el | fr | en | +
Accéder au menu

Η εβδομάδα που συγκλόνισε το Λίβανο

Χριστιανοί με πολλές αμαρτίες

Αποστολή

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Μέση Ανατολή τον Μάιο, ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανανέωσε την πλήρη υποστήριξή του στην πολιτική του Ισραήλ και επιβεβαίωσε τη θέλησή του να συνεχίσει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», την οποία εκπροσωπούν η Αλ Κάιντα, η Χεζμπολάχ, η Χαμάς και το Ιράν. Όμως η στρατηγική του βουλιάζει πλέον σε όλα τα μέτωπα, από το Αφγανιστάν έως την Παλαιστίνη, περνώντας από το Ιράκ. Στον Λίβανο, η τελευταία δυναμική αναμέτρηση κατέληξε σε ήττα για τη φιλοαμερικανική πλειοψηφία.

Στη Μάσναα, το συνοριακό φυλάκιο άνοιξε. Ο στρατός αντικατέστησε τους ενόπλους που εμπόδιζαν κάθε κυκλοφορία προς ή από τη Συρία -ένδειξη ότι η ένταση πέφτει μετά τις σύντομες συγκρούσεις που πυρπόλησαν τον Λίβανο. Ο δρόμος κατεβαίνει από το βουνό προς τη Βηρυτό. Η κίνηση, συνήθως πυκνή και χαοτική, ανάμεσα στις δύο χώρες δεν έχει ακόμη ξαναβρεί τον ρυθμό της. Χρειάζεται μόλις μία ώρα για να φτάσει κανείς στη λιβανική πρωτεύουσα.

Μολονότι όλοι οι συνομιλητές μας στη Βηρυτό διηγούνται με τον ίδιο τρόπο τα γεγονότα, δεν συμφωνούν στην ερμηνεία τους.Στις 6 Μαΐου, ύστερα από σύσκεψη δώδεκα ωρών, η κυβέρνηση υιοθέτησε δύο διατάγματα: την έναρξη έρευνας για το «αυτόνομο» δίκτυο επικοινωνιών της Χεζμπολάχ -«παράνομο, αντικανονικό, επίθεση ενάντια στην κυριαρχία του κράτους»- και τη μετάθεση του επικεφαλής της ασφάλειας του αεροδρομίου της Βηρυτού, του στρατηγού Ουαφίκ Σουκέιρ, ενός σιίτη αξιωματικού ο οποίος φέρεται (σύμφωνα με τους αντιπάλους του) να πρόσκειται στην αντιπολίτευση.

Οι αρχές αποφάσισαν να διεθνοποιήσουν την κρίση μετά φέρνοντας το πρόβλημα στον Αραβικό Σύνδεσμο και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με όλες τις λεπτομέρειες αυτής της «νέας επίθεσης ενάντια στο κράτος δικαίου στον Λίβανο». Η αντιπολίτευση -κυρίως η Χεζμπολάχ και η Αμάλ (ηγέτης της οποίας είναι ο Ναμπίχ Μπέρι), ηγεμονικές οργανώσεις στη σιιτική κοινότητα, καθώς και το «Ελεύθερο Πατριωτικό Ρεύμα» (CPL) του μαρωνίτη στρατηγού Μισέλ Αούν- καταδικάζει την απόφαση.

Στις 8 Μαΐου, ο γενικός γραμματέας της Χεζμπολάχ, Χάσαν Νασράλα, συγκαλεί συνέντευξη τύπου για να καταγγείλει «την κήρυξη πολέμου ενάντια στην αντίσταση». Παράλληλα, η ένοπλη οργάνωση της Χεζμπολάχ, της Αμάλ και η αντίστοιχη του «Κοινωνικού Εθνικού Συριακού Κόμματος» (PSNS), ενός κοσμικού σχηματισμού, καταλαμβάνουν τη δυτική Βηρυτό, μια περιοχή κυρίως σουνιτική. Το αεροδρόμιο και το λιμάνι της πρωτεύουσας αποκλείονται.

