κοινωνική δικαιοσύνη, με το καινοτόμο φιλελεύθερο ρεύμα που είναι ανοιχτό στον διεθνή ανταγωνισμό» (6).
Επρόκειτο για συμβουλή; Στις 17 Ιουνίου 1984, κατά τη διενέργεια των ευρωπαϊκών εκλογών, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν παίρνει παρά το 20,75% των ψήφων, ενώ ο κομουνιστής σύντροφός του συγκεντρώνει μετά βίας τις μισές (11,20%). Αντιθέτως, η δεξιά θριαμβεύει με 43,02% και το Εθνικό Μέτωπο - ανύπαρκτο τρία χρόνια νωρίτερα- μετατρέπεται σε σημαντική πολιτική οντότητα χωρίς καν να προσπαθήσει (με 10,95%). Τον Μάιο του 1988, έπειτα από δύο χρόνια τεταμένης συμβίωσης με την κυβέρνηση της δεξιάς και εκμεταλλευόμενος την εξοργιστική συμπεριφορά της, ο Φρανσουά Μιτεράν επανεκλέγεται στα Ηλύσια.
Η ρεβάνς του Μιτεράν
Ο πρωθυπουργός του, Μισέλ Ροκάρ, ενσωματώνει στην ομάδα που θα υλοποιήσει το «άνοιγμα» -πρόκειται για την ορολογία της εποχής- τον Μπερνάρ Κουσνέρ, όπως και προσωπικότητες του κεντρώου χώρου (Ζαν-Πιέρ Σουασόν, Ολιβιέ Στιρν, Μισέλ Ντιραφούρ). Ο πρώτος είναι δημοφιλής σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αλλά ανίκανος να εκλεγεί σε οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα τον βάζουν να διεκδικήσει. Όσο για τους άλλους δύο, είχαν συμμετάσχει, κατά την διάρκεια της επταετίας του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν (1974-1981), και στις κυβερνήσεις των Ζακ Σιράκ και Ρεϊμόν Μπαρ.
Στα απομνημονεύματά του, ο Πιέρ Μορουά, γενικός γραμματέας των σοσιαλιστών το 1981, αναφέρεται σε εκείνη την εποχή: «Για λίγο καιρό, η νίκη της 8ης Μαΐου (1988) δεν σήμαινε για τους σοσιαλιστές παρά την απάρνηση των ίδιων των αξιών τους. (...) Το ΚΚΓ έβλεπε το "άνοιγμα" ως αναβίωση της "τρίτης δύναμης", την οποία κατήγγελλε ως τάση εδώ και χρόνια. Μου ήταν πολύ δύσκολο να θεωρήσω ότι είχαν άδικο, όσο οι συνθήκες αυτού του ανοίγματος παρέμεναν συγκεχυμένες και, από πολλές απόψεις, ανεξήγητες» (7).
Στη Ματινιόν (8), ο Ροκάρ ηγείται μιας πολιτικής γραμμής που αμφισβητείται στο ίδιο του το στρατόπεδο. Τον Σεπτέμβριο του 1989, ο υπουργός Μεταφορών, Μισέλ Ντελεμπάρ, εκτιμά, για παράδειγμα, ότι οι σοσιαλιστές θα είχαν άδικο να ασκούν την εξουσία «για να τους επιδοθεί, σε μερικούς μήνες ή σε λίγα χρόνια, το παράσημο καλής διακυβέρνησης σύμφωνα με τα κριτήρια της δεξιάς» (9). Μετά την αποπομπή του το 1991, ο Ροκάρ προτείνει, σε λόγο που εκφώνησε στο Μονλουΐ-σιρ-Λουάρ στις 17 Φεβρουαρίου 1993, ένα «πολιτικό big bang». Ο πρώην πρωθυπουργός προσκαλεί τους συντρόφους του να εγκαταλείψουν τις «μονολιθικές απόψεις», την «τυπολατρεία της κλειστής κοινωνίας» και την «κοσμοθεωρία που βασίζεται αποκλειστικά στις σχέσεις παραγωγής, στις ταξικές σχέσεις». Με αφετηρία την αυστηρή αυτή διάγνωση, προτείνει «ένα ευρύ κίνημα, ανοιχτό και σύγχρονο», το οποίο θα περιλαμβάνει «όλους όσοι θεωρούνται μεταρρυθμιστές στην οικολογία, υπέρμαχοι μιας κοινωνικής παράδοσης στον κεντρώο χώρο, πραγματικοί καινοτόμοι στον κομουνισμό, καθώς και όλους εκείνους που σήμερα υπεραμύνονται των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Η ομιλία καταλήγει σε ζωηρή έκκληση: «Η ψήφος στους υποψηφίους μας στις 21 Μαρτίου 1993 δεν θα είναι ψήφος στους σοσιαλιστές του χθες παρά θα δώσει μια ευκαιρία στην αναγέννηση του αύριο».
