el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι πρώτες εκλογές στο Χονγκ Κονγκ με δύο αντιτιθέμενους υποψηφίους

[Από το αρχείο της Monde diplomatique. Δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 2007 στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”.]

JPEG - 171 kio
Προεκλογική καμπάνια του Άλαν Λίονγκ στο Χονγκ Κονγκ του 2007.

Όταν ο Άλαν Λίονγκ, δικηγόρος χαμηλών τόνων, 49 ετών, ανήγγειλε, τον Δεκέμβριο του 2006, ότι θα έθετε υποψηφιότητα για τη θέση του κυβερνήτη του Χονγκ Κονγκ, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να υπερισχύσει. Σε αντίθεση με τον αντίπαλό του, τον απερχόμενο κυβερνήτη Ντόναλντ Τσανγκ, ο Λίονγκ δεν είχε την υποστήριξη της Κίνας ούτε εκείνη της ολιγομελούς ομάδας των εκπροσώπων της πόλης που έχουν δικαίωμα ψήφου.

Κανείς δεν εξεπλάγη, λοιπόν, που ο Τσανγκ, 62 ετών, πρώην αξιωματούχος και κυβερνήτης από τον Δεκέμβριο του 2005, επανεκλέχθηκε στις 25 του περασμένου Μαρτίου για πενταετή θητεία. Κέρδισε τις εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία, παίρνοντας 649 ψήφους από τις 772. Ο Λίονγκ δεν συγκέντρωσε παρά 123. «Πρόκειται για κόμμα ενός μικρού κλειστού κύκλου, που συμμετέχει σε εκλογές αντίστοιχα κλειστού κύκλου», σχολίασε η Έμιλι Λάου, βουλευτής των δημοκρατικών και φυσιογνωμία της τοπικής πολιτικής σκηνής.

JPEG - 171 kio
Προεκλογική καμπάνια του Άλαν Λίονγκ στο Χονγκ Κονγκ του 2007.

Ηττημένος αλλά απτόητος

Από την πλευρά τους, ο Λίονγκ και οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι η εκλογική διαδικασία -νοθευμένη κατά την άποψή τους- προώθησε τουλάχιστον το αίτημα της καθολικής ψηφοφορίας για τις επόμενες εκλογές, το 2012. Για τον ηττημένο αλλά απτόητο Λίονγκ, το Χονγκ Κονγκ έζησε τις πρώτες πραγματικές εκλογές μετά την παραχώρηση της πόλης στην Κίνα, το 1997 : «Γίναμε εκφραστές της θεμελιώδους αλλαγής που έχει επέλθει στην κουλτούρα μας, της αναδιάταξης των αξιών και των προσδοκιών σε ό,τι αφορά την πολιτική σφαίρα. Δεν θα υπάρξει παλινδρόμηση. Η επιθυμία του λαού του Χονγκ Κονγκ να εγκαθιδρυθεί η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας για το 2012 παραμένει πιο ισχυρή από ποτέ».

Παρά την ευμάρεια και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, το Χονγκ Κονγκ δεν απολαμβάνει παρά περιορισμένο δημοκρατικό καθεστώς. Η Κίνα «πάγωσε» το σχέδιο μεταρρύθμισης του συστήματος, επιτρέποντας τη διενέργεια μόνο αυστηρά ελεγχόμενων εκλογών. Οι τελευταίες αφορούν αποκλειστικά μία ολιγομελή ομάδα, αποτελούμενη από προσωπικότητες που προέρχονται από τον επιχειρηματικό κόσμο, από εκπροσώπους της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής του τόπου και από συντηρητικούς πολιτικούς. Εκλεγμένος από ένα εκλογικό σώμα που απαριθμεί 800 μέλη, σε μια πόλη επτά εκατομμυρίων κατοίκων, ο κυβερνήτης συγκεντρώνει πληθώρα εξουσιών.