Ύστερα από σύντομες μάχες οι ένοπλοι του «Ρεύματος του Μέλλοντος», του σουνιτικού κόμματος του Σάαντ Χαρίρι και του πρωθυπουργού Φουάντ Σινιόρα, παραδίδονται. Συμπλοκές ξεσπούν τότε και σε άλλες περιοχές: εβδομήντα άτομα σκοτώνονται πριν από την επιστροφή σε μια εύθραυστη ηρεμία. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση ακυρώνει τα δύο διατάγματα. Οι ένοπλοι αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στον στρατό -ο οποίος δεν είχε παρέμβει μέχρι τότε στις συγκρούσεις- και στους πολιτικούς για να βρουν λύση.

Πλειοψηφία και αντιπολίτευση συναντιούνται από τις 17 Μαΐου στην Ντόχα του Κατάρ, υπό την αιγίδα του εμίρη της χώρας και του Αραβικού Συνδέσμου, για να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τη διάσπαση της χώρας: από την πλευρά της κυβέρνησης, οι περισσότεροι από τους σουνίτες και τους Δρούζους, (1) καθώς και μια μειοψηφία χριστιανών, και απέναντί τους η μάζα των σιιτών και περίπου οι μισοί χριστιανοί, κάτι το οποίο τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ξεχνούν συχνά να αναφέρουν, περιορίζοντας την αντιπολίτευση μόνο στη Χεζμπολάχ.

Εγγύηση ο Σουλεϊμάν

Στις 21 Μαΐου, μια συμφωνία προβλέπει την εκλογή στην προεδρία (που είναι κενή από τον Νοέμβριο του 2007) του στρατηγού Μισέλ Σουλεϊμάν, του αρχηγού του στρατού, τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην οποία η αντιπολίτευση θα διαθέτει μια μειοψηφία που θα μπορεί να εμποδίζει τη λήψη αποφάσεων, και έναν νέο εκλογικό νόμο ο οποίος θα εφαρμοστεί κατά την προσεχή εκλογική αναμέτρηση της άνοιξης του 2009. (2) Η λύση του πολύ ευαίσθητου προβλήματος για τον αφοπλισμό ή όχι της Χεζμπολάχ μετατίθεται για μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Πιθανόν στο μακρινό μέλλον.

Γιατί, όμως, η κυβέρνηση υιοθέτησε αυτά τα δύο διατάγματα; Γιατί η Χεζμπολάχ και οι σύμμαχοί της πέρασαν στη δράση; Γιατί ο στρατός παρέμεινε αδρανής; Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρενέβησαν; Ποια είναι η εμβέλεια της συμφωνίας της Ντόχα; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που προκαλούν αντιφατικές και σήμερα απαντήσεις. «Η Χεζμπολάχ είχε ισχυριστεί ότι δεν θα στρέψει ποτέ τα όπλα της ενάντια στους Λιβανέζους, ότι αυτά δεν στόχευαν παρά μόνο το Ισραήλ. Σήμερα ξέρουμε ότι έλεγε ψέματα», δηλώνει με αγανάκτηση ένας δημοσιογράφος προσκείμενος στην κυβέρνηση. Αυτό το επιχείρημα -η Χεζμπολάχ είναι μια απλή ένοπλη οργάνωση και όχι η έκφραση της «αντίστασης» στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες- υιοθετεί και επαναλαμβάνεται από όλους τους ηγέτες της πλειοψηφίας και από τα μέσα ενημέρωσης που την υποστηρίζουν.

Ο Αλι Φαγιάντ, μέλος του πολιτικού γραφείου της σιιτικής οργάνωσης, απαντά: «Η σύγκρουση δεν σχετιζόταν με την εσωτερική πολιτική. Το σύστημά μας για τη στρατιωτική επικοινωνία υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας της νίκης μας ενάντια στο Ισραήλ τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2006. Δεν μπορούμε να δεχθούμε να διαλυθεί -αυτό θα ισοδυναμούσε με τον αφοπλισμό μας ως χώρας. Αντίθετα, δεν χρησιμοποιήσαμε ποτέ τα όπλα μας για να επιβάλουμε τις απόψεις μας στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, για να αλλάξουμε την κυβέρνηση ή για να πετύχουμε αλλαγή του εκλογικού νόμου».

