el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι Δημοκρατικοί εξορμούν για την κατάκτηση της Δύσης

Τη στιγμή που το αμερικανικό κράτος εθνικοποιεί τις αστρονομικές απώλειες των τραπεζών του, δύσκολα θα μπορούσε το ρεπουμπλικανικό κόμμα να υπερηφανευθεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία του ή την κυβερνητική του δράση. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών έχει ολοένα και πιο αρνητική γνώμη για τη ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση, καθώς η αύξηση στις τιμές των καυσίμων έχει περικόψει την αγοραστική της δύναμη. Δύναμη, η οποία είχε ήδη πληγεί από την άνοδο των πιστώσεων και το πάγωμα των μισθών.

Οπότε, με μια αποτελεσματικότητα που δεν έχει αλλοιωθεί με τα χρόνια, οι Ρεπουμπλικάνοι μιλούν για άλλα πράγματα: για τον πατριωτισμό τους, την αυθεντικότητά τους και την προσήλωσή τους στις «παραδοσιακές αξίες». Απέναντι στην προσωπική ιστορία του Μπαράκ Ομπάμα και στην προοπτική μιας συμβολικής υπέρβασης ιστορικής σημασίας που προκαλεί τόσες αντιδράσεις υπέρ όσες και κατά, οι Ρεπουμπλικάνοι ξεδιπλώνουν το «στόρι» της Σάρα Πέιλιν -η οποία είναι μητέρα πέντε παιδιών, κυβερνήτης της Αλάσκα και σύζυγος ενός πρωταθλητή στις ελκυθροδρομίες- και του Τζον Μακέιν, ενός ανθρώπου που έγινε «ήρωας της Αμερικής» επειδή βομβάρδισε το Βιετνάμ, γεγονός που πλήρωσε με πενταετή αιχμαλωσία. Το σύνθημά τους: «Country first» (Πρώτα η πατρίδα). Αυτή τη στιγμή όμως, η πατρίδα είναι ανάστατη και η οικονομική κρίση έχει φέρει τα πάνω κάτω στην προεκλογική εκστρατεία.

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους παρουσίαζε αρνητικό απολογισμό στην οικονομία (μια σοβαρή ύφεση από το 2001 ως το 2003) και στη διπλωματία (οι εξελίξεις στον πόλεμο του Ιράκ ήταν καταστροφικές). Παρόλα αυτά, κέρδισε και δεύτερη θητεία εμμένοντας στην πίστη του και στην απλότητά του και ανασκαλίζοντας τους διάχυτους φόβους γύρω από την τρομοκρατία, την άμβλωση και τους γάμους των ομοφυλόφιλων. Ο Μπους δεν παρέλειψε επίσης να ενεργοποιήσει εκ νέου την πάντα έντονη -και όχι πάντα αδικαιολόγητη- αντιπάθεια της κοινής γνώμης απέναντι στην πνευματική, καλλιτεχνική και τεχνοκρατική ελίτ, η οποία υποστηρίζει συνήθως τους Δημοκρατικούς. (1)

Φέτος, όσο κι αν ο Τζον Μακέιν πασχίζει να συμπεριφερθεί ως τζέντλεμαν, οι οπαδοί του στο «National Review» (2) προσέθεσαν στη ρεπουμπλικανική συνταγή ένα παλιό καρύκευμα που, όπως ελπίζουν, είναι ακόμα αποτελεσματικό: «Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, ο Ομπάμα είχε μια λευκή και πλούσια φιλενάδα που τον αγαπούσε και ήθελε να τον παντρευτεί. Τον γνώρισε και στην οικογένειά της, η οποία του επεφύλαξε θερμή υποδοχή. Ο Ομπάμα είχε στενό δεσμό με την κοπέλα και σεβόταν την πολιτιστική κληρονομιά της οικογένειάς της, αλλά στο τέλος την παράτησε επειδή δεν ήταν μαύρη. Νόμιζε πως αν την παντρευόταν, θα αφομοιωνόταν από μια λευκή και ξένη κουλτούρα, μια μοίρα που δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί». (3) Ακόμα και σε εποχές οικονομικού αναβρασμού, δεν είναι δεδομένο ότι δολιότητες τέτοιου τύπου θα μείνουν χωρίς συνέπειες. Τον περασμένο Αύγουστο, στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ, ο υπεύθυνος για τα οικονομικά της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας AFL-CIO ομολογούσε σε κάποιους εκλέκτορες από το Μίσιγκαν: «Πολλοί λευκοί ψηφοφόροι -και, για να το πούμε στα ίσια, μια μερίδα συνδικαλιστών -πιστεύει ότι (ο Ομπάμα) δεν είναι από καλή πάστα». (4)

Εν ολίγοις, ο γερουσιαστής του Ιλινόις φέρεται να είναι πολύ ψυχρός, πολύ διανοούμενος, πολύ ξένος (και πολύ δημοφιλής στο εξωτερικό), πολύ αριστερός, πολύ άπειρος, πολύ μαύρος. Όταν ρωτήθηκε από κάποιο δημοσιογράφο σχετικά με τα τότε μέτρια ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις με δεδομένη την αποτυχία του Μπους και του κόμματός του, ο Ομπάμα έδωσε την ακόλουθη ερμηνεία: «Οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να μην κυβερνούν σωστά, ξέρουν ωστόσο να κάνουν καμπάνια». (5) Αντί να οδύρεται, δείχνει αποφασισμένος να εξαπολύσει κι αυτός ορισμένα χτυπήματα. Η οικονομική κρίση θα ήταν ένας καλός στόχος. ο Μακέιν υπεραμύνθηκε της απελευθέρωσης της οικονομίας. Τον περασμένο μήνα, το κόμμα του εξακολουθούσε να συνιστά την ιδιωτικοποίηση των ομοσπονδιακών συντάξεων και την είσοδό τους στο Χρηματιστήριο…

Η απάντηση των δημοκρατικών θα έχει καλύτερη στρατηγική και στόχευση. Οι προεδρικές εκλογές κερδίζονται από πολιτεία σε πολιτεία. Πολλές, ανάμεσά τους και αρκετές από τις πιο μεγάλες, φαίνεται πως έχουν ήδη επιλέξει ένα από τα δυο στρατόπεδα (η Καλιφόρνια, η Νέα Υόρκη, το Ιλινόις, το Τέξας, κ.λ.π.). Όμως, η ρεπουμπλικανική Δύση μοιάζει να παλινδρομεί. Εκεί ακριβώς διεξάγει τη μάχη ο Ομπάμα.

Αυτή η μάχη δεν κερδίζεται προκαταβολικά... Στη λεωφόρο του Κάνσας, στα όρια του Κολοράντο, την άσφαλτο κοσμούν διάφορες αφίσες : «Η άμβλωση σταματά μια καρδιά που χτυπά». «Δεχτείτε για σωτήρα τον Χριστό και σωθείτε, ειδεμή θα μετανοείτε στον αιώνα τον άπαντα». Το Κάνσας, βέβαια, είναι γνωστό για τους ένθερμους θρησκευτικούς μαχητές του οι οποίοι δίνουν αγώνα κατά της διδασκαλίας του Δαρβίνου στα σχολεία. Επιπλέον, το Κάνσας δεν βρίσκεται ακριβώς στη Δύση. (6) Έστω, αλλά με το που φτάνει κανείς στο Μπόζμαν της Μοντάνα, ένα νεογέννητο εξακολουθεί να εκλιπαρεί τους οδηγούς σε μια αφίσα με γαλάζιο φόντο: «Πάρε το χέρι μου, όχι τη ζωή μου».