Οι μισοί από τους βουλευτές του Κοινοβουλίου, το οποίο ονομάζεται Νομοθετικό Συμβούλιο (LegCo), εκλέγονται σε μικρές περιφέρειες και ποτέ διά της άμεσης ψηφοφορίας. Σε τοπικό επίπεδο, οι πολιτικοί εκπρόσωποι καθορίζονται από την κυβέρνηση και ελάχιστα λαμβάνουν υπόψη τους πολίτες. Στην Κοινή Διακήρυξη, τη σινοβρετανική συμφωνία για το μέλλον της επικράτειας μετά την αποκατάσταση της κινεζικής εθνικής κυριαρχίας, προβλέπονταν μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος. Από φόβο μήπως χάσει τα ηνία, η Κίνα φρενάρισε τη διαδικασία. Αλλά ο επιχειρηματικός κόσμος, όπως και πολλοί άλλοι παράγοντες, αντιτίθενται στην εγκαθίδρυση ενός πιο δημοκρατικού συστήματος, φοβούμενοι ότι ορισμένες απαιτήσεις, τις οποίες θεωρούν λαϊκίστικες, θα έβλαπταν τα συμφέροντά τους. Σε τόσο κλειστό περιβάλλον, οι προβλεπόμενες εκλογές για την ανάδειξη του ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας δεν ενθουσίασαν πραγματικά τα πλήθη.

Στις πρώτες εκλογές υπερίσχυσε ο Τουνγκ Τσι Χβα, ισχυρός εφοπλιστής του οποίου η οικογένεια διατηρούσε στενές σχέσεις με το Πεκίνο. Οι δύο αντίπαλοί του, ένας μεγιστάνας των επιχειρήσεων και ένας συνταξιούχος δικαστής, παρ’ ότι διεκδικούσαν την ίδια θέση, λάμβαναν επίσης εντολές από το Πεκίνο, νομιμοποιώντας, έτσι, κατ’ επίφαση τη μετα-αποικιοκρατική εκλογική διαδικασία. Στις εκλογές του 2001 αναμφισβήτητος νικητής ήταν ο Τουνγκ. Κανένας άλλος υποψήφιος δεν διεκδίκησε το αξίωμα. Ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της Κίνας ανακοίνωσαν λοιπόν δημοσίως ότι θα επιθυμούσαν την επανεκλογή του. Η δεύτερη θητεία του ήταν ωστόσο σύντομη, εξαιτίας λανθασμένων πολιτικών χειρισμών και οικονομικών προβλημάτων. Τον Ιούνιο του 2005 ο Τουνγκ παραιτήθηκε και το δεξί του χέρι, ο Τσανγκ, τότε γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, τον αντικατέστησε εκλεγόμενος χωρίς αντίπαλο.

Σε όλες τις παραπάνω περιστάσεις, η πλειονότητα του πληθυσμού παρέμεινε στο περιθώριο, εφόσον δεν της δόθηκε η δυνατότητα ούτε να υποδείξει κάποιον υποψήφιο, ούτε να ψηφίσει, ούτε καν να συμμετάσχει σε πραγματικό δημόσιο διάλογο. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το γεγονός ότι ένας βουλευτής τόσο διακριτικός όσο ο Λίονγκ μπήκε στον πολιτικό στίβο με το ξεκίνημα της προεκλογικής περιόδου προκάλεσε αίσθηση.

«Δονκιχωτικό» εγχείρημα

Το εγχείρημά του φάνηκε δονκιχωτικό, πόσω μάλλον που δύο «βαριά πυροβολικά» της πολιτικής σκηνής, ο Μάρτιν Λι, αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος, και ο Ανσον Τσαν, πρώην γενικός γραμματέας της κυβέρνησης και πρώην προϊστάμενος του Τσανγκ, είχαν διατυπώσει την πρόθεσή τους να θέσουν υποψηφιότητα προτού τελικά αποτραβηχτούν. Για πολλούς, η αποχώρηση του Τσαν ειδικότερα υπήρξε μεγάλη απογοήτευση. Ο πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος φαινόταν πράγματι ο μοναδικός υποψήφιος που θα είχε πιθανότητες να υπερισχύσει του Τσανγκ. «Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουμε καν, την ώρα που όλες οι δυνάμεις τάσσονται εναντίον μας», είχε δηλώσει ανακοινώνοντας την αποχώρησή του.

