Του ειδικού απεσταλμένου μας JACQUES DENIS *
Στο Ασουμσάο ζει μια μικρή κοινότητα, στην περίμετρο της προστατευόμενης ζώνης του Μαμιραουά, της πρώτης προστατευόμενης περιοχής που ιδρύθηκε στο κρατίδιο της Αμαζονίας το 1996, αντλώντας έμπνευση από τα έργα του Ζοζέ Μάρσιο Κορέα Αϊρες. Σύμφωνα με τον οικολόγο βιολόγο, μπορούμε να επινοήσουμε μια μη ληστρική εκμετάλλευση των δασών, αναπτύσσοντας «μια ανθρώπινη παρουσία στο πλαίσιο μιας αειφόρου ανάπτυξης». (2)
Το έργο που θα πρέπει να ολοκληρωθεί αποδεικνύεται τεράστιο: το κτηματολόγιο παρουσιάζει τεράστιες ελλείψεις, υπάρχουν διαφορές που αφορούν την ιδιοκτησία της γης, δεν χορηγούνται άδειες εκμετάλλευσης… Δεν πειράζει… «Πρέπει να δουλέψουμε για να αναπτυχθούμε», μας καλεί το σύνθημα που είναι γραμμένο στο σχολείο που χρησιμεύει ως αίθουσα συσκέψεων στο Ασουμσάο. Οι υπεύθυνοι και τα πλέον ενεργά μέλη αυτής της κοινότητας των ριμπεϊρίνιος –των μιγάδων που ζουν στις όχθες του πληθυσμού- μιλάνε για όλα όσα τους απασχολούν: προστασία του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν, μεγιστοποίηση της παραγωγής, βελτίωση του σχολείου… Τα αιτήματά τους παραπέμπουν στην πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος που έχει εκπονηθεί στο Μανάους: το ομόσπονδο κρατίδιο της Αμαζονίας, το οποίο είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερο από την Ελλάδα, έχει κατορθώσει να περιορίσει την αποδάσωση στο 12% της επικράτειάς του.·Οι προστατευόμενες ζώνες, οι περιοχές που ανήκουν στους Ινδιάνους και οι κάθε είδους μονάδες διατήρησης του περιβάλλοντος καλύπτουν το 40% της έκτασής του. Συγκριτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η αποδάσωση πλήττει το 20% της επιφάνειας των γειτονικών ομόσπονδων κρατιδίων του Παρανά και του Ροντόνια.
Στην Αμαζονία το δάσος εξακολουθεί να αποτελεί ένα φυσικό πόρο ζωτικής σημασίας, έστω κι αν η εκμετάλλευση της ξυλείας αποτελεί απλά μια πηγή συμπληρωματικού εισοδήματος για τους γεωργούς και τους ψαράδες. «Πρέπει να ενισχύσουμε τους ελέγχους έτσι ώστε η νόμιμη παραγωγή μας να μην υφίσταται τον αθέμιτο ανταγωνισμό των λαθροϋλοτόμων», τονίζει ο Ισραέλ, ο πρόεδρος του σωματείου που έχουν συστήσει οι κάτοικοι. Απέναντι σε αυτήν την τεράστια πρόκληση, τα μέσα που διαθέτουν το Βραζιλιανό Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και τους Ανανεώσιμους Φυσικούς Πόρους (ΙΒΑΜΑ) και το Ινστιτούτο για την Προστασία του Περιβάλλοντος του Κρατιδίου της Αμαζονίας (ΙΡΑΑΜ) είναι γελοία, παρά το γεγονός ότι έχουν αυξηθεί τα κονδύλια που τους χορηγούνται. Η επιτόπια δράση τους έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Ομως, σε κάθε περίπτωση, όπως πιστεύει και ο Κιμπλέ, «είναι αδύνατον να βάλουμε ένα δασοφύλακα πίσω από κάθε δέντρο. Πρέπει προπάντων να εξασφαλίσουμε τη συνεργασία των τοπικών πληθυσμών. Είναι αυτονόητο ότι η διαφύλαξη της βιοποικιλότητας προϋποθέτει την προστασία του δάσους. Αντίθετα, απορρίπτω την ιδέα ότι θα πρέπει να εμποδίσουμε και την παραμικρή εκμετάλλευση του δάσους. Το ζητούμενο είναι να ενθαρρύνουμε και να οργανώσουμε μορφές αειφόρου εκμετάλλευσης».
