Η καταστολή των διαδηλώσεων στο Θιβέτ, τον Μάρτιο του 2008, προκάλεσε αίσθηση στη διεθνή κοινή γνώμη. Επί δύο εβδομάδες, χιλιάδες άτομα διαμαρτυρήθηκαν στους δρόμους, κατ’ αρχάς στη Λάσα, κατόπιν και σε άλλες πόλεις, κραδαίνοντας τη θιβετιανή σημαία και φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της ανεξαρτησίας, καταγγέλλοντας απροκάλυπτα και όσο πιο δυναμικά μπορούσαν την εξηκονταετή κινεζική κυριαρχία.
Το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο μέτωπο πρωτοστάτησαν μοναχοί γεννά ερωτήματα ως προς τη φύση του κινήματος, το οποίο περιγράφεται συχνά ως εξέγερση βουδιστών. Παρά την ωμότητα της καταστολής, η πρωτοφανής βία στην οποία κατέφυγαν πολλοί διαδηλωτές αμαύρωσε, με τη σειρά της, την εικόνα ενός αγώνα ο οποίος φημίζεται για το ότι δεν μετέρχεται βίαια μέσα. Μάλιστα, στους στόχους των «εξεγερμένων» συγκαταλέγονταν οι Χούι (μουσουλμάνοι) και οι κινέζοι πολίτες Χαν (1) , κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ύπαρξης θρησκευτικών ή εθνικών κινήτρων.
Συμβολικά, οι διαμαρτυρίες εκδηλώθηκαν στις 10 Μαρτίου, στην επέτειο της επανάστασης εναντίον της κινεζικής κατοχής στη Λάσα, το 1959. Η κατάπνιξη της εξέγερσης κατέληξε στην εξορία του Δαλάι Λάμα και της «κυβέρνησής» του στην Ινδία, η οποία και υποδέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες. Όμως, παρόλο που ο πρωθυπουργός Γιαβαχαρλάλ Νεχρού δέχτηκε την «κυβέρνηση» του Θιβέτ στην επικράτειά του, δεν προχώρησε σε επίσημη αναγνώρισή της. Εξάλλου, παρόμοια στάση είχε τηρήσει και ο ΟΗΕ.
Η εισβολή στο Θιβέτ το 1950, ή η «ειρηνική απελευθέρωσή» του, αν δεχτεί κανείς την κινεζική εκδοχή, παραπέμπει σε μία αμφιλεγόμενη ανάγνωση της ιστορίας. Από τη μια πλευρά, απηχεί τη μακραίωνη δυσκολία των Κινέζων να προσαρτήσουν την περιοχή και να τη διατηρήσουν υπό την κατοχή τους. Από την άλλη, αφήνει να διαφανεί η αποτυχία των Θιβετιανών να πείσουν τον σύγχρονο κόσμο για την ιστορικότητα του αιτήματος υπέρ της ανεξαρτησίας.
Οι κινεζικές βλέψεις στο Θιβέτ ανάγονται στον 13ο αιώνα, στη μογγολική δυναστεία των Γιουάν (1279-1368) και, κατόπιν, στον 17ο αιώνα, στη δυναστεία των Μαντσού (Τσινγκ, 1644-1911). Στις δύο παραπάνω περιόδους, η κινεζική αυτοκρατορία είχε σημειώσει τη μέγιστη επέκτασή της προς δυσμάς, χάρη στις νικηφόρες εκστρατείες των Γιουάν, οι οποίες ξεκίνησαν με αφετηρία τα ερείπια της αυτοκρατορίας των Μογγόλων, που εκείνη την εποχή κυριαρχούσε στην Ασία, δηλαδή τόσο στην Κίνα όσο και στο Θιβέτ.