Αυτό το οποίο κρύβει είναι ότι το κόμμα άρπαξε αναμφίβολα την ευκαιρία για να λύσει μια κρίση που είχε διάρκεια περισσότερη από δεκαοκτώ μήνες, παρέλυσε τη χώρα και έφερε σε απόγνωση τους οπαδούς του.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας απαντά σε αυτόν τον στόχο. Η Χεζμπολάχ δεν επιθυμεί να καταλάβει κεντρική θέση σε αυτήν, αλλά αποβλέπει να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό πλαίσιο γι’ αυτό που θεωρεί κεντρικό καθήκον της, την «αντίσταση» απέναντι στο Ισραήλ και τα αμερικανικά σχέδια στην περιοχή.

Ο Φουάντ Σινιόρα και οι σύμμαχοί του γνώριζαν ότι τα όπλα της Χεζμπολάχ αποτελούσαν «κόκκινη γραμμή». Γιατί, λοιπόν, πέρασαν τη γραμμή αυτή, παρά τις πολυάριθμες προειδοποιήσεις, που προέρχονταν κυρίως από αξιωματικούς των Δυνάμεων Εσωτερικής Ασφάλειας (FSI) που πρόσκεινται στην πλειοψηφία; (3)

Ένας αναλυτής που πρόσκειται στην πλειοψηφία εξηγεί ότι ο Ουάλιντ Τζουμπλάτ, ηγέτης του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος των Δρούζων, που πρωτοστάτησε στις κατηγορίες ενάντια στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών της Χεζμπολάχ, και ο Σάαντ Χαρίρι, ηγέτης του σουνιτικού Ρεύματος του Μέλλοντος «έκαναν λαθεμένο υπολογισμό και δεν πίστεψαν ότι η Χεζμπολάχ θα απαντούσε με τα όπλα. Ήλπιζαν, αναφέρει, ότι η κρίση θα παραταθεί, ότι θα μπορέσουν να διαπραγματευθούν, να αποσπάσουν παραχωρήσεις από την αντιπολίτευση. Δεν υπολόγισαν ούτε τη δική τους αδυναμία, ούτε την εξασθένηση της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή».

Το τρίτο μέτωπο

Ο Μισέλ Σαμάχα, πρώην υπουργός, μέλος της αντιπολίτευσης, συμμερίζεται αυτή την άποψη, αλλά εντάσσει την έκδοση των δύο διαταγμάτων σε ένα σχέδιο που προετοιμάστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο με τους τοπικούς συμμάχους τους, για να επιβάλουν τις απόψεις τους στον Λίβανο, μια χώρα που παρουσιάστηκε από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους ως το «τρίτο μέτωπο του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» (μετά το Αφγανιστάν και το Ιράκ). Λέει: «Πολλές ενδείξεις το επιβεβαιώνουν -είτε πρόκειται για τη συνάντηση του Σαμίρ Τζαατζάα, επικεφαλής των "Λιβανικών Δυνάμεων" των μαρωνιτών, με τον αμερικανό πρόεδρο Μπους στα μέσα Μαρτίου, είτε πρόκειται για το αίτημα της Σαουδικής Αραβίας στους υπηκόους της να εγκαταλείψουν τη χώρα, είτε για τους επαναλαμβανόμενους αμερικανικούς φιλιππικούς ενάντια στην "τρομοκρατία" της Χεζμπολάχ. Στις 8 Μαΐου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σύνοδος του Συμβουλίου Ασφαλείας για να εξετάσει έκθεση του Τέριε Ρουντ-Λάρσεν (του αντιπροσώπου του ΟΗΕ για τον Λίβανο). Η σύνοδος θα κατέληγε σε καταδίκη της άρνησης της Χεζμπολάχ να αφοπλιστεί. Αλλά όλοι αυτοί οι υπολογισμοί βασίζονταν στην υπερεκτίμηση των δυνάμεων της πλειοψηφίας και στην πεποίθηση ότι η Χεζμπολάχ θα απέφευγε να καταφύγει τελικά σε βία».

Για να ξεχαστούν οι δικές της ευθύνες, η πλειοψηφία πολλαπλασιάζει τις επικρίσεις για την παθητικότητα των «φίλων» της. Τα στελέχη της έχουν αναλάβει να διαδίνουν φήμες και απόψεις υπερβολικές: ο Λίβανος θυσιάστηκε στον βωμό των μυστικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη, οι ΗΠΑ, που εξαπέλυσαν μια μεγάλη επίθεση ενάντια στην Αλ Κάιντα στη Μοσούλη του Ιράκ, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την εύνοια της Δαμασκού...

