Πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι αρχηγοί των κρατών της Βόρειας και της Νότιας Κορέας συναντήθηκαν στην Πιονγκγιάνγκ τον Ιούνιο του 2000. Κανονικά, ήταν η σειρά του Κιμ Γιουνγκ Ιλ, του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, να μεταβεί στη Σεούλ. Τελικά, όμως, υποδέχθηκε για άλλη μια φορά στην πρωτεύουσα της χώρας του τον νοτιοκορεάτη ομόλογό του. Με την εφαρμογή της πολιτικής συμφιλίωσης, η οποία αποκλήθηκε «πολιτική της ηλιαχτίδας», ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κορέας, Ρο Μου Χιούν, και ο προκάτοχός του, Κιμ Ντάε Ζουνγκ, έδωσαν τέλος σε δεκαετίες ψυχρότητας.
Η Νότια Κορέα, που είναι η δέκατη βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Η Σεούλ, η οποία εφαρμόζει μια υπομονετική πολιτική ανοίγματος, θεωρεί ήσσονος σημασίας παραχώρηση το να αφήνει τον Κιμ Γιουνγκ Ιλ να νομίζει ότι αυτός αποφασίζει για το χρονοδιάγραμμα. Εξάλλου, αποδεχόμενος την πρόσκληση, ο Ρο Μου Χιούν έλπιζε χωρίς αμφιβολία ότι θα αποκομίσει ένα πολιτικό πλεονέκτημα: καθώς ο νοτιοκορεάτης πρόεδρος, του οποίου η δημοτικότητα βρίσκεται σε κάμψη, δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει νέα θητεία, ενδέχεται να προσπαθεί να αυξήσει τις πιθανότητες νίκης του διαδόχου του στις εκλογές του ερχόμενου Δεκεμβρίου.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Βόρεια Κορέα θεωρούσε ότι μπορούσε να χειραγωγήσει την πολιτική της Νότιας, κι ίσως πράγματι να διαθέτει μεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι πιστεύεται, καθώς η γνώμη των Νοτιοκορεατών για τους βόρειους γείτονές τους έχει αλλάξει ξαφνικά μετά την υλοποίηση της πολιτικής συμφιλίωσης, από το 1998. Ενώ η προπαγάνδα τούς είχε συνηθίσει να θεωρούν τους κομουνιστές «σαδιστές», οι κάτοικοι του νότιου τμήματος της κορεατικής χερσονήσου τούς βλέπουν τώρα ως τα «εξαδέλφια» με τα οποία είχε χαθεί η επαφή και τα οποία κυβερνώνται από κάπως εκκεντρικούς «θείους» που έχουν παρασυρθεί σε μεγάλα λάθη.
Η συνάντηση κορυφής σηματοδοτεί την κατάληξη αυτής της εξαιρετικής μεταστροφής των αντιλήψεων. Ο πρόεδρος Ρο Μου Χιούν ασπάζεται την ιδέα μιας κορεατικής χερσονήσου που θα αποτελούσε το κομβικό σημείο της οικονομίας της βορειοανατολικής Ασίας, η οποία βρίσκεται σε μεγάλη άνθηση, και θα επιθυμούσε να αφήσει στις επόμενες γενιές μια νέα «εποχή της οικονομίας».
Η πρώτη δοκιμή
Η συνάντηση κορυφής πραγματοποιήθηκε μέσα στην ευρύτερη συγκυρία της απρόοπτης ύφεσης των σχέσεων ανάμεσα στον αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους και στον Κιμ Γιουνγκ Ιλ, όπως μαρτυρεί η συμφωνία της 13ης Φεβρουαρίου 2007 για την αποπυρηνικοποίηση.
