Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, μετά την ξαφνική ανακοίνωση της απόλυσής τους, 240 εργάτες της εταιρείας Republic Windows & Doors στο Σικάγο κατέλαβαν παράνομα επί έξι ημέρες το εργοστάσιο στο οποίο δούλευαν. Όλοι τους ήταν μέλη της United Electrical Radio and Machine Workers of America (Ένωση Ηλεκτρολόγων και Χειριστών Μηχανών της Αμερικής), ενός μικρού, πολύ μαχητικού συνδικάτου που πρόσκειται στην αριστερή πτέρυγα του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Δωρεές και μηνύματα συμπαράστασης -ανάμεσά τους και από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα- συνέρρευσαν από τις τέσσερις γωνιές των ΗΠΑ. Και το τόλμημά τους ευοδώθηκε, αφού πέτυχαν ό,τι ζητούσαν: αποζημίωση για εξήντα εργάσιμες ημέρες, την καταβολή του επιδόματος αδείας και την παράταση της ιατροφαρμακευτικής τους κάλυψης για δύο μήνες.
Πριν από 28 χρόνια, ένας κοινωνικός αγώνας που είχε ξεσπάσει στο ξεκίνημα της προεδρικής θητείας του Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε εντελώς διαφορετική έκβαση. Μόλις λίγες μέρες αφότου 13.000 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ξεκίνησαν την απεργία τους, στις 3 Αυγούστου του 1981, το συνδικάτο τους υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Ξεκίνησαν δικαστικοί αγώνες εναντίον 72 ηγετικών στελεχών τους, ενώ οι 12.000 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την εντολή να επιστρέψουν χωρίς καθυστέρηση στις θέσεις τους έλαβαν επιστολή απόλυσης.
Στηριζόμενος στο γεγονός ότι οι ελεγκτές δεν είχαν δικαίωμα στην απεργία, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν [τον οποίο, παρεμπιπτόντως, το συνδικάτο τους, που είχε διαρρήξει τις σχέσεις του με την American Federation of Labor - Congress of Industrial Organizations (Αμερικανική Ομοσπονδία Εργατών - Συνέδριο Βιομηχανικών Οργανώσεων, AFL - CIO), είχε καλέσει τα μέλη του να τον ψηφίσουν λίγους μήνες νωρίτερα... ] τους είχε επιστήσει την προσοχή με μεγάλη αυστηρότητα:
«Όσοι δεν δηλώσουν "παρών" σήμερα το πρωί, θα έχουν παραβιάσει τον νόμο και, αν δεν προσέλθουν στην εργασία τους μέσα στις επόμενες 48 ώρες, θα θεωρηθεί ότι παραιτούνται από τη θέση τους και θα ανακληθούν». Η παταγώδης αποτυχία εκείνου του κινήματος συνοδεύθηκε από μια πολύ απότομη -και μεγάλης διάρκειας- μείωση του αριθμού των απεργιών. (1)
Δίπλα στους απεργούς
Ο Ομπάμα, βέβαια, είναι Δημοκρατικός και όχι Ρεπουμπλικάνος, όπως ο Ρέιγκαν, ωστόσο η σπουδή με την οποία τάχθηκε στο πλευρό των απεργών δηλώνει μια πρωτοφανή τόλμη, έστω και μέσα στους κόλπους της πολιτικής του οικογένειας. Ακόμα και ο Φραγκλίνος Ντ. Ρούσβελτ, η πλέον εξέχουσα μορφή του αμερικανικού προοδευτικού χώρου -για να μην αναφερθούμε καν στους προέδρους Τζίμι Κάρτερ και Μπιλ Κλίντον, οι οποίοι επέδειξαν μια εξαιρετικά διακριτική υποστήριξη απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα- ανταποκρίθηκε στις διεκδικήσεις των εργατών μόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Μάρτιο του 1933, κι ενώ το ποσοστό της ανεργίας έφτανε το 25%.
