Καράκας (Βενεζουέλα), 13 Δεκεμβρίου 2004, ώρα 15.55. Η σκηνή θα μπορούσε να ανήκει σε ταινία του Χόλιγουντ: Ενώ μιλάει στο κινητό του, ο Γκράντα βγαίνει από κάποια καφετερία που βρίσκεται κοντά στη στάση του μετρό Μπέλας Αρτες. Ώρα αιχμής. Μια ομάδα ανδρών τον σπρώχνει διά της βίας μέσα σε ένα τζιπ Cherokee. Του καλύπτουν το πρόσωπο με κουκούλα και του φοράνε χειροπέδες.
Από την προφορά τους -«paisa» (1)- ο Γκράντα μαντεύει ότι δύο από αυτούς είναι Κολομβιανοί. Δεξιά και αριστερά του, στο πίσω κάθισμα, κάθονται δύο άντρες από τη Βενεζουέλα. Έπειτα από μια σύντομη διαδρομή, τον αναγκάζουν να μπει στο πορτμπαγκάζ κάποιου άλλου αυτοκινήτου. Ο δρόμος μοιάζει ατελείωτος. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, η ίδια διαδικασία αλλαγής οχήματος -και πορτμπαγκάζ- επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Μέχρι τα σύνορα...
Το πρωί της επομένης, ο διευθυντής της κολομβιανής αστυνομίας, Χόρχε Ντανιέλ Κάστρο, ανακοινώνει ότι οι άντρες του συνέλαβαν, «στην πόλη Κούκουτα της Κολομβίας», ένα «μεγάλο ψάρι» των Ενόπλων Επαναστατικών Δυνάμεων (FARC).
Το πρόσωπο του Ροντρίγκο Γκράντα δεν είναι οικείο στους Κολομβιανούς. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με τις μυστικές υπηρεσίες, που τον καταζητούν εδώ και χρόνια και τον θεωρούν «υπουργό εξωτερικών του FARC». Χαρακτηρισμός που έκανε τον Γκράντα να μειδιάσει ειρωνικά κατά τη συνάντησή μας, στην Αβάνα: «Αυτό είναι κόλπο των δημοσιογράφων. Ο πραγματικός υπουργός Εξωτερικών των FARC είναι ο Ραούλ Ρέγες, ο ηγέτης της διεθνούς επιτροπής». Ο τελευταίος συνεχίζει στην παρανομία τον αγώνα, κάπου στην Κολομβία.
Κατά τη δεκαετία του 1980, ο Γκράντα υπήρξε μέλος της Πατριωτικής Ένωσης (ΠΕ), του νόμιμου κόμματος που αποδεκατίστηκε από τους παραστρατιωτικούς (με απολογισμό 3.000 νεκρούς: «Αποπειράθηκαν να με δολοφονήσουν σε διάφορες περιστάσεις, στην Μπογκοτά, στο Μεντεγίν. Όπως συνέβη με όλα τα μέλη της ΠΕ, με εξώθησαν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής με τη δύναμη των όπλων».
Δύο επιλογές διαφαίνονταν: να παραμείνει ζωντανός για τον αγώνα ή να υπομείνει τις πιέσεις μέχρι να τον σκοτώσουν. Έκανε την επιλογή του και προσχώρησε στην «insurgencia» -στο αντάρτικο. Το 1987, εκπροσωπώντας τη διεθνή επιτροπή του FARC, εγκαταλείπει την Κολομβία και επιδίδεται σε έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε διάφορες χώρες, προσεγγίζοντας πολιτικούς, κυβερνήσεις, δημόσια πρόσωπα, δημοσιογράφους.
«Εκείνο τον καιρό, είχαμε τρεις στόχους: την αναγνώριση του FARC ως εμπόλεμης δύναμης -και ενώ το κίνημα βρίσκεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων που εξέδωσαν οι ΗΠΑ το 2003- την εξεύρεση πολιτικής λύσης για την ένοπλη διαμάχη στην Κολομβία και τη σύναψη επαφών με σκοπό την ανθρωπιστική ανταλλαγή». Η τελευταία μεταφράζεται σε ανταλλαγή 56 «πολιτικών κρατουμένων» του FARC (μεταξύ των οποίων και η Μπετανκούρ), έναντι 450 έως και 500 ανταρτών που κρατούνται.
