el | fr | en | +
Accéder au menu

Κρατάει ακόμα η βεντέτα Νέιντερ - Δημοκρατικών

Έχασαν τον πόλεμο οι αμερικανοί ειρηνιστές

Το 1968, τέσσερα χρόνια μετά την αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ, μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις, από άκρη σε άκρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξέφραζαν όλες τις προοδευτικές εξεγέρσεις της εποχής. Οι ειρηνιστικές συγκεντρώσεις ήταν τότε τόσο μαζικές, που υποχρέωσαν τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον να μη διεκδικήσει νέα θητεία. Περίπου 40 χρόνια μετά, κι ενώ η σύγκρουση στο Ιράκ γίνεται κάθε μέρα και λιγότερο λαοφιλής, το κίνημα αμφισβήτησης δεν έχει ανοίξει ακόμη τα φτερά του. Τα δύο τρίτα του αμερικανικού πληθυσμού θεωρούν τον πόλεμο αυτό βρόμικη υπόθεση και επιθυμούν να δουν τα στρατεύματα να επιστρέφουν στη χώρα τους.

Στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2006, το αντιπολεμικό αίσθημα συνέβαλε κατά τρόπο αποφασιστικό στη νίκη των Δημοκρατικών και τους επέτρεψε να ξαναπάρουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Ωστόσο -τραγική ειρωνεία- δεν είναι το αντιπολεμικό κίνημα που έπαιξε, κάποιον ρόλο στη βαθιά απογοήτευση των ψηφοφόρων απέναντι στην κατοχή του Ιράκ.

Όχι ότι είναι τελείως ανύπαρκτο, αλλά δεν αντέχει στη σύγκριση, ούτε με τα κινήματα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε με τους αγώνες που προκάλεσαν οι στρατιωτικές «περιπέτειες» του Ρέιγκαν στην Κεντρική Αμερική το ’80.

Το Δεκέμβριο του 2006, όταν στο όνομα του Κογκρέσου οι Δημοκρατικοί ζήτησαν από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους να επαναπατρίσει τα στρατεύματα που είχαν εμπλακεί στο Ιράκ πριν από το τέλος της θητείας του, δεν έδρασαν κάτω από την πίεση ενός τεράστιου πλήθους διαδηλωτών που συγκεντρώνονταν μπροστά στο μνημείο Λίνκολν, στην Ουάσιγκτον, και των οποίων τα συνθήματα έκαναν να τρέμουν τα παράθυρα του Καπιτωλίου. Το απαίτησαν με την προοπτική των εκλογών του Νοεμβρίου 2008, προσπαθώντας να δείξουν, περισσότερο με λόγια παρά με πράξεις, ότι δεν είναι αδιάφοροι στο διογκούμενο αντιπολεμικό αίσθημα.

Η μνήμη και τα σημάδια που άφησαν τα κινήματα διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60 είναι πάντα παρόντα -συχνά με τρόπο που διαρκεί- στην καθημερινή ζωή. Ανθρώπινες ζωές αναστατώθηκαν για πάντα με την άρνηση χιλιάδων νέων ανθρώπων να υπηρετήσουν στη νοτιανατολική Ασία. Κάτω από τις στάχτες της λαϊκής μνήμης ανάβει πάντα η φλόγα των μεγάλων ειρηνιστικών διαδηλώσεων της Ουάσιγκτον, των συγκεντρώσεων, των ταραχών μπροστά στα στρατολογικά γραφεία και των εξεγέρσεων στα πανεπιστήμια.

Η Σίντι Σίαν έχασε το παιδί της στον πόλεμο του Ιράκ, ηγήθηκε του αγώνα για την επιστροφή των στρατευμάτων, κουράστηκε όμως κι αποσύρθηκε. Οσο για τον πράσινο Νέιντερ, πληρώνει από το 2000 την κόντρα με τους Δημοκρατικούς. Συχνά κατά τρόπο επικίνδυνο: πέρυσι, στο Κολοράντο, ένας βετεράνος του Βιετνάμ έφτυσε την ηθοποιό Τζέιν Φόντα -πολύ δραστήρια στα κινήματα εκείνης της εποχής- δηλώνοντας ότι θα ήταν ευτυχής αν την σκότωνε γιατί δεν έδειξε σεβασμό απέναντι στην αμερικανική σημαία πριν από 40 χρόνια.