Μπορούμε άραγε να εκμεταλλευτούμε το δάσος χωρίς να το καταστρέψουμε; Το ερώτημα βρίσκεται όσο ποτέ άλλοτε στην ημερήσια διάταξη στο Μανάους, στο νευραλγικό κέντρο του κρατιδίου της Αμαζονίας όπου ζουν δυο εκατομμύρια άτομα, δηλαδή περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού του ομόσπονδου κρατιδίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Αν και η ελεύθερη οικονομική ζώνη που δημιουργήθηκε από το δικτατορικό καθεστώς πριν από σαράντα χρόνια ευνόησε την οικονομική και τη δημογραφική ανάπτυξη της πόλης, (3) δεν επέτρεψε την ισορροπημένη ανάπτυξη σε ολόκληρη την επικράτεια και δεν άφηνε περιθώριο για τα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Ο κυβερνήτης Εντουάρντο Μπράγκα, μέλος του Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος της Βραζιλίας (PMDB) και σύμμαχος του Λούλα, εξελέγη το 2002 με έμβλημα την «υπεύθυνη οικολογία στην υπηρεσία των πολιτών». Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπράγκα έδωσε τον τόνο με μια σειρά μεταρρυθμίσεων: δημιούργησε στην κυβέρνηση του ομοσπονδιακού κρατιδίου Υπουργείο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, Υπουργείο Επιστημών και Τεχνολογίας, καθώς κι Οργανισμό Δασών. Ταυτόχρονα, προσεταιρίστηκε τους ηγέτες των κοινωνικών κινημάτων και τους εμπειρογνώμονες των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Το κορυφαίο μέτρο που έδωσε τον τόνο της σημαντικής πολιτικής και σημειολογικής στροφής υπήρξε η δημιουργία το 2003 της «πράσινης ελεύθερης ζώνης», η οποία έχει ως στόχο τη «στήριξη της δασικής, αγροκτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής με τρόπο οικολογικά ενδεδειγμένο, κοινωνικά δίκαιο και οικονομικά βιώσιμο». Ο Βιρτζίλιο Βιάνα, ο πανίσχυρος σύμβουλος του κυβερνήτη για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, ο οποίος έχει σπουδάσει βιολογία στο Χάρβαρντ και ειδικεύεται σε ζητήματα αειφόρου ανάπτυξης, εξηγεί ότι «πρόκειται για το κομβικό σημείο της πολιτικής που εφαρμόζεται στο κρατίδιο της Αμαζονίας. Μεταξύ 2003 και 2007, η “πράσινη ζώνη” επέτρεψε τη μείωση της αποδάσωσης κατά 67%, την επίτευξη ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του 9% και την αύξηση του αριθμού των προστατευόμενων περιοχών κατά 135%. Επίσης, επιτεύχθηκαν αξιόλογα αποτελέσματα στους τομείς της καταπολέμησης της φτώχειας, της εξυγίανσης του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης και της δημιουργίας υποδομών». Τα φυλλάδια που εξέδωσε η τοπική κυβέρνηση κάνουν λόγο για προστατευόμενες εκτάσεις εκατό εκατομμυρίων στρεμμάτων, για χίλια νέα σχέδια διαχείρισης της ξυλείας, για περισσότερες από 60.000 νέες θέσεις εργασίας, και για οικονομικές ενισχύσεις σε περισσότερους από 100.000 παραγωγούς της υπαίθρου. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη πολιτική καθίσταται δυνατή χάρη στην εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη του ομόσπονδου κρατιδίου, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ελεύθερη ζώνη του Μανάους.
Το μέτρο της «Bolsa Floresta» –το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από την «Bolsa Familia» -το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που θέσπισε ο Λούλα- είναι ένα από τα σημαντικότερα προγράμματα στα οποία στηρίζεται η «πράσινη ελεύθερη ζώνη». Στόχος του είναι η ανταμοιβή των τοπικών πληθυσμών στους οποίους έχει ανατεθεί η προστασία του περιβάλλοντος. Ετσι, τέσσερις χιλιάδες νοικοκυριά λαμβάνουν κάθε μήνα 50 ρεάλ (20 ευρώ), ένα σημαντικό ποσό σε σχέση με το κόστος ζωής στην περιοχή. Αναμένεται δε ότι ο αριθμός των δικαιούχων θα υπερδιπλασιαστεί μετά το τέλος του 2008.
