Όρθιος απέναντι στον Ειρηνικό Ωκεανό, με τα πόδια μέσα στο νερό, αφήνομαι στην ελαφρά φλυαρία που αρέσει στους Αμερικανούς όταν βρίσκονται σε διακοπές. (1) Μια ευγενική γηραιά κυρία από το Λος Άντζελας κάθεται δίπλα μου, πάνω στα βράχια. Μου μιλά για το γιο της. Την ρωτώ εάν έχει μόνο ένα παιδί. «Ναι. Και σεις, έχετε παιδιά, στην Αγγλία;» Απαντώ αρνητικά και το πρόσωπό της γίνεται σκυθρωπό. «Καλά θα κάνετε να αρχίσετε, γιατί οι μουσουλμάνοι αναπαράγονται σαν τα κουνέλια. Σε λίγο, θα εισβάλουν σε ολόκληρη την Ευρώπη». Και το πιστεύει.
Αρχίζω να συνηθίζω σε αυτή την παράξενη κατάσταση εν πλω όπου η ευγενική συζήτηση ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διακοπές κατρακυλάει σε... δεν ξέρω σε τι ακριβώς.
Επιβιβάστηκα σε ένα πλοίο με εκτυφλωτικό λευκό χρώμα στο οποίο υπάρχουν δύο εστιατόρια, πέντε μπαρ και 500 αναγνώστες του «National Review», τη βίβλο των αμερικανών συντηρητικών. Εδώ, ο πόλεμος στο Ιράκ είναι μια «σημαντική επιτυχία». Η υπερθέρμανση του κλίματος δεν υπάρχει. Η Ευρώπη μεταμορφώνεται σε χαλιφάτο. Κι εγώ δεν μπορώ να δραπετεύσω.
Το «National Review» οργανώνει τακτικά κρουαζιέρες για τους αναγνώστες του ώστε να συγκεντρώσει κεφάλαια. Πλήρωσα 1.200 δολάρια για να βρεθώ μαζί τους. Μου έθεσαν μόνο έναν κανόνα συμπεριφοράς: Αν με ρωτήσει κάποιος επιβάτης ποιος είμαι, θα πω την αλήθεια: δημοσιογράφος. Ο στόχος μου: να χαθώ μέσα στη μάζα, ώστε να ανακαλύψω τι συζητούν μεταξύ τους οι συντηρητικοί αμερικανοί όταν πιστεύουν ότι είναι προστατευμένοι από αδιάκριτα αυτιά. Την ημέρα της αναχώρησης, στην αποβάθρα του λιμανιού του Σαν Ντιέγκο, θαυμάζω την επιβλητική σιλουέτα του «Oosterdam», του πλοίου το οποίο θα μας φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας κρουαζιέρας. Είμαστε καλεσμένοι για ένα κοκτέιλ σε μια αίθουσα υποδοχής που βρίσκεται σε ένα από τα ανώτερα καταστρώματα. Οι συστάσεις που γίνονται είναι μάλλον επιτηδευμένες, δεν υπάρχουν χτυπήματα στον ώμο, ούτε οι συνηθισμένοι εναγκαλισμοί. Οι άνδρες είναι τελείως στητοί και οι χειραψίες τους είναι ανδροπρεπείς. Οι γυναίκες δέχονται ένα φιλί στο μάγουλο. Οι επιπλέον διαχύσεις θα ήταν υπερβολικά γαλλικές...
Ορθώνω το ανάστημά μου και χαιρετώ τον πρώτο που περνά μπροστά μου. Είναι δικαστής, μου λέει, με αυτή την άνετη έπαρση που καταλήγει πάντα να καταλαμβάνει τα μέλη του επαγγέλματός του. Είναι Καναδός, μου εμπιστεύεται με έναν πιο λυπημένο τόνο, και πρόεδρος της ένωσης «Οι Καναδοί ενάντια στις επιθέσεις αυτοκτονίας». Αναρωτιέμαι φωναχτά για την επιτυχία που θα μπορούσε να έχει μία ένωση όπως «Οι Καναδοί υπέρ των επιθέσεων αυτοκτονίας». Ξαφνιασμένος, εκείνος, ψελλίζει ότι... θα είχε βέβαιη επιτυχία.
