«Στην Αμπιτζάν δεν υπάρχουν πλέον λευκοί!» αναφωνεί απορημένος κάποιος επισκέπτης από το Μπενίν, ένα πρωινό του Οκτωβρίου. Πράγματι, η πρωτεύουσα της Ακτής του Ελεφαντοστού φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ σε διάστημα μερικών ετών. (1) Τα δραματικά γεγονότα του Νοεμβρίου 2004, όταν ο γαλλικός στρατός άνοιξε πυρ εναντίον πλήθους διαδηλωτών μπροστά στο ξενοδοχείο «Ivoire», προκαλώντας τον θάνατο 63 ατόμων, υποχρέωσε τους Γάλλους να κάνουν πιο διακριτική την παρουσία τους. Απ’ ό,τι φαίνεται, τους αντικατέστησαν έμποροι από τον Λίβανο και κινέζοι επιχειρηματίες. Το νέο κλίμα που επικρατεί στην Ακτή είναι ενδεικτικό της καινούριας πολιτικής διάταξης, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η πρωτεύουσα Αμπιτζάν, εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη εξαιτίας της μαζικής εισροής ενός εκατομμυρίου εσωτερικών προσφύγων από τις ζώνες οι οποίες ελέγχονται από τους αντάρτες στα βόρεια της χώρας, εξαθλιωμένη από τον πενταετή πόλεμο και τις στερήσεις, μοιάζει να συσσωρεύει όλα τα δεινά των αφρικανικών μεγαλουπόλεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η διαβόητη υπόθεση του «Probo Koala», του ολλανδικού πλοίου που είχε μισθώσει η εταιρεία Trafigura, (2) αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο όπου γίνονται εμφανείς οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της αποδυνάμωσης των κρατικών μηχανισμών στην αφρικανική ήπειρο.
Στη μόλυνση της λίμνης, στην έλλειψη σταθμού αποκομιδής των απορριμμάτων, στα βιομηχανικά απόβλητα, προστίθεται το ανορθόδοξο συγκοινωνιακό δίκτυο και ο άναρχος αστισμός: η κυκλοφορία ανάμεσα σε «gbaka» (μικρά λεωφορεία), «woro woro» (ταξί πολλών ατόμων) και άλλα «cafes noirs» (ταξί με μετρητή), που ξεχύνονται στους, ως επί το πλείστον, κατεστραμμένους δρόμους, αποτελεί καθημερινότητα για τις κατώτερες τάξεις. Και ο χαρακτηρισμός «η Αμπιτζάν είναι γλυκιά...», όπως λέει και το τελευταίο σουξέ, δεν προκύπτει μονάχα από τον διάσημο ζωηρό τοπικό χορό της (coupé-décalé). Αλλά ούτε και από την μπίρα Bracodi, που ρέει άφθονη στην οδό Πρανσές και στα διάφορα κέντρα της θερμόαιμης νυχτερινής διασκέδασης. Η αιτία εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο ντόπιος πληθυσμός, «μπουχτισμένος» από τον πόλεμο, ξαναβρίσκει ελπίδα και όρεξη για ζωή. Η ανυπομονησία του εκδηλώνεται, μάλιστα, με νέες μορφές: προσμένει όχι τόσο τις εκλογές -οι προεδρικές εκλογές, συνεχώς αναβάλλονται, αναμένεται να διεξαχθούν εντός του 2008- αλλά τους «καρπούς της ειρήνης».