Απέναντι στην ανησυχητική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, η δράση των εργαζομένων στη Republic Windows θυμίζει τους αγώνες των εργατών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ή των υπερασπιστών των πολιτικών δικαιωμάτων τη δεκαετία του 1960. Η κατάληψη του εργοστασίου, που κατασκευάζει πόρτες και παράθυρα, προετοιμάστηκε με προσοχή. *Τον Νοέμβριο, κάποιοι υπάλληλοι διαπιστώνουν ότι τμήματα του εξοπλισμού αρχίζουν να εξαφανίζονται. Τη νύχτα, καθώς επιθεωρούν την περιοχή, κατορθώνουν να εντοπίσουν το υλικό, το οποίο έχει διοχετευθεί σε έναν πολύ κοντινό εμπορευματικό σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα μόνο συμπέρασμα βγαίνει: η διεύθυνση ετοιμάζεται να κλείσει το εργοστάσιο. Αυτό που εξακολουθούν να αγνοούν οι εργαζόμενοι είναι ότι οι ιδιοκτήτες έχουν ιδρύσει επίσης μια νέα εταιρεία, την Echo Windows κι ότι έχουν εξαγοράσει ένα άλλο εργοστάσιο παραθύρων, όπου οι εργάτες δεν είναι οργανωμένοι σε συνδικάτο, στη μικρή πόλη Ρεντ Όουκ, στην Αϊόβα.
Ο Μαρκ Μάινστερ, μέλος της United Electric, έχοντας καταλάβει πια τι «παίζεται», έρχεται σε επαφή με τον Αρμάνδο Ρόμπλες, ο οποίος δουλεύει εδώ και οχτώ χρόνια στη Republic Windows και ηγείται του τοπικού συνδικάτου.
Οι δυο άντρες εξετάζουν το ενδεχόμενο να καταλάβουν το εργοστάσιο, μολονότι συνειδητοποιούν τους κινδύνους που ελλοχεύουν: όπως, για παράδειγμα, να συλληφθούν για παραβίαση ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μόλις, όμως, ο Ρόμπλες υποβάλλει την πρόταση στους συναδέλφους του, όλοι δηλώνουν έτοιμοι να περάσουν στη δράση. «Εμποδίζαμε τα παράθυρα που είχαν ήδη κατασκευαστεί να βγουν από το εργοστάσιο, οπότε είχαμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις» εξηγεί ο Μέρβιν Μάκλιν, ειδικευμένος εργάτης και αντιπρόεδρος του τοπικού παραρτήματος του συνδικάτου. (2)
Στις 2 Δεκεμβρίου, ο Μπάρι Ντάμπιν, γενικός διευθυντής της Republic Windows, ανακοινώνει ότι το εργοστάσιο θα κλείσει ύστερα από τρεις μέρες. Την απόφαση αυτή τη δικαιολογεί με το γεγονός ότι η Bank of America (Τράπεζα της Αμερικής) ακύρωσε την παροχή πιστώσεων προς την εταιρεία, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει τη λειτουργία της χωρίς καν να μπορεί να καταβάλει τις νόμιμες αποζημιώσεις στους υπαλλήλους της ή να συνεχίσει να καλύπτει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους.
Στις 5 Δεκεμβρίου, το συνδικάτο συγκαλεί γενική συνέλευση στην καφετερία. Όταν ο Ρόμπλες ρωτά ποιος είναι έτοιμος να καταλάβει το εργοστάσιο, όλα τα χέρια υψώνονται.
Οι εργάτες, ισπανόφωνοι σε ποσοστό 80%, αρχίζουν να φωνάζουν ρυθμικά «Si, se puede!» («Yes, we can»), σύνθημα το οποίο πρωτοέκανε γνωστό το συνδικάτο United Farm Workers Union (Ένωση Εργατών Γης) τη δεκαετία του 1960 και χρησιμοποιήθηκε στον προεκλογικό αγώνα του Μπαράκ Ομπάμα με την επιτυχία που όλοι γνωρίζουμε.
Η κατάληψη οργανώνεται σε κλίμα ηρεμίας. Ειδικές επιτροπές επιφορτισμένες με το καθήκον να καθαρίσουν τις εγκαταστάσεις και να διατηρήσουν την ασφάλεια, λαμβάνουν θέσεις με στόχο την πρόληψη τυχόν ατυχημάτων. Ένα πανό στην καφετερία υπενθυμίζει ότι απαγορεύονται το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τα τσιγάρα. Οι εργάτες, έχοντας πια εγκατασταθεί στο εργοστάσιο, στο οποίο ορισμένοι δούλευαν επί αρκετές δεκαετίες, απαιτούν από τη Bank of America και τη διεύθυνση της Republic Windows να βρουν μια λύση: όσο δεν τους διασφαλίζουν την καταβολή των αποζημιώσεων και των επιδομάτων τους, δεν πρόκειται να μετακινηθούν. Ορισμένοι, μάλιστα, κάνουν λόγο για το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας του εργοστασίου υπό καθεστώς αυτοδιαχείρισης.
