Στις αρχές του 20ού αιώνα, παραμονές της συμπλήρωσης των πρώτων εκατό χρόνων της εθνικής ανεξαρτησίας, το «κοινωνικό ζήτημα» καίει τη Χιλή. Στα ορυχεία του νίτρου, του ασημιού, του άνθρακα και του χαλκού, στις υπηρεσίες των λιμανιών, στα εργοστάσια του Σαντιάγο, του Βαλπαραΐσο, της Βίνια δελ Μαρ, της Κονσεπσιόν και άλλων πόλεων, αρχίζει να σχηματίζεται μια εργατική τάξη που σιγά σιγά ασπάζεται τα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αναρχισμού.
Από το 1903, μπροστά στην έξαρση των κινημάτων διαμαρτυρίας, το κράτος, με μέλημα τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, απαντά στις προλεταριακές διεκδικήσεις με διαδοχικές σφαγές (1).
Τόσο η άρχουσα τάξη όσο και το κράτος απολαμβάνουν, την εποχή εκείνη, ένα διεθνές πλαίσιο μεγάλης ευημερίας. Όμως, η υποτίμηση του νομίσματος έχει ρίξει την αγοραστική δύναμη του χιλιανού πέσο από τα 18 στα 7 εκατοστά της λίρας στερλίνας, επιφέροντας γενναία αύξηση στις τιμές των τροφίμων.
Παρά την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου και τις σκληρές συνθήκες εργασίας, οι διεκδικήσεις των εργατών του νίτρου (2) στην Ταραπακά, στα τέλη του 1907, είναι μάλλον μετριοπαθείς. Ζητούν να πληρώνονται σε κανονικό νόμισμα και όχι σε γραμμάτια. Τα τελευταία, τα οποία εκδίδονται από τις εταιρείες, μπορούν να ανταλλαγούν μόνο με προϊόντα διαθέσιμα στα μαγαζιά (pulperias) των ίδιων εταιρειών, σε υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι στην ελεύθερη αγορά.
Στη συνέχεια, προστίθενται και άλλες διεκδικήσεις: ελεύθερο εμπόριο για να αποφεύγονται τέτοιου είδους καταχρήσεις, σταθεροποίηση των μισθών με βάση το αντίστοιχο των 18 εκατοστών (peniques) της λίρας στερλίνας για ένα πέσο, προστασία για τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα ώστε να αποφεύγονται τα πολλά θανάσιμα ατυχήματα, ίδρυση εσπερινών σχολείων για τους εργάτες, με χρηματοδότηση της εργοδοσίας.
Στις εταιρείες των λιμανιών, στους σιδηροδρόμους και στα εργοστάσια, οι εργάτες του Ικίκε, ενός από τα σημαντικότερα λιμάνια για την εξαγωγή του νίτρου, απαιτούν, από τη μεριά τους, αύξηση στους πενιχρούς μισθούς τους για να ισοσκελίσουν την πτώση της αγοραστικής τους δύναμης που επήλθε με τη νομισματική υποτίμηση.
Σχεδόν όλοι -οι εργάτες και της πάμπας (3) και του Ικίκε- συμφωνούν στο αίτημα για σταθεροποίηση του χιλιανού πέσο στις 18 «πενίκες» της στερλίνας και όχι πιο κάτω.
Στις 4 Δεκεμβρίου, περισσότεροι από 300 εργάτες των σιδηροδρόμων που μετέφεραν το νίτρο ξεκινούν απεργία στο Ικίκε. Το ίδιο κάνουν και οι λιμενεργάτες, ακολουθούμενοι από τους εργάτες διαφόρων βιομηχανιών. Όμως, οι παραχωρήσεις ορισμένων εργοδοτών και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ απεργιακών επιτροπών, αποδυναμώνουν το κίνημα.
Πολύ σύντομα, η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Στις 10 Δεκεμβρίου, οι εργάτες στο ορυχείο νίτρου του Σαν Λορένσο ξεκινούν, με τη σειρά τους, απεργία, και δύο μέρες αργότερα, μετά την άρνηση της επιχείρησης να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, μια χούφτα από αυτούς κατευθύνεται στο πλησιέστερο ορυχείο, το Σάντα Λουσία, για να σταματήσει τη λειτουργία του.