Ο Μπράιαν Σβάιτσερ είναι από το 2005 κυβερνήτης της Μοντάνα, μιας αγροτικής και πλούσιας σε μεταλλεύματα πολιτείας, που ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά το ένα εκατομμύριο κατοίκους, μολονότι στο μέγεθος είναι σχεδόν εξίσου μεγάλη με την Καλιφόρνια. Ο Σβάιτσερ, ιδιοκτήτης ενός ράντσου, ειδικός στα αρδευτικά συστήματα και παθιασμένος με τις νέες μορφές ενέργειας, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ελπίδες του Δημοκρατικού Κόμματος. «Είναι ένας ανεμοστρόβιλος με τζιν», σχολίασαν οι «New York Times». Τον Αύγουστο, στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ, ο Ομπάμα του ζήτησε να βγάλει λόγο πάνω στο ενεργειακό ζήτημα. Η αποστολή εξετελέσθη -με τζιν- σε ώρα μεγάλης ακροαματικότητας. Η συνταγή της δημοτικότητας του κυβερνήτη της Μοντάνα μοιάζει αρκετά απλή. Οι Ρεπουμπλικάνοι, προκειμένου να συσπειρώσουν τις στρατιές τους και να κατακεραυνώσουν τους αντιπάλους με τη μομφή του αθεϊσμού, μιλούν αδιάκοπα για τα τρία «G»: «God, gays and guns» (Θεός, ομοφυλόφιλοι και όπλα). Επομένως, όπως επισημαίνει ο Σβάιτσερ, οι Δημοκρατικοί είναι καλύτερα να αποφύγουν να δώσουν μάχη σε αυτό το μέτωπο. Με ποιό τρόπο; Με το να δείχνουν ότι είναι εξίσου ευσεβείς με όλους τους άλλους, να κρατούν επιφυλακτική στάση απέναντι στους γάμους των ομοφυλόφιλων και να μη φανερώνουν ότι σκοπεύουν να επιβάλουν περιορισμούς στην αγορά των όπλων. Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνονται με χαλαρότητα, σαν να μην έχουν ουσιαστική σημασία αυτά τα ζητήματα ή σαν να είναι αυτονόητες οι απαντήσεις. Ο στόχος, στη συνέχεια, είναι να στραφεί η μάχη σε λιγότερο αποδοτικά θέματα για τους Ρεπουμπλικάνους, όπως η οικονομία, η ενέργεια και το περιβάλλον. Παρακάμπτεις το ένα μέτωπο, επιτίθεσαι στο άλλο.

Όπως καταλάβαμε, ο Σβάιτσερ δεν είναι ριζοσπάστης. Αλλά, σε μια πολιτεία στην οποία το να είσαι κυβερνήτης σημαίνει συχνά να είσαι «το μαντρόσκυλο» της βιομηχανίας -πράγμα το οποίο διακήρυττε με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση η ρεπουμπλικανή προκάτοχός του, Τζούντι Μαρτς- αυτός διατυμπανίζει την ανεξαρτησία του από τα μεγάλα οικονομικά λόμπι. Εβαλε στο στόχαστρο, για παράδειγμα, τις περιουσίες που πολλαπλασιάστηκαν με την απελευθέρωση του ενεργειακού τομέα, τις απάτες, τις φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και τις τιμές των φαρμάκων, που είναι αισθητά υψηλότερες στη Μοντάνα σε σχέση με τον γειτονικό Καναδά. Διαμαρτυρήθηκε, επίσης, για την περιστολή των ατομικών ελευθεριών εξαιτίας του Patriot Act. (7) Τέλος, ο Σβάιτσερ αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Ιράκ, φέρνοντας ως επιχείρημα την εμπειρία του από μια γεωγραφική περιοχή στην οποία εργάστηκε για εφτά χρόνια, τη Σαουδική Αραβία, ως ειδικός σε αρδευτικά συστήματα.

Ναι αλλά, τί γίνεται με το «God, gays and guns»; «Είμαι Καθολικός και το ποσοστό των φονταμενταλιστών στη Μοντάνα είναι μικρό. Εδώ, τα κοινωνικά ζητήματα δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο», μας απαντά μέσα στο γραφείο του στη Χελένα. Πράγματι, τα καζίνο αφθονούν σε αυτά τα μέρη και στις μικρές πόλεις συναντάς, σε γενικές γραμμές, περισσότερα μπαρ από εκκλησίες. Κι ύστερα, θα αρκούσε, είναι αλήθεια, να απαντήσει κανείς στους Ρεπουμπλικάνους που κάνουν λόγο για «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» ότι ο καλύτερος τρόπος για να τις υπερασπιστούν, δεν είναι να προτείνουν στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας μισθούς τόσο χαμηλούς, ώστε να αναγκάζονται να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους -για την ακρίβεια, μακριά από τις οικογένειές τους. «Εδώ έχουμε την οικονομία του σολομού», συνοψίζει ο Σβάιτσερ. «Όλοι οι νέοι μας εγκαταλείπουν την πολιτεία κι επιστρέφουν μόνο για να πεθάνουν». (8)

Καλά όλα αυτά, αλλά τα όπλα; Α!, αυτό είναι άλλο θέμα! Βαρύ το πρόβλημα και αδύνατο να το αντιπαρέλθεις. Είναι απαραίτητο, επομένως, να ... αφοπλιστεί το ζήτημα των όπλων. Στην αγροτική Δύση, το να μιλήσει κανείς για τον περιορισμό τους, ακούγεται σαν καπρίτσιο των ανθρώπων των πόλεων και ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Για να το κατανοήσουμε, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να ρίξουμε μια ματιά στο φύλλο της «Casper Star – Tribune» που κυκλοφόρησε στις 28 του περασμένου Αυγούστου. Με τίτλο «τα πάντα είναι δυνατά», η εφημερίδα του Γουαϊόμινγκ αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος της στήλης «Ελεύθερος χρόνος και χώρος» σε μια ένωση αναπήρων οι οποίοι επιθυμούν να συνεχίσουν το κυνήγι, παρά το γεγονός ότι ένα ατύχημα τους καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι. Ο Κόρι Μακγκρέγκορ, παραπληγικός και συνιδρυτής της ένωσης «Wyoming Disabled Hunters» (Ανάπηροι κυνηγοί του Γουαϊόμινγκ), πόζαρε με ένα νεκρό ελάφι στα πόδια του.