Μερικούς μήνες αργότερα, παρ’ όλο που ο Ροκάρ χάνει τη βουλευτική του έδρα, μαζί με τα τέσσερα πέμπτα των βουλευτών του κόμματός του, γίνεται γενικός γραμματέας του κόμματος. Με αυτή την ιδιότητα, ηγείται του ψηφοδελτίου του κόμματος στις ευρωεκλογές του 1994. Το ποσοστό του (14,54%) ήταν το χειρότερο που είχαν ποτέ οι σοσιαλιστές σε αντίστοιχες εκλογές.
Ο εκσυγχρονισμός της αριστεράς είτε διά του «ανοίγματος» είτε διά της προσέγγισης του κέντρου δεν είναι, επομένως, όπως βλέπουμε, καινούρια ιδέα... Και τα αποτελέσματά της δεν υπήρξαν πάντοτε ενδεικτικά. Ωστόσο, τα ΜΜΕ καθώς και αρκετοί διανοούμενοι (που προβάλλονταν από αυτά) δεν έπαψαν να απαιτούν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα να επιχειρήσει το δικό του aggiornamento (10), ακολουθώντας το παράδειγμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως διαμορφώθηκε στο συνέδριο του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ (11) το 1959.
Ήδη πριν από δεκαεπτά χρόνια, ο Ανρί Εμανουελί, εκ των ιθυνόντων της αριστερής πτέρυγας του Σ.Κ., απαντούσε με εκνευρισμό στο μονότονο τροπάριο: «Κάναμε το δικό μας Μπαντ Γκόντεσμπεργκ. Έγινε στις 23 Μαρτίου 1983, στις 11 το πρωί. Την ημέρα που αποφασίσαμε να ανοίξουμε τα σύνορα και να μην βγούμε από το ΕΝΣ (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα), επιλέξαμε την οικονομία της αγοράς» (12).
Ας είναι, ανταπαντάμε λοιπόν: το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στις πολιτικές στρατηγικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1983, παρόλο που φαίνεται πράγματι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς τον μετριοπαθή, φιλελεύθερο για την ακρίβεια, χαρακτήρα τους όσο στην εμμονή στον «ριζοσπαστικό» του λόγο, παραβλέποντας την πραγματικότητα και τους «περιορισμούς» της. Όμως, από το συνέδριό του κάτω από την Αψίδα της Ντεφάνς το 1991, το απαρνήθηκε τις αλλοτινές επαναστατικές του φιλοδοξίες, ενώ θεωρητικοποίησε την πρόσδεσή του στο άρμα της οικονομίας της αγοράς: «Έχουμε αλλάξει. (...) Ναι, πιστεύουμε ότι η οικονομία της αγοράς αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο παραγωγής και συναλλαγής. Όχι, δεν πιστεύουμε πλέον στη ρήξη με τον καπιταλισμό. (...) Εχουμε επίγνωση του ότι ο καπιταλισμός περιορίζει τον ορίζοντά μας για την επερχόμενη δεκαετία και, αναμφισβήτητα, για πολύ καιρό ακόμη. Ωστόσο, είμαστε επίσης αποφασισμένοι να διορθώσουμε τις υπερβολές του», εξηγούσε ο Μορουά, τότε γενικός γραμματέας του Σ.Κ., στο προοίμιο του νέου μανιφέστου του κόμματός του (13).
Έτσι, ακόμη και τύποις, το Σοσιαλιστικό Κόμμα χαρακτηρίζεται από ρεφορμιστικές πεποιθήσεις εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Έκτοτε, είναι απαραίτητη η καλή μνήμη για να μην ξεχνά ότι οφείλει να «αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων», έκφραση δανεισμένη από τον Ρεμπό, η οποία συνόψιζε το σχέδιο του σοσιαλισμού το 1971. Ακόμη περισσότερο, για να ξαναβρεί εκείνο που διακήρυττε «την πάντοτε καινοτόμο ιδέα της αταξικής κοινωνίας» και που τιμούσε τους αγωνιστές του, «τη στρατιά των εθελοντών που δραστηριοποιούνται ενάντια στη μοιρολατρία της Ιστορίας και που προχωρούν, εμπνεόμενοι από τις επαναστάσεις οι οποίες κάνουν τη ζυγαριά του κόσμου να κλίνει προς την πλευρά της ελευθερίας» (14).