Τον καιρό του Βιετνάμ, υπήρχε η στρατιωτική θητεία. Η πιθανότητα να στρατολογηθείς στο στρατό ξηράς ή στους πεζοναύτες, για να βρεθείς έξι μήνες αργότερα στο Δέλτα του Μεκόνγκ, ήταν κάτι που τραβούσε την προσοχή στη φρίκη του πολέμου, και βασάνιζε έναν έφηβο 18 χρόνων της μεσαίας τάξης και τους γονείς του.

Σήμερα, η στρατιωτική θητεία δεν υπάρχει -καταργήθηκε το 1973. Βέβαια, πολλοί στρατιώτες που έχουν σταλεί στο Ιράκ αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν εκεί δύο φορές. Κάποιοι που είχαν εμπλακεί σε ποινικές υποθέσεις, υποχρεώθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στη φυλακή και τη στρατιωτική στολή, ενώ άλλοι, παράνομοι μετανάστες, είδαν να τους προτείνεται μια άδεια παραμονής ή υπηκοότητα με αντάλλαγμα να καταταγούν. Πάντως, όλοι οι στρατιωτικοί που βρίσκονται στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, είναι, επισήμως, εθελοντές...

Αυτή τη στιγμή, καμιά αμερικανική κυβέρνηση δεν θα αναλάμβανε το πολιτικό ρίσκο να επαναφέρει τη στρατιωτική θητεία, ακόμη και αν το Πεντάγωνο συναντά σοβαρές δυσκολίες στη στρατολόγηση. Όμως, και στα χρόνια του Ρέιγκαν, που επίσης δεν ήταν υποχρεωτική η στρατιωτική θητεία, υπήρχε ένα ζωντανό ειρηνιστικό κίνημα ενάντια στις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να καταστρέψει την επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και να συντρίψει το αντάρτικο του Μετώπου Φαραμπούντο Μαρτί (FMLN) στο Σαλβαδόρ.

Αυτοί που διέσχισαν, εκείνη την εποχή, τις Ηνωμένες Πολιτείες για να μιλήσουν σε εκκλησίες, σε τοπικά συνδικάτα και σε πανεπιστημιουπόλεις, είναι σε θέση να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, ότι, στην πράξη, κάθε πόλη είχε, από καιρό, την κοινότητα των αμφισβητιών της. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει τα ιστορικά στρώματα της αμφισβήτησης: μέχρι πριν από περίπου μία δεκαετία, υπήρχαν ακόμη οι παλαιοί κομμουνιστές, ανάμεσα στους οποίους εντάσσονταν, χωρίς αμφιβολία, μαχητές της Ταξιαρχίας Αβραάμ Λίνκολν, εθελοντές που είχαν πάει να υπερασπιστούν την ισπανική δημοκρατία ενάντια στον Φράνκο. Κατά τη δεκαετία του ’80 έδρασαν συχνά ασύγκριτοι πολιτικοί ακτιβιστές

Η γενιά του Βιετνάμ

Στη συνέχεια, βρίσκουμε ειρηνιστές μαχητές, όπως ο Ντέιβ Ντίλινγκερ, που φυλακίστηκε σε ομοσπονδιακή φυλακή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Συναντούσε τότε κανείς και στελέχη που είχαν αρχίσει τη σταδιοδρομία τους με τον Χένρι Ουόλας και το Προοδευτικό κόμμα του, ο οποίος, με αριστερό πρόγραμμα, υπήρξε υποψήφιος για την προεδρία ενάντια στον δημοκρατικό Χάρι Τρούμαν, το 1948. Ενα νέο πλήθος μπήκε στον αγώνα κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας και του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Παλαιοί συνδικαλιστές συμπορεύονταν με κουακέρους και ουνιταριανούς (1).

Μετά, ήρθε η γενιά του Βιετνάμ, που είναι σήμερα πάνω από 60 χρόνων. Στο Νότο, ορισμένοι δραστήριοι, ακόμα, μαχητές είναι παλιοί μαοϊκοί που είχαν εγκατασταθεί σε πόλεις - σύμβολα του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, όπως το Μπίρμιγχαμ στην Αλαμπάμα, για να προωθήσουν τα δικαιώματα των μαύρων ή για να παλέψουν στα συνδικάτα των εργαζομένων.

