Λίβανος, Κοιλάδα του Μπεκάα. Ο Αμπού Ταλχά κατοικεί στο χωριό Μάζντελ Ανχάρ. Η επαφή δεν ήταν εύκολη: λίγες μέρες νωρίτερα, οι δυνάμεις ασφαλείας εντόπισαν έναν πυρήνα της Αλ Κάιντα στο Μπαρ Ελιάς, σχετικά κοντά στο χωριό του, και συνέλαβαν πολλούς «βετεράνους του Ιράκ». «Δέχτηκα να κάνω αυτήν την κουβέντα, επειδή θέλουμε οι αναγνώστες σας να γνωρίσουν τις θέσεις μας», ξεκαθαρίζει ο Ταλχά.
Μετά την εισβολή στο Ιράκ, το 2003, απάντησε στο κάλεσμα για αντίσταση του ισλαμιστή ηγέτη Αμπού Μουσίμπ αλ Ζαρκάουι. Δεν συμμετείχε στην πρώτη ομάδα εθελοντών από το χωριό του. Πέρασαν σχεδόν έξι μήνες από την πρώτη του επαφή με τους στρατολογητές ώσπου να λάβει επίσημα το πράσινο φως. «Ήθελαν να εξακριβώσουν την ταυτότητά μου, το πόσο αποφασισμένος ήμουν, αλλά και να προετοιμάσουν σωστά όλες τις σύνθετες απαιτήσεις ενός τέτοιου ταξιδιού», μας εξηγεί.
Ο Ταλχά εισχώρησε τότε σε μια ομάδα τεσσάρων ανδρών που εμφανίζονταν ως χουρμαδέμποροι. Πήγαν πρώτα στο Καμισλί της Συρίας, όπου ένας λαθρέμπορος πήρε 300 δολάρια από τον καθένα τους για να τους οδηγήσει στη Βαγδάτη. Όμως, οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας περικύκλωσαν το συνοριακό χωριό στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στην έρημο, όπου και χάθηκαν. Περιπλανήθηκαν για πολλές μέρες ώσπου να φτάσουν στη Βαγδάτη, πολύ αργά πια για το ραντεβού που είχαν κλείσει με τον σύνδεσμό τους. Έψαχναν για λίγες μέρες ακόμα, έως ότου συνάντησαν τον Αμπού Άνας αλ Σάμι, έναν βοηθό του Αλ Ζαρκάουι -νεκροί πια και οι δύο. Επί ένα μήνα, ο Ταλχά ήταν αναγκασμένος να υπομένει τα πάνδεινα σε διάφορα διαμερίσματα στη Βαγδάτη, κατόπιν στη Φαλούτζα, στο πλάι άλλων εθελοντών από αραβικές χώρες που περίμεναν να τους καλέσουν σε κάποια επίθεση αυτοκτονίας. Οι υποψήφιοι όμως ήταν πάρα πολλοί και τα πολεμοφόδια έδειχναν περιορισμένα.
Λίγους μήνες πριν από την αμερικανική εισβολή, τον Μάρτιο του 2003, εθελοντές από διάφορες αραβικές χώρες συγκεντρώθηκαν στο Ιράκ. Η σύντομη κατάρρευση του καθεστώτος τούς άφησε με πεσμένο ηθικό και χωρίς στόχο. Όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ήταν συνήθως τσακισμένοι, σωματικά και ψυχολογικά.
Αντικαταστάθηκαν από ένα δεύτερο κύμα, το οποίο είχε έρθει όχι για να υπερασπιστεί το μπααθικό καθεστώς, αλλά για να αντιμετωπίσει τον στρατό κατοχής. Επρόκειτο για ισλαμιστές που είχαν γαλουχηθεί με την ιδεολογία του «τζιχάντ-τακφίρ» (1) της γενιάς των «Αράβων του Αφγανιστάν» που είχε προηγηθεί.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά των τζιχαντιστών που μάχονταν κατά της σοβιετικής κατοχής κι έτυχαν ευρείας υποστήριξης τόσο από πολλά αραβικά κράτη όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι «βετεράνοι του Ιράκ» διατηρούν περίπλοκες σχέσεις με τις κυβερνήσεις. Κάποιες τους ενθαρρύνουν, άλλες τους καταδιώκουν, όλες κατά βάθος τους φοβούνται, ενώ γίνονται συνήθως αντικείμενα χειραγώγησης. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε χιλιάδες.