Από τους Μινγκ στον Μάο
Στο μεταξύ, στο περιθώριο των επιδιώξεων της δυναστείας των Μινγκ (1368-1644), που προσανατολιζόταν περισσότερο προς τις εκστρατείες από θαλάσσης, οι Μογγόλοι πρίγκιπες διαμόρφωναν επί μακρόν τα πολιτικά πράγματα στο Θιβέτ. Το 1578, παρεμβαίνοντας στις εσωτερικές θρησκευτικές διαμάχες, ο Άλταν Χαν υποστήριξε την πρωτοκαθεδρία του επικεφαλής του τάγματος Γκελούκπα, στον οποίο προσέδωσε τον τίτλο του Δαλάι Λάμα («ωκεανός σοφίας»). Με τη σειρά του, το 1642, ο Γκούσι Χαν εδραίωσε την πολιτική εξουσία του πέμπτου Δαλάι Λάμα και ενδυνάμωσε τους δεσμούς ανάμεσα στο Θιβέτ και τη Μογγολία, βάσει της λεγόμενης αρχής του «choe-yon» (προστάτης-καθοδηγητής): ο Μογγόλος ηγεμόνας παρείχε στο Θιβέτ στρατιωτική προστασία και, σε αντάλλαγμα, ο θιβετιανός πνευματικός ηγέτης προέκτεινε την ακτινοβολία του στην επικράτεια της Μογγολίας. Ο συγκεκριμένος τύπος διμερών σχέσεων ίσχυε, επίσης, για την Κίνα των Μαντσού, όπως και με άλλα γειτονικά βασίλεια, ανάλογα με το πώς διαμορφώνονταν οι συμμαχίες. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι το Θιβέτ γνώρισε, ιστορικά, ποικίλες ξένες παρεμβάσεις, περισσότερο μογγολικής παρά κινεζικής προέλευσης – αυτό υπήρξε και το τρωτό σημείο του. Έτσι, ζήτησε ενισχύσεις από την Κίνα των Μαντσού για να απωθήσει τη Μογγολία το 1720 και, αργότερα, το 1792, το Νεπάλ. Εκείνη την εποχή, η Κίνα πάσχιζε να αναδιοργανώσει τη θιβετιανή διοίκηση κατά τη βούλησή της, αποτυγχάνοντας, τελικά, να παγιώσει την παρουσία της στην επικράτεια. Ύστερα από την κατάρρευση των Μαντσού, ο κινέζος ηγέτης Σουν Γιατ-σεν εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία της Νανκίν, το 1912. Οι Θιβετιανοί κήρυξαν την ανεξαρτησία τους τον επόμενο χρόνο.
Το 1914, στη Σίμλα (Ινδία), Βρετανοί, Κινέζοι και Θιβετιανοί συνυπέγραψαν τριμερή συμφωνία, η οποία αναγνώριζε μια μορφή επικυριαρχίας της Κίνας. Οι κινέζοι ηγεμόνες, όμως, αφού εξασφάλισαν τη συναίνεση των Θιβετιανών, αρνήθηκαν κατόπιν να τους φερθούν ισότιμα όπως είχαν συμφωνήσει.
Όσο όμως η Κίνα αντιμετώπιζε εσωτερικές αναταραχές -κατ’ αρχάς, τις συγκρούσεις μεταξύ των πολέμαρχων και, στη συνέχεια, τον εμφύλιο ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές- καθώς και την εισβολή ξένων δυνάμεων (Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας και Ιαπωνίας), το Θιβέτ απολάμβανε de facto την ανεξαρτησία του, από το 1913 ώς το 1949. Το 1950, λίγους μήνες μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο Μάο Τσε Τουνγκ αποφάσισε να εισβάλει στο Θιβέτ. Τότε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του νεότευκτου ΟΗΕ, ακόμη και οι εκπρόσωποι της Κίνας των εθνικιστών (Φορμόζα, σημερινή Ταϊβάν) τελικά, επέβαλαν την άποψη ότι πρόκειται για εσωτερική υπόθεση της χώρας (2).