Η προϊστορία της καμπής στις σχέσεις των δύο χωρών παραμένει σκοτεινή. Τον Ιούλιο του 2006, η Πιονγκγιάνγκ είχε «γιορτάσει» την αμερικανική εθνική εορτή εκτοξεύοντας επτά πυραύλους: ανάμεσά τους, τον μεγάλου βεληνεκούς Ταεποντόνγκ-2 και μερικούς μέσου βεληνεκούς. (1) Στη συνέχεια, στις 9 Οκτωβρίου, το καθεστώς της Βόρειας Κορέας πραγματοποίησε την πρώτη πυρηνική δοκιμή του, η οποία ακολουθήθηκε από την επιβολή κυρώσεων από τον ΟΗΕ. Μάλιστα, πρώτη φορά, αυτές οι κυρώσεις υποστηρίχθηκαν και από τη Ρωσία και την Κίνα. (2)
Ο αμερικανός πρόεδρος ανέκαθεν διακήρυσσε ότι «δεν θα αντάμειβε τις κακές συμπεριφορές» και απέρριπτε συστηματικά κάθε άμεση διαπραγμάτευση με τη Βόρεια Κορέα. «Δεν διαπραγματευόμαστε με το Κακό, θα το νικήσουμε» δήλωνε το 2004 ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι. Ωστόσο, η συμφωνία του Φεβρουαρίου υπήρξε ο καρπός μυστικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον υφυπουργό Κρίστοφερ Χιλ και στον βορειοκορεάτη εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών Κιμ Κίε Κβαν, οι οποίοι είχαν άμεσες επαφές στο Βερολίνο και στο Πεκίνο. Στη συνέχεια η συμφωνία παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια των πολυμερών συνομιλιών των Έξι (δύο Κορέες, Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία) σχετικά με το βορειοκορεατικό πρόγραμμα, οι οποίες δρομολογήθηκαν πριν από δύο χρόνια.
Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: Σφράγισμα και στη συνέχεια διάλυση των αντιδραστήρων πλουτωνίου της Βόρειας Κορέας, σταδιακή άρση των κυρώσεων και του εμπάργκο που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, διαγραφή της Βόρειας Κορέας από τον κατάλογο των «κρατών παριών» που έχει συντάξει το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η Βόρεια Κορέα θα αποδεχθεί και πάλι τους ελέγχους των επιθεωρητών του Διεθνούς Οργανισμού για την Ατομική Ενέργεια (ΙΑΕΑ). Πραγματοποιούνται τα πρώτα βήματα προς την επίτευξη μιας συμφωνίας με την οποία θα τερματιστεί ο πόλεμος της Κορέας και δημιουργείται η προοπτική της πλήρους εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών.
Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε ότι όλες αυτές οι πρωτοβουλίες είχαν ήδη δρομολογηθεί όταν ανήλθε ο Μπους στην εξουσία. Επίσης, να προσθέσουμε, ότι η κυβέρνηση Κλίντον είχε εκπονήσει σχέδιο διαπραγμάτευσης του τερματισμού του βορειοκορεατικού βαλλιστικού προγράμματος. Η συμφωνία έπρεπε να έχει υπογραφεί το 2000, αλλά ο Τζορτζ Μπους την άφησε να καταρρεύσει, με αποτέλεσμα να διαθέτει σήμερα η Πιονγκγιάνγκ σημαντικές βαλλιστικές δυνατότητες. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε σήμερα πώς ελήφθη στην Ουάσιγκτον η απόφαση για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με την Πιονγκγιάνγκ και για τον συνακόλουθο τερματισμό των συγκρούσεων στους κόλπους της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας.
Το «σκάνδαλο» της Delta
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 2005, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βόρεια Κορέα είχαν συμφωνήσει σε μερικές αρχές οι οποίες άνοιγαν τον δρόμο για την αποπυρηνικοποίηση (ιδίως στη δέσμευση των ΗΠΑ να μην επιτεθούν στη Βόρεια Κορέα). Όμως, τρεις ημέρες αργότερα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών επέβαλε στη Βόρεια Κορέα -την οποία κατηγορούσε ότι επιδιδόταν σε παράνομες δραστηριότητες σε συνεργασία με την κινεζική τράπεζα Banco Delta Asia του Μακάο- οικονομικές κυρώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την αποκοπή της χώρας από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι στον φάκελο του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών υπήρχαν ελάχιστες αποδείξεις που στοιχειοθετούσαν την κατηγορία -στην πραγματικότητα, ο στόχος της συγκεκριμένης ενέργειας ήταν ο τορπιλισμός των διαπραγματεύσεων του Σεπτεμβρίου. (3)
Η μοναδική παράνομη δραστηριότητα που ανακάλυψε το υπουργείο Οικονομικών χρονολογείται από το 1994 και αφορά σχετικώς ασήμαντα ποσά: καταθέσεις 250 εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε πλαστά χαρτονομίσματα -στην πραγματικότητα, σύμφωνα με παρατηρητές που γνωρίζουν καλύτερα αυτά τα ζητήματα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανησυχούσε για τις νόμιμες συναλλαγές σε χρυσό της Βόρειας Κορέας με την τράπεζα Banco Delta Asia).
Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να αναγνωρίσουν επιτέλους οι αμερικανοί υπεύθυνοι ότι αυτή η υπόθεση δεν ήταν τίποτα άλλο από την αντανάκλαση των ερίδων που είχαν ξεσπάσει στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης: επρόκειτο απλώς για έναν ελιγμό ώστε να εμποδιστεί η εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην Πιονγκγιάνγκ. (4) Η υπόθεση Banco Delta Asia εξαφανίστηκε από τη δημοσιότητα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε κάνει την εμφάνισή της, δηλαδή πολύ γρήγορα και ξαφνικά, και οι ΗΠΑ κατέληξαν να επιστρέψουν στη Βόρεια Κορέα όλες τις καταθέσεις της που είχαν κατασχεθεί, χωρίς τελικά να της επιβάλλουν την παραμικρή ποινή.
Όπως υπογραμμίζει ο εμπειρογνώμονας Λέον Β. Σίγκαλ, οι συμφωνίες του Φεβρουαρίου του 2007 «επανέφεραν τις Ηνωμένες Πολιτείες σταθερά στην τροχιά της συμφιλίωσης με τη Βόρεια Κορέα». Αισιόδοξος, ο Χιλ δήλωσε τον Αύγουστο ότι περίμενε την πραγματοποίηση μιας πλήρους απογραφής όλων των πυρηνικών προγραμμάτων και όπλων της Βόρειας Κορέας μέχρι τα τέλη του 2007, καθώς και την ολοκληρωτική διάλυση όλων των πυρηνικών εγκαταστάσεών της μέχρι τα τέλη του 2008.
Άφησε δε να εννοηθεί ότι η Κοντολίζα Ράις πιθανόν να επισκεφθεί την Πιονγκγιάνγκ. Μάλιστα, υπάρχει και η φήμη ότι θα υπάρξει ακόμα και μια συνάντηση ανάμεσα στον Μπους και στον Κιμ Γιουνγκ Ιλ. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια θετική εξέλιξη. Βέβαια, απομένει το γεγονός ότι καμία αμερικανική κυβέρνηση έως τώρα δεν χρειάστηκε τόσο πολύ χρόνο για να καταλήξει σε ένα τόσο προφανές συμπέρασμα.
Μέχρι τη συμφωνία του Φεβρουαρίου, ο Μπους διηύθυνε την πλέον βλακώδη εξωτερική πολιτική στην ιστορία των ΗΠΑ, ιδίως απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Τον Οκτώβριο του 2002, είχε στείλει στην Πιονγκγιάνγκ τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Κέλι για να κατηγορήσει τους Βορειοκορεάτες ότι διεξήγαγαν μυστικά ένα δεύτερο πρόγραμμα χρησιμοποιώντας ουράνιο εμπλουτισμένο σε μεγάλο βαθμό (highly enriched uranium, HEU). Στη συνέχεια, ο ηγέτης του Λευκού Οίκου έθαψε τη συμφωνία-πλαίσιο που είχε διαπραγματευθεί το 1994 ο Κλίντον, με βάση την οποία θα αναστελλόταν για οκτώ χρόνια η λειτουργία των εγκαταστάσεων του Γιονγκμπιόν και του αντιδραστήρα τους, που παράγει πλουτώνιο. (5)
Η Βόρεια Κορέα αντέδρασε αποχωρώντας από τη Συνθήκη για τη μη Εξάπλωση των Πυρηνικών Όπλων και ανακτώντας τον έλεγχο του Γιονγκμπιόν, στο οποίο είχαν εξουδετερωθεί, μέσα σε δοχεία από μπετόν, 8.000 ράβδοι πυρηνικού καύσιμου που περιείχαν πλουτώνιο. Επιπλέον, δρομολόγησε την κατασκευή πυρηνικών όπλων, των οποίων τον ακριβή αριθμό εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Αυτές οι αποφάσεις δεν συνοδεύθηκαν από κανένα μέτρο αντιποίνων. Η αμερικανική αδράνεια της περιόδου 2002-2003 εξηγείται εν μέρει από τις αδιάκοπες συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει στο εσωτερικό της κυβέρνησης, σχετικά με την απάντηση που έπρεπε να δοθεί στις προκλήσεις της βορειοκορεατικής πλευράς.