Έπειτα από την αιφνιδιαστική συμφωνία ειρήνης του Ουαγκαντούγκου (Μπουρκίνα Φάσο), στις 4 Μαρτίου 2007, το μέχρι πρότινος αδιανόητο έγινε πραγματικότητα: ο πρώην επικεφαλής των ανταρτών, Γκιγιόμ Σορό, έγινε πρωθυπουργός υπό τον πρόεδρο Λοράν Γκμπάγκμπο, τον οποίο παλιότερα αρνούνταν να δεχθεί ως νόμιμο ηγέτη έπειτα από την αμφιλεγόμενη εκλογή του, το 2003. (3) Η συμφωνία προβλέπει επίσης τον αφοπλισμό των ένοπλων ομάδων και τον προσδιορισμό των πληθυσμών με δικαίωμα ψήφου διαμέσου «ανοιχτών ακροάσεων» -προϋπόθεση για τις προεδρικές εκλογές.
Στην Αφρική, η ένοπλη βία υπήρξε συχνά η βασιλική οδός διά της οποίας οι νεότεροι διαδέχονταν τους πρεσβύτερους, ενώ για τους περιθωριακούς και τους αντάρτες αποτελούσε μέσο για την επανίδρυση βασιλείων και κρατών. Η περιθωριοποίηση της ολοένα και πολυπληθέστερης νεολαίας, η οποία δεν κατέχει μερίδιο γης (4) και δεν έχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, συνθέτει το φυτώριο του αντάρτικου του Βορρά αλλά και του εθνικιστικού κινήματος του Νότου. Ο αποκλεισμός των απόφοιτων πανεπιστημίου είναι η βασική εξήγηση, χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη πορεία του Σαρλ Μπλε Γκουντέ, επικεφαλής της «πατριωτικής νεολαίας» του Γκμπάγκμπο, και του Σορό, ο οποίος, όπως επεξηγεί με βλοσυρότητα ένας υπουργός από τον προεδρικό περίγυρο, «έλαβε τον πρώτο του μισθό ως πρωθυπουργός». Παρόμοια φαινόμενα εντοπίζονται και αλλού στην ήπειρο. (5)
Εσωτερική υπόθεση η ειρήνη
Η συνθήκη της «ειρήνης των γενναίων» που υπογράφτηκε στο Ουαγκαντούγκου, αν και φαίνεται παράδοξη στο εξωτερικό, βασίζεται κυρίως στο ότι «η ένοπλη διαμάχη μετατράπηκε σε εσωτερική υπόθεση». Οι εμπλεκόμενοι στην κρίση αναδιπλώνονται στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ακτής του Ελεφαντοστού και εναντιώνονται στις προσπάθειες των ξένων δυνάμεων να προσδώσουν διεθνή διάσταση στην προβληματική κατάσταση -σε αντίθεση με προγενέστερες ειρηνευτικές συμφωνίες, μοναδικός επιτηρητής ήταν η Μπουρκίνα Φάσο. (6) Ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες της Ακτής του Ελεφαντοστού τοποθετούν, έτσι, στην ίδια κατηγορία τη γαλλική επιρροή, το εκστρατευτικό σώμα και τον ΟΗΕ.
Ήδη τον Νοέμβριο του 2006, ο πρόεδρος Γκμπάγκμπο, στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας, (7) είχε σαμποτάρει την υιοθέτηση ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών. Το γαλλικής έμπνευσης ψήφισμα είχε στόχο να ενισχύσει, εις βάρος του προέδρου, τις εξουσίες του τότε πρωθυπουργού Σαρλ Κόναν Μπάνι, που είχε διοριστεί από τη «διεθνή κοινότητα». Ο Γκμπάγκμπο χρησιμοποίησε ένα πρωτότυπο όπλο: τη συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία, στο δημοψήφισμα του 2000, είχε εγκριθεί σχεδόν ομόφωνα από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου, μάλιστα, του Συνασπισμού των Ρεπουμπλικανών (RDR), υπό τον εμβληματικό ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλασάν Ουατάρα.
