Ο Τσε Γκεβάρα απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις αρχικές αυταπάτες του για την ΕΣΣΔ και τον σοβιετικού τύπου μαρξισμό. Σε επιστολή του, το 1965, προς τον φίλο του Αρμάντο Χαρτ (τον κουβανό υπουργό Πολιτισμού), κατακρίνει σκληρά τον «ιδεολογικό μιμητισμό» που έχει κάνει την εμφάνισή του στην Κούβα με την έκδοση σοβιετικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία του μαρξισμού.
Εκείνη την εποχή, την άποψή του συμμερίζονταν οι Μαρτίνεζ Χερέντια, Ορέλιο Αλόνσο και ο κύκλος τους στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αβάνας, οι οποίοι εξέδιδαν την επιθεώρηση «Pensiamento critico». Τα εγχειρίδια, τα οποία αποκαλούσε «σοβιετικά τούβλα», «έχουν το μειονέκτημα ότι δεν σε αφήνουν να σκεφτείς: το Κόμμα το έχει ήδη κάνει για σένα, κι εσύ οφείλεις να τα χωνέψεις» (1), έγραφε. Είναι ξεκάθαρο ότι αναζητεί ένα νέο μοντέλο, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, πιο ριζοσπαστική, πιο εξισωτική, πιο αλληλέγγυα.
Το έργο του «Τσε» δεν είναι ένα στεγανό σύστημα που έχει απάντηση για όλα: για πολλά ζητήματα (τη σοσιαλιστική δημοκρατία, τον αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία) η συλλογιστική του παραμένει ατελής και εξαιτίας του θανάτου του, το 1967. Ο Μαρτίνεζ Χερέντια έχει δίκιο να υπογραμμίζει: «το ανολοκλήρωτο της σκέψης του Τσε [...] παρουσιάζει και θετικές όψεις. Ο μεγάλος διανοητής είναι παρών, δείχνοντάς μας προβλήματα και δρόμους [...] απαιτώντας από τους συντρόφους του να σκέφτονται, να μελετούν, να συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη. Είναι αδύνατον, όταν αποδέχεσαι πραγματικά τη σκέψη του, να τη μετατρέψεις σε δόγμα ή σε θεωρητικό προπύργιο [...] τσιτάτων και συνταγών» (2).
Μεταξύ 1960 και 1962, ο Γκεβάρα έτρεφε πολλές ελπίδες για τις «αδελφές χώρες» του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ύστερα από μερικές επισκέψεις στην ΕΣΣΔ και την Αν. Ευρώπη, και μετά την εμπειρία των πρώτων χρόνων της μετάβασης προς τον σοσιαλισμό στην Κούβα, άρχισε να γίνεται επικριτικός. Η απόκλιση των απόψεών του εκφράστηκε δημόσια σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως στον διάσημο «Λόγο του Αλγερίου» το 1965. Όμως, ήδη από την περίοδο 1963-1964, κατά τη διάρκεια του μεγάλου δημόσιου διαλόγου για την οικονομία στην Κούβα, έγινε αισθητή η απόπειρά του να διατυπώσει μια καινούρια προσέγγιση του σοσιαλισμού.
Τα «τούβλα» από την ΕΣΣΔ
Ο συγκεκριμένος διάλογος είχε οδηγήσει σε αντιπαράθεση τους οπαδούς ενός είδους «σοσιαλισμού της αγοράς» όπου θα υπήρχε αυτονομία των επιχειρήσεων και επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, όπως συνέβαινε στην ΕΣΣΔ, και του Γκεβάρα, ο οποίος υποστήριζε έναν κεντρικό σχεδιασμό, βασισμένο σε κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά κριτήρια: αντί για πριμ παραγωγικότητας και τιμές καθορισμένες από την αγορά, πρότεινε να παρέχονται δωρεάν ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες. Ωστόσο, στις παρεμβάσεις ο Τσε δεν προσδιόριζε με σαφήνεια ποιος θα ελάμβανε τις θεμελιώδεις οικονομικές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, ετίθετο το ζήτημα της δημοκρατίας στο σχεδιασμό. Πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και σε αρκετά άλλα, ορισμένα ανέκδοτα έως τώρα κείμενα του Γκεβάρα, που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα στην Κούβα, ανοίγουν νέες προοπτικές.