Ο ήχος ενός κουδουνιού μάς καλεί για το γεύμα. Οι θέσεις μας έχουν κανονιστεί τυχαία και θα αλλάζουν κάθε βράδυ. Το διαφημιστικό φυλλάδιο, άλλωστε, υπόσχεται ότι καθένας από τους συμμετέχοντες θα έχει την ευκαιρία να μοιραστεί τη συντροφιά τουλάχιστον μιας προσωπικότητας που εργάζεται για το «National Review».
Στα αριστερά μου, ένας πενηντάρης με φροντισμένη γενειάδα. Κατάγεται από τη Φλόριντα. Στα δεξιά μου, δύο γηραιές κυρίες που ζουν στη Νέα Υόρκη και μου θυμίζουν την Ντόροθι Πάρκερ, χωρίς βέβαια τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Κατοικούν στην Παρκ Αβενιου, όπως εξηγούν με τον λίγο ξερό τόνο της παλιάς αμερικανικής αστικής τάξης. «Ζείτε κοντά στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών;», ρωτά ο διπλανός μου. Η κυρία παίρνει ένα ύφος στενοχωρημένο και απαντά καταφατικά. «Εκεί θα έπρεπε να γίνει μια επίθεση αυτοκτονίας», χαριτολογεί ο κύριος. Ολος ο κόσμος χαχανίζει διακριτικά.
Η συζήτηση ξαναγυρνά στις συνηθισμένες κοινοτοπίες: «Λοιπόν, είστε Ευρωπαίος;», με ρωτά μία από τις δύο κυρίες της Παρκ Άβενιου πριν κάνει ορισμένα πνευματώδη σχόλια σχετικά με τις πόλεις που έχει επισκεφθεί στην Ευρώπη. Η φίλη της προσθέτει: «Ήμουνα στο Παρίσι, είναι πολύ όμορφα». Αλλά το πρόσωπό της σκοτεινιάζει: «Έχετε καταλάβει ότι η πόλη είναι περικυκλωμένη από τους μουσουλμάνους;» Η πρώτη συμφωνεί. «Είναι παντού, τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει.» Ο γενειοφόρος ξεθαρρεύει: «Αυτή τη φορά, οι Γάλλοι δεν έχουν συμφέρον να βασίζονται σε μας για να σώσουμε το τομάρι τους». Προσποιείται ότι απαντά στο τηλέφωνο και ανεβάζει τον τόνο της φωνής του: «Δεν σας ακούω καλά, Ζακ! Πώς; Τι θα σας κάνουν οι μουσουλμάνοι; Εμπρός;»
Αφού άνοιξε έτσι ο δρόμος, όλος ο κόσμος σπεύδει να βεβαιώσει ότι οι μουσουλμάνοι θα κάνουν μια χαψιά τους Γάλλους. Και όλος ο κόσμος το βρίσκει αυτό πολύ διασκεδαστικό. Γρήγορα προσδιορίζονται οι συνηθισμένοι ένοχοι: Ο Τζίμι Κάρτερ «σχεδόν πρόδωσε τη χώρα». Ο Τζον ΜακΚέιν (2) «τρελάθηκε» από τα βασανιστήρια που υπέστη. Μία από τις κυρίες περιγράφει ότι προσεύχεται όλες τις ημέρες για «να ευχαριστήσει το Θεό που δημιούργησε το Fox News». Πριν γεμίσει το ποτήρι του με κρασί, ο κύριος στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα του και δηλώνει: «Αυτή η κρουαζιέρα είναι η καλύτερη επένδυση που έχω κάνει ποτέ».