Το 1951, υπό την απειλή των όπλων, ο Μάο απέσπασε εκβιαστικά από τους ιθύνοντες του Θιβέτ μια συμφωνία δεκαεπτά σημείων, η οποία προδιέγραφε «την επιστροφή του θιβετιανού λαού στα πάτρια εδάφη». Ως αντάλλαγμα, παραχώρησε στο Θιβέτ ένα είδος αυτονομίας, το οποίο προέβλεπε τη διατήρηση «του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος (…), του καθεστώτος, των λειτουργιών και των αρμοδιοτήτων του Δαλάι Λάμα». Όμως, ο τελευταίος, για τους Θιβετιανούς, είναι ταυτόχρονα πνευματικός αλλά και κοσμικός ηγέτης – γεγονός που έρχεται σε αντίφαση με τους όρους της συμφωνίας. Επιπροσθέτως, η κινεζική πλευρά ουδέποτε σεβάστηκε τις δεσμεύσεις της.
Φτάνοντας στον τόπο της εξορίας του, το 1959, ο Δαλάι Λάμα απέρριψε επισήμως τη «συμφωνία». Ανασύστησε την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο και οργάνωσε την κοινότητα των προσφύγων, η οποία διατηρούσε άσβεστη την επιθυμία της να αγωνιστεί υπέρ της ανεξαρτησίας. Παράλληλα, εκφράστηκε υπέρ «της δημιουργίας συνθηκών ευνοϊκών για διαπραγμάτευση, με απώτερο σκοπό την ειρηνική επίλυση του ζητήματος» (3). Το 1979, ο νέος κινέζος επικεφαλής Ντενγκ Σιάο Πινγκ διακήρυξε πως «πέρα από την ανεξαρτησία, όλα τα άλλα είναι συζητήσιμα» (4). Μέχρι το 1985, τέσσερις θιβετιανές αντιπροσωπείες έλαβαν άδεια να μεταβούν στο Θιβέτ -το οποίο, από το 1965, απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας (5) – για να διαπιστώσουν τις προόδους που σημειώθηκαν, αλλά καμία δεν επέστρεψε ικανοποιημένη.
Το 1988, στη λεγόμενη «Πρόταση του Στρασβούργου», ο Δαλάι Λάμα παραιτήθηκε επισήμως από τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας, προκρίνοντας την αυτονομία και την ένωση με την Κίνα. Όμως, τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, κατά την επέτειο της εθνικής εξέγερσης, ο διάλογος διακόπηκε εξαιτίας της καταστολής των σημαντικότερων διαδηλώσεων εναντίον της κινεζικής αρχής από το 1959. Με κύριο μέλημα την εκ νέου ανάληψη των διαπραγματεύσεων, ο Δαλάι Λάμα αναδιατύπωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα την πρότασή του για «πραγματική αυτονομία», στο πλαίσιο της κινεζικής επικυριαρχίας. Παρά τις έξι νέες σινο-θιβετιανές συναντήσεις, κατά την περίοδο 2002-2007, οι πρόσφατες διαδηλώσεις και η καταστολή τους δείχνουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Αναμφίβολα, ο βουδισμός αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θιβετιανής εθνικής ταυτότητας, αλλά αυτό δεν αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για το σύνολο του ζητήματος. Στο Θιβέτ, τα εθνικιστικά αισθήματα επικεντρώνονται στην απόρριψη της Κίνας. Και, παρόλο που μεγάλο μέρος του πληθυσμού δείχνει να παραμένει αμέτοχο, οι αντίστοιχες φωνές τείνουν να δυναμώνουν. Αν και το Πεκίνο καταδεικνύει ως «κατεξοχήν ταραξία» τον Δαλάι Λάμα, στο προσκήνιο αναδύεται μία νέα γενιά, η οποία δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από τον «πνευματικό ηγέτη».