Οι «Άραβες του Αφγανιστάν» στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν γραφεία, λίγο ώς πολύ επίσημα, σε αρκετές χώρες του Κόλπου. Οι μαχητές, μάλιστα, επωφελούνταν από τις μειωμένες τιμές στις πτήσεις προς τις βάσεις του Πακιστάν. Η νέα γενιά δεν απολαμβάνει πια τέτοια προνόμια. Αντιθέτως, αρκετές χιλιάδες νέοι συνελήφθησαν από τις αρχές της Συρίας και της Ιορδανίας και απελάθηκαν στις χώρες τους όπου και φυλακίστηκαν: εννέα στην Τυνησία, τέσσερις στην Αλγερία και ο κατάλογος συνεχίζεται.
Σύμφωνα με μη εξακριβωμένες πηγές, η Σαουδική Αραβία αριθμεί περισσότερους από 2.000 «βετεράνους» (2), το ίδιο και η Υεμένη, άλλους τόσους η Τυνησία, 1.000 η Ιορδανία. Χάρη σε αυτούς τους πολεμιστές, η αλγερινή «Ομάδα των Σαλαφιστών για το κήρυγμα και τον αγώνα» (GSCP), πολύ αποδυναμωμένη μέχρι πρότινος, μπόρεσε να αναγεννηθεί και να εξελιχτεί στο ισχυρό παρακλάδι της Αλ Κάιντα στην περιοχή του Μαγρέμπ.
Μακριά από την Παλαιστίνη
Μέχρι την εισβολή στο Ιράκ, το κίνημα της τζιχάντ παρέμενε σχετικά αδιάφορο απέναντι στα προβλήματα και τους αγώνες του αραβικού κόσμου. Αντλούσε την έμπνευσή του από τους Αδερφούς Μουσουλμάνους, γαλουχήθηκε στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 κι έφερε την τζιχάντ στη Βοσνία και το Τατζικιστάν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και κατόπιν στην Τσετσενία, με την άφιξη, μετά το 1995, δώδεκα πολεμιστών υπό την καθοδήγηση κάποιου Χατάμπ (το αληθινό του όνομα ήταν Σαμίρ αλ Σουαϊλέμ, σαουδαραβικής υπηκοότητας), γνωστού για την αγριότητά του.
Η συζήτηση ως προς το γιατί τα κινήματα της τζιχάντ κρατούν αποστάσεις από την ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη, τον κεντρικό αγώνα του αραβομουσουλμανικού κόσμου, χρονολογείται ήδη από τη μάχη κατά της σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν.
Ο Αμπντουλάχ Ατζάμ, θεολόγος και ηγέτης των «Αράβων του Αφγανιστάν», μέντορας του Οσάμα μπιν Λάντεν, ήταν κι αυτός Παλαιστίνιος. Ρωτήθηκε πολλές φορές πάνω σε αυτό το ζήτημα: «Η ερώτηση τέθηκε επανειλημμένα στον δόκτορα Ατζάμ, συχνά παρουσία μου», εξηγεί από το Λονδίνο ο Αμπντουλάχ Ανάς (το αληθινό του όνομα είναι Μπουτζεμά Μπουνουά), σύντροφος και γαμπρός του δόκτορα.
«Απάντησε ότι η Παλαιστίνη ήταν, βέβαια, η πατρίδα του, αλλά οι αραβικές κυβερνήσεις και οι οργανώσεις της αριστεράς μάς είχαν απαγορεύσει να πάρουμε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωσή της. Επομένως, δεν είχαμε περιθώρια επιλογής μεταξύ Παλαιστίνης και Αφγανιστάν. Δεν ήταν τόσο ο καρπός μιας στρατηγικής απόφασης, όσο η ανάγκη να εκμεταλλευτούμε τις περιστάσεις», καταλήγει.