Την επομένη το πρωί, μπαίνω σεμνά στη Vista Lounge, μια αίθουσα διασκέψεων που είναι διακοσμημένη όπως ένα καζίνο στο Λας Βέγκας, για να παρακολουθήσω το πρώτο σεμινάριο της κρουαζιέρας. Οι καλεσμένοι θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν εκεί τις αιτίες του θανάτου του αμερικανικού συντηρητισμού, που κατατροπώθηκε κατά τη διάρκεια της μοιραίας νύχτας της 7ης Νοεμβρίου 2006. (3)
Υπάρχει κάτι το παράξενο σε αυτή τη συζήτηση και μου χρειάστηκαν ορισμένα λεπτά για να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Όλα αυτά που οι συντηρητικοί αρνούνται δημοσίως, το γεγονός ότι το Ιράκ είναι ένα νέο Βιετνάμ ή ότι ο Μπους υπερασπίζεται αποκλειστικά τα ταξικά συμφέροντα των πλουσίων, εδώ γίνονται αποδεκτά και σχολιάζονται ως προφανείς αλήθειες.
Ναι, αναγνωρίζουν οι συντηρητικοί, ο πόλεμος στο Ιράκ είναι το δικό μας νέο Βιετνάμ. Και αυτή τη φορά, δεν θα αφήσουμε τους δειλούς αριστερούς να τον χάσουν. «Ακούμε να λένε ότι εμείς χάσαμε τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αλλά ποιοι είναι οι "εμείς";» ρωτά ο Ντίνες Ντα Σούζα (4) θυμωμένος. «Η αριστερά κέρδισε απαιτώντας την ταπείνωση της Αμερικής».
Πάνω σε αυτό το πλοίο, δεν υπάρχει ίχνος από Βιετκόγκ ή από τα τρία εκατομμύρια νεκρών Βιετναμέζων. Δεν υπάρχει παρά η προδοσία των αριστερών. Ναι, βεβαιώνει ο Ντα Σούζα, επιστρέφοντας στην εσωτερική πολιτική, «ασφαλώς και το πρόγραμμα των Ρεπουμπλικανών υπερασπίζεται ταξικά συμφέροντα». Και είναι απολύτως φυσιολογικό: «Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι το κόμμα των winners (νικητών), το Δημοκρατικό Κόμμα δεν υπερασπίζεται παρά τους losers (χαμένους)».
Οι άλλοι καλεσμένοι επιδοκιμάζουν, αλλά επιθυμούν να επιστρέψουμε στο Ιράκ. Ο Ρόμπερτ Μπορκ (5) μουρμουρίζει μέσα από τα προγούλια του: «Ο τρόπος με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης μιλούν γι’ αυτό τον πόλεμο είναι σκανδαλώδης. Ακόμα και το Fox News μιλά γι’ αυτόν κατά τρόπο σκανδαλώδη. Αν τους ακούσει κανείς, δεν υπάρχουν παρά μόνο εμείς που πεθαίνουμε εκεί κάτω. Δεν μιλούν ποτέ για εχθρικές απώλειες, ενώ εμείς σκοτώνουμε αρκετούς απ’ αυτούς κάθε μέρα».
Ξαφνικά, μια απρόβλεπτη παρέμβαση έρχεται να χαλάσει αυτή τη γλυκιά συναίνεση: Ο Ριτς Λόουρι, ο νεαρός αρχισυντάκτης του «National Review» με το ύφος του ιδανικού γαμπρού παίρνει το λόγο. «Εάν οι συμπολίτες μας εκτιμούν ότι χάνουμε τον πόλεμο, είναι γιατί έχουν βάσιμους λόγους να το σκέφτονται. Εκτιμούν πριν από κάθε τι τα γεγονότα». Η Vista Lounge βυθίζεται αμέσως σε μια αμήχανη σιγή: «Θα ήθελα να μπορώ να πιστέψω ότι το απλό γεγονός ότι είμαστε μια υπερδύναμη μας προστατεύει από την ήττα. Αλλά είναι λάθος».
Κανείς δεν αντιλέγει. Ο καθένας κοιτά αλλού, όπως όταν θέλουμε να αποφύγουμε να διασταυρώσουμε το βλέμμα με το βλέμμα ενός τρελού που φωνάζει στο δρόμο. Μετά, επιστρέφουν στις υπερβολές και συγκαταλέγουν τις δηλώσεις του νεαρού στην κατηγορία των ηττοπαθών λόγων.