Η Bank of America, ένας από τους ισχυρότερους οικονομικούς οργανισμούς της χώρας, μόλις ενημερώνεται για την κατάληψη, δηλώνει ότι η ακύρωση της παροχής πιστώσεων αποτελεί μια εύλογη απόφαση, αποτέλεσμα των προβλημάτων ρευστότητας που πλήττουν τη Republic Windows μετά την κατάρρευση του κατασκευαστικού τομέα στις ΗΠΑ: «Ακόμα και όταν μια επιχείρηση αντιμετωπίζει τέτοιου είδους δυσκολίες, οι πιστωτές της δεν μπορούν να παρεμβαίνουν στη λειτουργία της ούτε να την υποχρεώσουν να αναλάβει τη μία ή την άλλη υποχρέωση. Οι αποφάσεις αυτές εναπόκεινται στην ιδιοκτησία και τη διεύθυνση της εν λόγω επιχείρησης».
Δηλώσεις σαν και αυτές, ενδεικτικές της τυφλής υποταγής στον νόμο της αγοράς, οδηγούν, σήμερα, πολλούς Αμερικανούς να απαιτούν από το κράτος να αναλάβει τον έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων και, κυρίως, των τραπεζών.
«Την περασμένη εβδομάδα κόβαμε γυαλί για να εκτελέσουμε μια παραγγελία για χίλια παράθυρα» αφηγείται ο Βισέντε Ράνχελ, ο οποίος εργάζεται στη Republic Windows εδώ και 15 χρόνια. «Δουλειά υπήρχε. Και μια ωραία πρωία, μας καλούν τα αφεντικά για να μας πουν πως πρέπει να παραιτηθούμε όλοι, θέλουμε δεν θέλουμε...». (3) Οι εργάτες κέρδιζαν κατά μέσον όρο 14 δολάρια την ώρα. Είχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σύνταξη.
Παρ’ όλο που ο νόμος παραβιάζεται, κανένας πολιτικός ιθύνων δεν ζητάει από την αστυνομία του Σικάγου να παρέμβει. Συμπτωματικά, η κατάληψη ξεκινάει στις 5 Δεκεμβρίου, την ημέρα κατά την οποία ο Τζορτζ Μπους παραδέχεται δημόσια ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση. Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Εργασίας δημοσιεύει μια έκθεση που αποκαλύπτει ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις κατάργησαν 533.000 θέσεις εργασίας τον Νοέμβριο: πρόκειται για τη σοβαρότερη μείωση από το 1974.
Τα ΜΜΕ δεν αργούν να ενδιαφερθούν. Στις 7 Δεκεμβρίου, σε συνέντευξης τύπου, ένας δημοσιογράφος ρωτά τον Ομπάμα πώς νιώθει για την κατάληψη, η οποία εκτυλίσσεται στην «πόλη του». «Όταν κάποιοι εργαζόμενοι διεκδικούν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται, τους υποστηρίζω ανεπιφύλακτα» απαντά ο νέος πρόεδρος. «Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι οι ίδιες με αυτές που βιώνει σήμερα η χώρα. Όταν το οικονομικό σύστημα αρχίζει να παραπαίει, οι πιστώσεις συρρικνώνονται, οι εταιρείες μειώνουν τις επενδύσεις τους και κάνουν απολύσεις. Είναι σημαντική, επομένως, η εξυγίανση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Όμως, είναι εξίσου αναγκαίο να εγγυηθούμε ότι η κρατική βοήθεια δεν θα χρησιμεύσει μόνο στη βελτίωση του ισοζυγίου των τραπεζών, αλλά και ότι θα φτάσει και στους πολίτες με τη μορφή δανείων προς τους ιδιώτες ή προς τις επιχειρήσεις. Να γιατί πιστεύω ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές οφείλουν να έρθουν αντιμέτωπες με τις υποχρεώσεις τους».