Όπως και στην περίπτωση της σημερινής κρίσης σχετικά με τις ιρανικές εγκαταστάσεις HEU, ορισμένοι αμερικανοί αξιωματούχοι -οι οποίοι ανήκαν κυρίως στο περιβάλλον του αντιπροέδρου- ζήτησαν τον βομβαρδισμό των βορειοκορεατικών εγκαταστάσεων. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι προειδοποιούσαν ότι αυτά τα χτυπήματα θα οδηγούσαν σε έναν νέο πόλεμο στην Κορέα. Ωστόσο, καθώς ο πρόεδρος Μπους ασχολούνταν με το Ιράκ, δεν επιχειρήθηκε καμία ενέργεια, αν και η Ουάσιγκτον άρχισε να κατηγορεί τη Σεούλ για την πολιτική προσέγγισης με την Πιονγκγιάνγκ που ακολουθούσε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστούν εντάσεις ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Νότια Κορέα.
Η συμφωνία πλαίσιο δεν αναφερόταν στο εμπλουτισμένο ουράνιο (HEU), όμως οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες πίστευαν ότι η Βόρεια Κορέα είχε φερθεί με δόλιο τρόπο και είχε συνάψει συμφωνίες με τον πακιστανό πυρηνικό Αμπντούλ Καντέρ Χαν. Η κυβέρνηση Κλίντον είχε ενημερώσει τη νέα ηγετική ομάδα του Μπους γι’ αυτές τις εξελίξεις, προσθέτοντας ότι το ζήτημα του HEU δεν έπρεπε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση των προηγούμενων συμφωνιών που αφορούσαν το πλουτώνιο και τους πυραύλους, δεδομένου ότι το HEU προϋποθέτει μια τεχνολογία που είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί και ότι χρειάζονται χρόνια για την κατασκευή μιας βόμβας από εμπλουτισμένο ουράνιο. (6) Αντίθετα, η συμφωνία πλαίσιο του 1994 και η συμφωνία για τους πυραύλους στηρίζονταν σε αυστηρά μέτρα ελέγχου.
Κατηγορητήριο α λα καρτ
Μεταξύ 2000 και 2002, ο Τζορτζ Μπους δεν έλαβε καθόλου υπόψη αυτές τις πληροφορίες και ρίχτηκε σε μια πολιτική αντιπαράθεσης. Όμως, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της δεκαετίας του 1990, το σημαντικότερο δίδαγμα που αποκόμισαν οι αμερικανοί διαπραγματευτές ήταν ότι η αντιπαράθεση με την Πιονγκγιάνγκ δεν είχε το παραμικρό ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο Τζέιμς Κέλι γύρισε άπρακτος στην Ουάσιγκτον. Η στιγμή που είχε επιλεγεί για την πραγματοποίηση της επίσκεψης αποτελούσε την πιο παράλογη πρόκληση. Παρέδωσε το μήνυμά του στους Βορειοκορεάτες μερικές ημέρες μετά την αναγγελία, τον Σεπτέμβριο του 2002, του επίσημου δόγματος περί προληπτικών χτυπημάτων ενάντια στον «Άξονα του Κακού».
Λίγους μήνες αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ. Η Βόρεια Κορέα κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είχαν επιτεθεί στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν, εάν διέθετε πυρηνικά όπλα. Έτσι, άρχισε να προβάλλει την ύπαρξη του δικού της οπλοστασίου αποτροπής. Γνωρίζουμε σήμερα ότι οι πληροφορίες των αμερικανικών υπηρεσιών σχετικά με το βορειοκεορεατικό πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου δεν άξιζαν περισσότερο από εκείνες που αφορούσαν τα ιρακινά όπλα μαζικής καταστροφής. Όπως και το Ιράκ, η Πιονγκγιάνγκ είχε αγοράσει χιλιάδες σωλήνες από αλουμίνιο, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετά ανθεκτικοί για να χρησιμοποιηθούν στις μηχανές φυγοκέντρησης των οποίων τα περιστρεφόμενα τμήματα κινούνται με ιδιαίτερα υψηλές ταχύτητες. Όμως, σύμφωνα με τη CIA, το 2002 οι σωλήνες «διέθεταν μια σημαντική παραγωγική δυναμικότητα». Έκτοτε, οι ΗΠΑ δεν παρουσίασαν αξιόπιστα δεδομένα για τις προμήθειες που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας βόμβας εμπλουτισμένου ουρανίου.