Πράγματι, τα πολιτικά δεδομένα στην Ακτή του Ελεφαντοστού έχουν ανατραπεί πλήρως, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εφαρμογή κάποιας κοινά αποδεκτής εκλογικής διαδικασίας. Οι κλασικές αναλύσεις αντιπαρέθεταν τρία εθνικά-τοπικιστικά «στρατόπεδα», καθένα με το δικό του κόμμα και τους δικούς του επικεφαλής: Ανατολικά, οι φυλές Ακάν και οι Μπαουλέ του Δημοκρατικού Κόμματος της Ακτής του Ελεφαντοστού (PDCI), υποστηρικτές του Ουφουέτ-Μποϊνί και του αυτοανακηρυγμένου διαδόχου του, Ανρί Κόναν Μπεντιέ. Δυτικά οι Κρου, γύρω από τον πυρήνα των Μπετέ, που αντιστοιχεί στο Πατριωτικό Μέτωπο της Ακτής του Ελεφαντοστού (FPI) του Γκμπάγκμπο. Και, τέλος, οι «Ντιούλα» του Βορρά που ψήφιζαν υπέρ του RDR του Ουατάρα. Βολικά απλουστευτικό, το συγκεκριμένο σχήμα, το οποίο χαίρει της εκτίμησης των «διανοητών» της ακροδεξιάς, βρίσκει την ερμηνεία του στον... 19ο αιώνα: σε κάθε «πολιτικό ηγέτη» αποδίδεται κάποια «εθνικότητα» ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιο «τοπικό στρατόπεδο».
Όμως, η συγκεκριμένη διάταξη περιπλέκεται. Το αντάρτικο έχει αυτονομηθεί: ο Σορό δεν ηγείται κάποιου κόμματος, αλλά η στρατηγική συμμαχία του με τον πρόεδρο μπορεί να μεταστρέψει υπολογίσιμο αριθμό ψήφων του Βορρά -τουλάχιστον στα εδάφη των Σενούφο. Οι Μαλινκέ πάντως αισθάνονται ότι συνδέονται περισσότερο με τον τέως «αγωνιστή του στρατού», δηλαδή τον λοχία Ιμπραήμ Κουλιμπάλι, ο οποίος είχε συμμετάσχει στο πραξικόπημα του 1999 που ανέτρεψε τον Μπεντιέ και, κατόπιν, στην εξέγερση του Σεπτεμβρίου του 2002, εναντιώθηκε στον Σορό. Εξάλλου, παρά τους πάντοτε πρόσφορους φυλετικούς προσδιορισμούς, η γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού έχει μεταβληθεί: ποσοστό μεγαλύτερο του 50% ζει στις πόλεις, τάση η οποία αναμφίβολα αυξήθηκε με τον ερχομό των εσωτερικών προσφύγων του πολέμου.
Αν και η πλειονότητα των κατοίκων της πρωτεύουσας είναι «Ντιούλα», ορισμένοι δεν έχουν εκλογικά δικαιώματα, επειδή κατάγονται από την Μπουρκίνα Φάσο ή το Μαλί. Ολοένα και περισσότερο, οι εθνοτικοί δεσμοί παραχωρούν τη θέση τους σε διαχωρισμούς με σημείο αναφοράς την κοινωνική τάξη ή την υποστήριξη κάποιου εξέχοντος ηγέτη.
Οι συμμαχίες του προέδρου Γκμπάγκμπο
Εδώ έγκειται, άλλωστε, το στοίχημα για τον πρόεδρο Γκμπάγκμπο, που επιθυμεί διακαώς η υποψηφιότητά του στις επικείμενες προεδρικές εκλογές να έχει το έρεισμα μιας διευρυμένης πλατφόρμας, στην οποία περιλαμβάνονται το FPI, προσωπικότητες από τις τάξεις του RDR ή του PDCI, όπως και οι πρώην αντάρτες που έχουν συνταχθεί με το μέρος του. Θέλει, επίσης, να συσπειρώσει μικρότερα κόμματα ή και τους «ευκαιριακούς επισκέπτες» των υπουργείων του, πράκτορες αμφιβόλου φερεγγυότητας, η υποστήριξη των οποίων κερδίζεται εύκολα διαμέσου της παραχώρησης προνομίων στην αγορά του καφέ και του κακάο ή του πετρελαίου. Ο πρόεδρος επωφελείται από τον κρατικό μηχανισμό, την ευνοϊκής κάλυψη των ΜΜΕ και την προσωπική του ακτινοβολία: ακόμη και οι αντίπαλοί του ή οι ξένοι διπλωμάτες αναγνωρίζουν τις πολιτικές του ικανότητες.