Ο Σβάιτσερ, μέλος της ισχυρής National Rifle Association (NRA, Εθνική Ενωση Οπλων), η οποία του έβαλε άριστα («Α»), ενώ στον Ομπάμα τον χειρότερο βαθμό («F») και στο Μακέιν ένα μέτριο («C»), δεν βλέπει πού είναι το πρόβλημα όταν ανοίγει τη σχετική κουβέντα μαζί μας: «Στη Μοντάνα, έλεγχος στα πυροβόλα όπλα σημαίνει να ξέρεις να χτυπάς τον στόχο σου. Μας αρέσουν τα όπλα -μικρά, μεγάλα- όλα τους! Και οι γυναίκες τα έχουν σε εκτίμηση. Τα όπλα είναι κομμάτι του εαυτού μας». Ο Μπομπ Ράνι, τον οποίο οι κάτοικοι της πολιτείας εξέλεξαν για να επιβλέπει την παραγωγή και τις τιμές των καυσίμων, επιβεβαιώνει την ανάλυση του κυβερνήτη: «Αν αφήσετε να εννοηθεί ότι θα στερήσετε από τον κόσμο τα όπλα του, είναι βέβαιο ότι θα χάσετε. Κανείς δεν θα υποχωρήσει ούτε χιλιοστό σε αυτό το ζήτημα. Τα προβλήματα είναι διαφορετικά στο Νότιο Σικάγο (όπου κατοικεί ο Ομπάμα), όμως ο κόσμος εδώ δεν θα απαρνηθεί τα όπλα του για να λύσει τα προβλήματα του Νότιου Σικάγου». Αγρότης και γερουσιαστής (με τους Δημοκρατικούς) της Μοντάνα από το 2007, ο Τζον Τέστερ ενημέρωσε την «Billings Gazette» ότι είχε ρωτήσει τον Ομπάμα για το ευαίσθητο αυτό ζήτημα. «Μου απάντησε χωρίς δισταγμό: “Δεν θα σου πάρω τα όπλα. Μην αφήσεις κανένα να ισχυριστεί το αντίθετο”». (9)

Το Μπίλινγκς δεν είναι Σικάγο, εννοείται. Στη μεγαλύτερη πόλη της «Big Sky State» (πολιτεία του απέραντου ουρανού), (10) η οποία έχει χάσει και την ελάχιστη χάρη που διέθετε εξαιτίας της εισβολής των μεγάλων καταστημάτων τα οποία συναντά πια κανείς παντού (Wal-Mart, Starbucks, Barnes & Noble, κ.λ.π.), οχτώ αστυνομικοί έχουν δολοφονηθεί από το... 1882! Οι δυο τελευταίοι το 1946 και το 1989. Την ημέρα της άφιξής μας στο Μπίλινγκς, το κύριο θέμα συζήτησης αφορούσε μια μάλλον περισσότερο συνηθισμένη μορφή βίας: στο Γέλοουστόουν (το περίφημο εθνικό πάρκο βρίσκεται περίπου 200 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Μπίλιγνγκς), βουβάλια έρχονται αντιμέτωπα με πεινασμένες αγέλες λύκων. Επειδή το θήραμα είναι πολύ πιο μεγαλόσωμο από τον κυνηγό, ο λύκος πρέπει να το εξαντλήσει και να το παρασύρει στο χιόνι, όπου το βάρος του το κάνει να βουλιάζει.

Η Μοντάντα, ήσυχος τόπος για τους (ανθρώπους) -τόσο ήσυχος που ο μαθηματικός, κατά συρροήν δολοφόνος και βομβιστής Θίοντορ Κατζίνσκι (ο Unabomber) είχε βρει εκεί καταφύγιο- οφείλει σε αυτή την απομόνωση ένα κομμάτι της γοητείας που ασκεί στους Αμερικανούς με τις ανέπαφες και γαλήνιες εκτάσεις της. «Τους αρέσουν οι ασφαλείς γειτονιές», σχολιάζει ο κυβερνήτης Σβάιτσερ. «Εδώ, μπορείτε να πείτε: τα παιδιά μου δεν ξέρω που είναι, κάπου πρέπει να παίζουν. Όταν ζείτε στο Λος Αντζελες, στο Χάρτφορντ ή στο Σικάγο, δεν είστε το ίδιο σίγουροι».

Αλλά, σε μια περιοχή γεμάτη βουνά και ανεμοδαρμένες πεδιάδες, την οποία μερικοί, με μια δόση υπερβολής, ονομάζουν «Σιβηρία της Αμερικής», ούτε το κλίμα είναι ίδιο με εκείνο του Λος Άντζελες... Στην καρδιά του Αυγούστου, η ξηρή ζέστη της Δύσης συνυπάρχει με καταιγίδες, με χαλάζι και με χιονισμένα τοπία στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Όμως, η Μοντάνα διαφέρει και σε πολλά άλλα από τη Νότια Καλιφόρνια. Ένας οδηγός μπορεί να διασχίζει ατελείωτα τοπία γουέστερν, απαλλαγμένος από το σήμα στο κινητό του και χωρίς συγχρόνως να φοβάται τίποτα άλλο πέρα από το να τον πάρει ο ύπνος στο τιμόνι ή να πέσει πάνω σε κανένα ελάφι. Εδώ κι εκεί συναντά μερικές ενεργές πετρελαιοπηγές, σιδηροδρόμους μήκους δυο χιλιομέτρων που κινούνται με κάρβουνο, καμιά αγελάδα. Η Μοντάνα θυμίζει ένα κράμα από Φαρ Ουέστ και Ελβετία, με μερικούς προστατευόμενους οικισμούς Ινδιάνων ενδιάμεσα.

Πράγματι, το Λιτλ Μπιγκ Χορν βρίσκεται καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα από το Μπίλινγκς. Εκεί, στις 25 Ιουνίου του 1876, ο στρατηγός Τζορτζ Κάστερ και οι διακόσιοι άντρες του τάγματός του βρήκαν το θάνατο από την επίθεση που εξαπέλυσε μια συμμαχία των φυλών Τσεγιέν, Λακότα και Σιού, τις οποίες οι λευκοί είχαν λεηλατήσει για μια ακόμα φορά. Εκείνη ήταν και η τελευταία νίκη των ερυθρόδερμων. Το Τρελό Αλογο συνθηκολόγησε την επόμενη χρονιά. Πίσω από το κίνητρο που επικαλούνταν ο στρατηγός -πρόεδρος Γιουλίσες Γκραντ (1822 – 1885) -«να εκχριστιανίσουμε και να εκπολιτίσουμε τον Ινδιάνο για να του διδάξουμε την τέχνη της ειρήνης»- εκείνο που πραγματικά ήθελαν οι λευκοί ήταν να μπορέσουν επιτέλους να εκμεταλλευτούν την περιοχή απαλλαγμένοι από το εμπόδιο των κατοίκων της.

Μια κατάσταση αρκετά συνηθισμένη στις δυτικές πολιτείες όπου οι διάφορες πολυεθνικές δεν σταμάτησαν ποτέ να λεηλατούν τους φυσικούς τους πόρους (χαλκό, άνθρακα) έως ότου αφήσουν πίσω τους ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον, τοξικά απόβλητα και επαγγελματικές ασθένειες: στο Λίμπι της Ανατολικής Μοντάνα, το 92% των εργαζομένων στην επιχείρηση WR Grace πέθανε ύστερα από είκοσι χρόνια δουλειάς, εξαιτίας πνευμονικών επιπλοκών που συνδέονται με τον αμίαντο. (11) «Τη Μοντάνα την αντιμετώπιζαν ανέκαθεν ως αποικία. Εξόρυξαν όλες τις πρώτες ύλες και μας άφησαν με τα φρεάτια και διαλυμένες κοινότητες. Άρπαξαν το πετρέλαιο κι ύστερα το έσκασαν», μας υπενθυμίζει ο Ράνι. Ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη, κρατικοποιούνται οι ζημιές. Όπως στη Wall Street...