Ο ιστορικός Μπέρναρντ Λιούις διακηρύσσει, από το ύψος των πολυάριθμων χρόνων του: «Για τους οπαδούς του Μπιν Λάντεν, η ήττα των Ρεπουμπλικανών στις 7 Νοεμβρίου γίνεται αντιληπτή ως μια νίκη, ως το ισοδύναμο της κατάρρευσης της Σοβ. Ενωσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο».
Αυτό ακριβώς ήθελαν να ακούσουν οι ταξιδιώτες του «Oosterdam». Γι’ αυτό έχουν πληρώσει έως και 6.000 δολάρια. Το ακροατήριο σηκώνεται και ο Λιούις γίνεται δεκτός με επευφημίες. Μετά είναι η ώρα του διαλείμματος.
Το ρήγμα που χωρίζει τον αμερικανικό συντηρητισμό ανοίγεται μπροστά στα μάτια μου. Μετά το διάλειμμα, ο Νόρμαν Ποντχόρετζ (6) και ο Ουίλιαμ Μπάκλεϊ (7), δύο πυλώνες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αρχίζουν να μαλώνουν. (8)
Κανείς δεν καταφέρνει να διακόψει τον Ποντχόρετζ: «Εχω πολλούς παλιούς φίλους στην αριστερά και θα έλεγα ότι θα αποκτήσω σύντομα αρκετούς στη δεξιά», μουρμουρίζει. Ο Μπάκλεϊ απευθύνεται στο συντονιστή: «Πάρτε του το μικρόφωνο, αλλιώς δεν θα τελειώσουμε ποτέ». Το λέει με χαμόγελο, αλλά το βλέμμα του είναι παγωμένο.
Ο Ποντχόρετζ και ο Μπάκλεϊ ενσαρκώνουν δύο ριζικά αντιτιθέμενες αντιλήψεις του αμερικανικού συντηρητισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Και όταν επικαλούνται το Ιράκ, έχει κανείς την εντύπωση ότι μιλούν για δύο διαφορετικές χώρες. Ο Ποντχόρετζ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και μεγάλωσε στο δρόμο. Παλιός αριστεριστής, προσηλυτίστηκε εδώ και καιρό στη βεβαιότητα ότι η Αμερική θα σώσει τον κόσμο ρίχνοντας βόμβες.
Σήμερα, είναι ένα μάτσο νεύρα γεμάτος οργή, εξηγεί ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι «μια αναμφισβήτητη επιτυχία». Σηκώνοντας τη γροθιά, απαγγέλλει: «Όπλα μαζικής καταστροφής υπήρχαν! Είχαν μεταφερθεί στη Συρία (...). Θέλουμε να δώσουμε την εικόνα μιας χώρας που έχει βυθιστεί στο χάος, αλλά είναι λάθος. Είναι ένας θρίαμβος, τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερα». Ζητά και άλλους πολέμους, και γρήγορα. Είναι «βέβαιος» λέει ότι ο Τζορτζ Μπους θα βομβαρδίσει το Ιράν και ευχαριστεί εκ των προτέρων το Θεό γι’ αυτό.
Ο Μπάκλεϊ είναι ένας παλιός αντιδραστικός με ιπποτικούς τρόπους. Αλλά η αμφιβολία τον κατατρώει. Ίδρυσε το «National Review» το 1955, όταν ο συντηρητισμός θεωρούνταν από τις ελίτ ως ένα είδος διανοητικής διαταραχής. Κληρονόμησε από την καθολική εκπαίδευσή του μια αυστηρή και ιεραρχική αντίληψη του κόσμου και οι δημοκρατικές παραινέσεις τον αφήνουν αδιάφορο. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ήταν στο πλευρό του Ποντχόρετζ ενάντια στους άθεους κομμουνιστές.
Σήμερα, σε ηλικία άνω των 80 χρόνων, η αντίληψή του για τον κόσμο δεν συμβαδίζει πια με την ιδέα του βίαιου εκδημοκρατισμού του μουσουλμανικού κόσμου. Σχεδόν αθέατος στην αρχή της κρουαζιέρας, ανέβηκε στις επάλξεις και είναι αποφασισμένος να ακουστεί η φωνή του και μάλιστα δυνατά. «Δεν σας ενοχλεί το γεγονός ότι κανένας δεν βρήκε τα όπλα μαζικής καταστροφής;», ρωτά χωρίς περιστροφές τον Ποντχόρετζ. Μόλις είχε εξηγήσει ότι υποστήριξε τον πόλεμο με μισή καρδιά και μόνο γιατί ο Ντικ Τσένι είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ο Σαντάμ Χουσέιν διέθετε τέτοια όπλα και είχε την πρόθεση να τα χρησιμοποιήσει.