Το 2004, κατά τη διεθνή συνάντηση διανοουμένων και καλλιτεχνών με τίτλο «Για την υπεράσπιση της δημοκρατίας» (2-5 Δεκεμβρίου), ο Γκράντα εθεάθη στο Καράκας. Συμμετείχε, επίσης, στην ίδια πόλη, στις 8 και 9 Δεκεμβρίου, στο 2ο Μπολιβαριανό Συνέδριο των Λαών, όπου και καταδίκασε το «Σχέδιο Κολομβία». (2) Στις 13, την ημέρα της απαγωγής του, ενώ έδινε συνέντευξη σε κάποιον κολομβιανό δημοσιογράφο, σε καφετερία της πρωτεύουσας της Βενεζουέλας, βγήκε για λίγο έξω για να απαντήσει σε προσωπικό τηλεφώνημα. Αυτόπτες μάρτυρες ειδοποίησαν αμέσως για το συμβάν της απαγωγής. Ο Γκράντα δεν ήταν δυνατό να είχε συλληφθεί στην Κούκουτα. Είχε ήδη πέσει θύμα απαγωγής στη Βενεζουέλα.
Ηχηρή κακοφωνία
Στο Καράκας η κινητοποίηση είναι μεγάλη. Και η κακοφωνία ηχηρή. Η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας επιχειρεί να επωφεληθεί από την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι ο Τσάβες είχε προσκαλέσει έναν «τρομοκράτη» στο συνέδριο! Ο υπουργός Εσωτερικών, Τζέσε Τσακόν, διαψεύδει ότι η παρουσία του Γκράντα είχε γίνει αντιληπτή από τις αρχές. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γκράντα επιβεβαιώνει ότι κανείς δεν τον είχε προσκαλέσει: «Κάποιοι φίλοι που εμπνέονται από τον Μπολιβάρ θεωρούν ότι οι κολομβιανοί αντάρτες δεν πρέπει να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους συναντήσεις. Το βρίσκω παράλογο. Ο Μπολιβάρ δεν χρειάστηκε ποτέ διαβατήριο για να περάσει από τη Βενεζουέλα στην Κολομβία, στο Περού ή στη Βολιβία. Υπήρξε ο πρώτος διεθνιστής».
Κατά την περίοδο εκείνη, η σχετική έρευνα αποκαλύπτει ότι η επιχείρηση απαγωγής οργανώθηκε από την αστυνομία και τον στρατό της Κολομβίας, με την εμπλοκή, από την πλευρά της Βενεζουέλας, δύο διεφθαρμένων αξιωματούχων της ομάδας ειδικών αποστολών της εθνοφρουράς (GAES), καθώς και τριών εθνοφρουρών -είναι μάλλον δύσκολο να απορρίψει κανείς 1 εκατ. δολάρια. Στο μεσοδιάστημα, αποδίδοντας την απαγωγή στη Διεύθυνση Ασφάλειας, Πληροφόρησης και Πρόληψης (Disip - πρόκειται για τις μυστικές υπηρεσίες της Βενεζουέλας), μία ομάδα από δημόσια πρόσωπα ζητάει, «με όλο το σέβας», από τον πρόεδρο Τσάβες να προβεί σε «κάθαρση» των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας.
Με τη στάση της προκαλεί εκνευρισμό στον περίγυρο του προέδρου -όπως μας είχε εξηγήσει τότε κάποιος από το άμεσο περιβάλλον του Τσάβες: «Αυτή η ελεεινή υπόθεση αποδεικνύει ότι δεν ελέγχουμε ακόμη πλήρως τον κρατικό μηχανισμό. Δεν θέλουμε, όμως, να έχουμε καμία σχέση ούτε με το FARC, ούτε με οποιαδήποτε οργάνωση επιχειρεί να επιβάλει την επανάσταση μέσω των όπλων. Είναι προς το συμφέρον της μπολιβαριανής επανάστασης να αποστασιοποιείται από τέτοιου είδους ομάδες». Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, η ιθύνουσα της αμερικανικής διπλωματίας, Κοντολίζα Ράις, είχε κατηγορήσει το Καράκας ότι αποτελεί «άντρο τρομοκρατών».