Από τη δική του πλευρά, ο Λίονγκ θεώρησε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, παρά τις ελάχιστες ελπίδες να εκλεγεί. Γεννημένος στο Χονγκ Κονγκ, όπου έχτισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία, έλαβε την τυπική μόρφωση της μεσαίας τάξης της πόλης του. Σύμφωνα με τις επιταγές της, προσβλέπει σε μια κυβέρνηση πιο δημοκρατική και πιο διαφανή. Η είσοδός του στην πολιτική σκηνή έγινε καθυστερημένα: πρόεδρος της Ένωσης Νομικών από το 2001 έως το 2003, προτού εμφανιστεί στην πρώτη γραμμή με την εκλογή του ως βουλευτή το 2004. Έκτοτε αναδείχθηκε ως πολιτικό πρόσωπο, κυρίως με την αντιπαράθεσή του στο νόμο κατά της διαφθοράς που πρότεινε το Πεκίνο 2003, με στόχο να περιορίσει τις ατομικές ελευθερίες στο Χονγκ Κονγκ (1).http://archives.monde-diplomatique.... Στις 6 Νοεμβρίου του 2006, με την υποστήριξη του νεοσύστατου Πολιτικού Κόμματος, του Δημοκρατικού Κόμματος και άλλων υπέρμαχων του αιτήματος για δημοκρατία, ο Λίονγκ ανακοίνωσε δημοσίως την υποψηφιότητά του. Ενώπιον πλήθους οπαδών, σε μία συνάθροιση σε μικρό πάρκο του κέντρου της πόλης, δήλωσε : «Θέτω υποψηφιότητα στις εκλογές, γιατί δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο νέος κυβερνήτης θα επανεκλεγεί χωρίς αντίπαλο. Θα είναι η τρίτη φορά, εάν δεν αντιπαρατεθούμε σε αυτό. Είμαι σίγουρος ότι το Χονγκ Κονγκ αξίζει καλύτερη μοίρα».

Ορισμένοι πολιτικοί ιθύνοντες, μεταξύ των οποίων και η Έμιλι Λάου, έκριναν αντιπαραγωγική την προσπάθεια του Λίονγκ: «Δεν υποστηρίζω την υποψηφιότητά του, γιατί δεν θέλω να συμμετάσχω σε μία εκλογική διαδικασία που απευθύνεται σε περιορισμένο κύκλο προνομιούχων. Ανησυχώ ότι τέτοιες πρωτοβουλίες προσδίδουν επίφαση νομιμότητας στις εκλογές». Ο Αντρέι Γιου, βουλευτής και ιδρυτής του Πολιτικού Κόμματος, εξέφρασε τη διαφωνία του με τη συγκεκριμένη άποψη: «Γιατί να ριχτούμε στη μάχη εάν δεν μπορούμε να νικήσουμε; Μα, δεν πρόκειται για μάταιο αγώνα. Μάλιστα, το διακύβευμα είναι εξαιρετικά σημαντικό. Το Χονγκ Κονγκ έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Όλοι καταλαβαίνουν ότι το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται. Ο κυβερνήτης εκλέγεται από έναν μικρό κύκλο ισχυρών επιχειρηματιών και μελών των φατριών που υποστηρίζουν το Πεκίνο. Ικανοποιεί περισσότερο τα συμφέροντα του περιορισμένου αυτού κύκλου παρά του γενικότερου πληθυσμού».

Για τον Λίονγκ, το στοίχημα ήταν δύσκολο και η μάχη σκληρή, ήδη από την αρχή. Η υποψηφιότητά του έπρεπε, καταρχήν, να επικυρωθεί από τους ανθρώπους που οι πιο πάνω κριτικές χαρακτηρίζουν «περιορισμένο κύκλο»: πρόκειται για μία κλειστή εκλογική επιτροπή 800 μελών, όπου κυρίαρχη θέση κατέχουν οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού και εμπορικού κόσμου, περισσότερο πιστοί στην Κίνα παρά στο Χονγκ Κονγκ. Όπως αποδείχθηκε στις τρεις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες, το Πεκίνο κατόρθωνε ανέκαθεν να ελίσσεται παρασκηνιακά και να εξασφαλίζει το επιθυμητό αποτέλεσμα στις περιορισμένες ψηφοφορίες.