Η Παλαιστίνη αποτέλεσε, επίσης, πηγή διένεξης ανάμεσα στον Αμπού Μουσίμπ αλ Ζαρκάουι και τον μέντορά του, Αμπού Μοχάμεντ αλ Μακντίσι. Μόλις οι δυο τους αφέθηκαν ελεύθεροι το 1999 από τις φυλακές της Ιορδανίας μετά τη χάρη που τους απένειμε ο βασιλιάς, ο Ζαρκάουι έφυγε για το Αφγανιστάν -και εν συνεχεία για το Ιράκ- ενώ ο Αλ Μακντίσι, ο οποίος γεννήθηκε στη Ναπλούζ της Παλαιστίνης, υποστήριζε ότι η τζιχάντ έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην Παλαιστίνη.
Για να κατανοήσουμε την κουλτούρα της τζιχάντ πρέπει να συγκρατήσουμε δύο στοιχεία. Κατ’ αρχάς, η αναχώρηση για μια ξένη χώρα με στόχο τη συμμετοχή στον ιερό πόλεμο προσδιορίζεται συχνά με το επιφώνημα «ίχρα» ή «εγίρα». Είναι η λέξη που περιγράφει τη μετοίκηση του προφήτη Μωάμεθ και των συντρόφων του από τη Μέκκα στη Μεδίνα, το έτος 622 μ.Χ., γεγονός-κλειδί για το Ισλάμ, το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του μουσουλμανικού ημερολογίου: για έναν μαχητή της τζιχάντ, το να μεταβεί στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ συνιστά μια μυστικιστική εμπειρία παρόμοια με εκείνη που βίωσε ο προφήτης και οι σύντροφοί του. Πολλοί μαχητές επιλέγουν ως πολεμικό ψευδώνυμο το «μουχατζέρ» -δηλαδή «μέτοικος»- όπως ο Αμπού Χάμζα Αλ Μουχατζέρ, ο φερόμενος ως διάδοχος του Ζαρκάουι στο Ιράκ.
Ο άλλος ισχυρός μύθος αφορά την καταστροφή μιας αυτοκρατορίας από μια χούφτα νέων ανθρώπων που έχουν στη διάθεσή τους μόνο ελαφρά όπλα, με τον ίδιο τρόπο που οι μουσουλμανικές στρατιές του 7ου αιώνα είχαν γονατίσει τότε την αυτοκρατορία των Περσών. Η ομάδα του Ζαρκάουι, που προήλθε από τις παρυφές του κινήματος των «Αράβων του Αφγανιστάν», έγινε το κυρίαρχο ρεύμα στη τζιχάντ. Σε αντίθεση με άλλες οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα που αποτελείται ως επί το πλείστον από Σαουδάραβες, Γεμενίτες ή Αιγύπτιους, οι πιστοί του Ζαρκάουι ήταν κυρίως Ιορδανοί, Παλαιστίνιοι και Σύριοι. (3)
Αποστάσεις από τον Μπιν Λάντεν
Όταν ο Ζαρκάουι μετέβη στο Αφγανιστάν για δεύτερη φορά, το 1999, εγκατέστησε το γενικό στρατηγείο του κοντά στη Χεράτ, στα δυτικά της χώρας, αρκετά μακριά από τις βάσεις των αράβων τζιχαντιστών οι οποίοι είχαν την έδρα τους στην περιοχή της Τζαλαλαμπάντ και της Κανταχάρ.
Ο Ιορδανός, παρ’ όλο που συνεργάστηκε με τον Λάντεν και τον Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, θεωρούσε ότι η ομάδα που διηύθυνε, η «Αλ Ταουχίντ ουάλ-τζιχάντ» («Μονοθεϊσμός και ιερός πόλεμος»), ήταν ανεξάρτητη: ο σκοπός του ήταν να προετοιμάσει το δικό του δίκτυο για να επιστρέψει στην Ιορδανία. Με αυτό το σκεπτικό, ο Ζαρκάουι απέκτησε επαφές τόσο με το Ιράν όσο και με το ιρακινό Κουρδιστάν.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην ομάδα του Ζαρκάουι και την Αλ Κάιντα αποδείχθηκαν περίπλοκες. Οι απόψεις των δύο σχηματισμών διέφεραν σε αρκετά σημεία: ο Ζαρκάουι, ο οποίος θεωρούσε ότι η ομάδα του δεν ανήκε στο δίκτυο του Μπιν Λάντεν, κατέκρινε τη χλιαρή στάση της Αλ Κάιντα απέναντι σε ορισμένα αραβικά κράτη, ανάμεσά τους και τη Σαουδική Αραβία, και αρνήθηκε να συνταχθεί με το μέρος των Ταλιμπάν στον εμφύλιο πόλεμο του Αφγανιστάν.
