Χάρη στην ταινία «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα γνωρίζουμε ότι η αλήθεια δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όταν εξετάζεται από τέσσερις ή πέντε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Γι’ αυτό, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση της «ενιαίας και πληθυντικής» πολιτικής οντότητας που βαφτίστηκε «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο», είναι προτιμότερο κάποιος να αναζητήσει κανείς θραύσματα από αντικρουόμενες αλήθειες, οι οποίες, ωστόσο, ενοποιούνται από ένα γεγονός-κλειδί: την ήττα στις εκλογές.
Κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει, πράγματι, ότι η συμμαχία «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» αποτελεί απόπειρα απάντησης στην ήττα που υπέστη η κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι (2006-2008) αλλά και στην πρακτική σύναψης συμμαχιών που εκείνη ακολούθησε. Στα αριστερά του Κόμματος των Δημοκρατών (PD), το οποίο πλέον συσπειρώνει τους πρώην Δημοκράτες της Αριστεράς και τους κεντρώους εταίρους τους, έχουν συνταχθεί από κοινού δυνάμεις οι οποίες, στο σύνολό τους, συναντούν ουσιαστικές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να αναλύσουν με τρόπο καινοτόμο την ιταλική κοινωνία και να βρουν έρεισμα εντός της.
Τρεις παράγοντες προσδιορίζουν την άστατη πορεία του νεότευκτου πολιτικού μορφώματος. Κατά πρώτον, η πτώση της κυβέρνησης Πρόντι και η εξαιρετικά επικριτική στάση των αριστερών ψηφοφόρων απέναντι στο γεγονός. Κατά δεύτερον, η δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος και ο εκσυγχρονισμός που επιβλήθηκε από τον ηγέτη του Βάλτερ Βελτρόνι. Κατά τρίτον, η ανάγκη συγκέντρωσης μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων και οργανωμένων πόλων για την αποτελεσματικότερη αντίσταση στην ενδεχόμενη μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σχολιαστές δεν έχουν άδικο να υπογραμμίζουν τη χρησιμοθηρική διάσταση του εν λόγω συνασπισμού, ο οποίος διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα ανάγκης. Τέτοια είναι, όντως, και η περίπτωση των κύριων πολιτικών σχηματισμών που αποτελούν τις τέσσερις συνιστώσες της συμμαχίας «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο», δηλαδή, της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC) του Φράνκο Τζιορντάνο, εκείνου των Ιταλών κομμουνιστών (PDCI) του Ολιβιέρο Ντιλιμπέρτο, των Πράσινων για την Ειρήνη του Αλφόνσο Πεκοράτο Σκάνιο και της Δημοκρατικής Αριστεράς (SD) του Φάμπιο Μούσι.
Όλες οι προαναφερθείσες αριστερές δυνάμεις, οι οποίες συσπειρώνουν, συνολικά, περίπου 150 βουλευτές και γερουσιαστές, αποδείχθηκαν ανίκανες να μεταβάλλουν τις πολιτικές ισορροπίες και τους συσχετισμούς των κοινωνικών δυνάμεων μέσω της συμμετοχής τους στην κυβέρνηση του Πρόντι. Επηρεάστηκαν από την πτώση της δημοτικότητάς της, η οποία επιβεβαιώθηκε από τις καταστροφικές δημοτικές του Μαΐου 2007 (1) , καθώς και από το πλήθος των αρνητικών δημοσκοπήσεων. Συνειδητοποίησαν ότι η κεντροαριστερά τις αντιμετώπιζε ως εκλογική δεξαμενή, υποκείμενη στον αιώνιο εκβιασμό: αν πέσει ο Πρόντι, θα επιστρέψει ο Μπερλουσκόνι.