Πολλοί από τους φορείς και τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή θεωρούν ότι τα συλλογικά εγχειρήματα και η κοινοτική εργασία μέσα στις μονάδες διατήρησης του περιβάλλοντος ακολουθούν τη σωστή κατεύθυνση. Αντίθετα, κατηγορούν το πρώτο –και πλέον προβεβλημένο- από τα τέσσερα σκέλη της «Bolsa Floresta», το οποίο είναι αφιερωμένο στις οικογένειες, ότι αναπτύσσει μια κουλτούρα εξάρτησης από τις κρατικές ενισχύσεις. Για την Καρολίνα Ράμος, μια δημοσιογράφο από το Σάο Πάολο η οποία εργάζεται στο Ινστιτούτο Mamirauá, «πρόκειται απλά για μια πελατειακή πολιτική, προσαρμοσμένη στη νέα χιλιετία».
Για να χρηματοδοτηθεί η πολιτική, η κυβέρνηση της Αμαζονίας αναγκάστηκε να θεσπίσει φορολογικά κίνητρα και νέο νομικό πλαίσιο: ο νόμος 3135 για την κλιματική αλλαγή, την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη, ο οποίος ψηφίστηκε στα 5 Ιουνίου 2007, «αναγνωρίζει και διευρύνει τα προγράμματα που δρομολογήθηκαν από το Πρωτόκολλο του Κιότο». (4) Για να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, καθιερώθηκε η πιστοποίηση “φίλος του κλίματος και του δάσους του Αμαζονίου”, με την οποία θα πιστοποιούνται οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, έτσι ώστε να γίνεται γνωστή η στράτευσή τους στην υπόθεση της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής».
Το Amazonas Sustentável, στο οποίο το ομόσπονδο κρατίδιο της Αμαζονίας και η Τράπεζα Bradesco καταβάλλουν από 20 εκατομμύρια ρεάλ (8 εκατομμύρια ευρώ), σχεδιάζει να αυξήσει το κεφάλαιό του προσφεύγοντας στον ιδιωτικό τομέα. Η Bradesco έχει ήδη δεσμευθεί να καταβάλλει κάθε χρόνο 4,14 εκατομμύρια ευρώ για μια πενταετία. Δεν είναι η μόνη: στις 7 Απριλίου 2008, ο Μπιλ Μάριοτ, πρόεδρος της ομώνυμης διάσημης αλυσίδας ξενοδοχείων, υπέγραψε στην Ουάσιγκτον πρωτόκολλο συμφωνίας με τον Μπράγκα για την επένδυση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στην προστατευόμενη περιοχή του Ζούμα. Επίσης, ο ιταλικός όμιλος Yamamay που διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες εσωρούχων έκανε μια δωρεά 50.000 ευρώ, λίγο πριν την εξαγγελία ότι θα ανοίξει καταστήματα στη Βραζιλία, και μάλιστα αρχίζοντας από το Μανάους. Κι αν κρίνουμε από το πλήθος των μετακινήσεων των Μπράγκα και Βιάνα, βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Οταν ρωτήθηκε για το εάν από όλα αυτά προκύπτει κίνδυνος ιδιωτικοποίησης ενός μέρους του δάσους, ο Βιάνα απάντησε ότι το ίδρυμα είναι «ένα μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο, αφιερωμένο στα περιβαλλοντικά προϊόντα και υπηρεσίες των προστατευόμενων ζωνών. (…) Σύμφωνα με το νόμο, είμαστε υποχρεωμένοι να επενδύουμε όλα τα έσοδα σε προγράμματα διαχείρισης». Επικαλείται δε το γεγονός ότι ένας ιδιωτικός ελεγκτικός φορέας, η εταιρία Pricewaterhouse Coopers, ελέγχει όλα τα λογιστικά έγγραφα.