Ακάθεκτος, ο Λίονγκ δεν έκανε οικονομία δυνάμεων για να κερδίσει το πολυπόθητο «εισιτήριο». Χρειάστηκε να συσπειρώσει τραπεζικούς, δικηγόρους, μηχανικούς, καθηγητές, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους υψηλόβαθμους ψηφοφόρους που διακρίνονται για το ανοιχτό τους πνεύμα. Στις 31 Ιανουαρίου 2007, πέτυχε να συγκεντρώσει τις 111 ψήφους οι οποίες απαιτούνταν για την επίσημη καταχώριση της υποψηφιότητάς του. Έγινε, έτσι, ο πρώτος υποψήφιος που, αν και υπέρμαχος της δημοκρατίας, έλαβε την άδεια να συμμετάσχει στις εκλογές για την ηγεσία του εκτελεστικού σώματος. «Οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ πρέπει να είναι περήφανοι», εξηγεί ο ίδιος. Την επομένη, ο Τσανγκ, ο οποίος είχε διατηρήσει χαμηλό προφίλ για αρκετές εβδομάδες, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του και απέσπασε εύκολα τη χορηγία 600 εκλεκτόρων.

Όπως και ο Λίονγκ, ο Τσανγκ έχει γεννηθεί στο Χονγκ Κονγκ και έλαβε παρόμοια μόρφωση με εκείνη του αντιπάλου του. Προερχόμενος από πολύτεκνη και φτωχή οικογένεια, έγινε δημόσιος αξιωματούχος αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του. Ανέβηκε διαδοχικά τις βαθμίδες της εξουσίας, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του εμπορίου και, κατόπιν, τη θέση του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης, πόστο που κατείχε για τρεις δεκαετίες. Ο Τσανγκ δεν υπήρξε μόνον ικανός αξιωματούχος, αλλά και επιδέξιος πολιτικός, με αποτέλεσμα το άστρο του να συνεχίσει να λάμπει και υπό τη σημερινή κινεζική κυριαρχία, όπως έλαμπε και κατά την περίοδο της βρετανικής.

Αντίθετα από τον Άνσον Τσαν, ο Τσανγκ κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πεκίνου, δίνοντας άμεσες αποδείξεις της αφοσίωσής του. Κατά αυτόν τον τρόπο, πέτυχε να συγκεντρώσει 22 εκατομμύρια δολάρια Χονγκ Κονγκ από χορηγίες, δηλαδή τρεις φορές περισσότερα από τον Λίονγκ. Το στρατόπεδο του Τσανγκ ήταν εντυπωσιακό. Εκτός του ότι υπεύθυνος της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν ο διευθυντής τοπικής τράπεζας, είχε επίσης την υποστήριξη δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων: του Φιλελεύθερου Κόμματος και της ισχυρής Συμμαχίας για την Πρόοδο του Χονγκ Κονγκ, οι ιθύνοντες της οποίας είναι μέλη του Εθνικού Συμβουλίου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επωφελήθηκε επιπροσθέτως από τη συνδρομή ενός διευρυμένου δικτύου υποστηρικτών, αποτελούμενου από συνδικάτα και από τοπικές εταιρείες.

