Η αιφνιδιαστική επίθεση της ένοπλης αντιπολίτευσης στο Τσαντ, στις 31 Ιανουαρίου 2008, δεν εξέπληξε τους παρατηρητές των εξελίξεων: Εδώ και δεκαπέντε μήνες, ο πρόεδρος Ιντρίς Ντέμπι Ιτνο και ο σουδανός ομόλογός του Ομάρ Αλ Μπασίρ είχαν ήδη εμπλακεί σε μια αθέατη σύρραξη με τους αντάρτες. Με την επίθεση που εξαπέλυσαν οι τελευταίοι, ο πόλεμος έγινε απροκάλυπτος.
Τη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου, ένα άγημα διακοσίων πενήντα οχημάτων, τα οποία μετέφεραν δύο χιλιάδες στρατιώτες, αναχώρησε από τη βάση του Χατζίλ, στο δυτικό Νταρφούρ (Σουδάν). Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, η εισβολή συντονίστηκε απευθείας από τον σουδανό υπουργό Άμυνας, τον στρατηγό Αμπντέλ Ραχίμ Μοχάμεντ Χουσέιν. (1)
Την 1η Φεβρουαρίου, στη μάχη του Μασαγκέτ, ογδόντα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ντζαμένα, οι αντάρτες απώθησαν την αντεπίθεση του Εθνικού Στρατού του Τσαντ (ΕΣΤ), που επιχείρησε να τους σταματήσει. Το πρωί της επομένης, κατέφθασαν στην πρωτεύουσα του Τσαντ και κατέλαβαν τα κυριότερα δημόσια κτίρια. Έπειτα από δύο μέρες εχθροπραξιών, κατά τη διάρκεια των οποίων ακόμη και ο ίδιος ο Ντέμπι υποχρεώθηκε να υπερασπιστεί το προεδρικό μέγαρο, ο στρατός ανέκτησε τον έλεγχο της κατάστασης κατά τις απογευματινές ώρες της Κυριακής.
Η ήττα των ανταρτών οφείλεται καθαρά σε στρατηγικούς λόγους: υπερβολικά βέβαιοι για την αδυναμία του καθεστώτος, επιτέθηκαν με ανεπαρκή μέσα (ελλιπές ανθρώπινο δυναμικό, καθόλου πυροβολικό, ούτε καν ελαφρύ, ούτε βλήματα εναέριας απόκρουσης). Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ελάχιστη τεχνική υπεροχή του Εθνικού στρατού -που διέθετε τρία μαχητικά ελικόπτερα με πιλότους ουκρανούς μισθοφόρους και πενήντα ρωσικά τανκ Τ55, παλιάς τεχνολογίας- έπαιξε καθοριστικό ρόλο: οι αντιφρονούντες έχασαν τα δύο τρίτα των οχημάτων τους και διακόσιους έως τριακόσιους άντρες. Εγκατέλειψαν, λοιπόν, την πρωτεύουσα για να ανασυνταχθούν σε απόσταση περίπου ογδόντα χιλιομέτρων, αναμένοντας ενισχύσεις, καύσιμα και προμήθειες. Ένα νέο τάγμα περίπου δυόμισι χιλιάδων ανδρών ξεκίνησε πράγματι από το Σουδάν προς ενίσχυσή τους.
Για να ανακόψει την καινούρια εισβολή, ο πρόεδρος Ντέμπι απηύθυνε έκκληση στους σουδανούς αντάρτες του Κινήματος για τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα (ΚΔΙ). (2) Σημαντικές δυνάμεις του ΚΔΙ πέρασαν τα σύνορα καταδιώκοντας τους αντάρτες του Τσαντ για να προσπαθήσουν να τους αναχαιτίσουν προτού φτάσουν στην Ντζαμένα.
Στη μάχη που ακολούθησε κοντά στο Αντρέ, στις 4 Φεβρουαρίου, η σουδανική πολεμική αεροπορία βομβάρδισε τους μαχητές του ΚΔΙ στο έδαφος του Τσαντ. Παρ’ όλα αυτά, οι υπέρμαχοι του Ντέμπι κατάφεραν -αν και μετά βίας- να υπερισχύσουν.