«Οχι», επιμένει ο Ποντχόρετζ. «Οπως ήδη είπα, αυτά τα όπλα ήταν κρυμμένα στη Συρία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου, όλα τα μαχητικά ιρακινά αεροπλάνα είχαν κρυφτεί στην ιρανική έρημο». Ο Ποντχόρετζ δηλώνει ότι έχει «καταρρεύσει» από την «άνοδο της ηττοπάθειας της δεξιάς». Και καταλήγει, ενώ κανένας δεν είχε θίξει αυτό το ζήτημα: «Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ ήταν ο καλύτερος ανάμεσά μας. Οι ηττοπαθείς λόγοι συμβάλουν στο να δοθεί η εντύπωση ότι είμαστε έτοιμοι να χάσουμε. Ενώ είμαι πεισμένος ότι βαδίζουμε προς τη νίκη».
Το κοινό χειροκροτεί τον Ποντχόρετζ. Οι αμφιβολίες που εξέφρασε ο Μπιλ Μπάκλεϊ το είχαν αποπροσανατολίσει λίγο. Μόλις εκφώνησε τον αριστερίζοντα λόγο που κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης; Αργότερα, στο δείπνο, ο διπλανός μου από το Ντένβερ χαρακτηρίζει τον Μπάκλεϊ «δειλό». Η σύζυγός του κουνά το κεφάλι: «Ο Μπάκλεϊ είναι ένας γερασμένος», καταλήγει χτυπώντας το κούτελό της με ένα δάχτυλο για να υπαινιχθεί ότι ξεμωράθηκε.
Επιχειρώ να ξαναβρώ τον Μπάκλεϊ και τον Ποντχόρετζ για να τους πάρω συνέντευξη. Ολομόναχος στην καμπίνα του, ο «Μπιλ» γεμίζει σελίδες από ένα σημειωματάριο. Το 2005, κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς κατά την οποία γιόρταζαν την πεντηκοστή επέτειο του «National Review», ο πρόεδρος Μπους δήλωσε ότι ο «Μπιλ» ήταν «ο πατέρας του σύγχρονου συντηρητισμού». Τον ρωτώ αν έχει την εντύπωση ότι τα παιδιά του έχουν γίνει κατά συρροήν δολοφόνοι. Χαμογελά γλυκά και μια λάμψη διασχίζει τα μπλε μάτια του. Μετά αναστενάζει: «Πρέπει να σας απαντήσω "όχι". Εδώ και σαράντα χρόνια, ο λόγος ύπαρξης του συντηρητικού κινήματος ήταν ο αγώνας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τη σοσιαλιστική σκέψη. Αυτά τα προβλήματα έχουν ήδη τακτοποιηθεί».
Δεν είναι ένας πολύ αισιόδοξος τρόπος για να υπερασπιστεί τα παιδιά του, αλλά το τονίζει με βεβαιότητα: οι μεγάλες μάχες της γενιάς του κερδήθηκαν. Αυτό δεν τον εμποδίζει να σκέφτεται πώς ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα είχε χειριστεί το Ιράκ. «Ο Ρέιγκαν ήταν συνετός άνθρωπος. Πιστεύω ότι θα είχε καταλάβει πού πατάει και δεν θα είχε εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα... Πιστεύω ότι θα βεβαιωνόταν ότι η απειλή στην οποία θα εξέθετε τα στρατεύματα ήταν περιορισμένη και ελεγχόμενη». Φροντίζοντας να μην θεωρηθεί ως πράκτορας των αριστερών, διευκρινίζει ότι η στρατηγική του Ρέιγκαν θα ήταν να «τοποθετήσει έναν τοπικό δυνάστη» επικεφαλής του Ιράκ.
