el | fr | en | +
Accéder au menu

Ανταγωνισμός εναντίον ανεξαρτησίας

Ενεργειακή τραμπάλα στην Ευρώπη

Ρώσικη ρουλέτα

Περίπου τα δύο τρίτα του φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εισαγόμενα, ενώ οι ανάγκες της αυξάνονται διαρκώς. Ανησυχώντας για την αστάθεια των τιμών, καθώς και για την εξάρτησή της από τη Ρωσία, τον κυριότερο προμηθευτή της, επιζητεί τον πολλαπλασιασμό των παρόχων και τη διασφάλιση των αποθεμάτων της. Σε αυτό αποσκοπούν, άλλωστε, τα μέτρα τα οποία παρουσίασε, στις 13 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο. Στον αντίποδα, η Μόσχα διερευνά προοπτικές επέκτασης σε νέες αγορές, ενώ διατηρεί υπό τον έλεγχό της την ανάπτυξη των κυριότερων αγωγών φυσικού αερίου: η εξάρτηση από έναν και μοναδικό πελάτη προβληματίζει έντονα το Κρεμλίνο.

Είναι άραγε εφικτή μία ενιαία ενεργειακή Ευρώπη, την ώρα που οι Βρυξέλλες εργάζονται προς την κατεύθυνση της αποδιάρθρωσης των ιστορικών παικτών αντί να προσβλέπουν στην ανάδυση μιας μεγάλης δημόσιας επιχείρησης σε κοινοτική κλίμακα;

«Η σύσταση μιας πραγματικά ανταγωνιστικής ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο θα μεταφραζόταν σε πτώση των τιμών, σε αποτελεσματικότερη διασφάλιση αποθεμάτων και σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Θα είχε, επίσης, ευεργετικό αποτέλεσμα για το περιβάλλον».

Με τις παραπάνω γραμμές, στην Πράσινη Βίβλο του 2006 για την ανάπτυξη κοινής ενεργειακής πολιτικής (1), κατέστη σαφές ότι οι αστεϊσμοί είναι προσφιλείς στα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ακούγοντάς τους κανείς θα πίστευε ότι η αγορά μπορεί να επιτρέψει τα πάντα: την πτώση των τιμών της ενέργειας, την ενεργειακή ανεξαρτησία και την προστασία του περιβάλλοντος.

Στην πραγματικότητα, για τις Βρυξέλλες ο ανταγωνισμός δεν είναι τόσο μέσο όσο αυτοσκοπός. Πρόσφατο ανακοινωθέν της Επιτροπής αναφορικά με τους ευρωπαϊκούς κλάδους του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας προχωρεί ακόμη περισσότερο: οι ελεγχόμενες τιμές για την ενέργεια, οι οποίες ρυθμίζονται από τις δημόσιες αρχές, κρίνονται υπερβολικά χαμηλές και «αποθαρρύνουν την έλευση νέων ανταγωνιστών» (2) -τα κράτη οφείλουν, επομένως, να απελευθερώσουν τις τιμές.

Παιχνίδι με τις τιμές

Στη Γαλλία, ειδικότερα, η Επιτροπή Ρύθμισης της Ενέργειας (CRE) δεν περίμενε καν τις ενδεχόμενες αντιδράσεις των κρατών-μελών: στο σχέδιό της για την τιμαριθμική πολιτική ηλεκτρικής ενέργειας απηχεί στη διαπασών την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Οι αυξήσεις στις [ελεγχόμενες] τιμές πρέπει να είναι μεγαλύτερες από αυτές που έχουν προταθεί [από την κυβέρνηση]» (3). Μετάφραση: αυξήστε τις τιμές για να ευνοήσετε τον ανταγωνισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα ρίξει τις τιμές...

Ο ανταγωνισμός, φορέας της ανοδικής τάσης των τιμών, θα συνιστούσε επίσης το ιδανικότερο εργαλείο για «την αποτελεσματικότερη διασφάλιση αποθεμάτων». Πράγματι, παρ’ ότι η Ευρώπη υπήρξε ανέκαθεν εξαρτημένη από τους ξένους υδρογονάνθρακες, ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για την περιορισμένη, γεωγραφικά, γκάμα των προμηθευτών της, καθώς και για την υποτέλειά της στην αστάθεια των τιμών.

Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat), η αναλογία της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης αυξήθηκε από 45% το 1997, σε 54% το 2006. (4) Εύλογα, εφόσον, όχι μόνο μειώθηκε η ευρωπαϊκή παραγωγή ενέργειας κατά 9% από το 1997, αλλά και δεν έπαψε να αυξάνεται η συνολική κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας, τουλάχιστον μέχρι το 2007. (5)

Δηλαδή, σε μία δεκαετία, οι καθαρές εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 29%. Αλλά σε τι ακριβώς αντιστοιχεί αυτός ο αριθμός;

Κατ’ αρχάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει ολοένα και λιγότερη ενέργεια από ορυκτά καύσιμα. Ο άνθρακας -πρώτη σε κατανάλωση πρωτογενής μορφή ενέργειας κατά τη δεκαετία του 1960- καταλαμβάνει σήμερα μόλις την τρίτη θέση, μετά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Τα μεταλλωρυχεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Παράλληλα, η προοδευτική εξάντληση των αποθεμάτων μαύρου χρυσού, τα οποία εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο ρυθμό παραγωγής για λιγότερο από οχτώ χρόνια, (6) συνδέει ακόμη πιο στενά την Ένωση με τους προμηθευτές της από τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή, την Αλγερία αλλά και τη Νορβηγία.

Τέλος, η εξόρυξη ευρωπαϊκού φυσικού αερίου μειώνεται από το 1996, ενώ η ζήτησή του έχει αυξηθεί κατά πολύ στη διάρκεια των δεκαπέντε τελευταίων ετών. Το 2007, το 61,5% του φυσικού αερίου το οποίο καταναλώθηκε (ή αποθηκεύθηκε) από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν προϊόν εισαγωγής.

Ο ενθουσιασμός για το φυσικό αέριο οφείλεται εν μέρει στη χρήση του για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ενώ το μερίδιο των πυρηνικών στην ευρωπαϊκή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει στάσιμο από τη δεκαετία του 1990 και εκείνο του πετρελαίου και του άνθρακα δεν παύει να συρρικνώνεται, το μερίδιο του φυσικού αερίου τριπλασιάστηκε μέσα σε δεκαπέντε χρόνια. Όμως, υπάρχει και η άλλη όψη στο ενεργειακό νόμισμα. Κατασκευάζοντας πολλά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού βρίσκονται εξαρτημένες από τις εισαγωγές και τις διακυμάνσεις των τιμών.

Όμοια με την περίπτωση του πετρελαίου, η επιλογή του φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θέτει το ζήτημα της διασφάλισης αποθεμάτων για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, επομένως, αποκαλύπτει την ευάλωτη θέση της έναντι των εξαγωγών χωρών και των προμηθευτών της.

Νέο προϊόν, νέοι πάροχοι

Από τη σκοπιά της Ένωσης, η κατάσταση είναι απλή: το 83,4% του φυσικού αερίου που εισάγει προέρχεται μόνο από τρεις χώρες, τη Ρωσία, την Αλγερία και τη Νορβηγία, ενώ μεταφέρεται κυρίως διαμέσου αγωγών. Συνεπώς, για να προστατευθούν καλύτερα έναντι της οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, οι χώρες οι οποίες εισάγουν επιζητούν, εύλογα, τον πολλαπλασιασμό των παρόχων τους, καταφεύγοντας σε έναν νέο τύπο μεταφοράς, τα υγραεριοφόρα πλοία.