Πρόκειται για τις «Κριτικές σημειώσεις» του Τσε στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (έκδοση του 1963 στα ισπανικά) -ένα από τα «τούβλα» που ανέφερε στην επιστολή του προς τον Χαρτ- οι οποίες συντάχθηκαν κατά την παραμονή του στην Τανζανία και κατόπιν, κυρίως, στην Πράγα, τη διετία 1965-1966. Δεν μιλάμε για βιβλίο, ούτε καν για δοκίμιο, αλλά για μια συλλογή αποσπασμάτων του σοβιετικού έργου, τα οποία συνοδεύονται από σχόλια, συχνά αιχμηρά και ειρωνικά (3).
Περιμέναμε την έκδοση αυτού του ντοκουμέντου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Για δεκαετίες έμεινε «εκτός κυκλοφορίας»: η μόνη παραχώρηση ήταν να αφήσουν μερικούς κουβανούς ερευνητές να το μελετήσουν και να δημοσιοποιήσουν ορισμένα αποσπάσματα (4). Χάρη στη Μαρία ντελ Κάρμεν Αριέτ Γκαρσία, του Κέντρου Μελετών Τσε Γκεβάρα της Αβάνας, βρίσκεται σήμερα στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων. Η διευρυμένη έκδοση περιέχει και διάφορα άλλα ανέκδοτα κείμενα: μια επιστολή στον Φιντέλ Κάστρο, γραμμένη τον Απρίλιο του 1965, η οποία χρησιμεύει ως πρόλογος του βιβλίου, σημειώσεις πάνω σε κείμενα του Μαρξ και του Λένιν, μια επιλογή των πρακτικών των συζητήσεων ανάμεσα στον Γκεβάρα και τους συνεργάτες του στο υπουργείο Βιομηχανίας (1963-1965), τα οποία εν μέρει είχαν ήδη εκδοθεί τη Γαλλία και την Ιταλία τη δεκαετία του 1970, επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες (Πολ Σουίζι, Σαρλ Μπετελέμ), αποσπάσματα μιας συνέντευξης στο αιγυπτιακό περιοδικό «Al Taliah» (Απρίλιος 1965).
Το έργο εκφράζει παράλληλα την ανεξαρτησία πνεύματος του Γκεβάρα, την κριτική αποστασιοποίησή του από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», καθώς και την αναζήτηση ενός ριζοσπαστικού δρόμου. Δείχνει επίσης και τα όρια της συλλογιστικής του.
Ας αρχίσουμε από τα τελευταία: Ο Τσε, μέχρι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή -δεν γνωρίζουμε αν η ανάλυσή του προχώρησε κατά τη διάρκεια της διετίας 1966-1967- δεν έχει κατανοήσει το πρόβλημα του σταλινισμού. Αποδίδει τα αδιέξοδα που παρατηρήθηκαν στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960, στη... Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν! Βέβαια, σκέφτεται ότι, εάν ο Λένιν είχε ζήσει περισσότερο -«διέπραξε το σφάλμα να πεθάνει», παρατηρεί με χιούμορ- θα είχε διορθώσει εκείνες τις επιπτώσεις της που οδήγησαν στα μεγαλύτερα πισωγυρίσματα. Παραμένει πεπεισμένος ότι η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων από τη Νέα Οικονομική Πολιτική οδήγησε σε βαθύτατες παρεκκλίσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του καπιταλισμού, η οποία παρατηρήθηκε στην ΕΣΣΔ το 1963.