Οι Θιβετιανοί, ήδη στο περιθώριο της κινεζικής κοινωνίας, νιώθουν ότι ο πολιτισμός τους αλλοτριώνεται εξαιτίας της αυξανόμενης εισροής κινέζων εποίκων, χωρίς οι ίδιοι να επωφελούνται από την υποτιθέμενη ανάπτυξη. Οι οικονομικές επενδύσεις, οι οποίες επρόκειτο δήθεν να αμβλύνουν τη δυσαρέσκεια που απορρέει από το εθνικό ζήτημα, κατέληξαν σε αποτυχία, κυρίως εξαιτίας της αποικιοκρατικής λογικής τους.
Οι βιαιότητες που σπίλωσαν την εικόνα της «κινεζικής Λάσα» δεν χαρακτήρισαν το κίνημα στο σύνολό του, το οποίο, κατά πρωτοφανή τρόπο, επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της επικράτειας, καθώς και σε επαρχίες οι οποίες υπάγονταν άλλοτε στο Θιβέτ. Το κύμα αντίδρασης συσπείρωσε τόσο κοσμικούς όσο και θρησκευτικούς παράγοντες, οι οποίοι, εκτός από τη θιβετιανή σημαία, επεδείκνυαν το πορτρέτο του Δαλάι Λάμα.
Ο «πνευματικός ηγέτης», θεωρούμενος επικεφαλής της εξόριστης κυβέρνησης από τους υποστηρικτές του, συνεχίζει να απολαμβάνει πλήρη και ευρέως αναγνωρισμένη δικαιοδοσία, τόσο στο εσωτερικό του Θιβέτ όσο και στο εξωτερικό, έστω κι αν ορισμένοι Θιβετιανοί διαφωνούν με την ήπια στάση του και θεωρούν ότι απαιτείται άμεση αντιπαράθεση με το Πεκίνο. Ο Δαλάι Λάμα εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα της εθνικής ενότητας. Γεγονός το οποίο, άλλωστε, αναγνωρίζουν εμμέσως οι κινεζικές αρχές, εφόσον, διά στόματος του γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Θιβέτ εκτιμούν ότι πρόκειται «για μάχη μέχρι θανάτου εναντίον του Δαλάι Λάμα και της κλίκας του» (6). Ως απόρροια, τα εθνικιστικά αισθήματα ενδυναμώνονται.
Πιο περίπλοκη αποδεικνύεται η στάση των Θιβετιανών του εξωτερικού έναντι του επικεφαλής τους και του αιτήματος για ανεξαρτησία, το οποίο συνιστούσε για πολύ καιρό ταμπού, από τη στιγμή που ο δαλάι λάμα το είχε απορρίψει επισήμως. Ο τελευταίος επέμεινε, μάλιστα, στην πολιτική του ανοίγματος και του διαλόγου με το Πεκίνο. Ακόμη πιο απροκάλυπτα, το 2002, απηύθυνε έκκληση στους αγωνιστές να αναστείλουν οποιαδήποτε δημόσια διαμαρτυρία κατά της Κίνας, παγκοσμίως, ούτως ώστε να δημιουργηθεί «ευνοϊκό κλίμα για το διάλογο». Η εν λόγω έκκληση για αυτοσυγκράτηση προκάλεσε σύγχυση και αποθάρρυνε πολλούς στρατευμένους στο κίνημα.
Από τη δική της πλευρά, η Κίνα πέτυχε τους στόχους της: γλίτωσε τις δημόσιες επικρίσεις εναντίον της και, ταυτόχρονα, αύξησε την αξιοπιστία της χάρη στην «καλή θέλησή» της. Ταυτόχρονα, σε πολιτικό επίπεδο, υπονόμευε οποιαδήποτε προσπάθεια να εφαρμοστεί στην πράξη η αυτονομία! Οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας του Θιβέτ εμμένουν στη συγκεκριμένη διαπίστωση, δίχως, ωστόσο, να έχουν ξεκάθαρη ιδέα για το ποια θα ήταν η καταλληλότερη στρατηγική.