Τόσο η Μπογκοτά όσο και η Ουάσιγκτον προσπαθούν να πιάσουν με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Όπως αφηγείται ο κομαντάντε Γκράντα, «μόλις έφτασα στην Κούκουτα, μου υποσχέθηκαν την ελευθερία, πολλά χρήματα, διαβατήρια για μένα και για την οικογένειά μου, υπό έναν όρο: να εκθέσω τον Τσάβες. Έπρεπε να πω ότι προστατεύει το FARC και ότι έλαβα βοήθεια από την κυβέρνησή του». Η άρνησή του είναι κατηγορηματική. Από τη δική του πλευρά, διαπιστώνοντας ότι δεν έχει εκδοθεί κανένα ένταλμα από την Ιντερπόλ για τον Γκράντα, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας κατηγορεί την Μπογκοτά ότι «παραβίασε την εθνική κυριαρχία» της χώρας του, αποσύρει τον πρεσβευτή του και αναστέλλει επ’ αόριστον τις εμπορικές σχέσεις με την Κολομβία. (3)
Στόχος οι δικηγόροι
Κατά τη δίκη του, ο Γκράντα εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο άρνησης υπεράσπισης. Ένας από τους δικηγόρους του επέζησε κατά θαυματουργό τρόπο αφού δέχτηκε πέντε πυροβολισμούς. «Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τους συνηγόρους μελών του FARC. Δέχονται πολλές απειλές και πιέσεις, υφίστανται διώξεις, γίνονται στόχος τηλεφωνικών υποκλοπών. Εγώ τους έλεγα το εξής: "Γιατί να γίνουμε εγγυοδότες μιας δικαιοσύνης που, στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται;"»
Έξι χρόνια για ανταρσία, 15 για τρομοκρατικές ενέργειες -συνολικά 21 χρόνια κάθειρξης. «Παραδέχθηκα ότι είμαι αντάρτης, όχι όμως και τρομοκράτης». Μεταξύ των στασιαστών που συναντά στη φυλακή υψίστης ασφαλείας, ορισμένοι εκτίουν ποινή 60 ή και 70 ετών - τη στιγμή που η ανωτάτη ποινή, στην Κολομβία, δεν μπορεί να υπερβεί τα 40 χρόνια. «Γεγονός που εξαναγκάζει το FARC να χρησιμοποιεί μεθόδους όχι απαραίτητα θεμιτές για να ανακτήσει τα μέλη του που βρίσκονται στη φυλακή. Εξ ου και η κρισιμότητα του ζητήματος της ανθρωπιστικής ανταλλαγής...»
Ο πρόεδρος Ουρίμπε πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο που μαίνεται εδώ και 60 χρόνια χωρίς να κάνει διάλογο με κανέναν. Από την άνοδό του στην εξουσία, το 2002 (επανεξελέγη για δεύτερη τετραετή θητεία τον Μάιο του 2006), αρνείται κατηγορηματικά να προβεί στη διαβόητη «ανθρωπιστική ανταλλαγή». Ωστόσο, εδώ και λίγο καιρό, ο Ουρίμπε βρίσκεται σε δυσχερή θέση εξαιτίας του λεγόμενου «παραπολιτικού» σκανδάλου. Η κολομβιανή Δικαιοσύνη εξετάζει πάνω από 100 υποθέσεις συνωμοσίας κρατικών αξιωματούχων με παραστρατιωτικούς των Ενωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Κολομβίας (ΕΔΑΚ), αναδεικνύοντας απάτες που διοργάνωσαν οι μεν και οι δε, κατά τις εκλογές που έφεραν στην εξουσία τον Ουρίμπε.
