el | fr | en | +
Accéder au menu

Το πολύ το «ολοκαύτωμα» βλάπτει σοβαρά το ίδιο το «Ολοκαύτωμα»

Ποιους αλήθεια εξόντωσαν οι ναζί;

Η Ιστορία εκδικείται το βιασμό της

Το Φεβρουάριο, η απόφαση του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί να «εμπιστευτεί τη φύλαξη της μνήμης» ενός εβραιόπουλου που πέθανε στην εξορία σε κάθε μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκάλεσε γενική κατακραυγή, ακόμα και ανάμεσα στους Εβραίους. Αλλοι επικαλούνταν την πολύ νεαρή ηλικία των παιδιών αυτών, ενώ άλλοι αμφισβητούσαν την προτεραιότητα που δόθηκε στο συναίσθημα έναντι της σκέψης. Αλλά, το «πώς να μεταδώσουμε κάτι», είναι άρρηκτα δεμένο με το «τι να μεταδώσουμε».

Ο Τόνι Τζουντ, ειδικός της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έχει το προνόμιο να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά της συζήτησης: μοναδικότητα ή οικουμενικότητα; Η γενοκτονία από τους ναζί -ας το επαναλάβουμε- δεν έχει προηγούμενο, γιατί, όπως έγραφε ο ιστορικός Έμπερχαρντ Τζέκελ, «ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ένα κράτος δεν αποφάσισε και ανακοίνωσε, με το κύρος του ανώτατου υπευθύνου του, ότι μια ορισμένη ανθρώπινη ομάδα έπρεπε να εξοντωθεί, αν είναι δυνατόν στο σύνολό της (...), απόφαση που το ίδιο το κράτος, στη συνέχεια, εφάρμοσε με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του».

Άλλωστε, το Ολοκαύτωμα εντάσσεται στην αλυσίδα των γενοκτονιών που σημαδεύουν την Ιστορία, και της οποίας αποτελεί το υπόδειγμα.

Η συγκεκριμένη συλλογιστική διαφωτίζει την εβραιοκτονία. Οδηγεί, για παράδειγμα, στο να μην αποκόψουμε τον αντισημιτισμό των χιτλερικών από τον αντικομμουνισμό τους: και οι δύο συγχωνεύτηκαν στη «σταυροφορία ενάντια στον Εβραιο-μπολσεβικισμό». Μολονότι οι ναζί επιδίωκαν να εξοντώσουν τους Εβραίους μέχρι τον τελευταίο, στράφηκαν και εναντίον άλλων: διανοητικά ασθενών, Τσιγγάνων, πολωνών στελεχών, σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτών...

Ο εποικισμός από τη Γερμανία του «ζωτικού χώρου» της στην Ανατολική Ευρώπη απαιτούσε το ξερίζωμα των «υπανθρώπων». Οι Εβραίοι, κυριότερα θύματα του Ολοκαυτώματος, καλλιεργούν -νομίμως- τη δική τους μνήμη. Αλλά η εβραιοκτονία δεν αφορά μόνο αυτούς: ολόκληρη η ανθρωπότητα, αξιοποιώντας την, θα μεταμορφώσει τα θύματα των ναζί σε ένα τείχος ενάντια στην επανάληψη της φρίκης.

«Ποτέ πια», επαναλαμβάνουμε από τότε, αλλά ο πλανήτης παραμένει αιματοκυλισμένος από γενοκτονίες -Καμπότζη, Ρουάντα - και σφαγές: Βοσνία, Τσετσενία, Παλαιστίνη, Νταρφούρ... Το να αντλήσουμε, επίσης, τα οικουμενικά διδάγματα από τη γενοκτονία των ναζί, σημαίνει κατ’ αρχήν να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τους παράγοντες που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Η στιβαρή παρουσία του Ολοκαυτώματος που έχει αναγορευτεί σε μοναδικό κακό, τροφοδοτεί, εξάλλου, τον ανταγωνισμό των θυμάτων. Αντιστρόφως, η ανάλυση της εβραιοκτονίας στην υπηρεσία της αποκρυπτογράφησης όλων των γενοκτονικών διαδικασιών, προτρέπει στη σύγκλισή τους.

Αυτό το οποίο γράφει ο Τζουντ, τελικά, για τον αντισημιτισμό αφορά άμεσα τη Γαλλία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα γνώρισε μια ρατσιστική έξαρση. Εξουσία και μέσα ενημέρωσης αγανάκτησαν περισσότερο για τις αντιεβραϊκές βιαιότητες παρά για τις βιαιότητες που είχαν στόχο Άραβες και μουσουλμάνους. Ομως, εάν κάποιος ιεραρχεί τους ρατσισμούς, είναι σαν να τους στρώνει τον δρόμο. Περισσότερο κι από παράδειγμα, ένα σύμβολο: τον Φεβρουάριο του 2006, η Δημοκρατία, μέχρι το υψηλότερο επίπεδό της, κινητοποιήθηκε για έναν νεαρό Εβραίο, τον Ιλάν Χαλιμί, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε. Αλλά σιώπησε, ,μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν ένας σαραντάχρονος αλγερινής καταγωγής έπεσε νεκρός, στο Ουλέν, κάτω από τις σφαίρες ενός ρατσιστή. Ποιός, άλλωστε, συγκράτησε το όνομά του; Ονομαζόταν Σαΐμπ Ζεχάφ...

Αντί να αναλογιστούν τη ρίζα του κακού, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αποστρέφουν αποφασιστικά τη σκέψη τους όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας φαίνεται δύσκολο να το καταλάβουμε σήμερα, αλλά, γεγονός είναι, ότι, επί σειρά ετών, το Σοά (η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης) δεν υπήρξε με κανέναν τρόπο θεμελιώδες ζήτημα στη μεταπολεμική πνευματική ζωή, στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πλειονότητα των ανθρώπων, διανοούμενων και άλλων, έκανε ουσιαστικά ό,τι μπορούσε για να το αγνοήσει.

Γιατί; Στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξαν τέσσερις λόγοι γι’ αυτό.

Πρώτον, εκεί διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα ενάντια στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του πολέμου, και, επειδή αυτά τα εγκλήματα είχαν διαταχθεί από Γερμανούς, οι καλοθελητές συνεργάτες δεν έλειψαν στα κατεχόμενα κράτη: Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί, Κροάτες κ.ά. Σε πολλές χώρες ήταν έντονα αισθητή η ανάγκη να ξεχαστεί αυτό που είχε συμβεί, να ρίξουν ένα πέπλο λήθης στα χειρότερα δεινά.

Δεύτερον, πολλοί μη Εβραίοι Ανατολικοευρωπαίοι υπήρξαν οι ίδιοι θύματα ωμοτήτων (από Γερμανούς, Ρώσους και άλλους) και όταν ξανάφερναν στο μυαλό τους τον πόλεμο δεν σκέφτονταν τα δεινά των εβραίων γειτόνων τους αλλά, γενικώς, τον δικό τους πόνο και τις απώλειες που είχαν υποστεί οι ίδιοι.

Τρίτον, το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πέρασε κάτω από σοβιετικό έλεγχο το 1948. Οι Σοβιετικοί μιλούσαν επισήμως για αντιφασιστικό πόλεμο - ή, στη χώρα τους, για «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο». Για τη Μόσχα ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν πάνω απ’ όλα φασίστας και εθνικιστής. Ο ρατσισμός του μετρούσε πολύ λιγότερο. Τα εκατομμύρια των Εβραίων που προέρχονταν από τα εδάφη της ΕΣΣΔ και εξοντώθηκαν, υπολογίστηκαν, βέβαια, στις σοβιετικές απώλειες αλλά η εβραϊκότητά τους ελαχιστοποιήθηκε, ακόμη και αγνοήθηκε, στα βιβλία Ιστορίας και κατά τις επίσημες επετείους. (1)

Και, τέλος, μετά από μερικά χρόνια, τη μνήμη της γερμανικής κατοχής διαδέχθηκε η μνήμη της σοβιετικής καταπίεσης. Η εξόντωση των Εβραίων απωθήθηκε ακόμη πιο πέρα, σε δεύτερο επίπεδο.

Στη Δυτική Ευρώπη μολονότι οι συνθήκες υπήρξαν τελείως διαφορετικές δημιουργήθηκε ένα παράλληλο φαινόμενο λήθης. Η κατοχή -στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία και μετά το 1943, στην Ιταλία- αποτελούσε μια ταπείνωση, και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να ξεχάσουν τη συνεργασία με τους Ναζί και άλλες ακρότητες, και να τιμούν, αντιθέτως, τα ηρωικά κινήματα της αντίστασης, τις εθνικές εξεγέρσεις, την απελευθέρωση και τους μάρτυρες.

Συμπόνια για τους Γερμανούς

Ακόμη, στη Γερμανία το αίσθημα που κυριάρχησε υπήρξε κατ’ αρχήν η συμπόνια για τα δεινά που υπέστησαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Με την έλευση του ψυχρού πολέμου και την αλλαγή των εχθρών ήταν άκαιρο να επιμένει κάποιος στα εγκλήματα του παρελθόντος που διέπραξαν σημερινοί σύμμαχοι.

Γι’ αυτόν το λόγο, για να πάρουμε ένα διάσημο παράδειγμα, όταν ο Πρίμο Λέβι υπέβαλε, το 1946, στον μεγάλο ιταλό εκδότη Εϊνάουντι το κείμενό του ως μνήμη από το Άουσβιτς, «Se Questo e un uomo» («Εάν αυτό είναι ένας άνθρωπος»), απορρίφθηκε αμέσως. Εκείνη την εποχή, και στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν το Μπέργκεν-Μπέλσεν και το Νταχάου, και όχι το Άουσβιτς, που ενσάρκωναν τη φρίκη του ναζισμού, οι πολιτικοί και όχι οι φυλετικοί εξόριστοι. Το βιβλίο του Λέβι κατέληξε να εκδοθεί, αλλά σε δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα μόνο, και από ένα μικρό τοπικό τυπογραφείο. Ελάχιστοι υπήρξαν οι αγοραστές. Τα υπόλοιπα αντίτυπα, στοιβαγμένα σε μια αποθήκη στη Φλωρεντία, καταστράφηκαν από τις πλημμύρες του 1966.

Όλα άρχισαν να αλλάζουν μετά τη δεκαετία του 1960, για πολλαπλούς λόγους: ο χρόνος που είχε περάσει, η περιέργεια που εκδήλωνε η νέα γενιά, και ίσως επίσης η χαλάρωση των διεθνών εντάσεων. (2) Στη δεκαετία του ’80 η ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που αναφέρεται σε βιβλία, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, γίνεται γνωστή σε ένα ολοένα και ευρύτερο κοινό. Από τα χρόνια του ’90, και ύστερα από το τέλος της διαίρεσης της Ευρώπης, οι επίσημες μεταμέλειες, οι τόποι εθνικής μνήμης, τα μνημεία και τα μουσεία έχουν γίνει κάτι συνηθισμένο στον κόσμο.

Σήμερα, το Σοά είναι μια οικουμενική αναφορά. Η μελέτη της ιστορίας της «τελικής λύσης», του ναζισμού ή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι υποχρεωτική παντού στα προγράμματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν πράγματι σχολεία στις ΗΠΑ, ακόμη και στη Βρετανία, όπου αυτή η διδασκαλία είναι η μόνη πλευρά της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας που διδάσκεται στα παιδιά που φοιτούν εκεί.

Υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες, περιγραφές και μελέτες για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του πολέμου: τοπικές μονογραφίες, φιλοσοφικά δοκίμια, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες, απομνημονεύματα, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, αρχεία συνεντεύξεων και πολλά άλλα ακόμη ντοκουμέντα.

Λοιπόν, όλα βαίνουν καλώς; Τώρα που έχουμε εξετάσει το παρελθόν σε όλη του τη στυγερότητα, που το αποκαλούμε με το όνομά του και που ορκιστήκαμε ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί; Αυτό δεν είναι τόσο βέβαιο. Η φροντίδα της εποχής μας για το Σοά, γι’ αυτό που όλοι οι μαθητές ονομάζουν «Ολοκαύτωμα», θέτει πέντε προβλήματα: Το πρώτο αφορά το δίλημμα με τις ασύμβατες μνήμες. Το βλέμμα που στρέφει η Δυτική Ευρώπη στην «τελική λύση» έχει γίνει οικουμενικό. Αλλά, με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης και την ελευθερία που ακολούθησε για τη μελέτη και τη συζήτηση των εγκλημάτων και των αποτυχιών του κομμουνισμού, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στα δεινά που υπέστη το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης από τους Γερμανούς όπως και από τους Σοβιετικούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δυτική επιμονή για τους Εβραίους-θύματα και για το Άουσβιτς προκαλεί μερικές φορές μία αντίδραση εκνευρισμού. Στην Πολωνία και τη Ρουμανία, για παράδειγμα, ρωτούν -και πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους και κοσμοπολίτες- γιατί οι δυτικοί διανοούμενοι είναι τόσο ευαίσθητοι για την εξόντωση των Εβραίων. Τι να πούμε για τα εκατομμύρια των μη Εβραίων θυμάτων του ναζισμού και του σταλινισμού; Γιατί το Σοά είναι τόσο μοναδικό;

Ένα δεύτερο πρόβλημα αναφέρεται στην ιστορική ακρίβεια και στους κινδύνους της υπεραντιστάθμισης. Για πολλά χρόνια οι Δυτικοευρωπαίοι προτιμούσαν να μη σκέφτονται τα δεινά των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα, μας ενθαρρύνουν να τα σκεφτόμαστε συνεχώς. Έτσι, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ηθικούς όρους: το «Άουσβιτς» είναι το κεντρικό ηθικό ζήτημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αυτό παρασύρει τους ιστορικούς σε λάθος. Γιατί η θλιβερή αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου ήταν πολλοί εκείνοι που δεν είχαν γνώση της τύχης των Εβραίων και οι οποίοι, αν είχαν γνώση, δεν θα ενδιαφέρονταν και τόσο. Δεν υπήρξαν παρά δύο ομάδες για τις οποίες ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένα σχέδιο με στόχο να εξοντωθούν οι Εβραίοι: οι ναζί και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Για όλους τους άλλους, στην πράξη, ο πόλεμος είχε τελείως διαφορετικές σημασίες: όλοι είχαν τις δικές τους ανησυχίες.

Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα παίζει σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας σήμερα από αυτόν που έπαιζε κατά τη διάρκεια του πολέμου στις κατεχόμενες χώρες. Αλλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πραγματική έννοια του κακού, θα πρέπει τότε να θυμηθούμε ότι αυτό που είναι πραγματικά φρικιαστικό στην εξόντωση των Εβραίων δεν είναι ότι είχε τόσο μεγάλη σημασία αλλά ότι είχε τόσο λίγη σημασία.

Το τρίτο πρόβλημα αναφέρεται στην ίδια την έννοια του «κακού». Προκαλεί από παλιά μια δυσαρέσκεια στη σύγχρονη κοσμική κοινωνία. Προτιμούμε τους πιο ορθολογικούς και νομικούς προσδιορισμούς του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, του εγκλήματος και της τιμωρίας. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, ο όρος επανεντάχθηκε αργά στην ηθική, και ακόμη και στην πολιτική συζήτηση. Έτσι, σήμερα που η έννοια του «κακού» ξαναμπήκε στη δημόσια γλώσσα μας, δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Οι ιδέες μας έχουν γίνει συγκεχυμένες. Από τη μία πλευρά η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί παρουσιάζεται ως ένα μοναδικό έγκλημα, ένα κακό που δεν είχε ποτέ παρόμοιό του πριν ή μετά, ένα παράδειγμα και μία προειδοποίηση: «Nie wieder! -Ποτέ πια». Αλλά, από την άλλη πλευρά, επικαλούμαστε αυτό το ίδιο κακό (το «μοναδικό») σε πολλές περιπτώσεις, διαφορετικές και κάθε άλλο παρά μοναδικές.

Τα τελευταία χρόνια πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο του «κακού» για να χαρακτηρίσουν μαζικά και γενοκτονικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί παντού στον κόσμο: από την Καμπότζη ώς τη Ρουάντα και από την Τσετσενία ώς το Σουδάν. Επικαλούνται συχνά τον ίδιο τον Χίτλερ για να προσδιορίσουν τη φύση και τις προθέσεις σύγχρονων δικτατόρων που αναφέρονται στο «κακό»: μας λένε ότι υπάρχουν «Χίτλερ» παντού.

Ακόμα περισσότερο, εάν ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και η γενοκτονία των Εβραίων ενσαρκώνουν ένα μοναδικό κακό, γιατί μας προειδοποιούν συνεχώς ενάντια στο γεγονός ότι αυτά τα εγκλήματα θα μπορούσαν να επαναληφθούν οπουδήποτε, ή επαναλαμβάνονται ήδη; Κάθε φορά που αντισημιτικά συνθήματα γεμίζουν τους τοίχους μιας συναγωγής στη Γαλλία, μας προειδοποιούν ότι αυτό το «μοναδικό κακό» είναι ξανά ανάμεσά μας, ότι βρισκόμαστε ξανά στο 1938.

Χάνουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στις αμαρτίες και τις φυσιολογικές ανοησίες του ανθρώπινου είδους -ηλιθιότητα, προκαταλήψεις, καιροσκοπισμό, δημαγωγία και φανατισμό- και το αυθεντικό κακό. Μιλάμε συνεχώς για το «κακό», αλλά η συνέπεια είναι η ίδια, έχουμε μειώσει τη σημασία του.

Η τέταρτη ανησυχία αφορά τον κίνδυνο που διατρέχουμε επενδύοντας όλη τη συναισθηματική και ηθική ενεργητικότητά μας σε ένα μόνο πρόβλημα, όσο σοβαρό και αν είναι αυτό. Το κόστος αυτού του είδους της αντίληψης μέσα από ένα και μοναδικό πρίσμα εμφανίζεται κατά τρόπο τραγικό στην εμμονή του Λευκού Οίκου για τα κακά της τρομοκρατίας, στον «οικουμενικό πόλεμό του ενάντια στην τρομοκρατία».

Το ζήτημα δεν είναι να ξέρουμε εάν η τρομοκρατία υπάρχει: ασφαλώς και υπάρχει. Ούτε είναι να ξέρουμε εάν πρέπει να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες: ασφαλώς και πρέπει να τους καταπολεμήσουμε. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε ποια άλλα κακά αψηφούμε, ή δημιουργούμε, συγκεντρώνοντας αποκλειστικά την προσοχή μας σε έναν μόνο εχθρό και χρησιμοποιώντας τον για να δικαιολογούμε την εκατοντάδα μικρότερων εγκλημάτων που διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι.

Ο αντισημιτισμός

Το ίδιο επιχείρημα ισχύει επίσης για τη σύγχρονη έλξη μας προς τον αντισημιτισμό και για την επιμονή μας στη μοναδική σημασία του. Όπως και η τρομοκρατία, ο αντισημιτισμός είναι ένα παλιό πρόβλημα. Και συμβαίνει με τον αντισημιτισμό ό,τι και με την τρομοκρατία: η παραμικρή εκδήλωση μάς θυμίζει τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν το γεγονός ότι δεν λάβαμε υπόψη μας όσο σοβαρά έπρεπε την απειλή.

Αλλά ο αντισημιτισμός, όπως και η τρομοκρατία, δεν είναι το μόνο κακό στον κόσμο και δεν πρέπει να χρησιμεύει ως δικαιολογία για να αγνοούμε άλλα εγκλήματα και άλλα δεινά. Το να αφαιρούμε την τρομοκρατία ή τον αντισημιτισμό από το πλαίσιό τους το να τους βάζουμε σε ένα βάθρο σαν να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη απειλή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, ή τη δημοκρατία, ή «τον τρόπο ζωής μας», και το να κάνουμε τους δράστες τους στόχο ενός απροσδιόριστου πολέμου, μας παρασύρει σε έναν κίνδυνο: τον κίνδυνο να αγνοήσουμε τις πολυάριθμες άλλες προκλήσεις της εποχής μας.

Την εποχή του ψυχρού πολέμου ο «ολοκληρωτισμός», όπως η τρομοκρατία και ο αντισημιτισμός σήμερα, απειλούσε να γίνει έμμονη ενασχόληση για τους διανοούμενους και τους πολιτικούς στη Δύση, αποκλείοντας όλα τα άλλα. Και ενάντια σε αυτό, η Χάνα Άρεντ, έχοντας πλήρη συνείδηση της απειλής που αντιπροσώπευε το φαινόμενο για τις ανοιχτές κοινωνίες, απηύθυνε μία προειδοποίηση που παραμένει επίκαιρη. (3)

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα υπήρχε αν θεωρούσαμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν να τον καταστήσουμε έμμονη ιδέα σε σημείο να μη βλέπουμε τα πολλαπλά κακά, μικρά και όχι και τόσο μικρά, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση.

Τελευταίο ανησυχητικό σημείο, οι σχέσεις ανάμεσα στη μνήμη του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ. Από τον καιρό της γέννησής του, το 1948, το κράτος του Ισραήλ διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με το Σοά. Από τη μία πλευρά η σχεδόν εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης δικαιολογούσε την υπόθεση του σιωνισμού. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε να ευημερήσουν σε μη εβραϊκά εδάφη, γιατί η ενσωμάτωσή τους και η αφομοίωσή τους σε άλλες χώρες και πολιτισμούς ήταν μια τραγική αυταπάτη, εξ ου και η ανάγκη ενός δικού τους κράτους. Από την άλλη, η διαδεδομένη ιδέα στους Ισραηλινούς σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι της Ευρώπης είχαν συμβάλει στο δικό τους χαμό, ότι είχαν πάει, όπως έχει ειπωθεί, «στο σφαγείο σαν τα πρόβατα», σήμαινε ότι η πρωταρχική ταυτότητα του Ισραήλ συνίστατο στο να απορρίψει το παρελθόν και να δει στην καταστροφή που είχε πλήξει τους Εβραίους την απόδειξη μιας αδυναμίας: μιας αδυναμίας που ήταν στη μοίρα του νέου κράτους να την ξεπεράσει, δημιουργώντας ένα νέο είδος Εβραίου. (4)

Αλλά, τα τελευταία χρόνια, η σχέση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ολοκαύτωμα άλλαξε. Σήμερα, όταν η χώρα προσελκύει διεθνείς επικρίσεις λόγω της κακομεταχείρισης που επιφυλάσσει στους Παλαιστίνιους και λόγω της κατοχής των εδαφών από τον πόλεμο του 1967, οι υπερασπιστές της προτιμούν να προβάλλουν τη μνήμη του Σοά.

Εάν επικρίνετε πολύ έντονα το Ισραήλ τότε σας προειδοποιούν ότι θα ξυπνήσετε τους δαίμονες του αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα υπαινίσσονται ότι οι πολύ έντονες επικρίσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ξυπνούν τον αντισημιτισμό. Προέρχονται από τον αντισημιτισμό. Και με τον αντισημιτισμό ανοίγει ο δρόμος -προς τα μπρος ή προς τα πίσω- προς το 1938, την «Kristallnacht» (τη Νύχτα των Κρυστάλλων) (5) και από κει στην Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς.

Ταμπού το Ισραήλ

Καταλαβαίνω τα συναισθήματα που προκαλούν τέτοιες διαβεβαιώσεις. Αλλά είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθαυτές. Όταν ορισμένοι μάς κατηγορούν, εμένα και άλλους, ότι επικρίνουμε το Ισραήλ πολύ βίαια, φοβούμενοι ότι θα κάνουμε να αναδυθεί ξανά το φάσμα των φυλετικών προκαταλήψεων, τους απαντώ ότι έχουν αντιστρέψει τελείως το πρόβλημα.

Ακριβώς αυτό το ταμπού είναι εκείνο που κινδυνεύει να υποδαυλίσει τον αντισημιτισμό. Ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, δίνω διαλέξεις σε κολέγια και σε λύκεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και τη μνήμη του Σοά. Διδάσκω επίσης αυτά τα θέματα στο πανεπιστήμιο. Και μπορώ να συνοψίσω αυτά που έχω διαπιστώσει.

Οι μαθητές και οι σπουδαστές δεν έχουν ανάγκη να τους θυμίζουμε τη γενοκτονία των Εβραίων, τις ιστορικές συνέπειες του αντισημιτισμού ή το πρόβλημα του κακού. Γνωρίζουν το ζήτημα -όπως οι γονείς τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.

Αλλά εντυπωσιάστηκα τελευταία από την επανάληψη νέων ερωτήσεων: «Γιατί επικεντρώνουμε τόσο πολύ στο Ολοκαύτωμα»; «Γιατί σε ορισμένες χώρες απαγορεύεται να αρνείται κανείς την ύπαρξη του Σοά, αλλά όχι την ύπαρξη άλλων γενοκτονιών»; «Μήπως διογκώνουμε την απειλή του αντισημιτισμού»; Και, όλο και περισσότερο, «μήπως η γενοκτονία των ναζί χρησιμεύει ως δικαιολογία για το Ισραήλ»;

Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει τέτοιες ερωτήσεις στο παρελθόν.

Φοβάμαι μήπως προκύψουν δύο πράγματα. Υπογραμμίζοντας τον μοναδικό ιστορικό χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος, ενώ ταυτόχρονα το επικαλούμαστε συνεχώς σε σχέση με σύγχρονα προβλήματα, έχουμε σπείρει τη σύγχυση στο μυαλό των νέων. Και φωνάζοντας για τον αντισημιτισμό κάθε φορά που κάποιος επιτίθεται στο Ισραήλ ή υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους, κατασκευάζουμε κυνικούς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη του Ισραήλ δεν απειλείται σήμερα. Και ότι οι Εβραίοι του σήμερα, εδώ, στη Δύση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου απειλές ή προκαταλήψεις παρόμοιες με αυτές του παρελθόντος -ή ακόμη με αυτές που θύματά τους είναι σήμερα άλλες μειονότητες.

Ας θέσουμε το παρακάτω ερώτημα: Θα νιώθαμε, άραγε, ότι είμαστε ασφαλείς, αποδεκτοί, ευπρόσδεκτοι, ως μουσουλμάνοι ή ως «παράνομοι μετανάστες» στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ως Πακιστανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο; Ως Μαροκινοί στην Ολλανδία; Ως Άραβες του Μαγκρέμπ στη Γαλλία; Ως μαύροι στην Ελβετία; Ως «ξένοι» στη Δανία; Ως Ρουμάνοι στην Ιταλία; Ως Ρομ οπουδήποτε στην Ευρώπη; Δεν θα νιώθαμε περισσότερο ασφαλείς, ενσωματωμένοι, περισσότερο αποδεκτοί ως Εβραίοι;

Πιστεύω ότι γνωρίζουμε όλοι την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Είτε είναι στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αναφέρω τη Γερμανία, οι Εβραίοι εκπροσωπούνται ευρύτατα στον κόσμο των επιχειρήσεων, στα μέσα ενημέρωσης και στις τέχνες. Και δεν είναι στιγματισμένοι, απειλούμενοι ή αποκλεισμένοι σε καμία από αυτές τις χώρες.

Η απειλή για την οποία οι Εβραίοι -και ο καθένας από μας- θα έπρεπε να νοιάζεται, έρχεται από μιαν άλλη κατεύθυνση. Έχουμε συνδέσει τόσο σταθερά τη μνήμη της γενοκτονίας με την υπεράσπιση μίας μόνο χώρας, του Ισραήλ, που διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταστήσουμε περιφερειακή την ηθική σημασία της.

Το «κακό» ως όπλο

Το πρόβλημα του κακού, του ολοκληρωτικού κακού ή του γενοκτονικού κακού, είναι ένα οικουμενικό πρόβλημα. Αλλά, εάν χειραγωγείται προς όφελος μιας χώρας αυτό το οποίο θα γίνει (αυτό που ήδη γίνεται) είναι ότι όσοι κρατούν μια ορισμένη απόσταση από τη μνήμη του εγκλήματος που διαπράχθηκε στην Ευρώπη -γιατί δεν είναι Ευρωπαίοι, ή γιατί είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τη σημασία του- δεν θα καταλάβουν γιατί η συγκεκριμένη μνήμη τούς αφορά, και θα πάψουν να μας ακούν όταν θα προσπαθούμε να τους το εξηγήσουμε.

Οι ηθικές παραινέσεις που προέρχονται από το Άουσβιτς και βρίσκονται στη μνήμη των Ευρωπαίων είναι αόρατες στα μάτια των Ασιατών ή των Αφρικανών. Και, πάνω απ’ όλα, ίσως το αυτονόητο για τους ανθρώπους της γενιάς που έζησε τα γεγονότα, θα έχει όλο και λιγότερη σημασία για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Όλα τα μουσεία μας, τα μνημεία και οι σημερινές σχολικές επισκέψεις δεν είναι ίσως το σημάδι ότι είμαστε έτοιμοι να θυμόμαστε, αλλά το σημάδι ότι πιστεύουμε ότι έχουμε μεταμεληθεί και μπορούμε τώρα να τα παρατήσουμε και να ξεχάσουμε, αφήνοντας τα μνημεία να θυμούνται για μας. Δεν είμαι σίγουρος: την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, νέοι που πραγματοποιούσαν εκεί σχολική επίσκεψη έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις στήλες για να διασκεδάσουν την ανία τους. Αντίθετα, είμαι σίγουρος ότι, εάν η Ιστορία πρέπει να κάνει τη δουλειά της, που είναι να διατηρεί για πάντα την απόδειξη των παρελθόντων εγκλημάτων και όλων των άλλων, είναι καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Οταν ψάχνουμε στο παρελθόν με σκοπούς πολιτικού οφέλους -επιλέγοντας τα στοιχεία που μπορούν να μας χρησιμεύσουν και επιφορτίζοντας την Ιστορία να δίνει καιροσκοπικά μαθήματα ηθικής- πετυχαίνουμε ταυτόχρονα μια κακή ηθικότητα και μια κακή Ιστορία.

Μια κοινοτοπία

Υπάρχει η θλιβερά διάσημη κοινοτοπία για την οποία μιλούσε η Χάνα Άρεντ, για το ανησυχητικό, φυσιολογικό, οικείο, καθημερινό κακό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κοινοτοπία: η κοινοτοπία της κατάχρησης -η μονοτονία, η απώλεια της ευαισθητοποίησης, βλέποντας, λέγοντας ή σκεπτόμενος το ίδιο πράγμα πολλές φορές, κάτι που αποκοιμίζει το κοινό μας και το ανοσοποιεί ενάντια στο κακό που επικαλούμαστε. Απέναντι σε αυτήν την κοινοτοπία -ή σε αυτή την εξοικείωση με την κοινοτοπία- είμαστε σήμερα αντιμέτωποι.

Την επομένη του 1945 η γενιά των γονιών μας παραμέρισε το πρόβλημα του κακού γιατί, γι’ αυτήν, είχε πολύ μεγάλη σημασία. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τη γενιά που θα ’ρθει μετά από μας είναι να το παραμερίσει γιατί τώρα έχει ελάχιστη σημασία. Πώς μπορούμε, άραγε, να το εμποδίσουμε αυτό;

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Το άρθρο βασίζεται σε διάλεξη που έδωσε ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζουντ στη Βρέμη της Γερμανίας, στις 30 Νοεμβρίου 2007, με την ευκαιρία της παραλαβής του βραβείου Χάνα Άρεντ.

Tony Judt

Kατέχει την έδρα Ευρωπαϊκών Σπουδών Έριχ Μαρία Ρέμαρκ στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Άρθρα του στο «New York Review of Books» υπάρχουν στο «http://www.nybooks.com/authors/274»

(1ΣτΣ: Το φαινόμενο επιδεινώθηκε από το 1948 ώς το 1953, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν, στο τέλος της ζωής του, εξαπέλυσε μία βίαιη καταπίεση ενάντια στους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία κορυφώθηκε με τη «συνωμοσία» που ονομάστηκε «των ανθρώπων με τις λευκές μπλούζες». Αυτή η αντισημιτική τρομοκρατία δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τις εβραϊκές δυνάμεις στον πόλεμο του 1948 ενάντια στους Παλαιστίνιους και τον αραβικό κόσμο.

(2ΣτΣ: Η απαγωγή και η δίκη του Αντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο 1960-1961, συνέβαλαν προφανώς σε αυτή τη συνειδητοποίηση.

(3Hannah Arendt, «Essays in Understanding, 1930-1954», Harcourt Brace, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 271-272.

(4Βλέπε Idith Zertal, «Israel’s Holocaust and the Politics of Nationhood», Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2005, μετάφραση στα αγγλικά Chaya Galai, κυρίως το κεφάλαιο 1, «The sacrificed and the sanctified».

(5ΣτΕ: Μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και την Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938. Στόχος ήταν οι εβραίοι πολίτες και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος.

Μοιραστείτε το άρθρο