Η βόμβα με την οποία η Πιονγκγιάνγκ πραγματοποίησε πέρυσι την πυρηνική δοκιμή της λειτουργούσε με πλουτώνιο και όχι με εμπλουτισμένο ουράνιο όπως πίστευαν κάποιοι. Απομένει όμως να μάθουμε γιατί η Βόρεια Κορέα αποφάσισε τη δοκιμή του όπλου. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, η Βόρεια Κορέα είχε κατορθώσει να πείσει ολόκληρο τον κόσμο ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα. Το 1992, η CIA εκτιμούσε ότι η Πιονγκγιάνγκ διέθετε μια ή δύο βόμβες και αυτή η εκτίμηση κυριάρχησε για μια ολόκληρη δεκαετία.
Το διπλό μήνυμα
Η αμφισημία που περιέβαλε τη «βορειοκορεατική βόμβα» ενίσχυσε τη θέση της όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του Ισραήλ, η πιθανότητα να κατέχει ένα κράτος πυρηνικά όπλα χωρίς να έχει προβεί σε δοκιμές ή σε επίσημες δηλώσεις σχετικά με τον κατοχή τους, του εξασφαλίζει ένα αξιόπιστο μέσο αποτροπής χωρίς όμως και να ωθεί υποχρεωτικά τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής στην απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Τι επιδίωκε λοιπόν η Πιονγκγιάνγκ δίνοντας τέλος σε αυτήν την αμφισημία, χωρίς να αποκτά κάποιο άλλο φανερό πλεονέκτημα; Η δοκιμή θα μπορούσε να αποτελεί ένα μήνυμα προς την Κίνα, η οποία είχε σταματήσει τον Σεπτέμβριο τις εξαγωγές πετρελαίου προς την Βόρεια Κορέα, αντιδρώντας στην εκτόξευση βορειοκορεατικών πυραύλων τον Ιούλιο του 2006. Αν αληθεύει αυτή η υπόθεση, η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε τη δοκιμή της βόμβας της για να δείξει ότι δεν θα υπέκυπτε στην απόπειρα εκφοβισμού της και ότι θα δεχόταν να συμμετάσχει στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις των Έξι, μονάχα μόλις αυτό θα είχε γίνει προφανές σε όλους.
Τότε, γιατί ο Μπους αποφάσισε να συνάψει μια συμφωνία;
Εν μέρει, επειδή οι βουλευτικές εκλογές του 2006 εξανέμισαν τις ελπίδες του Λευκού Οίκου για μακροπρόθεσμη κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων στην πολιτική σκηνή της χώρας. Εν μέρει επίσης επειδή η πολιτική εξασθένηση του αμερικανού προέδρου στο εσωτερικό της χώρας του συνοδεύεται από ένα παρόμοιο φαινόμενο σε διεθνές επίπεδο. Όμως, αυτές οι εξηγήσεις δεν είναι τελείως πειστικές. Τη διετία 2003-2004, οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας έδειχναν πράγματι να φοβούνται μια επίθεση. Όμως, στην πραγματικότητα, το σύνολο των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων είχε ήδη κινητοποιηθεί και το Πεντάγωνο δεν είχε τη δυνατότητα να διαθέσει μάχιμες μονάδες σε ένα κορεατικό μέτωπο επιχειρήσεων. Χωρίς αμφιβολία, η στρατηγική της Βόρειας Κορέας αποσκοπούσε στο να γίνει μια δεδηλωμένη πυρηνική δύναμη, να υποστεί τις κυρώσεις επί μια διετία, και να επιχειρήσει να διαπραγματευθεί με τον επόμενο αμερικανό πρόεδρο.
