«Πόλεις-γκέτο», «ευαίσθητες συνοικίες» ή άλλες «συνοικίες εξορίας» είναι το αντικείμενο δραματοποιημένων και μερικές φορές εντυπωσιοθηρικών ρεπορτάζ. (1) Είναι, άραγε, το μόνο πράγμα για το οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε ή να ανησυχήσουμε; Οι χωροταξικές αυτές κατηγορίες, που εμφανίζονται στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1985-1995, δεν είναι μια απλή «αντανάκλαση», έστω και παραμορφωμένη, της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν πρόκειται απλώς για υπερβολές ή για ψέματα. Αυτό που κρίνεται είναι επίσης και κυρίως ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τη φτώχεια των πόλεων και να στοχαζόμαστε γι’ αυτήν, ένας τρόπος ο οποίος, παράδοξα και μολονότι επιμένει στη σοβαρότητα του «προβλήματος», έχει ως κύριο χαρακτηριστικό να αφήνει στη σκιά την προέλευση της κοινωνικής, οικονομικής ή ακόμη και ρατσιστικής κυριαρχίας.
Πώς φτάσαμε, όμως, εκεί; Για να το καταλάβουμε, αρκεί να στρέψουμε το βλέμμα -τουλάχιστον για μια στιγμή- μακριά από αυτά τα αιώνια αντικείμενα έρευνας, τις «ευαίσθητες συνοικίες» και τους κατοίκους τους, και να ενδιαφερθούμε για τον τρόπο με τον οποίο το «πρόβλημα των προαστίων» προσδιορίστηκε μεταξύ 1985 και 1995. Εκείνη την εποχή, ουσιαστικά εφαρμόστηκε μια νέα δημόσια πολιτική σε πεντακόσιες συνοικίες κοινωνικής κατοικίας.
Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος είχε διπλό αποτέλεσμα. Τα μέτρα της λεγόμενης πολιτικής «για την πόλη» επέτρεψαν να ανανεωθούν πολλές πόλεις, προσφέροντας ταυτόχρονα ένα συμπληρωματικό πλαίσιο το οποίο εγκαταστάθηκε τοπικώς από επαγγελματίες της κοινωνικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, οι συμπληρωματικές χρηματοδοτήσεις που εξασφαλίστηκαν και δαπανήθηκαν δεν πήραν ποτέ τη μορφή μιας κοινωνικής και χωροταξικής αναδιανομής πλούτου, ικανής να περιορίσει το άνοιγμα των οικονομικών ανισοτήτων. Παρά τις πολυάριθμες εκκλήσεις για «σχέδια Μάρσαλ για τα προάστια», οι συγκεκριμένες δράσεις υπήρξαν περιορισμένες.
Από την άλλη πλευρά, σοβαρές περικοπές επιβλήθηκαν, την ίδια εποχή, στις πολιτικές που αφορούσαν το κοινό ποινικό δίκαιο, τον τομέα της εκπαίδευσης ή της υγείας, στις ίδιες λαϊκές συνοικίες. Εξάλλου, η επικέντρωση στις «ευαίσθητες συνοικίες» δεν αφορά παρά ορισμένες πλευρές. Η διάγνωση στην οποία στηρίχθηκε η πολιτική για την πόλη δεν περιορίστηκε στις οικοδομές. Η αποκατάσταση υποβαθμισμένων πόλεων έγινε στη βάση ενός νέου συνθήματος: της συμμετοχής των κατοίκων. Με πρωτοβουλία τοπικών παραγόντων έγιναν, τότε, συγκεντρώσεις διαβούλευσης για την αποκατάσταση των πόλεων, συλλογικές εκδρομές και συνοικιακά συμβούλια, όπου αυτοί οι κάτοικοι υποτίθεται ότι εξέφραζαν τα αιτήματά τους για να τα δουν να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη.
Τέτοιες διαδικασίες είναι απαραίτητες. Αλλά, τη στιγμή που επιμέναμε σε αυτές, παραπέμπαμε σε δεύτερη μοίρα τις οικονομική πραγματικότητα, όπως την ανεργία την οποία οι κάτοικοι αυτών των συνοικιών, σε μεγάλο ποσοστό εργάτες και / ή μετανάστες, υφίσταντο κατά μέτωπο. Οι «συνοικίες» προσήλκυσαν την προσοχή της δημόσιας εξουσίας, αλλά με τίμημα μια διαφορετική ιεράρχηση των «δυσκολιών». Οι εδαφικοί δείκτες, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν μαζικά για να εξεταστεί η φτώχεια, έπαιξαν έναν παράδοξο ρόλο, λειτουργώντας ως ευφημισμοί για τον προσδιορισμό των κατοίκων όχι σε σχέση με την κοινωνική θέση, αλλά σε συνάρτηση με την εθνική ή «εθνοτική» «καταγωγή» τους.