Από το 1985 και μέχρι το 2000, η πτώση των τιμών του φυσικού αερίου είχε ευνοήσει τη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβολαίων (διάρκειας είκοσι ή τριάντα ετών), τα οποία συμπεριελάμβαναν παράλληλα την κατασκευή πληθώρας αγωγών. Η σταθερότητα των τιμών πώλησης στους τελικούς καταναλωτές αερίου ήταν εγγυημένη με το εν λόγω σύστημα, αλλά η διαδικασία σήμαινε ότι οι χώρες εισαγωγείς ήταν άρρηκτα δεμένες με τις χώρες εξαγωγείς.

Ως εκ τούτου, βασικός άξονας για την απελευθέρωση του κλάδου του φυσικού αερίου υπήρξε ο πολλαπλασιασμός των βραχυπρόθεσμων συμβολαίων, ώστε να ενθαρρυνθεί η άφιξη νέων παικτών στις αγορές. Ζητούμενο δεν ήταν η μείωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής εξάρτησης έναντι των προμηθευτών -η εξάρτηση είναι αναπόφευκτη, δεδομένης της απουσίας ανανεώσιμων εγχώριων αποθεμάτων- αλλά η διαφοροποίηση των παρόχων.

Η αγορά του φυσικού αερίου, αντίθετα από εκείνη του πετρελαίου, προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον παράγοντα της γεωγραφικής κατανομής, εξαιτίας των περιορισμών στον τομέα των υποδομών που αφορούν κυρίως τους αγωγούς. Οι συναλλαγές μεταξύ των περιοχών της «Ευρώπης», της «Ασίας» και της «Αμερικής» είναι λιγοστές. Όμως, η διεθνοποίηση της αγοράς εδραιώνεται με την άνοδο της ισχύος του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ). (7)

Το ΥΦΑ καταλαμβάνει έξι φορές μικρότερο όγκο απ’ ό,τι το ομόλογό του σε αέρια κατάσταση, ενώ η μεταφορά του με υγραεριοφόρα πλοία, όπως και η αποθήκευσή του, γίνονται κατά τρόπο όχι μόνον ευέλικτο αλλά και οικονομικό. Πρόκειται για θεόσταλτο δώρο προς τα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, όπως και για τις χώρες-εξαγωγείς, οι οποίες ποντάρουν στο νέο προϊόν: τη Νιγηρία, το Κατάρ, τα κοιτάσματα του οποίου καταλαμβάνουν την τρίτη θέση παγκοσμίως, τη Δημοκρατία Τρινιντάντ και Τομπάγκο, η οποία τροφοδοτεί κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και τη Μαλαισία και την Ινδονησία.

Το 2005, το 22% των παγκόσμιων συναλλαγών φυσικού αερίου πραγματοποιήθηκε με τη μορφή ΥΦΑ -το ποσοστό θα μπορούσε να προσεγγίσει το 38% μέχρι το 2020. Εξαιτίας της εμμονής του ανταγωνισμού, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε, το 2003, (8) έναν περιορισμό στους ιστορικούς παίκτες: να επιτρέψουν την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο, ιδίως στους τερματικούς σταθμούς του ΥΦΑ.

Τα εν λόγω βραχυπρόθεσμα συμβόλαια ικανοποίησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, γιατί διευκόλυναν την εναρμόνιση της προσφοράς (δηλαδή των προμηθευτών) με τη ζήτηση (τους καταναλωτές), απ’ όπου προκύπτει η τελική τιμή στην αγορά.

Όλα φαίνονταν απλά. Όμως ο φιλελευθερισμός αυτού του είδους αποδείχθηκε λειψός: η τιμή της αγοράς διαμορφώθηκε με σημείο αναφοράς τον δείκτη της τιμής του πετρελαίου, η αστάθεια του οποίου συνιστά επιπρόσθετη πηγή αβεβαιότητας για τους αγοραστές, αλλά και για τους εξαγωγείς. Διαμορφώνεται, λοιπόν, μια σχέση αλληλεξάρτησης, από την οποία θα ήθελαν να απεμπλακούν όλοι οι παίκτες...