Σύμφωνα με την υφυπουργό Περιβάλλοντος Σίλα Μεσκίτα, η οποία υπήρξε τη δεκαετία του 1990 συντονίστρια του Παναμοζονιακού Κοινωνικού Φόρουμ και το 2005 έγινε συνεργάτης του Βιάνα, «η δημιουργία του ιδρύματος επιτρέπει την προσέλκυση επενδύσεων. Το συμφέρον του Μάριοτ συμβαδίζει με τη διάσωση του μεγαλύτερου τροπικού δάσους και τη συνακόλουθη μείωση των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Κι είναι εύλογο να ανταμειφθεί το ομόσπονδο κρατίδιο της Αμαζονίας για τις επενδύσεις που πραγματοποίησε για την προστασία του!» Αυτό που παραλείπει να πει είναι ότι ο Μάριοτ έσπευσε να χρησιμοποιήσει την πρωτοβουλία του για να βελτιώσει την εικόνα της επιχείρησής του. Το Φεστιβάλ Περιβαλλοντικού Κινηματογράφου που δημιούργησε ο Μπράγκα, αποτελεί μια ακόμα πιο χαρακτηριστική περίπτωση: το 2007, οι χορηγοί του ήταν η Coca-Cola και η Nissan. Η πρώτη εξυμνούσε τις αρετές του αναψυκτικού light που παράγει, ενώ η δεύτερη τα ευεργετικά πλεονεκτήματα του οικολογικού της 4 × 4!
«Η σωτηρία του Αμαζονίου έχει μετατραπεί σε πραγματική business», διαμαρτύρεται ο Αντεμίρ Ράμος, καθηγητής πολιτικής ανθρωπολογίας στο ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο του Μανάους και υπεύθυνος ενός ιδιωτικού κέντρου έρευνας για τα «ζητήματα του Αμαζονίου» : «Λαμβάνουν υπόψη μονάχα την χρηματική διάσταση του δάσους. Ομως, από ηθική άποψη, δεν μπορούμε να περιορίσουμε το δάσος στην εμπορευματική του πλευρά. Οι περιβαλλοντιστές έχουν μετατραπεί στους ευαγγελιστές της εποχής μας, και η βίβλος τους είναι μια μορφή οικολογικής προστασίας που είναι προσαρμοσμένη στην παγκοσμιοποίηση». Κι ο Ράμος φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος Amazonas Sustentável, στο οποίο συμμετέχουν πολιτικοί, συνδικαλιστές επιστήμονες και ιδιώτες επιχειρηματίες.
Ο διορισμός στην προεδρία του ιδρύματος του Λουίς Φερνάντο Φουρλάν, πρώην Υπουργού Ανάπτυξης, Εμπορίου και Βιομηχανίας στην πρώτη κυβέρνηση του Λούλα, ο οποίος, εκτός από «βασιλιάς» της βιομηχανικού τύπου κτηνοτροφίας, διατηρεί στενές σχέσεις με τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους, επιβεβαιώνει τις ανησυχίες όσων αμφιβάλλουν για τους πραγματικούς στόχους της οργάνωσης. Εξάλλου, μόλις διορίστηκε, προχώρησε στην εξής δήλωση: «Είμαι ένας πρώην επιχειρηματίας, κι έχω κάνει σπουδές μηχανικού. Δεν είμαι οικολόγος. Βρίσκομαι εδώ για να εξασφαλίσω την ανάπτυξη του ιδρύματος σε παγκόσμιο επίπεδο και, ταυτόχρονα, για να κάνω γνωστό σε όλες τις κοινότητες της Βραζιλίας και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι ένα ομόσπονδο κρατίδιο της χώρας αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση». (5)
Σύμφωνα με τον Κάρλος Σεζάρ Ντουριγκάν, «ουσιαστικά, το ίδρυμα επιδίδεται σε μια διπλή επιχείρηση μάρκετινγκ: οι επιχειρήσεις μπορούν να “πρασινίσουν” την εικόνα τους και να ελπίζουν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα αποκομίσουν στο μέλλον τεράστια κέρδη. Οταν ο Βιάνα εγκατέλειψε την κυβέρνηση, έγραψε μια επιστολή με την οποία απηύθυνε χαιρετισμό στους πραγματικούς φύλακες του δάσους, στους κατοίκους του. Ομως, οι τελευταίοι παίρνουν μονάχα μερικά ψίχουλα μέσα από την “Bolsa Floresta”, τη στιγμή που από τα δικά του χέρια περνάνε εκατομμύρια». Ο Ντουριγκάν, οικολόγος που διευθύνει το ίδρυμα Vitória Amazônia, μια οργάνωση που ειδικεύεται στην περιβαλλοντική εκπαίδευση με έδρα το Μανάους, αμφισβητεί τον τρόπο λειτουργίας του θεσμού, τον οποίο θεωρεί «εξαιρετικά αδιαφανή».