Καμία από τις κριτικές σημειώσεις του για τη Νέα Οικονομική Πολιτική δεν στερείται ενδιαφέροντος. Μερικές φορές συμπίπτουν με εκείνες που διατύπωσε η αριστερή αντιπολίτευση (στην ΕΣΣΔ) την περίοδο 1925-1927: για παράδειγμα, όταν διαπιστώνει ότι «τα στελέχη του κόμματος συμμάχησαν με το σύστημα, δημιουργώντας μια προνομιούχο κάστα». Όμως, η ιστορική υπόθεση που καθιστά τη Νέα Οικονομική Πολιτική υπεύθυνη για τις φιλοκαπιταλιστικές τάσεις στην ΕΣΣΔ του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, προφανώς ελάχιστα στέκει. Όχι ότι ο Γκεβάρα αγνοούσε τον ολέθριο ρόλο του Στάλιν... Σημειώνει κάπου, με εντυπωσιακή ακρίβεια: «Το τρομερό ιστορικό έγκλημα του Στάλιν υπήρξε το γεγονός ότι περιφρόνησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και καθιέρωσε την απεριόριστη λατρεία της εξουσίας». Αν και δεν πρόκειται για ανάλυση του σταλινικού φαινομένου, είναι ήδη εμφανής η κατηγορηματική του απόρριψη από τον Τσε.
Σοσιαλιστικός επεκτατισμός
Στον «Λόγο του Αλγερίου», ο Γκεβάρα απαιτούσε από τις χώρες που αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστικές να θέσουν τέρμα «στη σιωπηρή συνενοχή τους με τις χώρες των εκμεταλλευτών, τις δυτικές χώρες». Αυτή η πρακτική εκφραζόταν μέσα από τους άνισους όρους ανταλλαγών με τους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό (5). Το ζήτημα επανέρχεται πολλές φορές στις «Κριτικές σημειώσεις» του στο σοβιετικό εγχειρίδιο. Ενώ οι συγγραφείς του επίσημου έργου εξυμνούν την «αμοιβαία βοήθεια» ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο πρώην υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα: «Εάν ο προλεταριακός διεθνισμός πρωτοστατούσε στις ενέργειες των κυβερνήσεων κάθε σοσιαλιστικής χώρας, (...) αυτό θα αποτελούσε μεγάλη επιτυχία. Όμως, ο διεθνισμός έχει αντικατασταθεί από τον σοβινισμό (της υπερδύναμης ή της μικρής χώρας) ή από την υποταγή στην ΕΣΣΔ (...). Αυτή η κατάσταση πληγώνει όλα τα τίμια όνειρα των κομουνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο».
Μερικές σελίδες παρακάτω, σε ένα ειρωνικό σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο το εγχειρίδιο εξυμνούσε τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο οποίος υποτίθεται ότι στηριζόταν στην «αδελφική συνεργασία», ο Γκεβάρα παρατηρεί: «Η σφηκοφωλιά της Κομεκόν (6) διαψεύδει αυτόν τον ισχυρισμό στην πράξη. Το κείμενο αναφέρεται σε μια ιδανική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα με την εφαρμογή στην πράξη του προλεταριακού διεθνισμού, ωστόσο, σήμερα αυτός είναι αξιοθρήνητα απών». Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται κι ένα άλλο απόσπασμα, στο οποίο διαπιστώνει με πικρία ότι στις σχέσεις των χωρών που υποστηρίζουν ότι είναι σοσιαλιστικές συναντάμε «φαινόμενα επεκτατισμού, ετεροβαρών ανταλλαγών, ανταγωνισμού, έως και κάποιον βαθμό εκμετάλλευσης, και οπωσδήποτε την υποταγή των ασθενέστερων κρατών στα ισχυρότερα».
Τέλος, όταν το εγχειρίδιο μιλάει για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, η κριτική του Τσε θέτει το ρητορικό ερώτημα: «Μπορούμε να οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό σε μια μονάχα χώρα;» Μια άλλη παρατήρηση κινείται έχει παρόμοια αφετηρία: ο Τσε διαπιστώνει ότι ο «Λένιν είχε διατρανώσει απερίφραστα τον παγκόσμιο χαρακτήρα της επανάστασης, πράγμα που στη συνέχεια διαψεύστηκε». Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αιχμή προς την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μονάχα χώρα» (7).