Μερικές καμπίνες πιο πέρα, ο Ποντχόρετζ έχει χάσει σχεδόν τη φωνή του, «κάτι που θα ευχαριστήσει ασφαλώς ορισμένους».
Μου περιγράφει την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Πολ Γούλφοβιτς (αναπληρωτής υπουργός Άμυνας από το 2003 έως το 2005) σύμφωνα με τον οποίο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιβάλουν τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή για να αλλάξουν βαθιά τις κοινωνίες που είχαν γεννήσει τρομοκράτες. Για κάποιον που δηλώνει υπερασπιστής της δημοκρατίας, είναι αξιοσημείωτα αδιάφορος στο γεγονός ότι το 80% των Ιρακινών επιθυμούν την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. «Αδιαφορώ», λέει παραμερίζοντας την ερώτηση με μια κίνηση του χεριού. Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι «κανένας δεν βασανίστηκε στο Αμπού Γράιμπ ή στο Γκουαντάναμο» και ότι ο Μπους είναι «ένας ήρωας». Όπως οι περισσότεροι από τους επιβάτες, έχει πειστεί ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα εξαπολύσει επίθεση εναντίον του Ιράν. (9)
«Δεν παύω να λέγω στους ανθρώπους ότι ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε», εξηγεί αναθεματίζοντας τον Μπάκλεϊ, τον Τζορτζ Γουίλ (10) και όλους τους προδότες της υπόθεσης που αρνούνται να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Κατά τη γνώμη του, η νίκη είναι κοντά. Για μερικά λεπτά, σε αυτό το πλοίο που λικνίζεται από τη χλιαρή αύρα που έρχεται από το Μεξικό, έχω την εντύπωση ότι ο πόλεμος και τα δεινά της Βαγδάτης δεν υπήρξαν ποτέ.
Ποιος θυμάται τον Μπιλ;
Κάνοντας βόλτες, διασταυρώνομαι με άλλα φαντάσματα του συντηρητισμού που περιπλανιούνται στους στενούς διαδρόμους. Βλέπω τον Τζον Ο’ Σάλιβαν, παλιό σύμβουλο της Μάργκαρετ Θάτσερ και παλιό συντάκτη του «National Review». Ενα πρωινό, πάνω στη γέφυρα, πέφτω πάνω στον Κένεθ Σταρ, (11) που μοιάζει να βγήκε μόλις από ένα παλιό ρεπορτάζ της δεκαετίας του ’90. Το πρόσωπό του είναι στρογγυλό και λείο, όπως ενός τεράστιου ικανοποιημένου μωρού. Βλέποντάς τον, σαστίζω ξανά όπως στο παρελθόν και τον ρωτώ: «Κύριε Σταρ, δεν ντρέπεστε που προκαλέσατε παράλυση στην κυβέρνηση για μερικές πεολειχίες που προσφέρθηκαν δωρεάν, ενώ ο Οσάμα Μπιν Λάντεν προετοίμαζε το φόνο τριών χιλιάδων αμερικανών πολιτών;».Μου απευθύνει ένα απαθές χαμόγελο και εξηγεί με τη μονότονη φωνή του: «Δεν μετανιώνω καθόλου. Η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέφρασε τη θέλησή της, η Γερουσία εξέφρασε τη θέλησή της και το Ανώτατο Δικαστήριο διατύπωσε τη γνώμη του. Το Σύνταγμα λειτούργησε κατά τρόπο αξιοσημείωτο». Απέναντι σε μια τόσο τεμπέλικη υπεράσπιση, τον καταδιώκω μέχρι τέλους και εκείνος επιμένει να χρησιμοποιεί συνεχώς νομικά επιχειρήματα, ενώ κάθε απάντησή του γίνεται μια παραλλαγή του επιχειρήματος «δεν ήταν δικό μου λάθος».
Μερικές ημέρες αργότερα, το πλοίο της αντεπανάστασης ρίχνει άγκυρα στο Πουέρτο Βαγιάρτα, στο Μεξικό. Οι ταξιδιώτες έχουν την ευκαιρία να κάνουν μερικά βήματα σε μια χώρα την οποία ονειρεύονται να δουν απομονωμένη με έναν τοίχο μήκους χιλίων πεντακοσίων χιλιομέτρων.