Η αποτυχία της συγκεκριμένης παρέμβασης πυροδότησε τα βίαια αντίποινα του Χαρτούμ για την καταστολή των ανταρτών του ΚΔΙ στην επικράτειά του: Την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου, ο σουδανικός στρατός και οι παραστρατιωτικοί σύμμαχοί του, οι «janjawid», (3) επιτέθηκαν στα χωριά Αμποθ Σουρούζ, Σουλέια και Σίρμπα, κοντά στα σύνορα με το Τσαντ. Πάνω από διακόσιοι πολίτες, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι συνεργάστηκαν με το ΚΔΙ, σφαγιάστηκαν.
Στα μέσα Φεβρουαρίου, οι αντάρτες που εγκατέλειψαν την Ντζαμένα και εκείνοι που είχαν ξεκινήσει από το Σουδάν για να τους ενισχύσουν κατόρθωσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους τριακόσια χιλιόμετρα ανατολικά της πρωτεύουσας. Όμως, ο πρόεδρος Ντέμπι και οι σύμμαχοί του από το ΚΔΙ διατηρούν ακόμη στρατηγικό πλεονέκτημα.
Φύλαρχοι πρόεδροι
Γιατί και πώς φτάσαμε όμως, σε μια τόσο στενή διαπλοκή των συρράξεων του Σουδάν και του Τσαντ;
Το κλειδί βρίσκεται στον πόλεμο του Νταρφούρ, από το ξέσπασμά του, τον Φεβρουάριο του 2003. Ο στρατιωτικός επικεφαλής του σουδανικού αντάρτικου είχε καταγωγή από... το Τσαντ: πρόκειται για τον διαβόητο διοικητή Άμπακαρ, που έπεσε στη μάχη την επόμενη χρονιά. Ο Άμπακαρ ανήκε στην εθνότητα Ζαγκχάβα, η οποία ζει και στις δύο πλευρές των συνόρων, (4) και συμπονούσε τα μέλη της φυλής του που καταπιέζονταν από το Σουδάν.
Ο Ντέμπι είχε επίγνωση της αποσταθεροποιητικής δυναμικής της πολιτικο-στρατιωτικής σύγκρουσης του Νταρφούρ για τη χώρα του. Το 1989, όταν ηγήθηκε της εξέγερσης εναντίον του τότε προέδρου του Τσαντ, Ισέν Αμπρέ, διέφυγε στο Νταρφούρ και διηύθυνε από εκεί την ανταρσία του. Το 2003, λοιπόν, τάχθηκε αμέσως στο πλευρό του Χαρτούμ για να συνεισφέρει στην καταστολή της εκεί εξέγερσης. Όμως, έτσι αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον των μελών της ίδιας του της φυλής, που τελικά ξεσηκώθηκαν.
Τον Μάιο του 2005, στρατιώτες Ζαγκχάβα από τις τάξεις του στρατού του Τσαντ επαναστάτησαν και επέβαλαν στον Ντέμπι την αντικατάσταση του πρωθυπουργού του και του επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας από μέλη της φυλή τους, τα οποία επελέγησαν χάρη στη φιλική στάση τους έναντι των ανταρτών του Νταρφούρ.
Οι αντάρτες σύντομα επωφελήθηκαν της βοήθειας του Τσαντ, γεγονός που ανάγκασε το Χαρτούμ να αντιδράσει, στα τέλη του 2005. Όμως, το καθεστώς του Ντέμπι ήταν εξαιρετικά ευάλωτο από πολλές απόψεις: υπερβολική εξάρτηση από την πολύ μικρή μειονότητα των Ζαγκχάβα (μόλις 2% του πληθυσμού), διχασμός της εν λόγω μειονότητας σε υπέρμαχους και πολέμιους των ανταρτών του Νταρφούρ, παντελής απουσία δημοκρατικών θεσμών στο Τσαντ, όπου η νοθεία των «εκλογών» ήταν απόλυτη, όπως και η καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης, η διαφθορά...