Όπως οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις, το «Ελεύθερο Πατριωτικό Ρεύμα» του στρατηγού Αούν διαθέτει ένα τηλεοπτικό δίκτυο, το OTV (Orange TV). Εκείνη την ημέρα, έδειχνε ταυτόχρονα εικόνες του συριακού στρατού που εγκατέλειπαν τον Λίβανο την άνοιξη του 2005 και του σαουδάραβα πρέσβη που εγκατέλειψε τη χώρα τον Μάιο του 2008.

Όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν: το Ριάντ, που δεν τσιγκουνεύτηκε σε προσπάθειες, ούτε, κυρίως, σε χρήμα για να ενισχύσει την κυβέρνηση Σινιόρα και τους σουνίτες, υπέστη συντριπτική ήττα. Από την άλλη πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης σχολιάζουν ειρωνικά το «φιλί του θανάτου» που έστειλε ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους, επισκεπτόμενος το Ισραήλ, στον Φουάντ Σινιόρα: μια φραστική υποστήριξη την οποία απηύθυνε από ένα κράτος ένοχο, σύμφωνα με την άποψη όλων των Λιβανέζων, για την καταστροφή της χώρας τους το καλοκαίρι του 2006.

Η συμμετοχή της Χεζμπολάχ στη μελλοντική κυβέρνηση αντιπροσωπεύει μέγιστη ήττα για την Ουάσιγκτον. Ένας διανοούμενος της πλειοψηφίας αναρωτιέται: «Οι Δυτικοί θέλουν άραγε η ανατολική ακτή της Μεσογείου να κυριαρχείται από τους Ιρανούς;»

Ο στρατός κατηγορείται επίσης από μέλη της κυβέρνησης για παθητικότητα. Ο αρχηγός του, ο στρατηγός Σουλεϊμάν, δικαιολογείται: έπρεπε «να αποφευχθεί η αιματοχυσία και νέες διαιρέσεις στις εσωτερικές γραμμές του». (4) Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των στρατευμένων είναι σιίτες, και ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός αξιωματικών πρόσκειται στην αντιπολίτευση, κυρίως του Αούν. Κάθε εμπλοκή στις μάχες θα κατέληγε στη διάσπαση του τελευταίου θεσμού που λειτουργεί ακόμη στη χώρα.

Γρήγορη λύση

Αποφασίζοντας να ρυθμίσει την κρίση με τη βία, η Χεζμπολάχ «ανέλαβε έναν σοβαρό κίνδυνο. Μέχρι τώρα, δεν είχε καταφύγει παρά σε πολιτικά μέσα: εγκαταλείποντας την κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2006, ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και στήνοντας ένα χωριό από σκηνές στην καρδιά της Βηρυτού στις αρχές του 2007, κατεβαίνοντας στους δρόμους. Αλλά, αυτή τη φορά, θέλησε να στείλει ένα μήνυμα: τα όπλα της αντίστασης δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Και αυτό, ακόμη και με κίνδυνο να εμφανιστεί ως μια απλή ένοπλη οργάνωση και να υποδαυλίσει τις εντάσεις ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες» παραδέχεται ένας χριστιανός πολιτικός, στέλεχος της αντιπολίτευσης.

Στους δρόμους της δυτικής Βηρυτού, μόνο ορισμένες σημαίες της Χεζμπολάχ, της Αμάλ και του «Κοινωνικού Εθνικού Συριακού Κόμματος» επιβεβαιώνουν τη «σιιτική εισβολή». Στη Χάμρα, την εμπορική συνοικία, τα καταστήματα νεωτερισμών ή τροφίμων, οι τράπεζες και τα γήπεδα ξανάνοιξαν. Οι στρατιωτικοί, πανταχού παρόντες, έχουν στήσει οδοφράγματα γύρω από ευαίσθητα σημεία, είτε πρόκειται για την πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έκλεισε προσωρινά, είτε για την κατοικία της οικογένειας Χαρίρι ή για το λιβανοαμερικανικό πανεπιστήμιο, το οποίο άνοιξε ξανά μετά από διακοπή περίπου δύο εβδομάδων. Στους τοίχους μπορεί κανείς να διαβάσει την προειδοποίηση της κυβέρνησης: «Για τον σεβασμό όλων, μη μιλάτε ούτε για πολιτική, ούτε για προβλήματα ασφαλείας».