Στις περισσότερες κριτικές του Γκεβάρα αντιστοιχούν οικονομικά κείμενά του της διετίας 1963-1964: υπεράσπιση του κεντρικού σχεδιασμού ενάντια στον νόμο της αξίας και ενάντια στα αυτόνομα εργοστάσια που λειτουργούν με τους κανόνες της αγοράς. Ανησυχεί επίσης για τα πριμ που χορηγούνται ως υλικό κίνητρο στους διευθυντές των εργοστασίων, καθώς θεωρεί ότι αποτελούν όχημα διαφθοράς. Ο Γκεβάρα υπερασπίζεται το σχεδιασμό ως κεντρικό άξονα της διαδικασίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, επειδή «απελευθερώνει το ανθρώπινο ον από την κατάσταση του οικονομικού πράγματος». Ωστόσο, αναγνωρίζει στην επιστολή του προς τον Φιντέλ ότι στην Κούβα «οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν στη σύνταξη του πλάνου».
Ποιος πρέπει να εκπονεί τον σχεδιασμό;
Ο διάλογος της περιόδου 1963-1964 δεν είχε δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Στις «Κριτικές σημειώσεις» του 1965-1966 βρίσκουμε πολύ πιο ενδιαφέρουσες και πιο προωθημένες απόψεις: ορισμένα αποσπάσματα θέτουν ξεκάθαρα την αρχή της λήψης των αποφάσεων για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα από τον ίδιο τον λαό. Οι μάζες, γράφει ο Τσε, οφείλουν να συμμετέχουν στην εκπόνηση του πλάνου, ενώ η εκτέλεσή του αποτελεί ένα καθαρά τεχνικό θέμα. Κατά τη γνώμη του, στην ΕΣΣΔ η θεώρηση του πλάνου ως «μια οικονομική απόφαση των μαζών, οι οποίες έχουν συνείδηση του ρόλου τους», αντικαταστάθηκε από ένα πλασέμπο, τους οικονομικούς μοχλούς που καθορίζουν τα πάντα. Οι μάζες, επιμένει, «οφείλουν να έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν το πεπρωμένο τους, να αποφασίζουν το μερίδιο που θα διατεθεί για τη συσσώρευση και το μερίδιο που θα διατεθεί για κατανάλωση», ενώ η οικονομική τεχνική οφείλει να εργάζεται με βάση τους αριθμούς τους οποίους έχει αποφασίσει ο λαός, και η «συνείδηση των μαζών οφείλει να εξασφαλίζει την επίτευξη αυτών των στόχων».
Αυτό το ζήτημα επανέρχεται αρκετές φορές: όπως γράφει, οι εργάτες, και ο λαός γενικότερα «θα αποφασίζουν για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας (ρυθμός ανάπτυξης, συσσώρευση-κατανάλωση)», ακόμα κι αν το πλάνο ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών. Αυτός ο υπερβολικά μηχανικός διαχωρισμός ανάμεσα στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και στην εκτέλεσή τους είναι συζητήσιμος. Ο Γκεβάρα δεν έχει φτάσει ακόμα σε όλα τα πολιτικά συμπεράσματα που αυτός συνεπάγεται -εκδημοκρατισμός της εξουσίας, πολιτικός πλουραλισμός, ελευθερία της δημιουργίας οργανώσεων- ωστόσο, η σημασία αυτής της νέας αντίληψης για την οικονομική δημοκρατία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (8).
Μπορούμε να θεωρήσουμε τις σημειώσεις ως ένα σημαντικό βήμα στο δρόμο του Γκεβάρα προς μια εναλλακτική κομουνιστική δημοκρατική λύση απέναντι στο σοβιετικό μοντέλο. Αυτός ο δρόμος διακόπηκε απότομα τον Οκτώβριο του 1967, από τους βολιβιανούς δολοφόνους του που εργάζονταν για λογαριασμό της CIA.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»