Ωστόσο, εδώ και μερικά χρόνια, ενώ η υπόλοιπη χώρα οδεύει προς την ύφεση και πλήττεται από τις υψηλές τιμές στα καύσιμα, η Δύση ξαναγεννιέται. Αυτό ισχύει κυρίως για τα μέρη στα οποία οι βιομηχανίες εξόρυξης δίνουν το ρυθμό της οικονομίας. Στην Αλάσκα της κυρίας Πέιλιν, για παράδειγμα, η οποία, αναζωογονημένη από τον τριπλασιασμό των εσόδων της χάρη στο πετρέλαιο, διαθέτει ένα πακτωλό 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Αλλά, ούτε και το Γουαϊόμινγκ τα πάει άσχημα. Καθώς είναι ο βασικός προμηθευτής της χώρας σε άνθρακα, αλλά και σημαντικός παραγωγός φυσικού αερίου, συσσωρεύει πλεόνασμα με την ίδια σχεδόν ταχύτητα με την οποία ανοίγει νέα πεδία για την έρευνα πάνω στις πηγές ενέργειας. Ο δημοκρατικός κυβερνήτης Ντέιβ Φρόιντενταλ κάνει μάλιστα λόγο για 30.000 φρεάτια, ένα δηλαδή ανά 16 κατοίκους... Για να μην αναγκαστεί να μειώσει και πάλι τους φόρους -η πολιτεία δεν φορολογεί πια τα ατομικά εισοδήματα ούτε την κατανάλωση- το Γουαϊόμινγκ σκέφτεται να καθιερώσει την εντελώς δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στις 4 Νοεμβρίου πάντως, το Γουαϊόμινγκ θα ψηφίσει Ρεπουμπλικάνους, αυτό είναι σίγουρο. Το ίδιο και οι γειτονικές πολιτείες του Αϊντάχο και της Γιούτα. Το 2004 ο Τζορτζ Μπους πήρε και τις τρεις πολιτείες με σαράντα περίπου μονάδες διαφορά. Αλλά, αυτή τη φορά, η υπόλοιπη περιοχή φαίνεται πιο ανοιχτή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το συνέδριο των Δημοκρατικών έγινε στο Ντένβερ ή ότι ο Ομπάμα πήγε πέντε φορές στη Μοντάνα ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Αύγουστο. Τον Ιούνιο κέρδισε τις εκεί προκριματικές με μεγάλη διαφορά από τη Χίλαρι Κλίντον, παρόλο που η πολιτεία είναι η λιγότερο «μαύρη» των Ηνωμένων Πολιτειών (οι έγχρωμοι αποτελούν το 0,43% του πληθυσμού έναντι του 13% σε εθνική κλίμακα).

Για τους Δημοκρατικούς, το να αφιερώσουν χρόνο και χρήμα στην κατάκτηση της Δύσης δεν είναι κάτι αυτονόητο. Πολλοί, ανάμεσά τους, θεωρούν ότι είναι χαμένος κόπος και το καλύτερο θα ήταν να επικεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις τους στο Οχάιο, την Πενσιλβάνια ή το Μίσιγκαν. Ο Ομπάμα είναι λιγότερο κατηγορηματικός. Το βράδυ των προεδρικών εκλογών ελπίζει όντως να συμψηφίσει μια πιθανή απογοήτευση στις βιομηχανικές μεσοδυτικές πολιτείες με μια ευχάριστη έκπληξη στο Κολοράντο και σε ένα-δυο μικρά προπύργια των Ρεπουμπλικάνων στην αγροτική Δύση. «Δεν ξέρουμε πού θα χτυπήσει ο κεραυνός», αφήνει να εννοηθεί ο Χάουαρντ Ντιν, διοικητικός πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος και εμπνευστής της «στρατηγικής των πενήντα πολιτειών» (με άλλα λόγια, δεν παραχωρούμε καμία).

Το στοίχημα είναι παρακινδυνευμένο. Από το 1975, ο Ρόναλντ Ρίγκαν είχε ανοίξει το δρόμο σε μια εικοσιπενταετή κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων στη βαθιά Δύση. (12) Αυτό το πέτυχε κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς ότι «θέτουν εμπόδια στην οικονομία μας με ένα σωρό ελέγχους και ρυθμίσεις» και καθιστώντας τους υπεύθυνους για την «απώλεια των θέσεων εργασίας και την παράλυση του ζωτικού για μας ενεργειακού ανεφοδιασμού». Αντί να προστατεύουμε τους δασώδεις βιότοπους της κουκουβάγιας ή την επιβίωση των λύκων και των βουβάλων για να κατευνάζουμε τους «εξτρεμιστές οικολόγους», θα ήταν καλύτερο, εξηγούσε, να νοιαστούμε για το μέλλον των ξυλοκόπων και των κτηνοτρόφων.

«Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κέρδισε επειδή συνέδεσε τους Δημοκρατικούς με το περιβάλλον», μας υπενθυμίζει η Αντρια Πίκοκ, δημοσιογράφος και συγγραφέας η οποία ζει στο Λίβινγκστον, όχι πολύ μακριά από το Γέλοουστουν. «Οπότε, στο μυαλό των ξυλοκόπων και των αγροτών, η ψήφος στους Ρεπουμπλικάνους ισοδυναμούσε με δουλειά. Το περιβάλλον αντιπροσώπευε τον εχθρό. Η προστασία του λύκου και της αρκούδας, επομένως, συμβόλιζε για αυτούς την παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη ζωή τους». Τα εμπορικά επιμελητήρια, οι βιομηχανίες και τα κτηματομεσιτικά γραφεία ενίσχυσαν το λαϊκό αίσθημα λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι η γη έπρεπε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και όχι «προστασίας». Με την ίδια ευκαιρία, συνέχιζαν, έπρεπε να σταματήσει η απαρέγκλιτη τήρηση των νόμων που εξέδιδε η Ουάσινγκτον χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις τοπικές ιδιαιτερότητες, ανάμεσά τους το όριο ταχύτητας και τον περιορισμό της οπλοφορίας. Καλλιτεχνική δουλειά. Ο λαϊκισμός είχε αλλάξει περιεχόμενο, το ίδιο και η ταυτότητα του εχθρού. Είχε μόλις γεννηθεί μια συμμαχία ανάμεσα στους μικρούς γαιοκτήμονες και τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ο χριστιανός φονταμενταλιστής Τζέιμς Γουάτ, φίλος του Ντικ Τσένι, ο οποίος κατάγεται επίσης από το Γουαϊόμινγκ, διορίστηκε από τον Ρίγκαν, το 1981, επικεφαλής του υπουργείου περιβάλλοντος. Ο στόχος του: «Να οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης όλοι εκείνοι οι γραφειοκράτες και οι δικηγόροι, οπαδοί της μηδενικής ανάπτυξης, οι οποίοι αψηφούν τις ατομικές και οικονομικές ελευθερίες». Σαν να βάζεις το λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Και ο Γουάτ υπόσχεται: «Θα ανοίξουμε κι άλλα ορυχεία, κι άλλες πετρελαιοπηγές, θα εκμεταλλευτούμε περισσότερο τα δάση μας για να χρησιμοποιήσουμε τους φυσικούς μας πόρους αντί να τους κρατάμε κλειδωμένους». (13)