Το παράδειγμα μιμούνται και άλλοι, κι έτσι, διασχίζοντας την πιο άνυδρη έρημο του κόσμου, οι εργάτες εξαπλώνουν το κίνημά τους. Στις μέρες που ακολουθούν, όλο και περισσότερα oficinas (4) βλέπουν τη λειτουργία τους να παραλύει.
Οι εργάτες εκτιμούν ότι, για να πετύχουν μια απάντηση στις διεκδικήσεις τους, πρέπει να κατέβουν στο Ικίκε όπου βρίσκονται οι εκπρόσωποι των αγγλικών, χιλιανών, γερμανικών, ισπανικών και ιταλικών εταιρειών, οι οποίες εισπράττουν τεράστια κέρδη χάρη στην εκμετάλλευση των περίφημων κοιτασμάτων νίτρου που η Χιλή είχε προσαρτήσει από το Περού και τη Βολιβία, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ειρηνικού (1879-1884).
Αφού έχει περπατήσει όλη τη νύχτα, η πρώτη ομάδα εργατών την οποία αποτελούν περίπου 2.000 άτομα, μπαίνει στην πόλη τα ξημερώματα της Κυριακής 15 Δεκεμβρίου. Ο προσωρινός αρμοστής (5) Χούλιο Γκουσμάν, ο οποίος αντικαθιστά τον Κάρλος Ίστμαν που έχει παραιτηθεί, συνδιαλέγεται με τους εργάτες της πάμπας και τους εκπροσώπους των εργοδοτών. Ο Γκουσμάν προσπαθεί να πείσει τους εργάτες να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αφήνοντας στο Ικίκε μια αντιπροσωπεία για διαπραγματεύσεις. Εκείνοι αρνούνται να εγκαταλείψουν την πόλη αν δεν εισακουστούν οι διεκδικήσεις τους, και οι αρχές αναγκάζονται να τους στεγάσουν στο σχολείο Δομίνγκο Σάντα Μαρία.
Σε αυτό το διάστημα, χιλιάδες εργάτες της πάμπας, ορισμένοι με γυναίκες και παιδιά εξακολουθούν να καταφθάνουν στο Ικίκε με το τρένο ή πεζοί. Η παρουσία τους ενδυναμώνει το απεργιακό κίνημα των εργατών της πόλης, οι οποίοι, στις 16 Δεκεμβρίου, ενώνονται με τους εργάτες του νίτρου, σχηματίζοντας έτσι μια ενιαία Κεντρική Επιτροπή της πάμπας και του λιμανιού, ένα καθοδηγητικό όργανο όλων των απεργιακών επιτροπών.
Την ίδια, ημέρα, η κυβέρνηση του προέδρου Πέδρο Μοντ δίνει την εντολή στις τοπικές αρχές να εμποδίσουν την άφιξη και άλλων pampinos (6). Ισχυρές στρατιωτικές μονάδες αποστέλλονται στο Ικίκε. Σε ένα από τα καράβια, με προέλευση το Βαλπαραΐσο, βρίσκονται ο αρμοστής Ίστμαν, ο οποίος έχει επανέλθει στο πόστο του, και ο στρατηγός Ρομπέρτο Σίλβα Ρενάρ (7).
Σκληρή γραμμή
Ο Ίστμαν, μόλις αποβιβάζεται στο Ικίκε συνομιλεί, από τη μια μεριά με τους ηγέτες των απεργών κι από την άλλη με τα διευθυντικά στελέχη της Combinacion Salitrera, του οργανισμού των εργοδοτών.
Οι εργοδότες δηλώνουν διατεθειμένοι να μελετήσουν τα αιτήματα των απεργών, αρνούνται όμως να συζητήσουν υπό καθεστώς πίεσης. Αν το πράξουν υπό αυτές τις συνθήκες, δηλώνουν, «κινδυνεύουν να χάσουν το ηθικό τους κύρος και το αίσθημα του σεβασμού που είναι η μόνη δύναμη του εργοδότη απέναντι στον εργάτη (8)».
Το αδιέξοδο παρατείνεται ώς τις 20 και τις 21 Δεκεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, λίγο πριν από τις 2 το μεσημέρι, μετά την αποτυχία όλων των προσπαθειών διαμεσολάβησης, ο Ίστμαν μεταφέρει γραπτώς στον στρατηγό Σίλβα Ρενάρ την εντολή για εκκένωση του σχολείου Σάντα Μαρία όπου βρίσκονται περίπου 5.000 απεργοί, στους οποίους προστίθενται περίπου άλλοι 2.000 συγκεντρωμένοι στην πλατεία Μοντ, σε μια διαρκή συνέλευση απέναντι από το κτίριο.