Άρα, κάτι συνέβη, και μάλιστα στην Ουάσιγκτον και όχι στην Πιονγκγιάνγκ. Σύμφωνα με την πλέον αληθοφανή υπόθεση, ο Λευκός Οίκος θεώρησε ότι το Ιράν αποτελούσε έναν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο για την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Εάν, γινόταν να επιτευχθεί μια συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα, η Τεχεράνη θα δεχόταν σημαντικές πιέσεις για να θέσει τέλος στο δικό της πυρηνικό πρόγραμμα. Εάν δε, ο Μπους αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει βία ενάντια στο Ιράν, έπρεπε η Βόρεια Κορέα να έχει εξουδετερωθεί ή να έχει ξεχαστεί.
Η παράμετρος Σεούλ
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, οι διμερείς σχέσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στη Σεούλ είχαν επιδεινωθεί θεαματικά. Ενώ ο αμερικανός πρόεδρος δημιουργούσε με τις πράξεις και τις παραλείψεις του μια επικίνδυνη κατάσταση με τη Βόρεια Κορέα, ταυτόχρονα προσέβαλλε βάναυσα τις αξίες και τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της ιστορικής σχέσης της χώρας του με την πολιτική ηγεσία της Σεούλ. Στη Νότια Κορέα, ο αντιαμερικανισμός δεν έλαβε ποτέ τη μορφή της βαθιάς απόρριψης της ισχύος, του πολιτισμού και των αξιών της Αμερικής που παρατηρήθηκε στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, από το 2001 παρατηρείται μια συνεχής φθορά της εικόνας των ΗΠΑ στη χώρα, κυρίως ανάμεσα στους νέους.
Ενώ πριν από την έλευση Μπους στον Λευκό Οίκο η συντριπτική πλειοψηφία των Νοτιοκορεατών διέκειτο ευνοϊκά προς τις ΗΠΑ, σήμερα η κοινή γνώμη είναι διαιρεμένη: το 43% των νέων που απάντησαν σε δημοσκόπηση είχε αρνητική ή μάλλον αρνητική γνώμη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ μονάχα το 22% είχε πολύ θετική γνώμη γι’ αυτή τη χώρα. (7) Η μεταστροφή οφείλεται στην αμερικανική πολιτική απέναντι στην Πιονγκγιάνγκ και στην επιθυμία του πληθυσμού της Νότιας Κορέας να συνεχιστεί η «πολιτική της ηλιαχτίδας».
Το δόγμα Μπους σήμαινε ότι η Νότια Κορέα θα παρασυρόταν σε έναν πόλεμο τον οποίο η χώρα δεν επιθυμούσε. Και η ηγεσία της Νότιας Κορέας συνειδητοποίησε αμέσως τον κίνδυνο. Λίγο μετά την εξαγγελία του δόγματος του προληπτικού πολέμου, ένας από τους συμβούλους του προέδρου Ρο Μου Χιούν ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι μια επίθεση ενάντια στη Βόρεια Κορέα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Νότιας θα σήμαινε τον τερματισμό της συμμαχίας με τη Σεούλ.
Η ηγεσία της Νότιας Κορέας επιδίωξε αρκετές φορές να αποσπάσει από την Ουάσιγκτον τη διαβεβαίωση ότι η Βόρεια Κορέα δεν θα δεχόταν επίθεση χωρίς προηγουμένως να έχει ζητηθεί η γνώμη της Σεούλ και να έχει επιτευχθεί η έγκρισή της. Ομως, ποτέ δεν έλαβαν τις σχετικές εγγυήσεις. Καθώς δε η Πιονγκγιάνγκ έχει τη δυνατότητα να καταστρέψει τη Σεούλ μέσα σε λίγες ώρες χρησιμοποιώντας τις μονάδες του πυροβολικού της που στεγάζονται σε υπόγεια οχυρά στους ορεινούς όγκους που βρίσκονται βόρεια της νοτιοκορεατικής πρωτεύουσας, εύκολα καταλαβαίνει κανείς την απόλυτη απογοήτευση που προκάλεσε το δόγμα Μπους στην κυβερνητική της Νότιας Κορέας.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε θα χρειαζόταν μια προσπάθεια μεγάλης εμβέλειας για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Οι συμφωνίες του περασμένου Φεβρουαρίου θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για την αναθέρμανσή τους. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τη Βόρεια Κορέα όπως είχαν δεσμευθεί να πράξουν το 1994 και το 2005, να εγγυηθούν στη Σεούλ το δικαίωμα του βέτο σε οποιαδήποτε χρήση βίας στην κορεατική χερσόνησο, να τη διαβεβαιώσουν ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις που σταθμεύουν στη Νότια Κορέα δεν θα εμπλακούν σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση που θα αφορά την Ταϊβάν και, τέλος, να περιορίσουν την αναχρονιστική παρουσία τους στη χώρα. Σήμερα, παρόμοια πρόοδος δεν φαίνεται εντελώς απίθανη: η Νότια Κορέα, η Ρωσία και η Κίνα έχουν παρακινήσει τις ΗΠΑ να εξυγιάνουν τις σχέσεις τους με τη Βόρεια Κορέα.