Στα γραφεία της Greenpeace στο Μανάους, ο Πάουλο Αντάριο προσπαθεί να φανεί πραγματιστής: «Πρέπει να αγωνιζόμαστε με τα ίδια όπλα που χρησιμοποιούν κι οι εχθροί μας». Η εμβληματική φυσιογνωμία του βραζιλιάνικου οικολογικού κινήματος θεωρεί ότι «το κομβικό ζήτημα συνίσταται στα χρήματα που είναι αναγκαία για την προστασία των τροπικών δασών σε χώρες που είναι αντιμέτωπες με μεγάλες δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις. Στη Βραζιλία, αρκεί να συγκρίνει κανείς τη σημασία που έχει το Υπουργείο Βιομηχανίας ή Γεωργίας με εκείνη που έχει το Υπουργείο Περιβάλλοντος, για να καταλάβει αμέσως ποιο θα υπερισχύσει». Αυτός είναι χωρίς αμφιβολία και ένας από τους λόγους που ανάγκασαν την Μαρίνα Σίλβα –πρωτεργάτιδα των αγώνων των συνδικάτων των εργαζομένων του Αμαζονίου- να παραιτηθεί στις αρχές Μαΐου του 2008 από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Ως Υπουργός Περιβάλλοντος, ήταν υπεύθυνη για το Πρόγραμμα Αειφόρου Ανάπτυξης της Αμαζονίας, το οποίο είχε μείνει στο επίπεδο των καλών προθέσεων…
Η Greenpeace, η οποία έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη κι άλλων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, έχει επιτύχει τη δρομολόγηση του προγράμματος «Αποδάσωση Μηδέν» –με προϋπολογισμό της τάξης των 416 εκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2015- για τη δημιουργία των υποδομών που είναι αναγκαίες για την πραγματική προστασία του Αμαζονίου: περισσότερος έλεγχος στον άνω ρου του ποταμού, περισσότερες αειφόρες πρωτοβουλίες στον κάτω ρου του. Για να διαρκέσει αυτό το μάννα εξ ουρανού, ο Αντάριο θεωρεί ότι «η απαίτηση να συνεισφέρει η “διεθνής κοινότητα” αντισταθμιστικά ποσά για την προστασία του Αμαζονίου είναι μια έξυπνη ιδέα». Ωστόσο, «υπάρχει ο κίνδυνος του ξεπουλήματος των δασών των φτωχών χωρών στις πλουσιότερες. Συνεπώς, θα πρέπει να θεσπιστούν ποσοστώσεις. Θα πρέπει δε να εξασφαλιστεί ικανοποιητική χρηματοδότηση και να αποτραπεί κάθε προσπάθεια “οικολογικού ξεπλύματος”».
«Πρόκειται απλά για τη βιτρίνα, για ένα απλό φρεσκάρισμα της πρόσοψης στα περιβαλλοντικά ζητήματα», δηλώνει έξαλλος ο Αμερικανός βιολόγος Τσαρλ Κλέμεντ, ο οποίος εδώ και τριάντα χρόνια είναι μέλος του Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνας για τον Αμαζόνιο (ΙΝΡΑ), όπου έχει ειδικευτεί στην μελέτη των φρούτων, και ιδιαίτερα ενός φοίνικα, του «pupunha». Ο Κλέμεντ έχει στρατευθεί στην υπόθεση της ήπιας και ρεαλιστικής «αποανάπτυξης». (6) Η αγαπημένη του φράση είναι η εξής: «Το μοναδικό τμήμα της αειφόρου ανάπτυξης που είναι πραγματικά αειφόρο, είναι η ρητορική της. Είναι πολύ κυνικό αυτό, το ξέρω, όπως εξάλλου και ο Μπράγκα. Γίνεται πολύς λόγος για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά τελικά είσαι αναγκασμένος να τρως τις ίδιες σου τις σάρκες!» Σαν να είχε γίνει επίτηδες, αυτός ο διπλός λόγος γι’ αυτό το ζήτημα έκανε αισθητή την παρουσία του, την ίδια ακριβώς ημέρα, στα πρωτοσέλιδα δύο ημερήσιων εφημερίδων του Αμαζονίου : η «Critica» πανηγύριζε επειδή στις 14 Απριλίου του 2008, στη Σεβίλλη, απονεμήθηκε στον Μπράγκα ένα βραβείο και το ποσό των 30.000 ευρώ (που θα διατεθούν στο Amazonas Sustentável) για την δράση του που αποτελεί παράδειγμα για όλους όσους αγωνίζονται για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, η «Diáro do Amazona»s ανακοίνωνε ότι το ομόσπονδο κρατίδιο της Αμαζονίας επένδυε στη βιομηχανική εκτροφή βοοειδών.