Ο λόγος των Ρεπουμπλικάνων δεν είναι πια τόσο γραφικός, ωστόσο, ενθαρρυμένοι από τις υψηλές τιμές στα καύσιμα, υιοθέτησαν πρόσφατα στο συνέδριό τους μια πλατφόρμα που επανέρχεται στην ακόλουθη σύσταση: «Πρέπει να αντλήσουμε περισσότερο πετρέλαιο από το αμερικανικό έδαφος». Αυτό καθίσταται περισσότερο επείγον, σύμφωνα με τον Μακέιν, από το γεγονός ότι «στέλνουμε 700 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε χώρες που δεν μας συμπαθούν, ενώ ένα μέρος αυτών των χρημάτων καταλήγει στα χέρια τρομοκρατικών οργανώσεων». (14) Εξάλλου, όπως προσυπογράφουν οι πολιτικοί του φίλοι, «τα σενάρια καταστροφής που σχετίζονται με τις κλιματικές αλλαγές, διαδίδονται από τους φανατικούς οπαδούς ενός συγκεντρωτικού κράτους που θέλει να κατευθύνει και να ελέγχει τα πάντα».

Και στο Κολοράντο, μια ομάδα από σπόνσορες, η Free Market Alliance μεταδίδει εδώ και μήνες διαφημιστικά σποτ τα οποία κατηγορούν τον δημοκρατικό υποψήφιο για τη Γερουσία, Μαρκ Γιούνταλ, ότι αντιτίθεται σε περαιτέρω γεωτρήσεις στην πολιτεία: «Πόσα θα πρέπει να πληρώνουμε για να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ μας με βενζίνη; Ο Γιούνταλ γεννήθηκε σε εύπορη οικογένεια, δεν μπορεί να καταλάβει τα βάσανα που επιφέρουν οι ανατιμήσεις στις οικογένειες των βιοπαλαιστών»...

Εν πάση περιπτώσει, όσο κερδίζουν έδαφος τα οικονομικά ζητήματα, όσο οι γεωτρήσεις αλλοιώνουν τα τοπία και οι πλούσιοι, οι συνταξιούχοι ή οι φυσιολάτρες μεταναστεύουν προς τη Δύση, οι θέσεις εργασίες στις μεταλλουργίες δεν προσελκύουν πια ενδιαφερόμενους και ο κόσμος αρχίζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για πάρκα χωρίς περιφράξεις και γεωτρύπανα, για καθαρά ποτάμια και σμάρια από πέστροφες. «Είναι πολλά τα ζητήματα που έχουν φέρει όλη αυτήν την περιοχή της Δύσης πιο κοντά στο Δημοκρατικό Κόμμα», μας συνοψίζει ο Ουίλιαμς. «Αν έπρεπε να επιλέξω ένα, αυτό θα ήταν το περιβάλλον. Οι Ρεπουμπλικάνοι τράβηξαν πολύ το σχοινί, η απληστία έγινε απροκάλυπτη και οι καταστροφές υπερβολικά εμφανείς. Κι ύστερα, από το 1980, γνωρίσαμε την προσέλευση νέων κατοίκων, ορισμένοι από τους οποίους ήρθαν εδώ για τα τοπία και τη γαλήνη της περιοχής».

Όσο υπάρχουν φυσικοί πόροι, θα υπάρχει και η απειλή της ενεργειακής έκρηξης και της πώλησης δημοσίων εκτάσεων σε ιδιώτες. Διάφορες τοποθεσίες του Γουαϊόμινγκ, στις οποίες άλλοτε κατοικούσαν αντιλόπες και λαγοί και ήταν γεμάτες βοσκοτόπια, τώρα πια είναι σημαδεμένες από τους πύργους των πετρελαιοπηγών. Κάποιες νέες ιδιοκτησίες απειλούν την πρόσβαση στα ποτάμια και τα δάση. Ως εκ τούτου, οι ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι της περιοχής εκτιμούν όσο και οι άλλοι το γεγονός ότι έχουν αυτό που ο Ουόλτον Γκάσον, διευθυντής του Wyoming Wildlife Federation (Ομοσπονδία του Γουαϊόμινγκ για την άγρια ζωή) αποκαλεί «ιδανικά μέρη για κυνήγι, για ψάρεμα, για να σταθμεύσεις το τροχόσπιτό σου, να στήσεις την σκηνή σου, να φέρεις τα άλογά σου. Μέρη στα οποία λερώνεις τις μπότες σου και διατηρείς την ψυχή σου καθαρή».

Όταν αρκετοί, με ένα αίσθημα παραίτησης, λένε ότι θα ψηφίσουν «αυτόν που θα κάνει τη μικρότερη ζημιά», μια έκφραση που ακούγεται συχνά τελευταία στη Δύση, ένας δημοκρατικός υποψήφιος δεν βρίσκεται απαραίτητα σε μειονεκτική θέση. Ιδίως, στα μάτια ενός κτηνοτρόφου που χρειάζεται νερό, ενός ψαρά που ανησυχεί μήπως αποδεκατιστούν οι πέστροφες από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενός κυνηγού που αναζητά ελεύθερο χώρο και θηράματα. Τα συμφέροντά τους, επομένως, συμπίπτουν περισσότερο από όσο θα ήθελαν να παραδεχτούν με εκείνα των οικολόγων και των προοδευτικών. (15) Στην συνέντευξή του στη «Billings Gazette», ο γερουσιαστής Τέστερ, έκανε την εξής δήλωση: «Ο Ομπάμα θα εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση στη γη και στις περιοχές του κυνηγιού. Ο Μακέιν, αντίθετα, λέει ότι θα τις πουλήσει».

Ικανοποιητική απόδειξη για το ότι η θεματολογία των Ρεπουμπλικάνων δεν έχει την ίδια απήχηση όπως παλιότερα, αποτελεί η πρόσφατη εκλογή πέντε κυβερνητών του Δημοκρατικού Κόμματος σε οχτώ πολιτείες της Δύσης. Το 2001 ήταν όλοι Ρεπουμπλικάνοι. Για του λόγου το αληθές, ο Σβάιτσερ προβλέπει σεισμικές δονήσεις που θα κλονίσουν μέχρι και τον Λευκό Οίκο: «Είμαστε από εκείνους τους Δημοκρατικούς που μειώνουν τους φόρους, προσελκύουν τις επιχειρήσεις και προστατεύουν το περιβάλλον κι αυτό αρέσει στον κόσμο. Οπότε, αν κοιτάξετε τί συμβαίνει στη Μοντάνα και παράλληλα δεν σας αρέσουν όσα γίνονται στην Ουάσινγκτον, αυτό θα πρέπει να βοηθήσει την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών». Θα πρέπει όμως η βοήθεια να είναι σημαντική και η φθορά των Ρεπουμπλικάνων σαρωτική: το 2004, ο Μπους επικράτησε στην «Πολιτεία του απέραντου ουρανού» με το 59% των ψήφων.