Όποιος ψήφισε, το 2006, υπέρ της Ένωσης -δηλαδή της συμμαχίας ανάμεσα στη μετριοπαθή και τη ριζοσπαστική Αριστερά- με την ελπίδα να επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στους κοινωνικούς συσχετισμούς, γνωρίζει καλά πως η κυβέρνηση δεν τήρησε καμιά από τις υποσχέσεις της. Πρεσβεύοντας την αναγκαιότητα της «διφασικής τακτικής» -κατ’ αρχάς, εξυγίανση και, κατόπιν, κοινωνική δικαιοσύνη- η Ένωση κατέληξε να παραιτηθεί από βασικές προγραμματικές της θέσεις. Η απορρέουσα απογοήτευση οδήγησε ορισμένους στην παθητικότητα, ακόμα και στην αποχή. Στο όνομα της αλληλεγγύης, είδαμε να αναστέλλονται, ή ακόμη και να καταστέλλονται, οι κοινωνικοί αγώνες υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων και της ειρήνης, ή κατά των μεγαλεπήβολων αναπτυξιακών σχεδίων τα οποία επιβαρύνουν το περιβάλλον. Εξ ου κι οι ολοένα και εντονότερες επικρίσεις για το δημοκρατικό έλλειμμα των κομμάτων τα οποία τείνουν, αναπόφευκτα, να «ισοπεδώνονται» ιδεολογικά, παρά το κόστος, προς χάριν των θεσμικών επιταγών της κυβερνησιμότητας…
Η κυβέρνηση Πρόντι, εξαιτίας, κυρίως, της αποφασιστικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, κατόρθωσε να βελτιώσει σημαντικά την εικόνα των δημόσιων οικονομικών, αλλά δεν απέφυγε την έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ιταλική κοινωνία διασπάστηκε σε βαθμό που θυμίζει «ασφυκτικό βούρκο» (2) , με βασικό χαρακτηριστικό τη γενικευμένη απογοήτευση για την πολιτική δράση και για τις δυνατότητες πολιτικής αλλαγής. Δεκαπέντε χρόνια μετά την υπόθεση «Tagentopoli» (3) , η ανικανότητα των πολιτικών ελίτ και η έξαρση της διαφθοράς σημάδεψαν ανεξίτηλα τους πολίτες. Αναδύθηκε έτσι βίαια ένα νέο κοινωνικό ζήτημα, καρπός της εργασιακής ανασφάλειας που ταλανίζει διευρυμένα στρώματα της νεολαίας (4) , η οποία οξύνθηκε από τη στασιμότητα, εδώ και μία δεκαετία, των μισθών και των συντάξεων. Παράλληλα, ο πληθωρισμός, ιδιαίτερα για τα είδη πρώτης ανάγκης, αποδεικνύεται στην πραγματικότητα διπλάσιος από τα πορίσματα των επίσημων στατιστικών. Στο μεταξύ, η κεντροαριστερά δεν πέτυχε να αποφύγει την αμφισβήτηση των πολιτικών δικαιωμάτων και του κοσμικού κράτους, με ενδεικτική την αντιδραστική στάση του κλήρου στο δικαίωμα στην άμβλωση.
Η ίδρυση του Κόμματος των Δημοκρατών και, ακόμη περισσότερο, η καμπή που σηματοδοτήθηκε με τον Βελτρόνι, ο οποίος αποφάσισε ότι το κόμμα του θα συμμετάσχει χωρίς συμμάχους στις εκλογές, διατάραξαν πλήρως τις ισορροπίες. Σε διάστημα μερικών εβδομάδων, το εν λόγω μοναχικό εγχείρημα ανέτρεψε το πολιτικό κλίμα: ο Μπερλουσκόνι έθαψε κυριολεκτικά το «Σπίτι της Ελευθερίας» και εφηύρε το κόμμα «Λαός της Ελευθερίας» (PDL), πεπεισμένος ότι θα μπορούσε, έτσι, να καταλάβει το κέντρο της πολιτικής σκακιέρας. Χωρίς, μάλιστα, να συμμαχήσει ούτε με την Ένωση των Χριστιανοδημοκρατών και του Κέντρου (UDC) του Πιέρ Φερντινάντο Κασίνι ούτε με τη Δημοκρατική Ένωση για την Ευρώπη (UDEUR) του Κλεμέντε Μαστέλα, έστω κι αν ο τελευταίος υπήρξε καταλύτης για την πτώση της κυβέρνησης Πρόντι. Παρόμοιες αναταραχές συνέβησαν και στην αριστερά: η Ένωση διαλύθηκε και ο πρόεδρός της, Ρομάνο Πρόντι, οχυρώθηκε πίσω από μια εκκωφαντική σιωπή.