Συντίθεται έτσι ένα μωσαϊκό από αριστερά κινήματα που αλληλοκαλύπτονται, εν μέρει. Το καθένα διεξάγει το δικό του αγώνα, είτε είναι για τα δικαιώματα των μεταναστών, είτε για το δημόσιο έλεγχο της ενέργειας, είτε ενάντια στις εκστρατείες στρατολόγησης. Και σε περίοδο πολέμου, γεγονός συνηθισμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι ομάδες συνασπίζονται.

Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν, για παράδειγμα, εκατοντάδες πόλεις αδελφοποιήθηκαν με δήμους στα πιο απομακρυσμένα σημεία της Νικαράγουας, ανταλλάσσοντας αντιπροσωπείες. Η σύγκλιση, αυτή, έγινε ορατή στη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο Σιάτλ, το 1999.

Το 2003, την παραμονή της εισβολής στο Ιράκ, μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θα αναδυόταν μια ισχυρή αντιπολίτευση. Γίνοταν, εκείνη την περίοδο, ορισμένες μεγάλες διαδηλώσεις, αλλά το κίνημα κλονίστηκε στη διάρκεια των τεσσάρων επόμενων χρόνων, μολονότι ο παραλογισμός και οι καταστροφικές συνέπειες της αμερικανικής επίθεσης ήταν κάθε μέρα και περισσότερο προφανείς.

Συγκέντρωση πικνίκ

Τον Ιανουάριο του 2007, ο κυριότερος αντιπολεμικός συνασπισμός, United for Peace and Justice [(UFPJ) «Ενωμένοι για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη»], οργάνωσε με κάποια επιτυχία μια διαδήλωση στην Ουάσιγκτον. Είδαμε εκεί αστέρες του Χόλιγουντ, όπως ο Σον Πεν αλλά και είδωλα της δεκαετίας του ’60, όπως την Τζέιν Φόντα με τον τότε σύντροφό της, τον πολιτικό Τομ Χέιντεν. Αλλά το γεγονός έληξε χωρίς εκπλήξεις, δίχως όρεξη. Για να είναι αποτελεσματική μια αντιπολεμική κινητοποίηση, πρέπει να είναι κάπως «ηλεκτρισμένη». Δεν μπορεί να αρκείται σε συνηθισμένες συγκεντρώσεις ούτε να θυμίζει ένα ήσυχο πικνίκ.

Στα τέλη του 1999, κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης της Ουάσιγκτον ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, μετά τα γεγονότα στο Σιάτλ, η αστυνομία είχε εντολή να ανοίξει πυρ στην περίπτωση που τα πράγματα εκτρέπονταν. Αμφίβολο είναι αν μια τέτοια διαταγή χρειάστηκε να δοθεί τον Ιανουάριο, καθώς η πολιτική θερμοκρασία ήταν αρκετά χαμηλή...

Μια απουσία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, και είναι αρκετά χαρακτηριστική για την αδυναμία του κινήματος: η απουσία του Ραλφ Νέιντερ. Δεν είχε προσκληθεί, μολονότι είναι ισχυρή φυσιογνωμία της ανεξάρτητης αριστεράς και ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές της εισβολής στο Ιράκ. Η αιτία;

Ο Ραλφ Νέιντερ παραμένει το μαύρο πρόβατο για πολλούς ακόμα Δημοκρατικούς, από το 2000, αν διεκδίκησε την προεδρία: Του προσάπτουν ότι «αφαίρεσε» από τον Αλ Γκορ τα πολύτιμα ψηφοδέλτια που θα του επέτρεπαν να νικήσει τον Τζορτζ Μπους.

Πρόκειται για παράδοξο: μολονότι ο πόλεμος στο Ιράκ υποστηρίχθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα, και στο Κογκρέσο οι Δημοκρατικοί ψήφιζαν κάθε χρόνο τη χρηματοδότησή του, το μεγαλύτερο τμήμα του αντιπολεμικού κινήματος, που εκπροσωπούσε η οργάνωση «Ενωμένοι για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη», παραμένει όμηρος του Δημοκρατικού Κόμματος.