Παπιγιόν εναντίον μαντιλιού

Παρ’ όλο που ο Τσανγκ ήταν ο αναμενόμενος νικητής των εκλογών, ο Λίονγκ δεν τον άφησε να υπερισχύσει εύκολα. Κατά τις πρώτες εκλογές του 2005, ελλείψει αντιπάλου, δεν χρειάστηκε παρά την υποστήριξη των σημαντικότερων εκλεκτόρων. Τούτη τη φορά, με τη δημόσια διάσταση που έλαβε η αντιπαράθεση, ο Λίονγκ τον ανάγκασε να συμμορφωθεί με τους δικούς του όρους. Και οι δύο πλευρές πραγματοποίησαν συνελεύσεις, επινόησαν συνθήματα, εκφώνησαν λόγους, συναντήθηκαν με τον πληθυσμό, όπως είθισται να συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Φορώντας σε κάθε περίσταση το διάσημο πλέον παπιγιόν του, ο Τσανγκ επέλεξε το πράσινο για χρώμα της εκστρατείας του. Ο Λίονγκ, πάντοτε με ένα μαντίλι στο πέτο του σακακιού του, προτίμησε το ροζ. Το σύνθημα του Τσανγκ -«Θα φροντίσω ώστε το έργο να έρθει εις πέρας»- έδινε έμφαση στην εμπειρία και στην αποτελεσματικότητά του ως κυβερνητικού ιθύνοντος. Το σύνθημα του Λίονγκ -«Πρόκειται για ζήτημα επιλογής»- τόνιζε το γεγονός ότι η σωστή επιλογή ήταν εφικτή.

Ο Λίονγκ αυτοανακηρύχθηκε υποψήφιος των μη προνομιούχων, υπερτονίζοντας ότι τον Τσανγκ τον ενδιαφέρει περισσότερο ο επιχειρηματικός κόσμος παρά οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ. «Βρίσκομαι εδώ για να δώσω τη δυνατότητα να ακουστούν εκείνοι που δεν έχουν φωνή», είχε δηλώσει. Ο Τσανγκ, από την πλευρά του, κόμπασε για τη μακρά εμπειρία της κυβέρνησής του και για τη ρεαλιστική προσέγγιση των προβλημάτων της πόλης.

Στο επίπεδο των προγραμμάτων των υποψηφίων, οι μεγαλύτερες διαφορές εντοπίζονταν στα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης και της θεσμικής μεταρρύθμισης. Εκφράζοντας την έγνοιά του για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της πόλης, ο Τσανγκ πρότεινε την κατασκευή γεφυρών, αυτοκινητόδρομων και άλλων έργων υποδομής. Για τον Λίονγκ, το Χονγκ Κονγκ δεν έχει ανάγκη επιπρόσθετων κατασκευαστικών έργων, αλλά, μεταξύ άλλων ποιοτικών παραγόντων ανάπτυξης, χρειάζεται καλύτερη διακυβέρνηση και καθαρότερο περιβάλλον. Ο Λίονγκ πρότεινε επίσης την παγίωση ενός βασικού μισθού και τη θεσμοθέτηση νόμου ενάντια στα μονοπώλια. Οι συγκεκριμένες προτάσεις απορρίφθηκαν από τον Τσανγκ, ο οποίος έκρινε ότι αντιβαίνουν στις ισχύουσες αρχές της οικονομίας της αγοράς του Χονγκ Κονγκ.

Αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, αίτημα του Λίονγκ ήταν να πραγματοποιηθούν διά της καθολικής ψηφοφορίας οι επερχόμενες εκλογές του 2012, που θα αναδείξουν τα δύο νομοθετικά συμβούλια και τον κυβερνήτη. Για τον Τσανγκ, η απόλυτη δημοκρατία δεν θα ήταν καλή λύση για το Χονγκ Κονγκ, επιχείρημα που έχει επίσης χρησιμοποιήσει το Πεκίνο καθώς και οι μεγάλες εταιρείες για να εναντιωθούν στη διενέργεια πιο ανοιχτών εκλογών. «Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε συνθήματα [προκειμένου να εγκαθιδρύσουμε μια δημοκρατία]», δήλωσε σχετικά ο Τσανγκ. «Μήπως η δημοκρατία θα εξασθενήσει την οικονομία μας και θα μετατρέψει την κοινωνία μας σε κράτος πρόνοιας; Πρέπει να σκεφτόμαστε πρακτικά και να εξετάζουμε τα ζητήματα από πολλές πλευρές», πρόσθεσε.