Διπλωματία με Νόμπελ
Από μια άποψη, η Βόρεια Κορέα κέρδισε και πέτυχε όλα όσα ήθελε, τα οποία και είχε προτείνει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990: διαπραγμάτευση του πυρηνικού της προγράμματος έναντι χορήγησης οικονομικής βοήθειας και εξομάλυνση των σχέσεών της με την Ουάσιγκτον -αυτήν την τελευταία προϋπόθεση απέρριπταν και γελοιοποιούσαν συστηματικά οι ΗΠΑ. Στην πράξη, οι διπλωματικές επιτυχίες της δεκαετίας του 1990 πρέπει να πιστωθούν στον πρώην νοτιοκορεάτη πρόεδρο Κιμ Ντάε Γιούνγκ -είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης το 2000- ο οποίος, τελικά, κατόρθωσε να πείσει τον Κλίντον ότι η Πιονγκγιάνγκ θα παραιτούνταν από το πυρηνικό της πρόγραμμα με αντάλλαγμα μια νέα σχέση με τις ΗΠΑ.
Ο Κιμ Ντάε Γιουνγκ πίστευε ότι η Βόρεια Κορέα δεν θα ήταν αντίθετη με την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων στη Νότια, εάν είχε προηγουμένως πραγματοποιηθεί η εξομάλυνση. Γιατί, όμως; Διότι η ισχύς της Κίνας και της Ιαπωνίας ανησυχεί τον Κιμ Γιουνγκ Ιλ εξίσου με εκείνη των ΗΠΑ. Συνεπώς, ο νοτιοκορεάτης πρόεδρος εκτιμούσε ότι ο βορειοκορεάτης ομόλογός του θα δεχόταν να συμμετάσχει σε νέες συμφωνίες για την ασφάλεια, στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος που έχει οικοδομηθεί από το 1945 στη βορειοανατολική Ασία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη χειρότερη περίπτωση, η Ουάσιγκτον θα κέρδιζε την ουδετερότητα της Βόρειας Κορέας και, στην καλύτερη, μια φιλική χώρα ή ακόμη και μια σύμμαχο, πράγμα που θα της επέτρεπε να δημιουργήσει μια ισορροπία απέναντι στην Κίνα και στην αναγεννώμενη Ρωσία, ενώ θα μπορούσε και να λειτουργήσει -αν αυτό καταστεί αναγκαίο- και ως φρένο απέναντι στην Ιαπωνία.
Είναι πιθανόν ότι η Πιονγκγιάνγκ ελπίζει να στρέψει τους μεν ενάντια στους δε, όπως είχε κάνει με τη Μόσχα και το Πεκίνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε εάν αυτή η νέα σκέψη επηρέασε τον πρόεδρο Μπους, όμως αυτό θα αποτελούσε για τις ΗΠΑ μια λογική στρατηγική στη βορειοανατολική Ασία του 21ου αιώνα. Κι ίσως, αν ολοκληρωθεί η περίεργη αλληλουχία γεγονότων της οποίας γινόμαστε μάρτυρες, να βρεθεί ο Μπους δίπλα στον «δαιμονικό» Κιμ Γιούνγκ Ιλ και να παρουσιάζονται και οι δύο ως «ειρηνοποιοί». Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τόσο το καλύτερο: κάλλιο αργά, παρά ποτέ.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»