Ενοπλη ισορροπία
Το 2006, το καθεστώς ανέστειλε μονομερώς την ισχύ μιας συμφωνίας με την Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία το υποχρέωνε τότε, να αποδίδει μερίδιο των εσόδων από το πετρέλαιο σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις γενικού ενδιαφέροντος. (5) Ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τα αντίστοιχα κονδύλια για την αγορά όπλων.
Ως αποτέλεσμα, στο τέλος του 2005, οι αντάρτες απέκτησαν και λαϊκό έρεισμα. Ωστόσο, συνολικά, όπως όλα δείχνουν στην οργάνωση και τη δράση τους -η συχνά στενή συσχέτιση της προσωπικής πορείας ορισμένων στελεχών με το καθεστώς εναντίον του οποίου μάχονται σήμερα, η ωμή τους φιλοδοξία, οι δωροληψίες τους, η διαπλοκή τους με την ελάχιστα αξιόπιστη σουδανική κυβέρνηση-, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα εγκαθίδρυαν κάποιο καλύτερο πολίτευμα στο Τσαντ εάν ανέρχονταν στην εξουσία.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η μη ένοπλη αντιπολίτευση αποτελεί μείζον πολιτικό διακύβευμα. Πράγματι, ο Ντέμπι φοβάται μήπως οι αντάρτες τη μεταχειριστούν ως ηθική εγγύηση στην περίπτωση καθεστωτικής αλλαγής. Στις 3 Φεβρουαρίου, λοιπόν, διέταξε τη σύλληψη των βασικών ιθυνόντων της. Από την ανάκτηση του ελέγχου της χώρας, στις 6 Φεβρουαρίου, κι έπειτα, έχουν επισημανθεί εξαφανίσεις και εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες.
Η κρίση στο Τσαντ εντάσσεται σε ένα φορτισμένο γεωπολιτικό πλαίσιο. Όταν οι αντάρτες αποχωρούσαν από την Ντζαμένα, βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάπτυξη δύο ειρηνευτικών δυνάμεων -της ευρωπαϊκής Eufor για το Τσαντ (6) και της αποστολής του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ένωσης στο Νταρφούρ (Minuad).
Η Eufor -που περιλαμβάνει τρεις χιλιάδες επτακόσιους άνδρες, εκ των οποίων οι δύο χιλιάδες εκατό είναι Γάλλοι- ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί στην Ντζαμένα, ενώ η Minuad -η οποία είχε υποστεί το διπλό χτύπημα της μηδαμινής υποστήριξης από τη «διεθνή κοινότητα» και του σαμποτάζ των σουδανικών αρχών- μετά βίας είχε συσταθεί. (7)
Η ημερομηνία της επίθεσης των ανταρτών εναντίον της πρωτεύουσας του Τσαντ δεν ήταν καθόλου τυχαία: οι αντάρτες -και ο σουδανός «κηδεμόνας» τους- φοβούνταν ότι η Eufor, επίσημη αποστολή της οποίας είναι η προστασία των εσωτερικών και εξωτερικών προσφύγων στο ανατολικό Τσαντ, θα προσέφερε, στην πραγματικότητα, στήριξη στο καθεστώς της Ντζαμένα. Εξάλλου, από τη στιγμή που η παρουσία της Eufor θα είχε εδραιωθεί και το σύνορο θα ήταν πια ασφαλές, θα διευκολυνόταν και η εγκατάσταση της Minuad.
Η εμπλοκή Σαρκοζί
Αντιμέτωπος με αυτή την ευαίσθητη, από διπλωματική και στρατιωτική άποψη, κατάσταση, ο Νικολά Σαρκοζί, αρχικά δίστασε. Σε πρώτη φάση, θέλοντας να αποφύγει το ενδεχόμενο απομόνωσης της Γαλλίας λόγω μονομερούς στήριξης του αμφισβητούμενου καθεστώτος του Τσαντ, περιορίστηκε στην παροχή «των ελάχιστων δυνατών υπηρεσιών» πληροφόρησης και τεχνικής υποστήριξης στον επίσημο στρατό του Τσαντ.