Το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας των εξόριστων Θιβετιανών εκπροσωπείται από ποικίλες οργανώσεις και δεν είναι ομοιογενές. Καμία από αυτές τις οργανώσεις δεν κατορθώνει να διατυπώσει κάποια καινούργια πρόταση η οποία θα μπορούσε είτε να αντικαταστήσει τη γραμμή της «εξόριστης κυβέρνησης» είτε να τεθεί ως παράλληλη εναλλακτική. Στο εσωτερικό, οι ορατές δράσεις υπέρ της ανεξαρτησίας είναι, συνήθως, μεμονωμένες ατομικές πρωτοβουλίες ή, σε ειδικές περιστάσεις, συλλογικά κινήματα που προκύπτουν αυθόρμητα και απρόοπτα, χωρίς ούτε σαφή στόχο ούτε στρατηγική.
Το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, το οποίο οφείλεται στους επικείμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στο κίνημα του Θιβέτ να καταγγείλει την κινεζική κατοχή ενώπιον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Στην Ινδία, οι πέντε κυριότερες οργανώσεις των οπαδών της ανεξαρτησίας συσπειρώθηκαν, με σκοπό να πραγματοποιήσουν συμβολική πορεία επιστροφής στα πάτρια εδάφη, η οποία ξεκίνησε στις 10 του περασμένου Μαρτίου. Η πορεία ανεστάλη από τις αρχές της Ινδίας, αλλά επακολούθησαν νέες συλλογικές απόπειρες προς την ίδια κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ξεκινούσαν οι διαδηλώσεις στη Λάσα, οι οποίες έμελλαν να εντατικοποιηθούν και να εξαπλωθούν. Όμως, όπως κατέστη προφανές, η συγκεκριμένη σύμπραξη, παρά τον αγωνιστικό της χαρακτήρα και το λαϊκό της έρεισμα, δεν κατέστη δυνατόν να αποκρυσταλλωθεί με σαφείς πολιτικούς όρους. Γεγονός που γεννά γενικότερους προβληματισμούς ως προς την εκπροσώπηση του «λαού του Θιβέτ» και την έκφραση της βούλησής του.
Η πλειονότητα των Θιβετιανών του εσωτερικού εκτιμούν ότι η ύπαρξη της «εξόριστης κυβέρνησης» νομιμοποιείται, στο βαθμό που ενσαρκώνει την εθνική κυριαρχία και τη διοίκηση του Δαλάι Λάμα. Ωστόσο, η αναποτελεσματικότητα της πολιτικής του και η απόρριψη της λύσης της ανεξαρτησίας ευνοεί τη δυσπιστία απέναντι στον εξόριστο ηγέτη.
Ένα «Κοινοβούλιο» χωρίς κόμματα
Παρ’ όλα αυτά, είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα στη διπλωματική δράση της εν λόγω «κυβέρνησης» και στην εκπροσώπησή της από το «εξόριστο θιβετιανό Κοινοβούλιο». Το «Κοινοβούλιο» υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει όλους τους Θιβετιανιούς, συμβολικά βέβαια, δεδομένου ότι είναι αδύνατη η διενέργεια εκλογών εντός του Θιβέτ. Στην πράξη, επομένως, η εκλογική του βάση συντίθεται από τα μέλη της εξόριστης κοινότητας της Ινδίας και του Νεπάλ, ανάλογα με την προέλευσή τους από τις τρεις παραδοσιακές επικράτειες του παλαιού Θιβέτ. Εκπροσωπούνται, επίσης, οι πέντε βουδιστικές σχολές, αλλά και η διασπορά των θιβετιανών στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Η εξαιρετικά περίπλοκη αλληλοεπικάλυψη των «εκλογικών περιφερειών» καθιστά δυσνόητη και τη συγκρότηση της Βουλής.