Ωστόσο, το καινούριο πολιτικό παιχνίδι ανησυχεί μερίδα του προεδρικού συνασπισμού: διχασμένο ανάμεσα στην προοπτική της νομιμοποίησής του διά των εκλογών και στη φθορά του από την εξουσία, το πρώην μέτωπο των μαρξιστών-λενινιστών που θεμελίωσε το FPI του Γκμπάγκμπο έχει μεταλλαχθεί σε κυβερνών κόμμα, με όλους τους συμβιβασμούς και την ευελιξία που συνεπάγεται κάτι τέτοιο!
Έτσι, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, ο οικονομολόγος Μαμαντού Κουλιμπάλι, στηλίτευσε το εν λόγω καθεστώς, το οποίο αποτελεί, κατά τη γνώμη του, υβρίδιο και καθορίζεται από την άναρχη συμπεριφορά των διεφθαρμένων «αρπάγων των σοδειών». Αμφισβητεί την ορθότητα της «επανίδρυσης», δηλαδή την αφύσικη συμμαχία με τους αντάρτες. (8) Επικρίνοντας τους προϋπολογισμούς που κατέθεσαν ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός, οι οποίοι αντλούν τους πόρους τους από τις εξαγωγές -και, στις ζώνες των ανταρτών, από λαθρεμπόριο κάθε είδους- η συγκεκριμένη πολιτική γραμμή εναντιώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, στις συμφωνίες του Ουαγκαντούγκου ή, τουλάχιστον, στην πολιτική εφαρμογή τους.
Λάτρης των δραματικών ανατροπών, ο πρόεδρος Γκμπάγκμπο μετέστρεψε τις παραπάνω επικρίσεις προς όφελός του, ανακοινώνοντας, τον Οκτώβριο του 2007, την επιχείρηση πάταξης της διαπλοκής, κυρίως στον κλάδο της παραγωγής καφέ και κακάο, όπου είναι πράγματι αναγκαία!
Ο αγρότης της Ακτής του Ελεφαντοστού αμείβεται μονάχα με ποσοστό 20% επί των εξαγωγών, ενώ στην Γκάνα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 72%. Το λεγόμενο «Ταμείο Σταθεροποίησης» (Caistab), το οποίο ρυθμίζει τις τιμές, (9) διαδέχθηκαν, κατ’ εντολή των δανειστών που αποσκοπούσαν στην ιδιωτικοποίηση του κλάδου, μεσάζοντες και διεφθαρμένοι άρπαγες... Σε κάθε περίπτωση, η σημαντικότερη συνεισφορά του καθεστώτος Γκμπάγκμπο -το οποίο επανασυνδέεται, έτσι, με τις ιδεολογικές του ρίζες- είναι η δημιουργία «υπηρεσιών για τους πολίτες», με φιλόδοξους στόχους: να προσφέρει επαγγελματική κατάρτιση και εργασία στους πρώην αγωνιστές -οι αντάρτες του Βορρά θεωρούν ότι αποκλείονται από τα βιοποριστικά τους μέσα: κατασκευαστικά έργα και οχυρώσεις, λαθρεμπόριο διαμαντιών, κακάο, βαμβάκι κ.λπ.- αλλά και να βγάλει από το περιθώριο τη νεολαία, δηλαδή τους άστεγους των αστικών κέντρων και τους ακτήμονες.