Οι Βελτρόνι και Μπερλουσκόνι μοιράζονται, επομένως, την ίδια επιθυμία να επιβάλουν το δικομματικό σύστημα, στην Ιταλία με πρόφαση την «απλοποίηση του πολιτικού σκηνικού», την «πλειονοτική ισχύ» και τη «χρήσιμη ψήφο». Πολλοί αναλυτές καταδεικνύουν πώς και οι δύο προσπάθησαν να μετατρέψουν τις επερχόμενες εκλογές σε διαπροσωπική σύγκρουση, με την υποστήριξη των μεγάλων μέσων ενημέρωσης της χώρας, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν καταχρηστικά την εικόνα των δύο μονομάχων που συγκρούονταν μέσω των σλόγκαν και των δημοσκοπήσεων. Μία ακόμη ένδειξη, διόλου αμελητέα, των κοινών συμφερόντων των δύο αντιπάλων ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τη δημόσια τηλεοπτική εικόνα τους, βάσει της λογικής της ισότιμης κάλυψης, της λεγόμενης par conditio (5). Και αυτό, παρά τον κίνδυνο να συγκαλυφθούν, έτσι, τα ουσιαστικά σημεία της πολιτικής αντιπαράθεσής τους.
Όσο για την επιλογή των νέων υποψηφίων, οι οποίοι θεωρούν εξασφαλισμένη μία θέση στα έδρανα της Βουλής, ο Βελτρόνι δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό. Επιβεβαιώνοντας τη φαιδρή έμπνευση της έκφρασης «όπως επίσης και…» (8) , και των ριζοσπαστών (9).
Το ενδεχόμενο το PD να καταφέρει να επικρατήσει του PDL φαίνεται μάλλον απίθανο. Ο Βελτρόνι ποντάρει σε «όλα ή τίποτα». Αν κατορθώσει να διαψεύσει τα προγνωστικά, θα διασφαλίσει την ηγεσία του για πολύ καιρό. Αν όχι, θα το πληρώσει ακριβά: το PD θα μείνει στην αντιπολίτευση, αριθμητικά υπολογίσιμο αλλά πολιτικά περιθωριοποιημένο, αιχμάλωτο ανάμεσα στο συνασπισμό «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» και στο «λευκό μόρφωμα» (10). Πράγματι, οι άλλοι ηγέτες, όπως οι Μάσιμο ντ’ Αλέμα και Πιέρο Φασίνο, ελάχιστα παρόντες στην παρούσα προεκλογική περίοδο, θα μπορούσαν, σε περίπτωση ήττας του φίλου και ανταγωνιστή τους, να επωφεληθούν από την κατάσταση…
Πάνω που ο συνασπισμός «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» έκανε τα πρώτα του βήματα, η ανακοίνωση των εκλογών ήρθε να ταράξει τα νερά – αναμφίβολα, η προεκλογική περίοδος δεν έφτασε για την επεξεργασία νέων πολιτικών σχεδίων. Όπως επισημαίνει ο Μάρκο Ρέβελι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο: «Η Αριστερά έχει μείνει χωρίς φωνή για δύο λόγους. Από τη μία, εξαιτίας της πρόσφατης τραυματικής εμπειρίας της ως κυβέρνησης, η οποία δεν αξιολογήθηκε (ένα μνημόσυνο που δεν γίνεται δηλητηριάζει, όπως και κάθε «απωθημένο»). Από την άλλη, ο πολιτισμικός αναχρονισμός της στην ανάλυση της κοινωνίας, έχει κρίσιμη σημασία. Αν και κατανοώ, βεβαίως, ότι είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω ζητήματα κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας η οποία θα κρίνει την επιβίωσή της» (11).
Η ενότητα τέθηκε ως προαπαιτούμενο, παρά το αμελητέο βάρος των επιμέρους πολιτικών σχηματισμών -ή εξαιτίας του- η ταυτότητα των οποίων υποβιβάστηκε σε μερικά κλισέ για να υποβαθμιστούν οι κακές προεκλογικές επιδόσεις τους. Το κύριο μέλημα ορισμένων τέτοιων σχηματισμών μοιάζει να είναι μάλλον η διατύπωση ενός λόγου αντίστασης -να αποφευχθεί η εξαφάνιση της Αριστεράς κυρίως σε ό,τι αφορά την παρουσία της στη Βουλή και στη Γερουσία- παρά να οικοδομήσουν κάτι καινούριο. Μεταξύ των ιθυνόντων των κομμάτων εκδηλώνεται προβληματισμός, αν