Στο Ιράκ, κήρυξε πόλεμο στους σιίτες (4): ο αυτουργός της επίθεσης αυτοκτονίας που στοίχισε τη ζωή σε έναν σιίτη κληρικό, τον Μπακίρ αλ Χακίμ, δεν ήταν άλλος από τον πεθερό του Ζαρκάουι (από τη δεύτερη γυναίκα του). Γι’ αυτό το λόγο και η Αλ Κάιντα αρνήθηκε κάθε ανάμειξη σε αυτή την επίθεση.
Η σχολή του Ζαρκάουι
Ο Ζαρκάουι επιβλήθηκε ως αρχηγός της ιερής αντίστασης κατά της κατοχής στο Ιράκ και μόνο τον Οκτώβριο του 2004, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, δήλωσε υποταγή (μπαγιάα) στο Μπιν Λάντεν.
Η νέα γενιά των τζιχαντιστών έχει ως σημείο αναφοράς μια σχολή σκέψης ακόμα πιο ριζοσπαστική από εκείνη των Αράβων του Αφγανιστάν ή της Αλ Κάιντα. Η δική της στρατιωτική εμπειρία ήταν ακόμα πιο σκληρή από του Αφγανιστάν, εξ ου και η πιο βίαιη κοσμοθεωρία της.
Όταν ο Ζαρκάουι έφτασε στο Ιράκ το 2002, περιστοιχιζόταν πια μόνο από μια χούφτα πιστών πολεμιστών. Μετά την αμερικανική εισβολή, χιλιάδες εθελοντές από όλες τις αραβοϊσλαμικές χώρες συνέρρευσαν στο Ιράκ για να πολεμήσουν κατά της κατοχής μιας μουσουλμανικής γης. Αυτοί αποτελούν τη γενιά του Ζαρκάουι, η οποία είναι έτοιμη να προκαλέσει ένα νέο σχίσμα στους κόλπους του κινήματος της τζιχάντ.
Πιο ριζοσπαστικοί και πιο μαχητικοί, οι νέοι αυτοί διψούν για στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς το αγωνιστικό τους φρόνημα στρέφεται αναγκαστικά γύρω από πράξεις βίας. Η δράση τους προκαλεί νέες πηγές αστάθειας, όπως αποδεικνύει η σημερινή κατάσταση στην Υεμένη.
Η χώρα είναι γνωστή από καιρό για την υποδοχή και την προστασία που προσφέρει στους τζιχαντιστές. Υπήρχαν πολλοί πολεμιστές από την Υεμένη στις τάξεις των Αράβων του Αφγανιστάν, ίσως και 3.000. (5) Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών από το Αφγανιστάν, οι αρχές, εκτός από τους «αφγανούς» Γεμενίτες, υποδέχτηκαν και τζιχαντιστές από άλλες χώρες. Το 1990, η Νότια και η Βόρεια Υεμένη επανενώθηκαν, ωστόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στο καθεστώς του προέδρου Αλί Αμπντάλα Σάλεχ και τους σοσιαλιστές «εταίρους» του Νότου ήταν ήδη έντονες.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου μεταξύ Βορρά και Νότου, το 1994, οι ταξιαρχίες των Αράβων του Αφγανιστάν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συντριβή της απόπειρας του Νότου για απόσχιση. Η Υεμένη είναι επίσης η χώρα καταγωγής της οικογένειας Μπιν Λάντεν. Εύλογα, λοιπόν, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η χώρα δέχτηκε ισχυρές πιέσεις, γιατί στα μάτια της Ουάσινγκτον «δεν υπήρξε καμία επιχείρηση της Αλ Κάιντα που να μη συνδεόταν με τον άλφα ή βήτα τρόπο με την Υεμένη, είτε με αποστολή όπλων και χρημάτων, είτε επειδή κάποιος από τους εκτελεστές ξεκίνησε ή πέρασε από τη χώρα μας», εξηγεί ένας ειδικός πάνω στα δίκτυα της τζιχάντ στη Σανάα.