Σε αποκλειστική του συνέντευξη, ο πρόεδρος Γκμπάγκμπο μάς παρουσίασε τη συγκεκριμένη καινοτομία που επαγγέλλεται με κεϊνσιανό πνεύμα: οι υπηρεσίες για τους πολίτες πρέπει να συμβάλλουν στην υλοποίηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων, ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, των συνθηκών υγιεινής αλλά και της ασφάλειας στην πρωτεύουσα.
Φιλόδοξο σχέδιο ανασυγκρότησης
Άραγε οι πράξεις θα σταθούν στο ύψος των διακηρύξεων; Αναμφίβολα, τα έσοδα από το πετρέλαιο, η ελπίδα για την ανανέωση της διεθνούς χρηματοδότησης, καθώς και η εφαρμογή ενός σχεδίου αποκατάστασης της μετεμφυλιακής κοινωνίας, θα ωφελούσαν διπλά: θα επέτρεπαν στην οικονομία να ανακάμψει, αντιμετωπίζοντας στη ρίζα τους τα δεινά της νεολαίας, αλλά και να επέλθει, επιτέλους, ορατή πρόοδος, κυρίως για όσους ζουν σε συνθήκες έσχατης ένδειας εξαιτίας του πολέμου. Κάποιες άλλες κινήσεις, θεαματικού και συμβολικού χαρακτήρα, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, αποκαθιστώντας το ευνοϊκό κλίμα για διάλογο στην εσωτερική πολιτική σκηνή: η «καύση των όπλων» (10) στο Μπουακέ, το άντρο της εξέγερσης, η επίσημη επίσκεψη του Σορό στην καρδιά της επικράτειας των Μπετέ, η κατάργηση της άδειας παραμονής για την ισχυρή μειονότητα από την Μπουρκίνα Φάσο, ούτως ώστε να αξιοποιηθεί η ψήφος των Ντιούλα και να αποφευχθούν οι καταγγελίες για ξενοφοβική συμπεριφορά.
Όμως, η επ’ αόριστον αναβολή των εκλογών και η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Σορό στο αεροδρόμιο του Μπουακέ, τον Ιούνιο του 2007, καταδεικνύουν ότι η διαδικασία της συμφιλίωσης παραμένει εύθραυστη: η εξόντωση κάποιου παράγοντα μείζονος σημασίας θα μπορούσε στην πραγματικότητα να πυροδοτήσει εκ νέου τη διαμάχη. Αντιθέτως, φαίνεται ότι εκτονώνεται η ένταση στις σχέσεις Γαλλίας-Ακτής Ελεφαντοστού, γεγονός που αναμφισβήτητα αποτέλεσε την αιτία της μεταστροφής της Μπουρκίνα Φάσο, η οποία εγκατέλειψε τον ρόλο του προβοκάτορα των εχθροπραξιών, για να αναλάβει εκείνον του διαιτητή.
Ο γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, παρ’ ότι σε επίπεδο πολιτικής τοποθετείται εγγύτερα στον Ουατάρα, έχει εκδηλώσει δείγματα φιλίας προς τον Γκμπάγκμπο, σε κατάφωρη αντίθεση με την ψυχρότητα του προκατόχου του, Ζακ Σιράκ. Εξετάζεται, μάλιστα, το ενδεχόμενο για επίσημη πρόσκληση του προέδρου στο Παρίσι, η οποία θα εγκαινίαζε πανηγυρικά το «μεγάλο παζάρι»: τη λήξη της δικαστικής διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών για τις σφαγές του 2004 και την αποζημίωση των θυμάτων, την ανάληψη στενής οικονομικής συνεργασίας και την πρόσβαση στο πετρέλαιο της Ακτής του Ελεφαντοστού, την απόσυρση ή μείωση της δύναμης Licorne και του επιχειρησιακού δυναμικού των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή (Onuci). Ήδη η εθνική επικράτεια έχει «επανενοποιηθεί» με την κατάργηση της «ζώνης εμπιστοσύνης» ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, η οποία βρισκόταν υπό την επιτήρηση των γάλλων στρατιωτών και των κυανόκρανων.