Η επιτροπή των απεργών αρνείται να εγκαταλείψει τον χώρο για να κατευθυνθεί στον ιππόδρομο. Τότε, ο Σίλβα Ρενάρ στέλνει δύο μυδραλιοβόλα και τα τοποθετεί απέναντι από το σχολείο. Ύστερα από μισή ώρα άκαρπων συζητήσεων ανάμεσα στις αρχές και τους ηγέτες των εργατών, ο στρατηγός αποσύρεται ανακοινώνοντας ότι θα κάνει χρήση βίας. Περίπου διακόσιοι εργάτες είναι οι μόνοι που εγκαταλείπουν τον χώρο κάτω από τα γιουχαΐσματα των συντρόφων τους.
Σφαγή στο σχολείο
Στις 15.45 ξεκινούν οι βολές των μυδραλιοβόλων, που ακολουθούνται από συνεχείς πυροβολισμούς. Οι σφαίρες διαπερνούν πολλά κορμιά, καθώς και τους εύθραυστους ξύλινους τοίχους του σχολείου. Μόλις σταματούν οι τουφεκισμοί, το πεζικό εισβάλλει στο σχολείο ανοίγοντας πυρ κατά των εργατών. Όσοι διαφεύγουν της πρώτης σφαγής, καταδιώκονται από έφιππους στρατιώτες. Εκείνοι που συλλαμβάνονται, 6.000-7.000, σπρώχνονται όπως-όπως στον ιππόδρομο από τους στρατιώτες, οι οποίοι προχωρούν σε νέες δολοφονίες.
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των θυμάτων, η κυβέρνηση θα αναγνωρίσει μόνο 126 νεκρούς και 135 τραυματίες, αλλά ο εργατικός τύπος και διάφοροι μάρτυρες θα διορθώσουν αυτή την εκτίμηση πολύ προς τα πάνω. Οι τοπικές αρχές οργάνωσαν γρήγορα την επιστροφή του κόσμου στην πάμπα, στις θέσεις εργασίας του, και η κεντρική κυβέρνηση διέθεσε πλοία σε όσους ήθελαν να πάνε στο κέντρο της χώρας. Παράλληλα, επισημοποιήθηκε η λογοκρισία στον Τύπο, ενώ ξεκίνησε το κυνήγι κατά των αρχηγών των εργατών, κυρίως των αναρχικών, που είχαν κατορθώσει να διαφύγουν. Έγιναν πολλές συλλήψεις.
Το κράτος έπνιξε στο αίμα τη «μεγάλη απεργία» στο Ταραπακά, χωρίς να έχει εκδηλωθεί το παραμικρό ίχνος βίας από την πλευρά των εργατών. Μέχρι το πραξικόπημα του 1973, η σφαγή στο σχολείο Σάντα Μαρία θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη όλων ως η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία του εργατικού κινήματος στη Χιλή. Αλλά γιατί μια τέτοια αιματοχυσία; Ο στρατηγός Σίλβα Ρενάρ δικαιολόγησε την πράξη του. Ισχυρίστηκε ότι έδωσε στους στρατιώτες την εντολή να ανοίξουν πυρ, όντας πεπεισμένος ότι «δεν ήταν δυνατό να περιμένουμε περαιτέρω, χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τον σεβασμό και το κύρος των αρχών και της δημόσιας τάξης (9)».
Στη συζήτηση που ακολούθησε στη Βουλή, ο φιλελεύθερος Αρτούρο Αλεσάντρι Πάλμα υποστήριξε ότι στο Ικίκε δεν είχε λάβει χώρα καμία πράξη καταστολής και ότι η λογοκρισία που επέβαλε η κυβέρνηση στον Τύπο αποτελούσε απλώς «φόβο και δειλία». Επρόκειτο για τον αταβιστικό φόβο της άρχουσας τάξης της Χιλής απέναντι στην εργατική τάξη. Όμως, η σφαγή δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός ανεξέλεγκτου πανικού.