Δύο ημέρες αργότερα, ένα μικρό άρθρο που δημοσιεύτηκε στις εσωτερικές σελίδες χωρίς να τραβήξει την προσοχή, άφηνε να εννοηθεί ότι, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο κυβερνήτης είχε υποστηριχθεί από το λόμπι της βιομηχανίας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Κι ο Ντουριγκάν σχολιάζει: «Ο Μπράγκα συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική ζωή της Βραζιλίας : από τη μια πλευρά δημιουργεί μονάδες διατήρησης του περιβάλλοντας και, από την άλλη, ανοίγει το δρόμο για τους μεγαλοκτηνοτρόφους». (7)
Η Ανα Πολίνα Αγκουιάρ Σοάρες, η οποία αναφέρεται κι αυτή στο «οικολογικό ξέπλυμα» με ένα χαμόγελο που αφήνει να εννοηθούν πολλά, θέτει ακόμα σοβαρότερα ζητήματα. Η γεωγράφος που πρόσκειται στο Κίνημα των Ακτημόνων (MST), παραιτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο για τον Αποικισμό και την Αγροτική Μεταρρύθμιση (Incra) και διδάσκει σήμερα στο ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο του Μανάους. Τελειώνει το διδακτορικό της πάνω στη δράση του κράτους για τη δημιουργία των υποδομών που απαιτούνται για τη λειτουργία των ιδιωτικών επιχειρήσεων μέσα στα δάση.
Ηδη από το 1999, οι έρευνές της την οδήγησαν να ασχοληθεί με το πριονιστήριο Gethal, μια εταιρία η οποία το 2005 εξαγοράστηκε από τον Σουηδό δισεκατομμυριούχο Γιόχαν Ελίας, ιδιοκτήτη της εταιρίας παραγωγής αθλητικού εξοπλισμού Head, «πράσινου» σύμβουλου του Βρετανού πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν (αν και προηγουμένως υπήρξε αντιπρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος) και ταμία της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Cool Earth. Οπως δήλωσε, απέκτησε 1.600.000 στρέμματα δάσους στον Αμαζόνιο στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ωστόσο, αυτή η καλή πράξη ενός «από τους κορυφαίους πράσινους φιλανθρώπους» σύμφωνα με την «Independent», δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε την επιθυμία του να τροποποιηθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο, έτσι ώστε να χορηγηθεί στους ιδιοκτήτες προστατευόμενων δασών μια ισόποση άδεια εκπομπής στην ατμόσφαιρα αερίων του άνθρακα, όπως ισχύει σήμερα για όσους προβαίνουν σε αναδασώσεις: μάλιστα, τα «δικαιώματα ρύπανσης» που θα εκλυθεί σε άλλες περιοχές του πλανήτη μπορούν να πωληθούν, αφήνοντας αξιόλογα κέρδη. Επιπλέον, στις αρχές Ιουνίου, οι αρχές της Βραζιλίας διαπίστωσαν ότι είχε κόψει παράνομα 230.000 δέντρα!