όχι επιθετικότητα, απέναντι στην εν λόγω ενωτική διαδικασία: φαίνεται ότι κάποιοι ελπίζουν πως, άμα τη λήξη των εκλογών, θα μπορούν να συνεχίσουν όπως πριν – ως εκ τούτου, δίνουν έμφαση στη διακριτή τους ταυτότητα. Μονάχα η ετυμηγορία της κάλπης θα επιτρέψει να διαγραφεί ξεκάθαρα το μέλλον του συνασπισμού «Αριστερά-Ουράνιο τόξο»: Μέλλει, άραγε, να αποδειχθεί αφετηρία για τη σύσταση ενός και μοναδικού κόμματος, στα πρότυπα του Linke της γερμανικής αριστεράς, ή να παραμείνει μία απλή συμμαχία; Ή μήπως θα λάβει το χαρακτήρα ενός ομοσπονδιακού σχηματισμού, στους κόλπους του οποίου τα κόμματα θα κατορθώσουν να συντονιστούν για τη δράση τους εντός της Βουλής και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, διατηρώντας, ωστόσο, παράλληλα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους;
Ο συνασπισμός «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» έχοντας βιαστεί να κάνει το ντεμπούτο του στην «αγορά» της πολιτικής, και αυτοσχεδιάζοντας, μάλιστα, σε υπερβολικό βαθμό, αποδεικνύεται ήδη ελλειμματικός ενόψει της εκλογικής δοκιμασίας. Επέλεξε νέο έμβλημα και οφείλει να πληρώσει όπως φαίνεται το τίμημα για την εγκατάλειψη ιστορικών συμβόλων όπως το σφυροδρέπανο (12). Η ηγεσία του είναι προσωρινή, με υποψήφιο για την προεδρία του συμβουλίου τον πρόεδρο της Βουλής της απερχόμενης κυβέρνησης, Φάουστο Μπερτινότι, ο οποίος φέρεται ως εμπνευστής του νέου πολιτικού μορφώματος – ρόλος τον οποίο δεν ανέλαβε δημοσίως παρά μόνο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Οι ανακοινωθείσες υποψηφιότητες δεν επιδεικνύουν παρά ένα μικρό άνοιγμα προς την κοινωνία των πολιτών, δεδομένου ότι ελάχιστος χρόνος ήταν διαθέσιμος μέχρι τη διενέργεια των εκλογών, αλλά και την προαναγγελθείσα μείωση του αριθμού των βουλευτών και την αναγκαιότητα οι τελευταίοι να αντιπροσωπεύουν κατά το δυνατόν εξισορροπημένα τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη ανησυχία έγκειται στην ακόμη αβέβαιη πολιτική ταυτότητα της συμμαχίας, όπως καταδείχθηκε από τις διχογνωμίες οι οποίες προέκυψαν στις ψηφοφορίες του Κοινοβουλίου μέχρι το τέλος της θητείας του. Παράλληλα, το πρόγραμμα της παράταξης συντάχθηκε από κλίκες, χωρίς να απηχεί επαρκώς ούτε τα κοινωνικά κινήματα ούτε την ανένταχτη Αριστερά. Ενδεικτική ήταν, έτσι, η αντίδραση των κατοίκων της Φλωρεντίας «για μία Αριστερά ενωμένη και πολυσυλλεκτική», οι οποίοι, στις 28 Φεβρουαρίου, επέκριναν τους επικεφαλής των διαφόρων κομμάτων ότι: «Δεν τήρησαν τις ρητές τους υποσχέσεις της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου (2007). Η καθυστέρηση και το έλλειμμα, σε πολιτικό – πολιτισμικό επίπεδο, των ιθυνόντων των κομμάτων, είναι παραπτώματα σοβαρά και ασυγχώρητα. Η έναρξη δημοσίου διαλόγου επί του προγράμματος και των υποψηφιοτήτων αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της πειθούς μας, συμπεριλαμβανομένης και της εκλογικής. Όμως, καταλήξαμε στο αντίθετο αποτέλεσμα» (13).
Η σύσκεψη στη Ρώμη, της Αριστεράς και των Οικολόγων, στις 8 και 9 Δεκεμβρίου, είχε γεννήσει πολλές ελπίδες. Την περίοδο εκείνη, οι πρόωρες εκλογές ήταν μόνο ένα πιθανό ενδεχόμενο. Οι αρχιτέκτονες της ενωτικής διαδικασίας πίστευαν ότι διέθεταν ακόμη χρόνο. Έμοιαζε να ανοίγεται χώρος για μια νέα, πολιτική διέξοδο.