Όταν εκφράζω την επιθυμία να ζητήσω από ένα νεαρό να μου δείξει την πόλη, οι άλλοι με κοιτάζουν με τρόμο: «Θέλετε να πεθάνετε εδώ;». Ο Ντα Σούζα εκφράζει το γενικό αίσθημα προφέροντας αυτό το οποίο αποκαλεί μετριοπαθώς «η θεωρία του Ντα Σούζα για τη μετανάστευση»: η ποιότητα ενός μετανάστη είναι «ανάλογη με την απόσταση που διήνυσε μέχρι να φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες». Με άλλα λόγια, οι Ασιάτες αξίζουν σαφώς περισσότερο από τους Λατινοαμερικανούς.
Το βράδυ, αφού επέστρεψα σώος, δειπνώ με συντροφιά μια προσωπικότητα του «National Review»: την Κέιτ Ο’ Μπέιρν. Είναι μια τεράστια ξανθιά με τη φωνή μιας ηθοποιού κωμωδίας της δεκαετίας του ’30 και τα επιχειρήματα ενός πατριάρχη οικογένειας της βικτοριανής εποχής της δεκαετίας του 1890. Χειριζόμενη με άνεση τα ευφυολογήματα, σαρκάζει το φεμινισμό και «αυτές τις γυναίκες που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, προς το χειρότερο». Περιτριγυρισμένη από θαμπωμένους οπαδούς, μας παρουσιάζει τον άνδρα της, που ανακοινώνει ότι είναι ο βοηθός του Ράμσφελντ. «Οι άνθρωποι με ρωτούν τι κάνω εδώ ενώ αυτός έχει εκδιωχθεί. Αλλά η κρουαζιέρα είχε οργανωθεί πριν συμβούν όλα αυτά».
Η συνηθισμένη ρουτίνα -συστάσεις, φλυαρία, τροπάρι ιδεών της δεξιάς- αρχίζει να επιταχύνεται. Το βράδυ, οι διπλανοί μου απολογούνται για ένα φασίστα δικτάτορα πριν ακόμα τελειώσουμε το πρώτο πιάτο. Επισημαίνω ότι στη Γερμανία συζητήθηκε η έκδοση του Ράμσφελντ, ο οποίος κατηγορείται εκεί για εγκλήματα πολέμου.
Ένας άνδρας με κόκκινο πρόσωπο, που μοιάζει με ένα αβγό πάνω στο οποίο έχουν κολλήσει ένα μουστάκι, μουρμουρίζει: «Αν οι Γερμανοί πιστεύουν ότι μπορούν να αποφασίζουν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να τους βομβαρδίσουμε». Υπενθυμίζω ότι υπήρξε ένα προηγούμενο, με τον Αουγκούστο Πινοσέτ. Αλλά η Ο’ Μπέιρν με διακόπτει: «Το να μεταχειρίζεστε τον Ράμσφελντ σαν τον Πινοσέτ, είναι ελεεινό». Ο άνθρωπος-αβγό χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι: «Το να μεταχειρίζεστε τον Πινοσέτ με αυτό τον τρόπο, είναι ελεεινό! Ο Πινοσέτ είναι ήρωας. Εσωσε τη Χιλή». «Είναι αλήθεια, επιβεβαιώνει ο σύζυγος της Ο’ Μπέιρν. Και ιδιωτικοποίησε τις συντάξεις».
Οι ομοτράπεζοι κουνούν το κεφάλι με πομπώδη τρόπο και περνάμε στο ζήτημα που απασχολεί όλα τα μυαλά, το δισεκατομμύριο των μουσουλμάνων που ετοιμάζονται να υποτάξουν τον κόσμο. Η ιδέα σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη είναι έτοιμη να υποστεί εισβολή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το κύριο θέμα αυτής της κρουαζιέρας.