Και η Αγκουιάρ Σοάρες συνεχίζει: «Η χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα στην ατμόσφαιρα ισοδυναμεί με την ιδιωτικοποίηση του δάσους προς όφελος των πολυεθνικών εταιριών. Με το πρόσχημα της προστασίας του περιβάλλοντος, οι τελευταίες μετατρέπονται σε ιδιοκτήτες δασικών εκτάσεων. Τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η εξέλιξη για τους κατοίκους, τις οργανώσεις και τους συνεταιρισμούς;» Στις 25 Μαΐου 2008, ο Ελίας δήλωσε στην εφημερίδα «O Globo» ότι είναι δυνατόν να αγοράσει κανείς την Αμαζονία έναντι 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο Βραζιλιάνος Υπουργός Περιβάλλοντος δήλωσε σοκαρισμένος με την ιδέα. Πιθανότατα, ο Μπράγκα σοκαρίστηκε λιγότερο. Ηδη από το 2006, είχε προσφέρει «πολύτιμη βοήθεια» στον Ελίας, ο οποίος με αυτήν την ευκαιρία είχε προβεί στην εξής δήλωση: «Ολοι οι πολιτικοί φάνηκαν εξαιρετικά εξυπηρετικοί και κατανόησαν στην εντέλεια το σχέδιό μου». (8) Κι όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε μια γενικότερη συγκυρία, στην οποία μεγάλος αριθμός οικολόγων εκφράζει την ανησυχία του για τη νέα αύξηση της αποδάσωσης, ενώ το Incra αναγγέλλει ότι 55 εκατομμύρια στρέμματα έχουν περάσει στην ιδιοκτησία ξένων.
Ωστόσο, στην πρωτεύουσα Μπραζίλια ακολουθούν το παράδειγμα του Μανάους. Στις 13 Δεκεμβρίου 2007, τη στιγμή που ολοκληρωνόταν η διάσκεψη του Μπαλί, (9) η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συγκέντρωσε κεφάλαια στη βάση της εθελοντικής συνεργασίας για την προστασία του Αμαζονίου και την καταπολέμηση των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. (10) Το γεγονός προκάλεσε τον εκνευρισμό του Μπράγκα: «Αραγε τα έσοδα που θα αποκομίσει το ταμείο από τη χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα θα διανεμηθούν στα ομόσπονδα κρατίδια και στις πόλεις που εμπλέκονται σε αυτήν την προσπάθεια;»
Ολοι θέλουν το μερίδιό τους από την «οικολογική» πίτα. Τελικά, την 1η Αυγούστου, ο πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα υπέγραψε στο Ρίο το διάταγμα με το οποίο δημιουργείται το Ταμείο του Αμαζονίου, το οποίο μέχρι το 2021 ενδέχεται να συγκεντρώσει δωρεές έως και 14,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για το 2009, ο προϋπολογισμός του θα φτάσει τα 700 εκατομμύρια δολάρια. Τη διαχείρισή του θα αναλάβει η Εθνική Τράπεζα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης (BNDES), η οποία θα χρηματοδοτεί τα προγράμματα προστασίας του δάσους του Αμαζονίου και αειφόρου ανάπτυξης που θα προτείνει το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Ο Εντουάρντο ντε Μέλο, υπεύθυνος του προγράμματος στην BNDES, μας διαβεβαιώνει ότι οι μελλοντικές δωρεές δεν θα τυγχάνουν ανταλλαγμάτων όπως οι εκπτώσεις φόρου ή η χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα. Ηδη, έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους ορισμένες χώρες και επιχειρήσεις.
«Ο περιορισμός του αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο ζήτημα των εκπομπών άνθρακα αποτελεί μια επιστημονική αίρεση, ένα ιδεολογικό και οικονομικό ιδεολόγημα. Πίσω από αυτήν την οικολογική καινοτομία, η αναφορά στις επιστήμες και στις γνώσεις κρύβει ένα παιχνίδι που θέλει τους επιστήμονες και τους πολιτικούς να συμμετέχουν στην πρόοδο που σημειώνει η εμπορευματοποίηση»,·είναι η ανάλυση της Φλοράνς Πεντόν κοινωνιολόγου στο Ινστιτούτο Ερευνας για την Ανάπτυξη (IRD) και ειδικού στις αναδυόμενες αγορές της βιοποικιλότητας. (11) Πράγματι τα ιδιωτικά συμφέροντα διαστρέφουν συχνά τις οικολογικές ανησυχίες προς όφελός τους. «Ζούμε σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός και προσφέρουμε τα εργαλεία τα οποία χρειάζεται ο καπιταλισμός για να εισχωρήσει στα βάθη του δάσους».
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»