Στην πραγματικότητα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντί να αποτελέσει, απλώς, το θύμα μιας συντηρητικής επανάστασης, έγινε όργανό της. Όπως θυμάται, για παράδειγμα, ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν, «τα ένδοξα χρόνια του ’80 χαρακτηρίστηκαν από τη μεγάλη μεταστροφή της οικονομίας. 1983: Το ρεύμα της λιτότητας, ως παρένθεση που ποτέ δεν έκλεισε. 1984: Η νέα τάση των δημόσιων επιχειρήσεων είναι να έχουν κέρδη όπως όλες οι άλλες - δηλαδή, να καταλήξουν ιδιωτικοποιημένες. 1986: Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη - είτε η Ευρώπη θα γίνει μία μεγάλη αγορά είτε δεν θα έχει καμία υπόσταση. Όσο για τα εθνικά κράτη, θα υποταχθούν στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ελεύθερου και απρόσκοπτου ανταγωνισμού. Επίσης, το 1986: Η οικονομική απορρύθμιση - λέξη-κλειδί το Χρηματιστήριο, ισοδύναμο με τον εκσυγχρονισμό, την αναζωογόνηση». Κατά τη δεκαετία του ’90, ο απολογισμός επεκτείνεται για να συμπεριλάβει «το ενιαίο νόμισμα του Ντελόρ, τα μετοχικά μερίδια των μισθωτών του Φαμπιούς, περνώντας από τις ιδιωτικοποιήσεις του Ζοσπέν και τα δικαιώματα προαίρεσης του Στρος-Καν» (15).
Ορισμένες φορές, ο συγκεκριμένος προσανατολισμός αντιμετώπισε αντιστάσεις. Όπως όταν, για παράδειγμα, μια ομάδα γνωστών διανοούμενων και δοκιμιογράφων (Πιέρ Ροζανβαλόν, Αλέν Μινκ, Αλέν Τουρέν, Ζακ Ζιλιάρ, Λοράν Ζοφρέν), οι οποίοι ήταν ήδη υπέρμαχοι της «ρεαλιστικής» -δηλαδή φιλελεύθερης- κατεύθυνσης, συνένωσαν τις δυνάμεις τους, στο διάστημα Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1995, για να εξυμνήσουν το σχέδιο Ζιπέ και να ασκήσουν δριμύτατη κριτική στους απεργούς (16). Αντί να θεωρήσει προβληματική την «παιδαγωγική» των εν λόγω διανοητών και δημοσιογράφων -τους οποίους γλυκοκοίταζαν ανέκαθεν οι ιθύνοντες του Κόμματος-, ο Ροκάρ προτίμησε να στηλιτεύσει τις κακές επιδόσεις εκείνων που οι πρώτοι έβλεπαν ως «μαθητές» τους: «Το ιστορικό μας σχέδιο είναι να προαγάγουμε την ελεύθερη επιχείρηση. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο, καθότι έχουμε να κάνουμε με έναν λαό που στερείται οικονομικής κουλτούρας» (17).
Το χαμένο όραμα
Για πολύ καιρό, η αριστερά είχε ισχυρές αρχές. Τώρα, αντιμετωπίζει την πρόταση να τις ανταλλάξει με αξίες συγκεχυμένες, διακινδυνεύοντας να παραστρατήσει, σε επίπεδο οράματος, προς το χώρο του κέντρου... και, για την ακρίβεια, να υπερβεί κι αυτόν ακόμη. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία, η Ρουαγιάλ υποσχέθηκε να «αποκαταστήσει την αξία της εργασίας», να κάνει τους Γάλλους «να αποκτήσουν, ως λαός, επιχειρηματικό πνεύμα», να αναλογιστεί τη λύση «συλλογικών κεφαλαίων συνταξιοδότησης» με στόχο να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις. Αντίστροφα, άσκησε δριμεία κριτική στο υφιστάμενο καθεστώς «πρόνοιας» και στην «ιδεολογία που τιμωρεί το κέρδος». Ένα τέτοιο πνεύμα «ανοίγματος» θα όφειλε να σαγηνεύσει τους σχολιαστές.
Ωστόσο, για όλους όσοι προδιαγράφουν τα όρια του «πολιτικώς εφικτού», η καλή θέληση αυτού του είδους δεν πηγαίνει ποτέ αρκετά μακριά. Λες και η ανομολόγητη πρόθεση ήταν να εκμεταλλευτεί τα αποθέματα της αριστεράς για να υπονομεύσει κι άλλο την ενότητά της, τις ουτοπίες και τις φιλοδοξίες της.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»