Η δημοσιογράφος Μπάρμπαρα Σπινέλι συνόψισε εύστοχα τα παραπάνω: «Αυτό που ενώνει όλες αυτές τις δυνάμεις είναι η επανεμφάνιση του κοινωνικού ζητήματος, το οποίο έμοιαζε με κουφάρι του 19ου και του 20ού αιώνα. Οι σημερινές προκλήσεις δεν έχουν σχέση με εκείνες του παρελθόντος και θα πρέπει να επινοηθούν νέα μέσα δράσης. Σήμερα, η αδικία δεν είναι λιγότερο επώδυνη: Υπάρχει η ανασφάλεια στο εργασιακό καθεστώς, οι εξοργιστικές δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που βαρύνουν τους λιγότερο προνομιούχους, η πτώχευση των ηλικιωμένων, οι εκατόμβες των εργατικών ατυχημάτων σε απαρχαιωμένες εργοστασιακές εγκαταστάσεις όπως στην πρόσφατη περίπτωση του Τορίνου, οι ολοένα και πιο αυξημένες τιμές των ειδών διατροφής – ειδικά από τότε που η Κίνα και η Ινδία καταναλώνουν περισσότερο. Επίσης, το κλίμα καταστρέφει τις σοδειές προτού καν γίνει η συγκομιδή και ότι η ενέργεια κοστίζει περισσότερο. Εκεί βρίσκονται τα κοινωνικά ζητήματα, εάν βεβαίως, θέλουμε να δούμε πίσω από τον “ασφυκτικό βούρκο”, πώς ζουν και ελπίζουν οι άνθρωποι» (14). Και παρά τον σκεπτικισμό της, αμφέβαλλε για την ικανότητα του συνασπισμού «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» να ανταποκριθεί στο αίτημα: «Ερευνώντας τις κοινωνικές διαμάχες της Γαλλίας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Αριστερά δεν έχει μέλλον όταν τα κρατικά ταμεία είναι άδεια. Και δεν υπάρχει ακόμη απάντηση για τη συγκεκριμένη πρόκληση».
Οι παρόντες στη σύσκεψη της Ρώμης δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία για το ποια ήταν η αποφασιστικότερη στιγμή της διοργάνωσης: λίγο μετά τις 11 το πρωί, στις 9 Δεκεμβρίου, όταν το πρόσωπο που θεωρείται ήδη μελλοντικός ηγέτης του κόμματος Κομμουνιστική Επανίδρυση, Νίκι Βέντολα, ολοκληρώνοντας την ομιλία του, χαιρέτισε την είσοδο του παλαίμαχου κομμουνιστή ηγέτη Πιέτρο Ινγκράο (15). Ακολούθησε θύελλα χειροκροτημάτων, τα οποία ξανάρχισαν, καλύπτοντας τη φωνή του ομιλητή, όταν εκείνος επέμεινε στην ιστορική αναγκαιότητα της «βιασύνης»: «Πρέπει να βιαστούμε, γιατί η ανάγκη να είμαστε ενωμένοι επείγει, γιατί η χώρα μάς χρειάζεται, γιατί οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εργασιακό καθεστώς στην Ιταλία». Και, υψώνοντας τη φωνή, παρότρυνε τους συμμετέχοντες: «Συσπειρωθείτε! Συσπειρωθείτε!» (16).
Μετά τις εκλογές θα είναι αναπόφευκτο η εκκίνηση να γίνει εκ νέου με αφετηρία τους Ινγκράο και Βέντολα. Ο συνασπισμός «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» δεν θα μπορέσει να οικοδομήσει το μέλλον του στα ερείπια των εκλογικών αποτελεσμάτων και στο αμφίβολο 10% που προβλέπεται να κερδίσει τώρα. Εάν δεν καταφέρει καν να έχει αυτή την επίδοση, οι διχόνοιες θα επανέλθουν στο προσκήνιο.
Στο μέλλον, πρέπει να λάβει υπόψη την κρίσιμη κατάσταση της χώρας. Η επιτυχία ή η αποτυχία εξαρτώνται από την ικανότητα να ανανεώσει τους δεσμούς του με την πληθώρα των ομάδων και αγωνιστών που επιχείρησαν, ακόμα και κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Πρόντι, να υπερασπιστούν μια άποψη που διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Όλους εκείνους οι οποίοι, έπειτα από το «μπιγκ-μπανγκ» της Γένοβας 2001, επέμειναν ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», διοργανώνοντας διαδηλώσεις εναντίον της εγκατάστασης στρατιωτικών βάσεων, υπέρ του δικαιώματος στη στέγη, κατά της κακοδιαχείρισης των απορριμμάτων και των μεγάλων εργοστασίων που εξαντλούν τα ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη και μολύνουν το περιβάλλον.
Με δυο λόγια, η συμμαχία «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο» πρέπει να αποδειχθεί ικανή να προσελκύσει στους κόλπους της ένα πέμπτο κόμμα: εκείνο που συνιστούν όλοι όσοι ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά όχι σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα.