el | fr | en | +
Accéder au menu

Τούρκοι με γερμανική προφορά

Οι Τούρκοι αποτελούν τα τελευταία χρόνια την πολυπληθέστερη μειονότητα της Γερμανίας. Η παρουσία τους προβληματίζει το Βερολίνο ως προς το μοντέλο ενσωμάτωσής τους και τις οικονομικές επιλογές του. Όμως, οι ρίζες των γερμανο-τουρκικών δεσμών είναι βαθιές και ανάγονται -τουλάχιστον- στα 1888 και τη συμφωνία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’ και τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’.

Κόκκινες σημαίες με την ημισέληνο και το αστέρι σε χρώμα λευκό, αφίσες και πανό στην τουρκική γλώσσα για την υποδοχή του Τούρκου πρωθυπουργού. Την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008, η ατμόσφαιρα στο κλειστό στάδιο Κελναρένα της Κολονίας, στις όχθες του Ρήνου, θύμιζε προεκλογική συγκέντρωση στα βάθη της Τουρκίας. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απευθύνθηκε με επιθετικό τόνο στους είκοσι χιλιάδες συμπατριώτες του, που εκπροσωπούν την τουρκική κοινότητα της Γερμανίας, ο πληθυσμός της οποίας ανέρχεται σε δύο εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες άτομα. Επισήμανε την ένδοξη καταγωγή τους και τους παρότρυνε να αξιοποιήσουν πλήρως τη θέση τους στη Γερμανία και στην Ευρώπη.

«Οσφραίνομαι τα αρώματα και την ευαισθησία της Ανατολίας, που φέρατε μαζί σας φτάνοντας εδώ. Όπου κι αν πηγαίνουμε, φέρνουμε την αγάπη και τη φιλία. Ουδεμία σχέση έχουμε με το μίσος και τη βία», τους είπε. Δύο μέρες νωρίτερα, ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Άγκυρας μετέβη στο Λουντβιγκσάφεν για να εξομαλύνει τις εντάσεις οι οποίες είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Εκεί, στις 6 Φεβρουαρίου, εννέα Τούρκοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες, άντρες και παιδιά, έχασαν τη ζωή τους κατά τον εμπρησμό της κατοικίας όπου διέμεναν. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν τότε ότι επρόκειτο για ρατσιστική ενέργεια - εσφαλμένα, όπως απέδειξε η έρευνα που επακολούθησε.

Όμως, η ανάμνηση των ξενοφοβικών εγκλημάτων του Σόλινγκεν έχει αφήσει τη σφραγίδα της στη συλλογική μνήμη της Γερμανίας: στη μικρή πόλη της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, στις 29 Μαΐου 1993, τρεις νεαροί νεοναζί πυρπόλησαν το σπίτι μιας οικογένειας Τούρκων. Ο τραγικός απολογισμός αυτής της πράξης ήταν πέντε νεκροί.

«Κατανοώ ότι νιώθετε άβολα όταν σας μιλούν για αφομοίωση - κανείς δεν έχει δικαίωμα να σας την επιβάλει», τόνισε στο πλήθος ο Ερντογάν. «Δεν είστε περαστικοί εδώ», είπε προσκαλώντας, στη συνέχεια, τους «πολυαγαπημένους αδελφούς και αδελφές» του να μάθουν τη γερμανική γλώσσα και να τη διδάξουν στα παιδιά τους, κατά τρόπο ισότιμο με τη μητρική τους γλώσσα. Και κατέληξε ότι οι Τούρκοι γονείς πρέπει να στέλνουν στα καλύτερα σχολεία τα παιδιά τους, ώστε να ενσωματωθούν στην ελίτ της γερμανικής κοινωνίας.