Το σχόλιο του Σβάιτσερ δεν λέει το πώς, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί τρόποι για τη «μείωση των φόρων». Ακόμα κι εκεί, αντί να αντιταχθεί στη δημαγωγία εναντίον της φορολογίας -με τον κίνδυνο να συνενώσει εναντίον του μικρούς και μεγάλους που τρέφουν το ίδιο μίσος για τον φοροεισπράκτορα και το κράτος- ο κυβερνήτης της Μοντάνα μετέστρεψε το πρόγραμμα των Ρεπουμπλικάνων από την αρχική του κατεύθυνση. Στην Ουάσινγκτον του Μπους, η μείωση της φορολογίας ήταν ανάλογη με το φορολογούμενο εισόδημα. Περιττό να εξηγήσουμε ότι ωφελήθηκαν κυρίως -και αποφασιστικά- οι πλούσιοι. Στη Χελένα, αντίθετα, το ποσό της έκπτωσης ήταν το ίδιο για όλους: 400 δολάρια, ανεξάρτητα από τα έσοδα ή την συνολική αξία των ακινήτων. Επίσης, το μέτρο συνοδεύθηκε από μια καλύτερη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες κατάφερναν πάντα να απαλλάσσονται. Η παλιά συμμαχία κατά της φορολογίας που είχαν χτίσει οι Ρεπουμπλικάνοι, δεν άντεξε. «Ο κόσμος κατάλαβε το μήνυμά μας», λέει ο Σβάιτσερ, ο οποίος έχει κάθε λόγο να χαίρεται. «Ξέρει ότι αν επιτρέψουμε στους πλούσιους να μην πληρώνουν, θα είναι οι δικοί του φόροι εκείνοι που θα αυξηθούν». (16)

Η εμπειρία ενός φορολογικού «λαϊκισμού» που ωφελεί τους έχοντες και μιας ξέφρενης «ανάπτυξης», που τόσες ζημιές προκάλεσε στο πέρασμά της, ενισχύεται και από ένα τρίτο παράδειγμα: τις συνέπειες της απελευθέρωσης στον ενεργειακό τομέα. Την έθεσε σε εφαρμογή το 1997 ένας ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης, ο Μαρκ Ρέισικοτ, ο οποίος πρόσκειται στον σημερινό πρόεδρο, και τα αποτελέσματά της ήταν καταστροφικά. Το ίδιο σκηνικό με την Καλιφόρνια - συνεχείς ανατιμήσεις, κερδοσκοπία τύπου Enron, χρεωκοπία μιας μεγάλης επιχείρησης, η οποία συμπαρέσυρε και τους χιλιάδες μικρομετόχους που είχαν επενδύσει τις συντάξεις τους- εκτυλίχθηκε και στη Μοντάνα με τους οικονομικούς ιθύνοντες της Goldman Sachs. «Οι δημόσιες υπηρεσίες μας κατακερματίστηκαν και πολλοί αποκόμισαν τεράστια κέρδη από αυτή την υπόθεση», μας αφηγείται ο Στιβ Ντόχερτι, ο οποίος διευθύνει την επιτροπή αλιείας, φύσης και πάρκων της πολιτείας. Αυτό σηματοδότησε, στα δικά του μάτια, «την αρχή του τέλους για τους Ρεπουμπλικάνους».

Όχι για όλους... Ο Ρέισικοτ επιδόθηκε στη συνέχεια σε μια ιδιαιτέρως επικερδή καριέρα λομπίστα με τη στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων στις οποίες είχε επιδείξει πίστη κατά την εποχή που ήταν κυβερνήτης. Αυτό ήταν ένα ακόμα μάθημα. Η δε αγανάκτηση που προκαλεί μια τέτοια πορεία, επέτρεψε στη λαϊκή δυσαρέσκεια να αλλάξει κατεύθυνση. Εκεί που οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να μέμφονται τους «εξτρεμιστές» οικολόγους, οι οποίοι με τον μαλθουσιανισμό τους (17) ετοιμάζονται να παραδώσουν την Αμερική στις υπέρογκες τιμές του εισαγόμενου πετρελαίου, κάποιοι δημοκρατικοί τολμούν να κατηγορήσουν τους πολιτικούς φίλους των κερδοσκόπων που παίζουν με τις τιμές των πρώτων υλών. Ποιός πιστεύει πραγματικά, εξάλλου, ότι αν τα καύσιμα (οι τιμές των οποίων δεν υπόκεινται πλέον σε ελέγχους) παράγονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους στις ΗΠΑ, θα ήταν και πιο φτηνά; Πριν τις ιδιωτικοποιήσεις, το ηλεκτρικό ρεύμα στη Μοντάνα ήταν το φτηνότερο στην περιοχή. Σήμερα είναι από τα ακριβότερα.

Βιομήχανος, Τεξανός και Ρεπουμπλικάνος, ο Τ. Μπουν Πίκενς έκανε περιουσία χάρη στο πετρέλαιο. Δεν είναι βέβαια ο μοναδικός στο είδος του, αλλά η δική του περίπτωση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής! Είναι, όντως, αδύνατο να δεις τηλεόραση ή να ακούσεις ραδιόφωνο χωρίς να τον πετύχεις να ευαγγελίζεται μια νέα ενεργειακή πολιτική: «Το μεγάλο ζήτημα στην Ουάσινγκτον περιστρέφεται γύρω από το δίλημμα: να αντλήσει κανείς πετρέλαιο ή να μην αντλήσει; Εγώ λέω: “αντλήστε, αντλήστε, αντλήστε”! Αλλά, δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση. Γιατί, ό,τι κι αν κάνουμε, θα παραμείνουμε εξαρτημένοι από το εισαγόμενο πετρέλαιο και θα παρακολουθούμε ανήμποροι τη μεγαλύτερη μεταβίβαση πλούτου στην ιστορία της ανθρωπότητας». Το συμπέρασμά του: «Πρέπει να αντικαταστήσουμε το πετρέλαιο που εισάγουμε με φυσικό αέριο που θα παράγουμε στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό κι εγώ πλήρωσα αυτό το μήνυμα». Και μάλιστα του στοίχισε 58 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά, τη στιγμή που το χρηματιστηριακό του γραφείο έχει επενδύσει στο φυσικό αέριο, δεν πρόκειται για πεταμένα λεφτά...