Οι επιπτώσεις της εθελοντικής υποτέλειας συνοψίζονται σε μια απλή ερώτηση: με ποιον τρόπο οι πρόσφατες ψηφοφορίες στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία μάς φέρνουν πιο κοντά στο τέλος της κατοχής του Ιράκ;

Ποια αποχώρηση;

Στις 23 Μαρτίου 2007, η Βουλή ψήφισε, με 218 ψήφους έναντι 214, χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, με προθεσμία την 1η Σεπτεμβρίου 2008, πέρα από την οποία μόνο η ίδια η αποχώρηση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χρηματοδότησης. Όμως το χρονοδιάγραμμα δεν απαγορεύει στον Μπους να ζητά από το Κογκρέσο, με νέα ψηφοφορία, την παράταση της κατοχής και αντίστοιχες πιστώσεις.

Στις 27 Μαρτίου, η Γερουσία, με πλειοψηφία των Δημοκρατικών, υιοθέτησε, με 50 ψήφους έναντι 48, ένα κείμενο διαφορετικό από το κείμενο της Βουλής: την αποχώρηση από το Ιράκ αρχής γενομένης από το Μάρτιο του 2008, χωρίς η ημερομηνία να είναι υποχρεωτική για τον πρόεδρο. Ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε τότε ότι θα προβάλει το βέτο του σε κάθε χρονοδιάγραμμα αυτού του τύπου, πράγμα το οποίο και έκανε. Και στις 22 Μαΐου, ο Λευκός Οίκος μπορούσε να θριαμβολογεί: το Κογκρέσο δέχθηκε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την ιρακινή «περιπέτεια», χωρίς να επιβάλει όρους όσον αφορά τον επαναπατρισμό των στρατευμάτων.

Ο πόλεμος συνεχίζεται. Και οι βουλευτές εξετάζουν τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου για το οικονομικό έτος 2008 (2) - 500 δισ. δολάρια - χωρίς η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος να εκδηλώνει την πρόθεσή της να τον αμφισβητήσει. Όσο για την ίδια τη σύγκρουση -και τη συνεχιζόμενη διάλυση της ιρακινής κοινωνίας- τίποτε το καινούριο δεν σημειώθηκε από τον περασμένο Νοέμβριο.

Η αντίδραση του Τζορτζ Μπους ήταν να ορίσει έναν νέο αρχιστράτηγο στο Ιράκ, τον Ντέιβιντ Πετρέους, για να επιβλέπει την ενίσχυση των δυνάμεων στη Βαγδάτη και στην επαρχία του Αλ Ανμπάρ. Οι Δημοκρατικοί ενέκριναν ομόφωνα το διορισμό και έδωσαν το «πράσινο φως» για τη χρηματοδότηση της αποστολής των ενισχύσεων.

Ο Τζορτζ Μπους άφησε να εννοηθεί ότι δεν απέκλειε να διευρύνει τη σύγκρουση στο Ιράν. Η Νάνσι Πελόζι, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποθαρρημένη από τις αποδοκιμασίες που δέχθηκε κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της American Israel Public Affairs Committee (Aipac, το φιλοϊσραηλινό λόμπι), στις 24 Μαΐου 2007, έπαψε πολύ σύντομα να αναφέρει την υποχρέωση που θα μπορούσε να επιβληθεί στον Μπους να ζητήσει τη συμφωνία του Κογκρέσου πριν εξαπολύσει επίθεση εναντίον του Ιράν. Οι ηγέτες των Δημοκρατικών προσποιούνται ότι αντιτίθενται στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα τον χρηματοδοτούν, βοηθούμενοι από τις καθαρά τυπικές διαμαρτυρίες που τους απευθύνει η αμερικανική αριστερά.

Από τον καιρό του Βιετνάμ, η ανεξάρτητη αριστερά εκφράζει ολοένα και πιο περιορισμένες φιλοδοξίες και μοιάζει να αμφιβάλλει για τις πεποιθήσεις της. Η παρακμή ήταν ολοφάνερη όταν η κυβέρνηση των Κλίντον - Γκορ (1993 - 2001) ενέπλεξε τη χώρα στον πόλεμο του Κοσόβου και στην εφαρμογή των απάνθρωπων κυρώσεων εναντίον του Ιράκ. Καμιά διαμαρτυρία δεν εκφράστηκε τότε.