Παράλληλα, κάλεσε τους συμπατριώτες του να ενισχύσουν τον ρόλο τους και την επιρροή τους στην πολιτική ζωή: «Τα πέντε εκατομμύρια Τούρκοι που ζουν στην Ευρώπη δεν είναι φιλοξενούμενοι αλλά συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής κοινωνίας», κατέληξε ο Τούρκος πρωθυπουργός, απορρίπτοντας εκ νέου την «προνομιακή συνεργασία» που προτείνει στην Τουρκία η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Ανγκελα Μέρκελ. Κατά τον Ερντογάν, η προοπτική ένταξης της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μονόδρομο.

Το έντονο ύφος της ομιλίας προκάλεσε αντιδράσεις από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης όπως και από πολλούς πολιτικούς, ενώ δημιούργησε εκνευρισμό και στην καγκελάριο.

Την επομένη, η Άνγκελα Μέρκελ επέκρινε τον Τούρκο ομόλογό της επειδή μεταφέρει στους συμπατριώτες του μια παραμορφωμένη εικόνα της ενσωμάτωσης. Κατά τη γνώμη της, η ενσωμάτωση προϋποθέτει την εξοικείωση με τα ήθη της κοινωνίας στην οποία ζουν οι μετανάστες. Η Μέρκελ επέμεινε, μάλιστα, ότι: «Όποιος διαθέτει τη γερμανική υπηκοότητα, φέρει αδιαμφισβήτητα την ιδιότητα του πολίτη, ο οποίος οφείλει πίστη στο γερμανικό κράτος. Πιστεύω ότι πρέπει να συζητήσουμε εκ νέου με τον τούρκο πρωθυπουργό».

Ο υπουργός Εσωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αντέδρασε, αντιθέτως, πιο ήπια: «Ο Ερντογάν δεν καταφέρεται εναντίον της δικής μας πολιτικής. Εκτιμά ότι δεν πρέπει να αναγκάζουμε τους μετανάστες να αποκηρύσσουν την κουλτούρα και την εθνική τους ταυτότητα, και έχει απόλυτο δίκιο. Και μεις, από την πλευρά μας, είμαστε υπέρ της προστασίας των μειονοτήτων σε πολιτισμικό επίπεδο».

Είναι γεγονός ότι, επί του συγκεκριμένου ζητήματος, η θέση του Σόιμπλε διαφοροποιείται από εκείνη της Μέρκελ. Με δική του πρωτοβουλία έλαβε χώρα η Διάσκεψη για το Ισλάμ, από κοινού με μουσουλμανικές οργανώσεις, τουρκικές στην πλειονότητά τους, οι οποίες εκπροσωπούν επισήμως την εν λόγω κοινότητα στη Γερμανία. Στόχος της είναι η θεσμοθέτηση της επίσημης εκπροσώπησής της στη Γερμανία.

Η τουρκική κοινότητα έχει προκαλέσει κινητικότητα στους κόλπους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, η οποία, μάλιστα, το 2005, αναγνώρισε επισήμως ότι συνιστά χώρα «υποδοχής μεταναστών».

Οι ρίζες των γερμανο-τουρκικών σχέσεων ανάγονται στη μακρινή ιστορία, στην εποχή του επεκτατισμού του Ότο φον Μπίσμαρκ και της παρακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αυτό το διττό πλαίσιο, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ επισφράγισε τη συμμαχία του με τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’. Ο πρώσος στρατηγός Κόλμαν Φράιχερ φον ντερ Γκολτζ -με το προσωνύμιο Γκολτζ Πασά- ανέλαβε να αναδιοργανώσει τον οθωμανικό στρατό. Παράλληλα, τα μελλοντικά στελέχη της επανάστασης των Νεοτούρκων ολοκλήρωναν την εκπαίδευσή τους στη Γερμανία.