Το κλείσιμο του τηλεοπτικού σταθμού «Μέλλον» και της εφημερίδας «Αλ Μουστάκμπαλ» (Το μέλλον), που ανήκουν στον Σάαντ Χαρίρι, καταδικάστηκε έντονα, ιδιαίτερα από τον τύπο. Ένας δημοσιογράφος της αντιπολίτευσης συμμερίζεται αυτήν την οργή, διαφοροποιώντας την άποψή του: «Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών των μαχών, η Χεζμπολάχ φοβόταν ότι αυτά τα μέσα ενημέρωσης θα υποδαυλίσουν έναν εμφύλιο πόλεμο. Μόλις πέρασε ο κίνδυνος, μπόρεσαν να επαναλάβουν τη δραστηριότητά τους χωρίς καμία πίεση».

Οι σουνίτες, που εγκαταλείφθηκαν από τους ηγέτες τους, εκφράζουν τον φόβο τους για τον σιιτικό «κίνδυνο», ένα φόβητρο το οποίο κινούν πολλοί αρχηγοί αραβικών κρατών. Ορισμένες μαρτυρίες, που διογκώθηκαν από τις φήμες, κάνουν λόγο για βιαιότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Ωστόσο, ο αριθμός των θυμάτων παρέμεινε περιορισμένος. «Εάν είχαν λάβει μέρος στην επίθεση μόνο οι άνδρες της Αμάλ, εάν οι άνδρες της Χεζμπολάχ δεν ήταν παρόντες, θα υπήρχαν τουλάχιστον χίλιοι νεκροί και μαζική λεηλασία» αναγνωρίζει ένας δημοσιογράφος που πρόσκειται στην πλειοψηφία. Και από τις δύο πλευρές, τόσο στη Βηρυτό όσο και στον Βορρά, υπήρξαν, σύμφωνα με την οργάνωση Human Rights Watch, παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου. Δημοσιογράφος της εφημερίδας «Αλ Αχμπάρ», που πρόσκειται στην αντιπολίτευση, επικαλείται «πολλές περιπτώσεις βεβήλωσης πτωμάτων».

Χριστιανική συναίνεση

Το κύρος του «Ρεύματος του Μέλλοντος» ανάμεσα στους σουνίτες αμφισβητείται: «Ο Σάαντ Χαρίρι αποδείχθηκε ανίκανος να οργανώσει την κοινότητα και να την υπερασπιστεί, και ακόμη περισσότερο να οικοδομήσει τους θεσμούς του κράτους», εξηγεί ο Μοχάμεντ Μπαϊντούν, πρώην υπουργός της Αμάλ που έχει προσχωρήσει στην πλειοψηφία.

Ορισμένοι φοβούνται ότι οι σουνίτες, ιδιαίτερα στον Βορρά και την Τρίπολη, θα στραφούν προς ακραίες ισλαμιστικές ομάδες, ακόμη και προς την Αλ Κάιντα, η οποία έχει διευρύνει εδώ και δύο χρόνια τη διείσδυσή της στον Λίβανο. (5) Άλλωστε, δεν ήταν ο υπ’ αριθμόν δύο της οργάνωσης Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι εκείνος ο οποίος διακήρυξε ότι αυτή η χώρα θα αποτελέσει «μοχλό» στον αγώνα ενάντια «στους σταυροφόρους και τους εβραίους»;

Οι χριστιανοί παρέμειναν στο περιθώριο των συγκρούσεων. Για τον Αλέν Αούν, σύμβουλο του στρατηγού Μισέλ Αούν, «η αντίδρασή τους στις τελευταίες εξελίξεις είναι ιδιαίτερα χλιαρή. Από τη μία πλευρά, ανησυχούν για τη χρήση της βίας. Από την άλλη, όμως, χαίρονται για τη συμμαχία ανάμεσα στο "Ελεύθερο Πατριωτικό Ρεύμα" και τη Χεζμπολάχ, η οποία εγγυήθηκε την ηρεμία τόσο στις χριστιανικές συνοικίες της Βηρυτού όσο και στο βουνό».