Επί προεδρίας Μπους, η εξάλειψη κάθε σημαντικού κινήματος στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος επιταχύνθηκε. Είδαμε τότε να αναπτύσσονται παρανοϊκές θέσεις, που αποθάρρυναν τη στράτευση, όπως η άνθηση των θεωριών «συνωμοσίας» σχετικά με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου (3).

Όλοι κουράστηκαν

Οι πανεπιστημιουπόλεις είναι ήρεμες. Ο συνδικαλισμός ταλαντεύεται. Το αντιπολεμικό κίνημα περιορίζεται σε ορισμένες καλές πρωτοβουλίες: οι εκστρατείες ενάντια στη στρατολόγηση, οι περιοδείες σε ολόκληρη τη χώρα αυτών που έχασαν ένα παιδί στο Ιράκ, και τρία ή τέσσερα αξιοθαύμαστα πρόσωπα, όπως η Σίντι Σίαν (4), η οποία, μόνη της, αναζωογόνησε το κίνημα τον περασμένο χρόνο, κατασκηνώνοντας μπροστά στο ράντσο του Τζορτς Μπους, στο Τέξας.

Αλλά και αυτή ανακοίνωσε ότι σταματά τον αγώνα, αποκαμωμένη, εν μέρει κατεστραμμένη και κυρίως απηυδισμένη από τη συμπεριφορά των υπευθύνων του Δημοκρατικού Κόμματος. Η κοινή γνώμη δεν μοιάζει να εξαπατάται από τη διπλή γλώσσα του κόμματος, και οι ηγέτες του έχουν αυτό που τους αξίζει - είναι σχεδόν τόσο λίγο δημοφιλείς όσο ο πρόεδρος Μπους...

Άραγε, τα αντιπολεμικά κινήματα παίζουν πραγματικά ρόλο στον τερματισμό των συγκρούσεων τις οποίες καταγγέλλουν;

Ο πόλεμος του Βιετνάμ, κατ’ αρχήν, τελείωσε γιατί οι Βιετναμέζοι νίκησαν τον αμερικανικό στρατό, ο οποίος βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση ανταρσίας. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, σημαντικά μέρη της κοινωνίας είχαν εξεγερθεί. Ωστόσο, οι πιο σημαντικές συνέπειες των αντιπολεμικών κινημάτων παρατηρούνται στη διαμόρφωση των γενιών που αγωνίζονται.

Το 2006, ο πολιτικός μαρασμός άφησε να διαφανούν κάποιες εκπλήξεις. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, γιγαντιαίες κινητοποιήσεις μεταναστών, οι περισσότερες ισπανόφωνων, διοργανώθηκαν ενάντια στη μεταχείριση την οποία υφίστανται και την αυστηρότητα των νέων νόμων που τιμωρούν την παράνομη μετανάστευση, χωρίς την οποία η γεωργία, με τα πολύ φθηνά εργατικά χέρια, θα έπαυε να υπάρχει. Αλλά ο πόλεμος δεν ήταν ανάμεσα στα συνθήματά τους...

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Alexander Cockburn

Συνδιευθύνει την ιστοσελίδα Counterpunch.org. Συγγραφέας (μαζί με τον Jeffrey St. Clair) του «End Times: Death of The Fourth Estate», ΑΚ Press, Οκλαντ, 2007.

(1Οι κουάκεροι είναι τα μέλη ενός κινήματος, της θρησκευτικής εταιρείας των Αμις, που ιδρύθηκε το 17ο αιώνα στην Αγγλία. Είναι περίπου 120.000 στις ΗΠΑ. Οι ουνιταριανοί είναι ένα χριστιανικό ρεύμα με 630.000 πιστούς.

(2Στις ΗΠΑ, το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους και τελειώνει στις 30 Σεπτεμβρίου της τρέχουσας χρονιάς.

(3Βλ. «Le complot du 11 Septembre n’aura pas lieu» (Η συνωμοσία της 11ης Σεπτεμβρίου δεν υπήρξε), «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2006.

(4Βλ.Cindy Sheehan, «Peace Mom. Le combat d’une mère américaine contre la guerre», Flammarion, Παρίσι, 2007.

Μοιραστείτε το άρθρο