Η απόφαση να γαζώσουν τους απεργούς ήταν ήδη ειλημμένη, στην περίπτωση που εκείνοι αρνούνταν να εγκαταλείψουν το σχολείο. Ο Ραφαέλ Σοτομαγιόρ, υπουργός Εσωτερικών, το παραδέχθηκε στη Βουλή: τα γεγονότα της 21ης Δεκεμβρίου «δεν οφείλονταν σε μια αυθόρμητη αντίδραση, η οποία προκλήθηκε από ένοχη και απάνθρωπη ελαφρότητα. Όλες οι αρχές, εκτιμώντας το μέγεθος των δεινών που θα μπορούσαν να επέλθουν (…), ζύγισαν πολύ καλά τις αποφάσεις τους (…) και εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ακραίες και επώδυνες μεθόδους, τις οποίες οι δύσκολες συνθήκες καθιστούσαν, δυστυχώς, αναπόφευκτες (10)».
«Έπρεπε να χυθεί αίμα»
Μολονότι ειρηνική, η πρόκληση που εξαπέλυσε το εργατικό κίνημα, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από την πολιτική και στρατιωτική εξουσία : « Έπρεπε ή να περάσουμε στην πράξη ή να αποσυρθούμε χωρίς να εκτελέσουμε τις εντολές των αρχών», δήλωσε ο Σίλβα Ρενάρ. Και πρόσθεσε : «Έπρεπε ή να χυθεί το αίμα ορισμένων στασιαστών ή να αφεθεί η πόλη στο έλεος ανατρεπτικών στοιχείων που έβαζαν τα δικά τους συμφέροντα και τους μισθούς τους πάνω από το μεγάλο συμφέρον της πατρίδας. Απέναντι σε αυτό το σοβαρό δίλημμα, οι δυνάμεις του έθνους δεν δίστασαν».
Επρόκειτο, κυριολεκτικά, για μια πράξη «προληπτικού πολέμου» κατά των εργατών. Η «μεγάλη απεργία» του Ταραπακά, περισσότερο από απειλή αυτή καθεαυτή, αποτελούσε έναν λανθάνοντα κίνδυνο σε βάθος χρόνου: πιθανή υποχώρηση θα μπορούσε να αποτελέσει κακό παράδειγμα αδυναμίας των εργοδοτών, τους οποίους υποτίθεται ότι απειλούσαν οι απεργοί. Η κινητήριος δύναμη των αρχών ήταν η διατήρηση της τάξης με κάθε τίμημα.
Το μήνυμα του Ικίκε
Ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών ομολόγησε ότι είχε ειδοποιήσει «για την ανάγκη να γίνει πάση θυσία σεβαστή η δημόσια τάξη, όποια κι αν είναι η απαιτούμενη θυσία ή ο επώδυνος χαρακτήρας της επιβεβλημένης μεθόδου (11)».
Η σφαγή στο Ικίκε αποτελούσε την πλέον κυνική έκφανση της ολιγαρχικής τάξης που κυριαρχούσε στη Χιλή στις αρχές του 20ού αιώνα. Σπανίως, σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας, έδειξε η εξουσία τόσο απροκάλυπτα το αληθινό της πρόσωπο όσο σε αυτή την περίπτωση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις εντάθηκε. Οι πλέον πεφωτισμένοι εργάτες άρχισαν να διακρίνουν καθαρότερα ότι το κράτος ήταν με το μέρος της εργοδοσίας, και ως εκ τούτου, όφειλαν να αντιμετωπίσουν την μπουρζουαζία και εκτός του χώρου εργασίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυτονομία και την ενότητα των κοινωνικών τους οργανώσεων. Έτσι, είδαν το φως της ημέρας το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (1912), η Περιφερειακή Εργατική Ομοσπονδία της Χιλής, ένα συνδικάτο αναρχικών (1913), και ο χιλιανός κλάδος του συνδικάτου, επαναστατικού-συνδικαλιστικού προσανατολισμού, Industrial Workers of the World (1919, Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου).
Από την πλευρά της, η αστική τάξη, αφυπνίστηκε γρήγορα σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα τα όπλα της πολιτικής -κοινωνικοί νόμοι, πολιτικές πρόνοιας, διάλογος και σύγκλιση- για να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα. Ο «προληπτικός πόλεμος» θα αποτελούσε πλέον μόνο επιλογή ανάγκης. Έτσι, την αυγή του 20ού αιώνα, η σφαγή στο σχολείο Σάντα Μαρία υποχρέωσε τους πρωταγωνιστές του κοινωνικού δράματος στη Χιλή να επαναπροσδιορίσουν τις στρατηγικές τους για τις επόμενες μάχες.