Υπό τον φόβο μιας αμερικανικής στρατιωτικής επίθεσης εναντίον της χώρας του, ο πρόεδρος Σάλεχ έσπευσε στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2001 και δέχτηκε να συνεργαστεί στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Αλλά οι αρχές εφάρμοσαν διαφορετική πολιτική για καθένα από τα κινήματα της τζιχάντ (6): ενώ από τη μία συλλαμβάνονταν δεκάδες μαχητές, ανάμεσά τους και ο αιγύπτιος Σάιντ Ιμάμ αλ Σαρίφ, θεωρητικός της τζιχάντ, γνωστός με το όνομα «δόκτορ Φαντλ» (7), κάποιοι άλλοι αφήνονταν ελεύθεροι ή κατόρθωναν να δραπετεύσουν.
Διάλογοι κατά το ήμισυ
Η Σανάα εγκαινίασε επίσης ένα σχέδιο διαλόγου με τους φυλακισμένους τζιχαντιστές, του οποίου ηγήθηκε ο δικαστής Χαμούντ αλ Χιτάρ, σήμερα υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων («αλ Αουκάφ»). «Η έναρξη διαλόγου είναι η βάση της επίσημης πολιτικής της Υεμένης η οποία στοχεύει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας», εξηγεί... «Έχουμε ανακαλύψει ότι κάθε τρομοκρατικό κίνημα έχει τη δική του ιδεολογική βάση και μια ιδέα την πολεμάς μόνο με μια άλλη ιδέα. Η χρήση βίας στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δεν μπόρεσε να φέρει την ειρήνη ούτε τη σταθερότητα σε αυτές τις περιοχές. Η Αλ Κάιντα στηρίζεται σε δύο κεντρικές ιδέες: το "τακφίρ" κατά των αραβικών καθεστώτων και το διωγμό των ξένων στρατευμάτων. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, εμμένουμε στη νομιμότητα της κυβέρνησης της Υεμένης. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε ότι η διαφορά θρησκείας ή άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων δεν μπορεί να δικαιολογεί τον πόλεμο».
Η βούληση για διάλογο στόχευε στο να διορθώσει τα στρεβλά οράματα που είχαν ως βάση διάφορες θρησκευτικές αναφορές. Ο Αλ Χιτάρ εξηγεί ότι το σχέδιο διεκόπη το 2005 λόγω πιέσεων στους κόλπους της κυβέρνησης της Υεμένης, όπου κάποιοι ήθελαν να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία με άλλα μέσα.
Πρόσθεσε ότι ο διάλογος αφορούσε τους Άραβες του Αφγανιστάν αλλά όχι τους βετεράνους που επέστρεψαν από το Ιράκ.
Πρόσφατα διατυπώθηκαν πολλές επικρίσεις για την πολιτική της Υεμένης στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η Ουάσινγκτον διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απελευθέρωση του Τζαμάλ Μπαντάουι τον Οκτώβριο του 2007, ο οποίος θεωρείται ένας από τους εγκεφάλους της επίθεσης κατά του αμερικανικού αεροπλανοφόρου US Cole στις 12 Οκτωβρίου του 2000.
Άλλο ένα μήλο της Έριδος αποτελεί η απόδραση 23 κρατουμένων, υπόπτων για συμμετοχή στην Αλ Κάιντα, από μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, τον Φεβρουάριο του 2006, αναμφίβολα με τη βοήθεια ορισμένων φρουρών. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Νάσερ αλ Ουαχάισι, ο οποίος πιστεύεται από ορισμένους πως είναι ο νέος εμίρης (αρχηγός) της Αλ Κάιντα στην Υεμένη.
Ένα από τα βασικά σημεία τριβής με την Ουάσινγκτον αφορά τον σεΐχη Αμπντέλ Μαζίντ αλ Ζιντάνι. Ο περιώνυμος θεολόγος, ο οποίος επηρέασε τον Μπιν Λάντεν κατά τη διάρκεια της τζιχάντ στο Αφγανιστάν, είναι πρόεδρος του ισλαμικού Πανεπιστημίου Αλ Ιμάν της Υεμένης κι ένα από τα εξέχοντα αρχηγικά στελέχη του αντιπολιτευόμενου κόμματος Αλ Ισλάχ... ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί στενές σχέσεις με τις κυβερνητικές αρχές.