Τα δύο προγράμματα

Οι αποκλίνουσες απόψεις των δύο υποψηφίων έγιναν γνωστές στο ευρύ κοινό κατά τη διάρκεια δύο τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων, με απευθείας μετάδοση την 1η και την 15η Μαρτίου, μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Με ύφος δανεισμένο από άλλες δημοκρατίες, οι δύο υποψήφιοι υπερασπίστηκαν τα προγράμματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του κοινού, τα μέλη του οποίου ανήκαν στο σώμα των εκλεκτόρων. Αντιπαρατέθηκαν με δυναμισμό για θέματα όπως η οικονομία, οι πολιτικές επιλογές, η εκπαίδευση, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανισότητα των εισοδημάτων. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ένταση στην αντιπαράθεση δημιουργήθηκε σε σχέση με το ζήτημα της δημοκρατικής μεταρρύθμισης, κυρίως όταν ο Λίονγκ προκάλεσε τον Τσανγκ να εγκαθιδρύσει το σύστημα της καθολικής ψηφοφορίας έως το 2010. Ο τελευταίος εξήγησε, καταρχάς, ότι η κοινωνία χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να καταλήξει σε συμφωνία για συγκεκριμένη ημερομηνία. Στη συνέχεια, ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα έκανε πρόταση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση μέχρι το τέλος του 2007, η οποία θα είναι ανοιχτή σε δημόσιες παρεμβάσεις. Χάρη στις συμβουλές των υπευθύνων της επικοινωνιακής του εκστρατείας, ο Λίονγκ εμφανίστηκε εύγλωττος και καλά προετοιμασμένος στην πρώτη αντιπαράθεση, σε αντίθεση με τον αντίπαλό του που φαινόταν πιο σφιγμένος.

Το Πεκίνο παρακολούθησε με ιδιαίτερη ανησυχία την επίδραση της προεκλογικής εκστρατείας στο κοινό: οι κυριότεροι Κινέζοι αξιωματούχοι δεν έχασαν ευκαιρία να εκφράσουν την υποστήριξή τους στον Τσανγκ. Παρά την όλη κινητικότητα, και προτού μάλιστα διενεργηθεί η ψηφοφορία, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Δύο ημέρες νωρίτερα, δημοσκόπηση του πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ αποκάλυπτε ότι το 81% των ερωτηθέντων θα ψήφιζαν τον Τσανγκ, έναντι 14% για τον Λίονγκ. Κατά τα φαινόμενα, ακόμη κι αν οι εκλογές ήταν πιο ανοιχτές, ο Τσανγκ θα υπερίσχυε εξαιτίας των γνωστών ικανοτήτων του στη διακυβέρνηση.

Ο αναβρασμός ξεθύμανε με την προβλέψιμη νίκη του Τσανγκ και η ημέρα των εκλογών πέρασε χωρίς ιδιαίτερη αναστάτωση. Παρ’ όλα αυτά, ο Λίονγκ θεώρησε ότι πέτυχε τον στόχο του: «Η σημερινή μέρα σηματοδοτεί το τέλος των εκλογών, αλλά ταυτόχρονα και μία νέα αρχή. Πρόκειται για ιστορική μέρα, από κάθε άποψη». Η πρόκληση που πρέπει να απαντηθεί σήμερα είναι πώς θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις της Κίνας και στις προσδοκίες ενός πληθυσμού που μόλις δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική.

Louise do Rosario

Δημοσιογράφος, Χονγκ Κονγκ.

(1Εν ονόματι της ασφάλειας, υιοθετήθηκε μια τροποποίηση στο μίνι σύνταγμα του Χονγκ Κονγκ, στο άρθρο 23, για να καταδικαστούν οι «ανατρεπτικές δραστηριότητες», ο προσδιορισμός των οποίων είναι εξαιρετικά ασαφής. Το εν λόγω μέτρο έχει προκαλέσει σειρά διαδηλώσεων διαμαρτυρίας…

Μοιραστείτε το άρθρο