Το «μήνυμα» του Πίκενς παραπέμπει σε μια ιστοσελίδα (18) η οποία αναφέρει κάτι άλλο: «Η Βόρεια Ντακότα και οι πολιτείες της μεγάλης πεδιάδας (ομάδα που περιλαμβάνει δέκα πολιτείες, ανάμεσά τους το Τέξας, το Κάνσας, το Κολοράντο, το Γουαϊόμινγκ και τη Μοντάνα) διαθέτουν μακράν τα μεγαλύτερα αποθέματα αιολικής ενέργειας στον κόσμο». Ετσι, ο Πίκενς, για να στρέψει τη χρήση του φυσικού αερίου περισσότερο προς τα αυτοκίνητα, ευελπιστεί ότι σε δέκα χρόνια από σήμερα, ο άνεμος θα τροφοδοτεί το 20% του ηλεκτρισμού στην Αμερική αντί για το σημερινό... 1%.

Αν και πολύ περιορισμένη, η παραγωγή αυξήθηκε πέρυσι κατά 45% και εταιρίες όπως η JPMorgan έχουν επενδύσει 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτό τον τομέα. Το μόνο πρόβλημα, το οποίο θα θυμίσει στους κακόβουλους τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, είναι ότι η αιολική ενέργεια που προορίζεται για βιομηχανική χρήση εξαρτάται από τον κρατικό κορβανά σε τέτοιο σημείο, ώστε μόλις εκπνεύσουν τα φορολογικά προνόμια που της έχουν παραχωρηθεί, να κινδυνεύει με κατάρρευση. (19)

Η μικρή ατομική ανεμογεννήτρια δεν γνωρίζει τα ίδια προβλήματα. Καλλιτέχνες και πολιτικοί τρελαίνονται για αυτή και δεν το κρύβουν. Ο τηλεοπτικός σταρ Τζέι Λίνο, ο οποίος αναζητά «οικολογικές λύσεις στα προβλήματα του γκαράζ» έχει εγκαταστήσει μια ανεμογεννήτρια πάνω από το σημείο όπου έχει παρατάξει τα 105 αυτοκίνητά του και τις 80 μοτοσικλέτες του, που όπως λέει «τα χρησιμοποιεί όλα». Τέτοιοι μικροί ανεμόμυλοι κοστίζουν ακριβά και δεν παράγουν καθόλου ηλεκτρισμό, ωστόσο είναι σικ και αρέσουν στο τζετ-σετ. Ο σχεδιαστής Φίλιπ Σταρκ έχει υποσχεθεί ότι θα λανσάρει ένα μοντέλο στην Ευρώπη, από πλαστικό και «κομψό».

Στη Χελένα, μέσα στο γραφείο του που θυμίζει κάτι από εκθεσιακό περίπτερο με νέες μορφές ενέργειας, ο Σβάιτσερ μας επιδεικνύει διάφορες μινιατούρες ανεμογεννητριών.

Και λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στο δρόμο, κάποιες αληθινές μηχανές περιμένουν πότε θα φυσήξει ο άνεμος.

Οι τρύπες των ορυχείων ναρκοθετούν το περιβάλλον

Η πόλη με τις μονοκατοικίες της, τα λιβάδια της και το αναρρωτήριο, φαίνεται ήσυχη. Φανταζόμαστε τα καλύτερα μόλις βρίσκουμε την πινακίδα που αναγράφει: «Καλώς ήρθατε στο Μπιούτ της Μοντάνα, τον πλουσιότερο λόφο στον κόσμο». (20)

Ορισμένες από τις επιπτώσεις του πλούτου είναι ευδιάκριτες στην ύπαιθρο: κοκκινωπά βουνά που μοιάζουν σαν να έχουν αποκεφαλιστεί. Έτσι, το «Μπέρκλεϊ Πιτ», μια γιγαντιαία τρύπα (2100 μέτρα μήκος, 1700 μέτρα πλάτος) γεμάτη νερό, έχει γίνει «τουριστικό αξιοθέατο». Η είσοδος είναι επί πληρωμή. Το εισιτήριο δεν είναι ακριβό (2 δολάρια), ωστόσο τα πλήθη δεν συρρέουν. Και όμως...

Η ιστορία που αφηγείται αυτό το «πηγάδι» δεν είναι κοινότοπη. Από το 1955 ως το 1982, 4,4 δισεκατομμύρια τόνοι άμμου αφαιρέθηκαν από αυτό το σημείο για να διευκολυνθεί η δίοδος στα κοιτάσματα του χαλκού. Το 1982, η Atlantic Richfield Co., που είχε στο μεταξύ αποκτήσει το ορυχείο, διέκοψε την εκμετάλλευσή του. Κατά τη διάρκεια των 25 περίπου χρόνων της δραστηριότητάς της, μόνο αυτό το φρεάτιο παρήγαγε 1,4 δισεκατομμύρια τόνους μεταλλευμάτων. Περιττό να πούμε ότι οι ιδιοκτήτες του συσσώρευσαν αμύθητα πλούτη. (21)

Κάποιες αντλίες παρέμειναν σε λειτουργία για λίγο διάστημα για να ανακόψουν πιθανές πλημμύρες, συμπαρασύροντας τα απόβλητα του ορυχείου και κυρίως τα βαριά μέταλλα. Αλλά, το 1982, η ιδιοκτησία αποφάσισε να περικόψει τα έξοδα, δηλαδή τις αντλίες. Η στάθμη των τοξικών υδάτων ανέβηκε τότε επικίνδυνα. Το 2008 έφτασε τα 145 δισεκατομμύρια λίτρα, όσο δηλαδή 48.000 πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων γεμάτες αρσενικό, χλώριο, θείο... Είναι η πιο τοξική τοποθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Το Μπιουτ υπήρξε το μαλακό υπογάστριο της βιομηχανικής επανάστασης αλλά τώρα πια η πόλη έχει αφοσιωθεί στον καθαρισμό των αποβλήτων. Το οικονομικό μέλλον της Δύσης περνά και μέσα από την αποκατάσταση των τεράστιων ζημιών που έγιναν στο τοπίο, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται 75.000 ορυχεία παρατημένα πάνω στα βουνά. Θα πέσει πολύ χρήμα σε αυτή την αποκατάσταση του περιβάλλοντος», μας εξηγεί ο Πατ Ουίλιαμς, ο οποίος ήταν για χρόνια μέλος της Βουλής της Αντιπροσώπων. Ποιός θα πληρώσει; «Οι πρώην ιδιοκτήτες, μόλις μπορέσουμε να τους βρούμε... Διαφορετικά, το δημόσιο. Τί έχει μεγαλύτερη αξία; Να ανοικοδομήσουμε το Ιράκ και το Αφγανιστάν ή να σώσουμε τα Βραχώδη Όρη;»

ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΑΝΑ

Υπεύθυνος ελέγχου στον τομέα καυσίμων της Μοντάνα, ο Μπομπ Ράνι παρακολουθεί τις νέες κατασκευές να πολλαπλασιάζονται τριγύρω του: «Εδώ, η έκρηξη στην αγορά των ακινήτων δεν έχει τελειώσει ακόμα. Υπάρχουν 35 εκατομμύρια πλούσιοι σε αυτή τη χώρα. Έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αγοράζουν εξοχικά σπίτια». Πολλοί Δημοκρατικοί χαίρονται με τη συρροή των νεοφερμένων. Κοινωνικά φιλελεύθεροι και με οικολογικές ευαισθησίες, κατάφεραν να σπρώξουν στο περιθώριο τους Ρεπουμπλικάνους, που είναι εχθρικοί απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα και συγχρόνως υποταγμένοι στη χριστιανική δεξιά. Οι κάτοικοι της Δύσης, λιγότερο ενθουσιώδεις, υποψιάζονται πως μάλλον θέλουν να μετατρέψουν τους κεντρικούς δρόμους των μικρών τους πόλεων σε «πασαρέλες των Starbucks και των στούντιο της γιόγκα». (22) Κυρίως, έχουν εκτοξεύσει στα ύψη τις τιμές των ακινήτων.