Επί πέντε ημέρες, η χώρα παρακολουθούσε τις διαπραγματεύσεις στην Ντόχα, στις οποίες έλαβαν μέρος όλοι οι πολιτικοί ηγέτες εξαιρουμένου του Χάσαν Νασράλα, ο οποίος, από τότε που δολοφονήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου στη Δαμασκό ο στρατιωτικός ηγέτης της οργάνωσης, Ιμάντ Μουγνία, σπανίως εμφανίζεται δημόσια.

«Συμφωνήστε, αλλιώς μη γυρίσετε πίσω!» Στον δρόμο για το αεροδρόμιο, ορισμένοι διαδηλωτές κρατούν «πανό» με ένα σύνθημα ακόμη πιο σύντομο: «Μη γυρίσετε πίσω!» «Χαιρετούν» τους ηγέτες τους οι οποίοι αναχώρησαν για την Ντόχα και ερμηνεύουν έτσι την απόγνωση του πληθυσμού απέναντι σε ολόκληρη την πολιτική τάξη.

Περιφερειακό παιχνίδι

Η νομιμότητα, οι θεσμοί, η δημοκρατία, η εξουσία του κράτους, αυτές οι αρχές που τις επικαλούνται όλοι, παραβιάζονται από τον καθένα. Στην ερώτηση ποιος, ανάμεσα στους υπεύθυνους, δεν καταχράται το δημόσιο χρήμα η απάντηση είναι ομόφωνη: «Οι υπεύθυνοι της Χεζμπολάχ και οι υπεύθυνοι του "Ελεύθερου Πατριωτικού Ρεύματος"».

Το να κλέβεις το δημόσιο χρήμα έχει γίνει εθνικό άθλημα από τον καιρό που υπογράφηκαν οι συμφωνίες στην Τάεφ το 1989, από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Ραφίκ Χαρίρι. «Δεν υπάρχουν δύο στρατόπεδα στον Λίβανο, το στρατόπεδο της δημοκρατίας και το στρατόπεδο της δικτατορίας. Η οικοδόμηση ενός κράτους δικαίου δεν είναι στόχος καμιάς πολιτικής δύναμης. Είμαστε όμηροι στις στρατηγικές περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων. Μπορούμε να ονειρευόμαστε να παραμείνουμε στο περιθώριο, να απομονωθούμε, αλλά η πραγματικότητα μας θυμίζει τακτικά την ύπαρξή της. Και το ξύπνημα είναι συχνά βίαιο» λέει αναστενάζοντας ένας διανοούμενος.

Το επικίνδυνο στοίχημα της Χεζμπολάχ μεταφράζεται με μια ήττα της πλειοψηφίας με επικεφαλής τον Σάαντ Χαρίρι, σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά αυτή η τρελή «εβδομάδα του Μαΐου» δεν είναι σίγουρα η τελευταία αναζωπύρωση των συγκρούσεων που θα γνωρίσει ο Λίβανος, ηχείο όλων των περιφερειακών συγκρούσεων.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Alain Gresh

Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI, συγγραφέας του βιβλίου Palestine, un peuple qui ne veut pas mourir, εκδόσεις Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2024.

(1ΣτΕ: Πληθυσμιακή ομάδα του Λιβάνου και της Συρίας με αποκλίνουσες από την ισλαμική ορθοδοξία θρησκευτικές πεποιθήσεις.

(2ΣτΜ: Στις 25 Μαΐου ο στρατηγός Μισέλ Σουλεϊμάν εξελέγη δωδέκατος πρόεδρος της χώρας.

(3Βλέπε «Αλ Αχμπάρ», Βηρυττός, 16 Μαΐου 2008.

(4«L’ Orient-Le Jour», Βηρυττός, 18 Μαΐου 2008.

(5Βλέπε Fidaa Itani, «Enquete sur l’ implantation d’Al Qaida au Liban», (Ερευνα για το ρίζωμα της Αλ Κάιντα στον Λίβανο), «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2008.

Μοιραστείτε το άρθρο