Αποπομπή υπουργών
Η κρίση προκάλεσε ήδη την αποπομπή της υπουργού Εξωτερικών, Μαρίας Κονσουέλο Αραούχο, της οποίας ο πατέρας και ο αδερφός κρίθηκαν ένοχοι. Δύο κυβερνήτες (των περιφερειών Σέσαρ και Μαγκνταλένα) και δεκατέσσερις βουλευτές και γερουσιαστές -όλοι τους οπαδοί του Ουρίμπε- βρίσκονται ήδη στη φυλακή, ενώ για άλλους πέντε έχει εκδοθεί ένταλμα. Ο πρώην διευθυντής του Διοικητικού Τμήματος Ασφάλειας (ΔΤΑ, πολιτική αστυνομία), Χόρχε Νογκέρα, ο οποίος ηγήθηκε της προεκλογικής εκστρατείας του Ουρίμπε στην περιφέρεια της Μαγκνταλένα, είναι επίσης έγκλειστος. Ο αρχηγός της αστυνομίας, στρατηγός Χόρχε Ντανιέλ Κάστρο, ο ίδιος που, στην Κούκουτα, είχε ζητήσει από τον Γκράντα να ενοχοποιήσει τον Τσάβες, καθώς και εκείνος της υπηρεσίας πληροφόρησης της αστυνομίας, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν εξαιτίας κάποιου άλλου σκανδάλου, συνδεόμενου με παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, στις αρχές Μαΐου 2007, έπειτα από τηλεφώνημα του νέου γάλλου προέδρου, Νικολά Σαρκοζί, μια πληροφορία προκαλεί αίσθηση στην Μπογκοτά: Ο Ουρίμπε ανακοινώνει την επερχόμενη «μονομερή» απελευθέρωση δεκάδων ανταρτών και ζητάει από το FARC να ανταποκριθεί σε αυτή την «κίνηση καλής θέλησης» με την απελευθέρωση των ομήρων του. «Ο ύπατος αρμοστής για την ειρήνη, Λουίς Κάρλος Ρεστρέπο, ήρθε να με δει στο κελί μου και μου πρότεινε να με θέσει επικεφαλής της επιχείρησης "επανένταξης-αποθάρρυνσης", υπό τον όρο να εγκαταλείψω το FARC» διηγείται ο Γκράντα. Απάντηση αρνητική. Δύο μέρες αργότερα, ο ύπατος αρμοστής επανέρχεται στο ζήτημα. «Μου εξήγησε, τότε, ότι δεν είχε την πρόθεση να διαπραγματευθεί μαζί μου και ότι έχει αποφασιστεί η απελευθέρωσή μου "για κρατικούς λόγους", επειδή... τη ζήτησε ο γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί. Προσθέτοντας ότι, αν δημιουργούσα προβλήματα, θα χρησιμοποιούσε την εξουσία του για να με βγάλει διά της βίας από το κελί μου και να με διώξει από τη φυλακή!»
Η έκπληξη του Σαρκοζί
Απελευθερωθείς ενάντια στη θέλησή του... «Αλλά τι ρόλο έχει ο Σαρκοζί σε αυτή την ιστορία» αναρωτιέται, έκπληκτος, ο Γκράντα. Παραδέχεται ότι δεν έχει ιδέα. Αναμφίβολα, η υπόθεση της Μπετανκούρ, της Γαλλοκολομβιανής που κρατείται από τις 23 Φεβρουαρίου 2002 από το FARC, είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη Γαλλία. Ισως ο Σαρκοζί θέλησε να «κάνει την έκπληξη», πολλαπλασιάζοντας τις επαφές με τον κολομβιανό ομόλογό του μερικές μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, μέσω των οποίων ήλπιζε άλλωστε να κερδίσει συντριπτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Ή, μήπως, είτε με τη θέλησή του είτε απρόθυμα, έγινε συνεργός μιας πολύ πιο «σκοτεινής» επιχείρησης;
Ως προς το ζήτημα των κρατουμένων, το FARC απαιτεί τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης, έκτασης 800 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στις κοινότητες Φλόριντα και Πραδέρα (περιφέρεια Βάλε ντελ Κάουκα), ούτως ώστε να διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση απευθείας και δίχως την παρουσία διαμεσολαβητών και να προβεί, σε περίπτωση συμφωνίας, στην περιβόητη ανθρωπιστική ανταλλαγή. Με απώτερο σκοπό, σε πολιτικό επίπεδο, να αναγνωριστεί, ντε φάκτο, ως εμπόλεμη δύναμη αντίστασης και να βγει από τη λίστα των «τρομοκρατών», όπου τους συμπεριέλαβαν η Ουάσιγκτον και η Μπογκοτά. Κάτι που ο Γκράντα υπογράμμισε αμέσως στους «απελευθερωτές» του: «Μπορείτε να με απελευθερώσετε, αν το επιθυμείτε, αλλά πρόκειται για μονομερή ενέργεια από πλευράς σας. Σας προειδοποιώ ότι δεν θα προκαλέσει την αμοιβαία ανταπόκριση του FARC».