«Ιδιότητα του πολίτη», «συμμετοχή των κατοίκων», «σχέδια», αξιοποίηση της «εγγύτητας» και του «τοπικού», «εγκάρσια σχέση» και «διαβούλευση» ανάμεσα σε «εταίρους»: είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς αυτά τα συνθήματα που έχουν γίνει τόσο οικεία. Η αμφισβήτηση είναι ακόμη πιο δύσκολη, καθώς αυτό το λεξιλόγιο μάς φαίνεται ήδη ανθρωπιστικό και προοδευτικό, σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου η ρητορική της ανασφάλειας, των «καθαρμάτων» και των «ζωνών εκτός δικαίου» κυριαρχεί. Ωστόσο, η συμμετοχή των κατοίκων έγινε το θαυματουργό φάρμακο για να θεραπεύσει την «ασθένεια των προαστίων», αλλά προσδιορίστηκε κατά τρόπο ιδιαίτερα περιοριστικό: απόκρυψη των συνθηκών ζωής προς όφελος του «διαλόγου» και της «επικοινωνίας» και ταυτόχρονη υποβάθμιση της έκτασης των συγκρούσεων και των «πολιτικών» διεκδικήσεων.
Σειρά βιβλίων και εγχειριδίων που προορίζονται για νέους επαγγελματίες της κοινωνικής ανάπτυξης εξηγούν, για παράδειγμα, πώς να μετασχηματιστούν οι «διεκδικήσεις σε προτάσεις», τα «αιτήματα βοήθειας σε σχέδια ανάπτυξης», και, κυρίως, σύμφωνα με την καθιερωμένη διατύπωση, πώς να διδαχθούν οι κάτοικοι να «ψαρεύουν το ψάρι» παρά να τους το δίνουν. Εξάλλου, η κατασταλτική στροφή που ξεκίνησε από το 1997 δεν είναι άσχετη με τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίστηκε το πρόβλημα των συνοικιών από το 1985 έως το 1995. Στηρίζεται στις ίδιες χωροταξικές κατηγορίες, και θα εμφανιστεί ακόμη πιο νόμιμη στον βαθμό που, ήδη εδώ και δέκα χρόνια, η φτώχεια παρουσιάζεται ως ένα ζήτημα πάνω από όλα ψυχολογικό και τοπικό.
Η ιστορία της αποπολιτικοποίησης παρουσιάζει, ωστόσο, εντυπωσιακές πλευρές. Έχει ουσιαστικά τις ρίζες της σε ένα ισχυρό κίνημα αμφισβήτησης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, πολεοδόμοι, κοινωνικοί επιστήμονες, αγωνιστές και ερευνητές κατήγγειλαν την αυταρχική και τεχνοκρατική δράση του κράτους που ως προγραμματιστής προωθούσε, στο όνομα του «πλαισίου ζωής», τη λεγόμενη «συνολική» δράση αποκατάστασης των πόλεων, εμπλέκοντας την τοπική συλλογικότητα και λειτουργώντας στη βάση μιας μεγαλύτερης διαβούλευσης με τους κατοίκους. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό κίνημα αναπτύχθηκε στη Γαλλία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές ή αμερικανικές χώρες, ενάντια στην πολεοδομία των ουρανοξυστών, των φραγμάτων και των αυτοκινητοδρόμων.
Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις
Οι θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν τις πολιτικές της στέγασης μετά τον πόλεμο (η πολεοδομική σχεδιοποίηση και η επιβεβαίωση του κράτους, εκπροσώπου και προωθητή του γενικού συμφέροντος) υφίστανται, κατά τη δεκαετία του ’70, ένα συμπληρωματικό βάρος, έστω και αν η ιδεολογική έμπνευση είναι τελείως διαφορετική, με την άνοδο σε ισχύ των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Η βαθιά κρίση που ακολουθεί, ανοίγει, τότε, τον δρόμο σε άλλους τρόπους δράσης και σκέψης για τα προβλήματα των πόλεων. Η πολιτική για την πόλη είναι το αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμιστικών κινημάτων, αλλά οι εκδηλώσεις της δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο σε σχέση με το πλαίσιο μέσα στο οποίο θεσμοποιήθηκε.
Κατά τη δεκαετία του ’80, η αριστερά στην εξουσία περιορίζεται στη λεγόμενη στροφή «της λιτότητας». Οι προωθητές της κοινωνικής ανάπτυξης των συνοικιών, προερχόμενοι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τους χώρους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και το κριτικό και αμφισβητησιακό κίνημα μετά τον Μάη του ’68, κατέχουν περιθωριακές σχέσεις στη διοίκηση. Η πολιτική για την πόλη, με την οποία θα προσπαθήσουν να σταθεροποιήσουν τις εμπειρίες που είχαν από τον τόπο κατοικίας τους προσφέρει μια επαγγελματική ανακατάταξη και έναν χώρο για να αλλάξουν πολιτική ένταξη. (2) Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν παρά με τίμημα την προσχώρηση στη δημοσιονομική αναδιάταξη και στον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες στο εξής γίνονται αντιληπτές όχι ως πολιτικές αναδιανομής αλλά ως η τοπική εγκατάσταση ενός δικτύου ασφαλείας για τους πιο φτωχούς.