Τα παραπάνω υποκρύπτουν ένα βαθύτερο ζήτημα, δηλαδή, την αδυναμία των Θιβετιανών να εκφράσουν την όλη προβληματική με καθαρά πολιτικούς όρους. Έτσι, το «Κοινοβούλιο» λειτουργεί χωρίς να περιλαμβάνει κόμματα. Παρόλο που η συγκεκριμένη αντίφαση δεν κρίνεται έκνομη από το προσωρινό «Σύνταγμα», είναι ενδεικτικό ότι δεν γίνεται καμία σχετική νύξη. Κι αυτό, παρά τις μεταρρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική), για το δικαίωμα ψήφου, καθώς και για την εκλογή των βουλευτών και του «πρωθυπουργού» ύστερα από καθολική ψηφοφορία. Όμως, οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν επαρκούν για την εγκαθίδρυση οποιασδήποτε δημοκρατίας, όταν είναι απούσα κάθε πολιτική έκφραση ανάλογα με τους στόχους και τα ιδεώδη. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εκφράζεται ούτε καν η λανθάνουσα απόκλιση ανάμεσα στους υπέρμαχους της ανεξαρτησίας και στους οπαδούς της αυτονομίας.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές των εξόριστων Θιβετιανών, το 2006, τα μέλη της Βουλής τέθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η δέσμευσή τους δεν έχει μεταγραφεί ως στόχος στην ατζέντα της κυβέρνησης. Το γεγονός οφείλεται στη δυσκολία να εκφραστεί μία γνώμη διαφορετική από εκείνη του Δαλάι Λάμα. Στους κόλπους της θιβετιανής κοινότητας, κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν αμέσως ως αντιπαράθεση με τον πνευματικό ηγέτη.
Έτσι για την ώρα, η κυρίαρχη νοοτροπία καθιστά απαγορευτική τη διαμόρφωση ενός καθαρά πολιτικού κόμματος. Όμως, ολοένα και περισσότεροι βουλευτές δηλώνουν υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ ορισμένοι προτείνουν να διαμορφωθεί κάποιο συλλογικό όργανο εκτός «Κοινοβουλίου». Γι’ αυτούς πάντως, οι δυνατότητες δράσης είναι περιορισμένες εξαιτίας των δυσμενών περιστάσεων, δηλαδή της ευάλωτης κατάστασης των προσφύγων, της περιορισμένης ανοχής της Ινδίας ως χώρας υποδοχής, των πιέσεων που ασκούν οι κυβερνήσεις ξένων χωρών για τη διατήρηση του status quo, των αντιποίνων της Κίνας στους Θιβετιανούς του εσωτερικού κ.λπ.
Αναγκαία προϋπόθεση για να μην φτάσει -και παρέλθει- πρώιμα η άνοιξη στη Λάσα, είναι να εκφραστεί πολιτικά η έκρυθμη κατάσταση. Τα πρόσφατα γεγονότα, μάλιστα, έχουν σημαντικό αντίκτυπο και για τον σημερινό πρόεδρο της Κίνας, Χου Τζιντάο. Ως γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας στο Θιβέτ, ηγήθηκε της καταστολής κατά τη διάρκεια των ταραχών του 1989 και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Γνωρίζει καλά πως οι τριγμοί στη «στέγη του κόσμου», εκείνη την περίοδο, ήταν ο πρόδρομος των γεγονότων της Τιέν Αν Μεν.
Είναι πιθανό, η έκρυθμη κατάσταση να επεκταθεί και σε άλλους πληθυσμούς όπου υποβόσκουν παρόμοιες διεκδικήσεις, όπως οι Ουιγούροι της Σιν Κιάνγκ και οι Μογγόλοι της Κίνας. Ο προβληματισμός του Πεκίνου έγκειται στο πώς θα κατορθώσει να συμφιλιώσει τη διεθνή εικόνα με τις εσωτερικές προκλήσεις οι οποίες απειλούν να ανατρέψουν τη σταθερότητά του.