Η κυβέρνηση του δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ Γαλλίας, Ελβετίας ή Κούβας. Ο Γκράντα φεύγει αεροπορικώς, στις 19 Ιουνίου 2007, για την Αβάνα. Εκτός του ότι απολαμβάνει, πλέον, την ελευθερία του, έχει κι άλλους λόγους να είναι ικανοποιημένος: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο πρόεδρος Σαρκοζί ζήτησε την απελευθέρωση ενός "τρομοκράτη". Όσο για τον Ουρίμπε, με το διάταγμα που προσυπέγραψε για την απελευθέρωσή μου αναγνωρίζει τον πολιτικό χαρακτήρα του FARC».
Ελεύθεροι 170 αντάρτες
Με τους προβολείς των ΜΜΕ στραμμένους πάνω της, η κολομβιανή κυβέρνηση απελευθερώνει 170 θεωρούμενους αντάρτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και ύποπτες προσωπικότητες, οπλαρχηγοί ανύπαρκτων οργανώσεων, καθώς και ουκ ολίγοι παραβάτες του κοινού ποινικού κώδικα. Την ίδια στιγμή, παίζοντας σε όλα τα ταμπλό, δήθεν υπέρ της ειρήνης, στην πραγματικότητα, όμως, συνεχίζοντας τον πόλεμο, ο Ουρίμπε επιβεβαιώνει τη διαταγή που είχε δοθεί ήδη από τον Οκτώβριο του 2006: πρόκειται για την εντολή διάσωσης, διά της στρατιωτικής οδού και με «οποιοδήποτε μέσο», της Μπετανκούρ και των υπόλοιπων ομήρων των ανταρτών.
Όμως, οι οικογένειες των εγκλείστων, μεταξύ των οποίων και της Μπετανκούρ, υπήρξαν ανέκαθεν ενάντιες σε μία τόσο επικίνδυνη προοπτική. Μια τέτοια επιχείρηση «διάσωσης» δεν ήταν που, τον Μάιο του 2003, κατέληξε στον θάνατο ενός κυβερνήτη, ενός πρώην υπουργού και επτά στρατιωτικών; Εξάλλου, τα ίδια τα γεγονότα έμελλαν να επιβεβαιώσουν, στη συνέχεια, ότι στην Κολομβία όλα είναι πάντα πιθανά... προς το χειρότερο. Στις 23 του περασμένου Ιουνίου, με σύντομο δελτίου Τύπου, η δυτική πτέρυγα του FARC (4) ανακοινώνει ότι, στις 18 Ιουνίου, έντεκα από τους δώδεκα βουλευτές της επικράτειας Βάλε ντελ Κάουκα, οι οποίοι είχαν απαχθεί από τους αντάρτες στις 11 Απριλίου του 2002 στο Κάλι, σκοτώθηκαν «από διασταυρούμενα πυρά (...), όταν μία ομάδα στρατιωτικών αγνώστου, μέχρι στιγμής, ταυτότητας, επιτέθηκε στο στρατόπεδο όπου φυλάσσονταν». Αρνούμενος τη διενέργεια ένοπλης συμπλοκής στη συγκεκριμένη ζώνη στις 18 Ιουνίου, ο Ουρίμπε αντιτάσσει μαινόμενος: «Δεν πραγματοποιήθηκε καμία επιχείρηση διάσωσης. Τα θύματα δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ». (5) Ισχυρισμός παράλογος, δεδομένου ότι οι κρατούμενοι είναι το δυνατό χαρτί του FARC στη σύγκρουσή τους με την εξουσία. Ποιό το συμφέρον τους να τους ξεφορτωθούν με τέτοιον τρόπο;
«Το FARC αναλαμβάνει το δικό του μερίδιο ευθύνης», επεξηγεί ο Γκράντα. «Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι δεν σταθήκαμε ικανοί να διαφυλάξουμε τη ζωή των ομήρων μέχρι τη στιγμή της ανθρωπιστικής ανταλλαγής». Επιπροσθέτως, όμως, οι αντάρτες κατηγορούνται ότι προτίμησαν να εκτελέσουν τους κρατουμένους τους παρά να αφήσουν τον στρατό να τους απελευθερώσει. Ο Γκράντα δεν επιβεβαιώνει, αλλά ούτε και αρνείται την κατηγορία: «Δεν ανήκω στη διοικητική δομή του FARC, οπότε και αγνοώ αν έχει δοθεί τέτοια εντολή».