Καταζητείται από τις αμερικανικές αρχές και το όνομά του βρίσκεται στη λίστα της «Επιτροπής κυρώσεων κατά της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν» του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Παρ’ όλα αυτά, ο Ζιντάνι χαίρει ευρείας υποστήριξης ανάμεσα στις συνομοσπονδίες των φυλών του Βορρά, στους σαλαφιστές, ακόμα και σε αξιωματούχους της Υεμένης.
Αντιδρώντας σε μια απόπειρα που είχε γίνει τον Ιούλιο του 2007 και είχε στοιχίσει τη ζωή σε εφτά ισπανούς τουρίστες, ο Νάσερ αλ Μπάχρι (ή Αμπού Τζαντάλ, όπως είναι το πολεμικό του ψευδώνυμο), πρώην σωματοφύλακας του Μπιν Λάντεν, έβαλε στο στόχαστρο μια «νέα γενιά» που είχε αποσυνδεθεί από τη μητρική οργάνωση: «Δεν είναι αυτή η στρατηγική του σεΐχη Οσάμα μπιν Λάντεν (...). Η νέα γενιά δεν είναι αυτή του Μπιν Λάντεν, αλλά του Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι, που διαφέρει από την Αλ Κάιντα, όσο και αν ορισμένες ομάδες οικειοποιούνται το όνομα. Αυτή είναι η γενιά του Ιράκ, νέοι χωρίς εμπειρία, που ακολουθούν λάθος κατεύθυνση και κινητοποιούνται κατά δικαίων και αδίκων. Πιστεύουν πως η προηγούμενη γενιά δεν στάθηκε ικανή να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο, ότι οι εκπρόσωποί της είναι άνανδροι κι ότι τους κατασκοπεύουν».
Ο Σάιντ αλ Τζάμχι, ερευνητής πολιτικών επιστημών και συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα την Αλ Κάιντα, αναφέρει κάποια επιπλέον επιχειρήματα και σημειώνει ότι: «Η κυβέρνηση της Υεμένης επικεντρώνεται στις ομάδες της Αλ Κάιντα και δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στη νέα γενιά».
Συμφωνία ανάγκης
Η σειρά δολοφονικών επιθέσεων εναντίον δυτικών στόχων στη Σανάα από τα μέσα του 2007 φέρεται να είναι το έργο μιας ομάδας νεαρών τζιχαντιστών με το όνομα «Κατάεμπ αλ Τζουντ αλ Γιάμα» (Φάλαγγες των στρατιωτών της Υεμένης). (8) Πιστεύεται ότι στόχος τους είναι να αναγκάσουν τις αρχές να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους μαχητές, να βάλουν τέλος στη συνεργασία τους με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο θέμα της ασφάλειας και να επιτρέψουν σε όλους εκείνους που θέλουν να εξαγάγουν την τζιχάντ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Σομαλία, να κινηθούν ελεύθερα.
Η ανάδυση και η δράση της νέας γενιάς ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σιωπηρή συμφωνία που ισχύει ανάμεσα στις αρχές της Υεμένης και την Αλ Κάιντα: τη δέσμευση να μην πραγματοποιηθούν επιθέσεις στην Υεμένη με αντάλλαγμα την ενίσχυση της τζιχάντ με πολεμοφόδια σε άλλους τόπους.
Οι αρχές έχουν ανάγκη από τη στήριξη της τζιχάντ σε δύο μέτωπα. Κατ’ αρχάς, απέναντι στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια στο νότιο τμήμα της χώρας, όπου μια μερίδα του πληθυσμού νοσταλγεί την ανεξαρτησία που έλαβε τέλος με την ενοποίηση το 1990. Εν συνεχεία, απέναντι στην αντίσταση που εκφράζει η φατρία των ζαΐντ (ένα από τα παρακλάδια του σιισμού) στον Βορρά από το 2004.
Αν το πολιτικό κενό και η αστάθεια συνεχιστούν στην Υεμένη, στον Λίβανο και αλλού, οι νέοι αυτοί άνθρωποι ίσως να βρουν άλλους ηγέτες, άλλους κήρυκες και άλλες μορφές οργάνωσης.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»