Η καινούρια κατάσταση πραγμάτων θα μπορούσε να στέψει με επιτυχία την προσπάθεια του Γκμπάγκμπο να ενσαρκώσει μια κεντρώα πολιτική κατεύθυνση, ανάμεσα στο ρεύμα των «υπέρμαχων της συνεργασίας» που εκφράζεται από τους οπαδούς του Ουφουέτ, οι οποίοι συντάσσονται με το Παρίσι, και σε εκείνο των «ακραίων» που εκπροσωπείται από τους «σκληροπυρηνικούς» του FPI -οι τελευταίοι, παραδόξως, είναι σύμφωνοι με τις θέσεις του ένοπλου αντάρτικου.
Αντιμέτωπη με τον Γκμπάγκμπο, η αντιπολίτευση προσποιείται ότι είναι ενωμένη: ο συνασπισμός των οπαδών του Ουφουέτ αποτελείται από το PDCI και το RDR, παρ’ όλο που οι αρχηγοί τους τρέφουν αμοιβαίο μίσος -ο Μπεντιέ, εμπνευστής της περίφημης «εθνικής ταυτότητας» της Ακτής του Ελεφαντοστού κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να θέσει τον Ουατάρα εκτός του πολιτικού παιχνιδιού.
Όσο για την «κοινωνία των πολιτών», βγαίνει εξαιρετικά αποδυναμωμένη από τη διαμάχη. Ορισμένα συνδικάτα τα οποία υπήρξαν ιδιαίτερα ενεργά κατά το παρελθόν, όπως το Dignité, ή, ακόμη, οργανώσεις που προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, συντάχθηκαν εκ νέου με την επίσημη εξουσία ή ενσωματώθηκαν στα υπουργεία.
Τον λόγο έχουν τα ΜΜΕ
Παρ’ όλα αυτά, η ενημέρωση αποκτά πλουραλιστικό χαρακτήρα: ο «μπλε» τύπος διάκειται ευνοϊκά έναντι της κυβέρνησης, ενώ ο «κόκκινος» πρόσκειται στην αντιπολίτευση. Επίσης, η πληροφόρηση έχει διεθνοποιηθεί: άρθρα της «Le Monde» ή της «Jeune Afrique» αναπαράγονται χωρίς φειδώ, ενώ οι εκπομπές του BBC, αναμεταδίδονται από τον ραδιοφωνικό Africa Νο 1 και, κυρίως, από το Radio France Internationale (RFI), το οποίο έχει υψηλή ακροαματικότητα στη νεολαία.
Καθημερινά, ανταποκριτές και «παρατηρητές» κάθε είδους, οι οποίοι εργάζονται χωρίς αμοιβή, σχολιάζουν την παραμικρή είδηση ή την τελευταία ψευδή φήμη που κυκλοφορεί στις «sorbonnes» και στις «αγορές» ή σε άλλα «δημόσια συμβούλια» των συνοικιών. (11)
Μια επικοινωνιολογία «αφρικανικού τύπου» (12) διέπει τα συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης: για παράδειγμα, ταλαντούχοι κινηματογραφιστές, όπως ο Σιντίκι Μπακάμπα, δημιουργούν στρατευμένα ντοκιμαντέρ σαν το «La Victoire aux mains nues» («Νίκη με γυμνές γροθιές»), με θέμα τη σφαγή στο ξενοδοχείο «Ivoire». Εκφράζουν, έτσι, την επιθυμία τους να «μεταστρέψουν τον ρόλο της κάμερας», με τον ίδιο τρόπο που οι πρεσβύτεροί τους οπλίστηκαν με την πένα κατά την περίοδο των πολέμων για την ανεξαρτησία.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»