Πράγματι, η εξέταση του ζητήματος της ευρωπαϊκής ενεργειακής εξάρτησης μόνο υπό το πρίσμα του πελάτη δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Αρκεί να υιοθετήσει κανείς την οπτική των παραγωγών χωρών, για να κατανοήσει ότι η θέση ισχύος τους είναι πιο ευάλωτη απ’ ό,τι αρχικά φαίνεται. Η πλειονότητα των χωρών που προμηθεύουν φυσικό αέριο στην Ευρώπη, τής διαθέτουν συντριπτικό μερίδιο των συνολικών εξαγωγών τους.

Πάνω από το 80% της παραγωγής της Ρωσίας και της Αλγερίας ολοκληρώνει τη διαδρομή της στους ευρωπαϊκούς τερματικούς σταθμούς, όπως και το σύνολο, σχεδόν, του νορβηγικού φυσικού αερίου. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απέχει πολύ από το προνόμιο του μοναδικού καταναλωτή για πολλούς παραγωγούς -πρόκειται για κατάσταση σπάνια, η οποία έχει επονομαστεί «μονοψώνιο». (9)

Όσο κι αν παραμένει διαιρεμένη ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και παρά τις αποκλίνουσες στρατηγικές στους κόλπους της, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξισορροπεί, τρόπον τινά, την ενεργειακή της εξάρτηση με τη δέσμευση των παρόχων της.

Οι συμφωνίες της Gazprom

Για να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που απορρέουν από αυτήν την κατάσταση, ορισμένοι παραγωγοί επιχειρούν να προσανατολίσουν μέρος των εξαγωγών τους κυρίως προς την Κίνα, καθώς και να καταλάβουν θέσεις εγγύτερα στη διανομή στην ευρωπαϊκή αγορά, ώστε να γίνουν επίσης τελικοί διανομείς. Σε αυτό το πλαίσιο, η ρωσική εταιρεία Gazprom, ο κυριότερος προμηθευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης -της παρέχει το ένα τέταρτο των αποθεμάτων της- κατασκευάζει, συνεταιρικά με μεγάλους ευρωπαϊκούς ομίλους, αγωγούς οι οποίοι ανταγωνίζονται... εκείνους που δημιουργούνται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream, για παράδειγμα, που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία περνώντας από τη βόρεια Ευρώπη και ο οποίος αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2010, κατασκευάζεται με τη συμμετοχή των γερμανικών εταιρειών ενέργειας ΕΟΝ και BASF, καθώς και της ολλανδικής εταιρείας διανομής φυσικού αερίου Gasunie.

Ο αγωγός αερίου South Stream, για την τροφοδότηση της νοτιοανατολικής Ευρώπης από τη Ρωσία, κατασκευάζεται με τη συνεργασία της ιταλικής εταιρείας ΕΝΙ και προβλέπεται να είναι έτοιμος το 2013. Αναμένεται ότι θα ανταγωνιστεί σοβαρά τον αγωγό Nabucco, ο οποίος σχεδιάζεται για να δρομολογήσει το φυσικό αέριο του Ιράν μέχρι την Αυστρία, διαμέσου της Τουρκίας.

Ο Nabucco, ο οποίος παρακάμπτει τη Ρωσία, προβλέπεται επίσης ότι θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2013. Όμως, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα όπως η έλλειψη χρηματοδότησης: η συμμετοχή της γαλλικής εταιρείας Gaz de France (GDF) απορρίφθηκε από την Τουρκία, εξαιτίας της αναγνώρισης της αρμενικής γενοκτονίας από τη Γαλλία.

Συμπληρώνοντας τον ρόλο του προμηθευτή με εκείνον του διανομέα, η Gazprom επιδιώκει επίσης να ανταγωνιστεί τη GDF-Suez στη γαλλική αγορά. Μακροπρόθεσμα, ο ρωσικός γίγαντας στοχεύει να εμπορευματοποιήσει το 10% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στη Γαλλία (10) - επιδίωξη που προκαλεί ανησυχία για αθέμιτο ανταγωνισμό:

«Αν η επιχείρηση Gazprom εδραιώσει περαιτέρω τη θέση της στην αγορά παροχής φυσικού αερίου της Ευρώπης, θα μπορεί να αυξήσει στρατηγικά το κόστος των ανταγωνιστών της, πουλώντας τους φυσικό αέριο σε υψηλή τιμή, ενώ παράλληλα θα διαθέτει το δικό της φυσικό αέριο απευθείας στους τελικούς πελάτες της, σε πολύ πιο ανταγωνιστική τιμή». (11)

Απειλούμενες από τις εξελίξεις στη διαμόρφωση των συναλλαγών φυσικού αερίου, οι χώρες-εξαγωγείς θα μπορούσαν επίσης να επιδιώξουν τη σύναψη συμμαχιών. Παρ’ ότι, βραχυπρόθεσμα, η προοπτική σύστασης καρτέλ δεν φαντάζει διόλου πιθανή -εξαιτίας της υπερβολικής απόκλισης των φιλοδοξιών αυτών των χωρών- δεν πρέπει να αποκλειστεί μεσοπρόθεσμα. Η συσπείρωση των βασικών χωρών-εξαγωγέων φυσικού αερίου, κατά τα πρότυπα του Οργανισμού Χωρών Εξαγωγέων Πετρελαίου (ΟΡΕΚ), θα μπορούσε να επιφέρει είτε άνοδο των τιμών είτε μείωση του όγκου παραγωγής.

Στην περίπτωση της Νορβηγίας, εξαιτίας των επιβεβαιωμένα περιορισμένων αποθεμάτων και του εντατικού ρυθμού παραγωγής, προβλέπεται ότι τα κοιτάσματα θα εξαντληθούν με ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλες χώρες, εν δυνάμει συμμέτοχες σε ένα τέτοιο καρτέλ. Αντίθετα, η Ρωσία, η Αλγερία και, ενδεχομένως, η Λιβύη και η Νιγηρία θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τον σκληρό πυρήνα της συμμαχίας, διατρέχοντας, ωστόσο, τον κίνδυνο ηγεμονικής συμπεριφοράς της Ρωσίας στους κόλπους της.

Μια τέτοια συμμαχία θα σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος της απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας: στην παραγωγή, οι χώρες-εξαγωγείς θα διαμορφώνουν τις τιμές και τον όγκο της παραγωγής, ενώ, στη διανομή, οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού θα αποδομηθούν και θα αφεθούν στον ανταγωνισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε άλλο παρά εκπλήσσει η λύση την οποία προκρίνουν οι Βρυξέλλες, δηλαδή την εξαγωγή του ανταγωνισμού στις χώρες-παραγωγούς.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί, εξάλλου, οι συμφωνίες με τρίτες χώρες «να περιέχουν ρήτρες για το άνοιγμα των αγορών, τις επενδύσεις, τον ανταγωνισμό και τη σύγκλιση των κανονιστικών πλαισίων». (12) Πρόκειται περί ουτοπίας; Μάλλον περί εμμονής.

Εστιάζοντας στον σεβασμό και στην επέκταση του ελεύθερου ανταγωνισμού, η Επιτροπή φαίνεται να λησμονεί ότι λειτουργεί σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στην ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο στην οικονομική της ενσωμάτωση στους κόλπους των διεθνών συναλλαγών των μη ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων.

Ευρωπαϊκός δογματισμός

Αντί να παροτρύνει τους γίγαντες της ενέργειας να επενδύσουν σε μονάδες παραγωγής και να αναπτύξουν διάλογο με ξένους παίκτες, η Ευρωπαϊκή Ένωση προτίμησε να καταλύσει τα ιστορικά μονοπώλια.

Ο δογματισμός της όχι μόνο δεν υπήρξε αποτελεσματικός αλλά επέφερε ολιγοπώλιο ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες ενδιαφέρονται περισσότερο να εξυπηρετήσουν τους μετόχους παρά τους «χρήστες», οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε «πελάτες».

Μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική, επίσης ευρωπαϊκού χαρακτήρα αλλά λιγότερο θαμπωμένη από τις ιδεολογικές αναλαμπές του συρμού στις Βρυξέλλες, θα συνίστατο στην οικοδόμηση μιας ενιαίας ενεργειακής επιχείρησης, που θα εγγυάται μια δημόσια ευρωπαϊκή υπηρεσία. Ακόμη και εμπειρογνώμονες που δεν προκρίνουν τον παρεμβατισμό συγκλίνουν στο εξής σημείο: τα δίκτυα διανομής και οι υποδομές τους αποτελούν φυσικά μονοπώλια και πρέπει να τεθούν υπό την αιγίδα ενός και μοναδικού οργανισμού.

Με έρεισμα τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας για πολιτικούς σκοπούς, την ανάπτυξη ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και τον πολλαπλασιασμό των παρόχων φυσικού αερίου, αυτό το υποθετικό δημόσιο μονοπώλιο, ένα είδος Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού/Αερίου ευρωπαϊκής κλίμακας, θα μπορούσε να αναλάβει τη μεταφορά, τη διανομή και μέρος της παραγωγής της ευρωπαϊκής ενέργειας.

Θα έδινε επίσης την ευκαιρία να μειωθούν αισθητά οι συλλογικές δαπάνες (με έναν και μοναδικό λογαριασμό, μια και μοναδική οντότητα για τη διαχείριση όλων των μορφών ενέργειας, μηδενικό κόστος δοσοληψίας και μηδαμινή διοικητική ασυμβατότητα), καθώς και οι εκπομπές αερίων τα οποία προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Όμως, για να ζωντανέψει το εν λόγω σχέδιο, θα χρειαζόταν μια άλλη Ευρώπη...

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Reymond Mathias

Λέκτορας οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Εβρί

(1«Μια ευρωπαϊκή στρατηγική για μια ενέργεια σίγουρη, ανταγωνιστική και ανθεκτική», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM (2006) 105 final, Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

(2Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM (2006) 851 final, Βρυξέλλες, 10 Ιανουαρίου 2007.

(3Επιτροπή Ρύθμισης της Ενέργειας, Παρίσι, 11 Αυγούστου 2008.

(4Ο βαθμός εξάρτησης είναι ο λόγος της διαφοράς εισαγωγών-εξαγωγών προς την κατανάλωση.

(5Πρωτογενής ενέργεια: φυσική ενέργεια προ της επεξεργασίας της (υδρογονάνθρακες, πυρηνικά, άνεμος). Η ευρωπαϊκή κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε κατά 2,2% το 2007.

(6Η αναλογία των αποθεμάτων προς την παραγωγή, η οποία είναι σήμερα 7,8, εξελίσσεται κάθε χρόνο σε συνάρτηση με την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων και τις καινοτομίες στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων.

(7Η υγροποίηση επέρχεται με την ψύξη του φυσικού αερίου σε θερμοκρασία -161 βαθμών Κελσίου.

(8Πρόκειται για την οδηγία 2003/55/CE, η οποία θέτει κοινούς κανόνες για τη δημιουργία της αγοράς φυσικού αερίου.

(9monopsony (αγγλ.) monopsone (γαλλ.) Από το αρχαίο μόνος και οψωνία (αγορά). Πρόκειται για την αγορά όπου υπάρχει μόνο ένας αγοραστής για πολλούς πωλητές -το αντίθετο του μονοπωλίου.

(10Βλ. «Quand la Gazprom impose sa loi», «Alternatives économiques», Παρίσι, Σεπτέμβριος 2008. Σχετικά με την Gazprom, βλ. επίσης Jonathan Ρ. Stern, «The Future of Russian Gas and Gazprom», Oxford Institute of Energy Studies, Οξφόρδη (Ην. Βασίλειο), 2005.

(11Edmond Baranes, François Mirabel & Jean-Cristophe Poudou, «Un divorce risque dans le gaz en France», «Les Echos», Παρίσι, 3 Νοεμβρίου 2008.

(12Πράσινη Βίβλος του 2006, όπ. π.

Μοιραστείτε το άρθρο