Με την άφιξη του Τεντ Τέρνερ, του Πίτερ Φόντα, του Μελ Γκίμπσον, της Γούπι Γκόλντμπεργκ, του Μάικλ Κίτον και του Τζεφ Μπρίτζες, η Μοντάνα έγινε της μόδας. Τα μικρά χωριάτικα σαλέ του χθες συνυπάρχουν με «σπίτια -τρόπαια» που βγάζουν μάτι, προστατευμένα πίσω από φράχτες και συρματοπλέγματα. Και οι εκτάσεις που τα περιβάλλουν, δεν είναι πια πάντοτε προσιτές. Ορισμένοι ιδιοκτήτες προτιμούν να κρατούν για τον εαυτό τους την πρόσβαση στα ποτάμια. (23) Από οικολογικής πλευράς, οι μεγάλες επαύλεις, που τον περισσότερο καιρό μένουν άδειες, καταναλώνουν πολλή ενέργεια. Η διατήρηση μιας σχετικά ζεστής θερμοκρασίας είναι απαραίτητη για να μπορέσουν να αντέξουν οι σωληνώσεις τον δριμύ χειμώνα στα Βραχώδη Όρη.

Όταν σκέφτεται τους νέους περιπλανώμενους ταξιδιώτες, ο Μπράιαν Σβάιτσερ, κυβερνήτης της Μοντάνα, κάνει ένα ψυχρό απολογισμό, ενδεχομένως υπολογιστικό: «Δίνουν δουλειά σε κόσμο για να τους χτίζουν τα σπίτια κι ύστερα για να τους τα συντηρούν. Συνεισφέρουν στη φορολογία μας. Τα παιδιά τους δεν πηγαίνουν στα δικά μας σχολεία κι αυτοί δεν χρησιμοποιούν τους δρόμους μας, αφού δεν βρίσκονται συχνά εδώ. Δεν μας στοιχίζουν και πολλά».

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»

(1Διαβάστε τα άρθρα του κεφαλαίου «Voyage dans l’ Amérique de droite» στο «Manière de voir», τεύχος 101, «Demain l’ Amérique...», Οκτώβριος – Νοέμβριος 2008.

(2ΣτΕ: Βλ. «Ενας πιλότος στη θέση του Μπους», http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article114.

(3Michael Gledhill, «Who is Barack Obama?», «National Review», Νέα Υόρκη, 1η Σεπτεμβρίου 2008.

(4Αναφέρεται στην «Casper Star – Tribune» (Γουαϊόμινγκ), 28 Αυγούστου 2008.

(5Εκπομπή «60 λεπτά» (Sixty Minutes), CBS, 31 Αυγούστου 2008.

(6Οι προσδιορισμοί ποικίλλουν ανάλογα με το αν περιλαμβάνει κανείς σε αυτή την κατηγορία και τις 25 πολιτείες που βρίσκονται δυτικά του Μισισιπή, μαζί με την Αλάσκα και τη Χαβάη ή αν περιορίζεται στις 13 πολιτείες δυτικά του ποταμού Κολοράντο (Μοντάνα, Γουαϊόμινγκ, Κολοράντο, Νέο Μεξικό, Αϊντάχο, Γιούτα, Αριζόνα, Νεβάδα, Ουάσινγκτον, Όρεγκον, Καλιφόρνια, Αλάσκα και Χαβάη).

(7ΣτΕ: USA PATRIOT Act (ψηφίστηκε στις 26-10-01) από τα αρχικά του: «Uniting and Strengthening America by Providing Appropriate Tools Required to Intercept and Obstruct Terrorism Act of 2001». Ο νόμος επιτρέπει, ανάμεσα σε άλλα, τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, την ανάγνωση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την πρόσβαση σε ιατρικά και οικονομικά αρχεία, την κράτηση και απέλαση μεταναστών στο όνομα της μάχης κατά της τρομοκρατίας.

(8ΣτΜ: Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο σολομός επιστρέφει στο σημείο ακριβώς όπου γεννήθηκε, για να πεθάνει.

(9Jennifer McKee, «Tester endorses Obama on gun ownership issue», «Billings Gazette», 29 Αυγούστου 2008. ΣτΕ: Βλ. http://billingsgazette.net/articles/2008/08/29/news/state/27-tester.txt.

(10ΣτΜ: Ονομασία που δόθηκε στη Μοντάνα εμπνευσμένη από το βιβλίο «Απέραντος Ουρανός» (Big Sky) του A.B. Guthrie Jr. (1901 - 1991).

(11Βλέπε Andrea Peacock, «Libby, Montana, Asbestos & the deadly silence of an american corporation», Johnson Books, Boulder (Κολοράντο), 2003.

(12Στις πολιτείες των ακτών του Ειρηνικού (Καλιφόρνια, Ορεγκον, Ουάσινγκτον), η κυριαρχία έλαβε τέλος το 1992. Ο Ομπάμα αναμένεται να τις κερδίσει χωρίς δυσκολία.

(13Αναφέρεται από τον Lou Cannon, «Ronald Reagan», Perigee Books, Νέα Υόρκη, 1984, σελ. 358 – 359.

(14Αναφέρεται στο U.S. News & World Report, Ουάσινγκτον, 1η Σεπτεμβρίου 2008.

(15Βλέπε Christina Larson, «The end of hunting?», «Washington Monthly», Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2006.

(16Αναφέρεται από τον David Sirota, ο οποίος αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε αυτή την υπόθεση στο βιβλίο του «The Uprising», Crown Publishers, Νέα Υόρκη, 2008.

(17ΣτΜ: Θεωρία που πήρε το όνομά της από τον άγγλο οικονομολόγο Τόμας Μάλθους. Ο Μάλθους, στο «Δοκίμιο πάνω στο νόμο του πληθυσμού» (1798), συνέδεσε τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού με την εξάπλωση της φτώχειας.

(19Βλ. Kent Garber, «A mighty gust from Texas», U.S. News & World Report, 1η Σεπτεμβρίου 2008.

(20ΣτΕ: Στα γαλλικά, απ’ όπου προφανώς προέρχεται, το όνομα της πόλης (Butte) σημαίνει λόφος.

(21Διαβάστε Jeffrey St Claire, «Something about Butte», στην ανθολογία «Red State Rebels», AK Press, Οουκλαντ, 2008.

(22David Sirota, «The Uprising», Crown Publishers, Νέα Υόρκη, 2008, σελ. 21.

(23Βλέπε Jackie Corr, «Montana’s public power movement», Counterpunch, Petrolia (Kαλιφόρνια), 7 Φεβρουαρίου 2006, www.counterpunch.org.

Μοιραστείτε το άρθρο