Όσο για τη συμφωνία με στόχο «την παρότρυνση τούρκων εργατών να μεταναστεύσουν στη Γερμανία», χρονολογείται πριν από περίπου μισό αιώνα. Υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1961 ώστε να αντιμετωπιστεί η ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού. Εκείνη την περίοδο, μονάχα ογδόντα χιλιάδες Γερμανοί ήταν εγγεγραμμένοι στο ταμείο ανεργίας, ενώ πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες θέσεις εργασίας παρέμεναν κενές. Οι «προσκεκλημένοι εργάτες» (Gastarbeiter) της Ανατολίας ξεπερνούσαν ήδη τις εννιακόσιες χιλιάδες το 1973, οπότε η Γερμανία ανέκοψε το ρεύμα. Εξαιτίας της συνένωσης των οικογενειών των μεταναστών με τα μέλη που είχαν απομείνει στα πάτρια εδάφη, η Γερμανία υποδεχόταν περίπου διακόσιες χιλιάδες νέους μετανάστες ετησίως.

Κατά τη δεκαετία του 1980, ο πληθυσμός των Τούρκων υπολογιζόταν στο ενάμισι εκατομμύριο. Το 2005, αυξήθηκε σε δύο εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες. Σήμερα, ένας στους τρεις έχει αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα. Η μαζική πολιτογράφηση έφτασε στο απόγειό της το 2000, αλλά από τότε συνεχίζεται με πιο αργούς ρυθμούς. Αναμφίβολα, λόγω της απαγόρευσης της διπλής υπηκοότητας, την οποία θέσπισε το Βερολίνο το 1997, αρκετοί τούρκοι μετανάστες φοβήθηκαν ότι, απαρνούμενοι το τουρκικό διαβατήριο, θα χάσουν τα δικαιώματά τους στη χώρα προέλευσής τους.

Από τη δεκαετία του 1950, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες ενδυναμώθηκαν και στο επίπεδο της οικονομίας. Η Γερμανία είναι η χώρα με τις περισσότερες εξαγωγές προς την Τουρκία: υπολογίζονται στα 14,5 δισ. ευρώ. Περίπου διακόσιες χιλιάδες εφτακόσιες γερμανικές επιχειρήσεις, ανάμεσα τους το «βαρύ πυροβολικό», όπως οι BASF, Mercedes και ΜΑΝ, έχουν εγκατασταθεί στην Τουρκία. Έτσι, το ένα τρίτο των λεωφορείων Mercedes τα οποία κυκλοφορούν εκτός Γερμανίας κατασκευάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Αντίστοιχα, η Γερμανία αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα τουρκικών προϊόντων (9,1 δισ. ευρώ το 2006).

Τέλος, εξήντα χιλιάδες τούρκοι εργοδότες και επιχειρηματίες απασχολούν πάνω από τριακόσιες εξήντα χιλιάδες μισθωτούς στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, εκ των οποίων το ένα τρίτο είναι Γερμανοί. Μετά την περίοδο του μονοπωλίου στην πώληση «ντονέρ κεμπάπ», το οποίο σχεδόν εκθρόνισε το περίφημο γερμανικό λουκάνικο, οι δραστηριότητες των εν λόγω εταιρειών αφορούν πλέον όλους τους κλάδους της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Πλήθος στελεχών και πολιτικών της Τουρκίας, οι οποίοι συχνά ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στη Γερμανία, τη θεωρούν πρότυπο. Κυρίως, μάλιστα, αναφορικά με το πώς διαχειρίζεται το εγχώριο μωσαϊκό των θρησκειών και την επιρροή των αντίστοιχων φορέων τους. Οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες [δηλαδή ο συνασπισμός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης] αποτελούν, για πολλούς, το μοντέλο από το οποίο εμπνέεται το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), των δημοκρατών και ρεφορμιστών μουσουλμάνων.

Άλλωστε, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν δεν θεωρείται από τον υπουργό Εσωτερικών, Σόιμπλε, ισλαμιστής, αλλά «πιστός μουσουλμάνος», για τον οποίο τρέφει «σε αυτό το επίπεδο, βαθύτατη εκτίμηση».

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Michel Verrier

Δημοσιογράφος, Βερολίνο

Μοιραστείτε το άρθρο