Κάποιοι μπορούν να κάνουν μία κρουαζιέρα για ανύπανδρους, μία κρουαζιέρα για χορούς, εγώ κάνω την κρουαζιέρα «Οι μουσουλμάνοι είναι προ των πυλών». Όλος ο κόσμος το σκέφτεται. Όλος ο κόσμος το γνωρίζει. Ο άνθρωπος που αποκάλυψε αυτήν την αλήθεια κάθεται μερικά τραπέζια μακριά από μένα: είναι ο Μαρκ Στέιν. Φοράει ένα παρδαλό πουκάμισο και γυαλιά ήλιου σηκωμένα στο κεφάλι.
Η θέση του Στέιν, που διατυπώνεται στο βιβλίο του «America Alone», (12) είναι απλή: οι «ευρωπαϊκές φυλές», δηλαδή οι λευκοί, «έχουν γίνει πολύ ναρκισσιστικές για να γεννούν σε ικανοποιητικές ποσότητες», ενώ οι μουσουλμάνοι αναπαράγονται με ταχύτητα.
Η ήδη αναπόφευκτη συνέπεια της ανισορροπίας θα είναι «μία εκκένωση μεγάλης κλίμακας γύρω στο 2015», όταν η Ευρώπη θα πέσει κάτω από τη λαβή της Αλ Κάιντα και «η Γαλλία θα αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα να γίνει επαρχία της Βοσνίας». Ο Στέιν στηρίζει αυτές τις βεβαιότητες σε «δημογραφικά δεδομένα». Αλλά η απόδειξή του απαιτεί ο αριθμός των μουσουλμάνων στην Ευρώπη να περάσει από τα είκοσι στα εκατόν πενήντα εκατομμύρια μέσα σε εννέα χρόνια.
Τα γεγονότα, ή οι αμφιβολίες, δεν έχουν θέση πάνω σε αυτό το πλοίο. Εκτός από μία ή δύο εξαιρέσεις, οι επιβάτες βλέπουν «τους μουσουλμάνους» ως μία ομοιογενή ομάδα φανατικών που έχουν έμμονη ιδέα με τη σαρία και οι οποίοι έχουν σχεδόν βάλει χέρι στην Ευρώπη. Μέσα σε μία εβδομάδα, με ρώτησαν εννέα φορές, τις μέτρησα, πότε θα αποφασίσω να φύγω από την Ευρώπη για να καταφύγω στο μόνο προστατευόμενο ακόμη καταφύγιο, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τη διάρκεια ενός από τα σεμινάρια, ένας καλεσμένος εξηγεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούνται σε δύο μέτωπα: «Οι μουσουλμάνοι μάς κατηγορούν ότι είμαστε παρηκμασμένοι. Οι Ευρωπαίοι μας κατηγορούν ότι δεν είμαστε αρκετά παρακμασμένοι».
Η Μιτζ Ντέκτερ, (13) η σύζυγος του Ποντχόρετζ, αναφωνεί: «Οι μουσουλμάνοι είναι εκείνοι που έχουν δίκιο, όχι οι Ευρωπαίοι!». Ο Τζέι Νορντλίνγκερ, ο διευθυντής σύνταξης του «National Review», απαντά δυνατά: «Προσοχή, Μιτζ, πολλοί Ευρωπαίοι είναι σήμερα μουσουλμάνοι». Το κοινό επευφημεί. Κάποιος φωνάζει: «Θα τους δείξουμε, Τζέι!»
Ο Νορντλίνγκερ τούς έδειξε. Η Ντέκτερ τούς έδειξε. Ο Στέιν τούς έδειξε. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρουαζιέρας, όλος ο κόσμος τούς «έδειξε» και, εξαιτίας του ευρωπαϊκού διαβατηρίου μου, όλος ο κόσμος μού έδειξε.
Αυτό θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα μου δείξουν, στο τέλος του ταξιδιού. Όταν ξανακατέβηκα στην αποβάθρα του λιμανιού του Σαν Ντιέγκο, τη στιγμή που γυρνάω την πλάτη μου στο πλοίο για να φύγω, ο δικαστής που είχα συναντήσει την πρώτη μέρα της κρουαζιέρας ακουμπά ένα στοργικό χέρι στον ώμο μου. «Θα εγκαταλείψουμε την Αγγλία στους μουσουλμάνους. Ελάτε, λοιπόν, κι εσείς στην Αμερική».
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»