Στη συνέχεια, βλέποντας ότι τόσο η Αφρικανική Ένωση (8) όσο και τα Ηνωμένα Έθνη (9) ενέκριναν, έστω έμμεσα, τις ενέργειες του Παρισιού, δεσμεύθηκε λίγο περισσότερο και δήλωσε ότι η Γαλλία ήταν έτοιμη να «κάνει το καθήκον της» στο Τσαντ, σε περίπτωση νέας επίθεσης. Οι αντάρτες καταγγέλλουν τη στρατιωτική βοήθεια που παρέχει το Παρίσι στην κυβέρνηση και απαιτούν την τήρηση ουδέτερης στάσης από την πρώην αποικιοκρατική δύναμη.
Το περιθώριο ελιγμού που δόθηκε, έτσι, στη Γαλλία από τους διεθνείς οργανισμούς εξηγείται από το θράσος και την ωμότητα της επίθεσης των ανταρτών η οποία, για μια στιγμή, φάνταζε νικηφόρα. Άλλωστε, η προοπτική να αντικατασταθεί κάποιο καθεστώς- ενδεχομένως ελάχιστα αξιοσέβαστο αλλά τυπικώς νόμιμο από κάποιο άλλο, -αναμφίβολα εξίσου αναξιόπιστο αλλά εγκατεστημένο διά της βίας- θεωρείται επιπρόσθετη απειλή για τη σταθερότητα της περιοχής. Όσο για τις ΗΠΑ, που την ίδια περίοδο έθεσαν ως προτεραιότητα το μετεκλογικό αδιέξοδο στην Κένυα, (10) έλαμψαν διά της απουσίας τους και φόρτωσαν στους Γάλλους το ακανθώδες ντοσιέ.
Η παραπάνω στάση αντανακλά και τις αντιφάσεις της αμερικανικής πολιτικής στο Σουδάν: το υπουργείο Εξωτερικών εξακολουθεί να δυσπιστεί έναντι του καθεστώτος του Χαρτούμ, το οποίο θεωρείται επικίνδυνο, (11) ενώ το Πεντάγωνο υποτίθεται ότι θεωρεί τους σουδανούς ιθύνοντες «μεταμελημένους τρομοκράτες», οι οποίοι είναι πλέον φερέγγυοι και μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Το αν το Παρίσι θα υποστηρίξει λιγότερο ή περισσότερο ενεργά τον πρόεδρο Ντέμπι δεν αλλάζει την ουσία του προβλήματος: το καθεστώς του Τσαντ είναι, από διοικητικής απόψεως, καθεστώς-φάντασμα. (12) Παράλληλα, η κατάσταση στο Νταρφούρ έχει οξυνθεί δραματικά -περίπου τετρακόσιες χιλιάδες νεκροί και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες-, ενώ, ακόμη κι αν οι «ειρηνευτικές δυνάμεις» καταφέρουν να αναπτυχθούν, δεν θα υφίσταται πλέον ειρήνη για να διαφυλάξουν.
Αφρικανικό ντόμινο
Η στάση των κυβερνήσεων του Τσαντ και του Σουδάν, «που αλληλοκατηγορούνται ότι υποστηρίζουν τους αντάρτες στα αντίστοιχα γειτονικά τους σύνορα, χειροτερεύει το κλίμα της δυσπιστίας» εκτιμά ο Ζαν-Μαρί Γκεενό, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ για θέματα ειρηνευτικών επιχειρήσεων. Κατά την άποψή του, η εν λόγω στάση «τροφοδοτεί τις εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και είναι ενδεικτική του ενδεχομένου διεθνούς σύρραξης στην περιοχή». (13)
Η στενή συσχέτιση της προβληματικής κατάστασης στο Νταρφούρ και στο Τσαντ, η οποία αποτελούσε ήδη ανοιχτή πληγή την εποχή που το Νταρφούρ ήταν ακόμη παθητικός δέκτης των αλλαγών στα κλιμάκια της εξουσίας στην Ντζαμένα, μετατράπηκε σε ένα από τα καυτά ζητήματα της αφρικανικής ηπείρου.
Αναμφίβολα, η εν λόγω κατάσταση θα συνεχιστεί όσο το Χαρτούμ αψηφά, σε καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας, τα πλέον στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»