Σε περίπτωση που η υπόθεση ευσταθεί, πρόκειται για έγκλημα πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αν αληθεύει, το συγκεκριμένο σενάριο δεν είναι το μόνο που μπορεί να υποστηριχθεί, γιατί οι συνθήκες της τραγωδίας της 18ης Ιουνίου παραμένουν μυστηριώδεις. Μέχρι στιγμής, κανείς δεν γνωρίζει καν την ακριβή τοποθεσία όπου έλαβε χώρα η επιχείρηση. Όλως περιέργως, ο στρατός τηρεί σιωπή, όπως, εξάλλου, και το ίδιο το FARC. «Διεξάγουμε ακόμη έρευνες για το συμβάν. Θέλουμε να δώσουμε στον κόσμο την πιο πιθανή εξήγηση και να αποφύγουμε τις υποθέσεις», μας εμπιστεύεται ο Γκράντα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι παραστρατιωτικοί δεν θα μπορούσαν να έχουν εμπλακεί -δεν έχουν τα μέσα να φέρουν σε πέρας επιχείρηση τέτοιου βεληνεκούς. Αλλά και η συμμετοχή του κολομβιανού στρατού αποκλείεται. Άλλωστε, σε δεύτερο δελτίο Τύπου, η δυτική πτέρυγα του FARC έκανε λόγο για «ξένους κομάντος». Διαγράφεται, λοιπόν, μια εκδοχή η οποία, όμως, πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη: κατά τα φαινόμενα, την επίθεση εξαπέλυσε ομάδα κρούσης «ειδικών δυνάμεων», απαρτιζόμενη από έναν ή περισσότερους ξένους, άγνωστης εθνικότητας. Ορισμένοι, ωστόσο, έχουν υπόψη τους κάποιες πιθανές απαντήσεις... (6)
Ο ΟΗΕ ζητεί έρευνα
Έτσι, στη Γενεύη, η Λουίζ Χάρμπορ, ύπατος αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απαιτεί -εκτός από την «άμεση απελευθέρωση όλων των ομήρων»- τη διενέργεια «ολοκληρωμένης και αδέκαστης» έρευνας για την τραγωδία της 18ης Ιουνίου. Η Μπογκοτά αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε επιτροπή ανεξάρτητων ειδικών.
Ο Γκράντα, από την πλευρά του, υπογραμμίζει το εξής: «Το FARC πρότεινε τα πτώματα να εξεταστούν από διεθνή επιτροπή, στην οποία δεν θα συμμετείχε η κολομβιανή κυβέρνηση, ούτως ώστε να αποφευχθεί η χειραγώγηση των πορισμάτων. Ομως, οι επιθέσεις του στρατού στην εν λόγω περιοχή συνεχίζονται και οι σύντροφοι με πληροφόρησαν ότι υπάρχουν και άλλες δυνάμεις που έχουν συμφέρον να εξαφανίσουν τα πτώματα για να εξαλείψουν κάθε ίχνος».
Παραπληροφόρηση ή αλήθεια;
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»