Ο όρος «συνοικία», κατ’ αρχάς «κοινωνικής κατοικίας», φορτώνεται με αρνητικές συνδηλώσεις: περιγράφονται αυτές οι περιοχές ως έχουσες την ανάγκη λιγότερο της ανάπτυξης μιας αυτόνομης δράσης και περισσότερο της παρέμβασης «θεραπευτών». Κατά τρόπο, μάλιστα, που η αμφισβητησιακή διάσταση, η οποία είναι υπαρκτή στην έκκληση για κινητοποίηση των κατοίκων, εξαφανίζεται για να αφήσει το έδαφος σε μια ορθολογικοποιημένη δημόσια δράση.
Όχι μόνο οι δρώντες της πολιτικής για την πόλη υποτάσσονται σε αυτό το νέο πολιτικό πλαίσιο, αλλά ορισμένοι, που επιθυμούν να μεταρρυθμίσουν το κράτος και όχι μόνο τις υποβαθμισμένες συνοικίες, τείνουν εξίσου να υιοθετήσουν τη θεματική «του εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών», η οποία, στις κυρίαρχες φιλελεύθερες εκδοχές, περιορίζεται συχνά σε μια απλή υποχώρηση. (3)
Βλέπουμε, έτσι, πρώην αγωνιστές (που προήλθαν από το μαοϊκό κίνημα, για παράδειγμα) να εκφράζουν μια αυξανόμενη δυσπιστία προς τους κατοίκους, που κατηγορούνται ότι ικανοποιούνται με τα βοηθήματα, και κυρίως προς το κράτος καθαυτό, το οποίο υποπτεύονται ότι ενθαρρύνει αυτά τα βοηθήματα και ότι δεν γεννά παρά δυσλειτουργίες και δυσκαμψίες. Εκτός από τον ρόλο τους ως προωθητές μιας δράσης για τις «συνοικίες» και τις επιλογές της κυβερνητικής αριστεράς, οι διανοούμενοι έπαιξαν κι άλλον έναν ρόλο-κλειδί.
Στα πανεπιστήμια, όπως και στα υπουργεία, το ζήτημα των προαστίων προκάλεσε σημαντική φιλολογία, η οποία δεν περιορίζεται στην ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Πολλοί διανοούμενοι ανέπτυξαν την ιδέα ότι αυτά τα εδάφη σημάδευαν ή ενσάρκωναν την έλευση ενός νέου κοινωνικού ζητήματος. Όμως, αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, το οποίο υιοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης και χρησιμοποιείται από τους φορείς της πολιτικής για την πόλη, έχει ως αρχή ότι τα κοινωνικά προβλήματα θα έθεταν στο εξής σε κίνδυνο «αποκλεισμένους» και «μη αποκλεισμένους» και θα συνδέονταν με την πόλη.
Ένας αριθμός μελετών στενά συνδεδεμένων με την αντίληψη του αποκλεισμού έχουν καταλήξει, να νομιμοποιήσουν την υποχώρηση των ζητημάτων που συνδέονται με την εργασία. Αυτά τα τελευταία ανήκουν σε μια περίοδο που τάχα έχει τελειώσει και θα έπρεπε τώρα να στραφούν προς τα προάστια, εδάφη που θεωρούνται ως «αποκομμένα» ή «περιθωριοποιημένα», και να βοηθήσουν πληθυσμούς που περιγράφονται ως «ξεχασμένοι» και όχι πια ως «θύματα εκμετάλλευσης» ή «κυριαρχούμενοι». (4)
Τελευταίο στοιχείο-κλειδί: η στάση των δήμων, κατά πρώτο λόγο εκείνων στους οποίους ηγείται η αριστερά, όπου και βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα των συνοικιών κοινωνικής κατοικίας. Από το τέλος της δεκαετίας του ’80, οι συγκεκριμένοι δήμοι υιοθέτησαν τη θεματική του «αποκλεισμού» στις «συνοικίες» και επικύρωσαν την αποπολιτικοποιημένη διάστασή της.
Η πολιτική για την πόλη απέφερε πιστώσεις, και, κυρίως, εμφανίστηκε, στις αρχές του ’90, να προσφέρει νέες λύσεις για να ενσωματωθεί η λαϊκή νεολαία (αποφεύγοντας έτσι τις «ταραχές»). (5) Η «εδαφοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων» (6) έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται αόρατη οτιδήποτε σχέση των φτωχών συνοικιών με αυτό που συμβαίνει σε άλλους «κόσμους», όπως οι «καλές συνοικίες», που αναφέρονται λιγότερο από τα μέσα ενημέρωσης αλλά είναι εξίσου περίκλειστες, ή ακόμη στον κόσμο της εργασίας, όπου διαλύεται και ανασυντίθεται η «κατάσταση των εργατών». (7)