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: καλεί την Bank of America και τη Republic Windows να βρουν μια διέξοδο. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας, της τράπεζας και του συνδικάτου ξεκινούν τότε τις διαπραγματεύσεις. Ο Δημοκρατικός βουλευτής Λούις Γκουτιέρες παίρνει τον ρόλο του διαμεσολαβητή.
Πολύ σύντομα, οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστών και τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων υπογραμμίζουν ότι η τράπεζα είχε μόλις λάβει ομοσπονδιακή βοήθεια ύψους 25 δισ. δολαρίων που προοριζόταν για την επανέναρξη της παροχής δανείων. Η υποκρισία της δεν ξεφεύγει από κανέναν.
Στήριξη των επιχειρήσεων
Ο Ντικ Ντέρμπιν, Δημοκρατικός γερουσιαστής και από τους στενούς συμβούλους του Μπαράκ Ομπάμα, όταν επισκέπτεται τους εργάτες, τους εκφράζει την υποστήριξή του και εκτιμά ότι τα ποσά που διατίθενται στις μεγάλες τράπεζες «δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να πληρώνουν τα μερίσματα και τα μπόνους των διευθυντικών στελεχών. Αυτά τα χρήματα πρέπει να δανείζονται σε επιχειρήσεις όπως η Republic Windows, για να συνεχίσουν να δίνουν δουλειά στους εργάτες τους αντί να τους απολύουν». (4)
Κάποιοι, μάλιστα, κάνουν λόγο για το ενδεχόμενο να αποσύρει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τα εκατομμύρια δολάρια που κατέθεσε στην Bank of America. Διαδηλωτές συγκεντρώνονται έξω από τις θυγατρικές της τράπεζας σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και έξω από τα κεντρικά γραφεία της στη Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας.
Συνδικάτα και σύλλογοι συνασπίζονται για να ιδρύσουν μια οργάνωση με την ονομασία «Jobs with Justice» (δίκαιες θέσεις εργασίας), η οποία καλεί σε διαδήλωση έξω από το δημαρχείο του Σικάγου και απειλεί με μποϊκοτάζ την Bank of America. Στη δε επιχείρηση γίνεται η υπόδειξη ότι ενδέχεται να παραβιάζει έναν ομοσπονδιακό νόμο του 1988, ο οποίος υποχρεώνει τους εργοδότες να ανακοινώσουν τουλάχιστον εξήντα μέρες νωρίτερα τις μαζικές απολύσεις ή το κλείσιμο.
Ο δήμος του Σικάγου της υπενθυμίζει επίσης ότι έλαβε βοήθεια 10 εκατ. δολαρίων, η οποία δόθηκε στο πλαίσιο ενός προγράμματος αστικής αναβάθμισης.
Οι Αμερικανοί, με τη διαμεσολάβηση του συνδικάτου τους, της ενορίας ή του συλλόγου τους, στέλνουν χρήματα, τρόφιμα, ρούχα, κουβέρτες και μηνύματα συμπαράστασης. Η United Electric δημιουργεί μια ιστοσελίδα για να ενθαρρύνει τις δωρεές και να ενημερώνει για την κατάσταση. Αντιμέτωπη με την αποφασιστικότητα των εργατών και την υποστήριξη του Μπαράκ Ομπάμα, καθώς και άλλων μελών του Κογκρέσου, η Bank of America προτιμά να μην αμαυρώσει περαιτέρω την εικόνα της.
Ο ιδιοκτήτης της Republic Windows, ο μισθός του οποίου ανέρχεται στα 225.000 δολάρια τον χρόνο, ζητάει, μέσα στην κρίση, να καλυφθούν από το δάνειο οι μηνιαίες δόσεις των δύο αυτοκινήτων του, μιας BMW και μιας Mercedes, καθώς και να του καταβληθούν οι μισθοί δύο μηνών! Σύντομα θα αναγκαστεί να αναδιπλωθεί.
Η τράπεζα δέχεται τελικώς να αποδεσμεύσει 1,35 εκατομμύρια δολάρια για να αποζημιώσει τους απολυμένους εργάτες. «Αυτό δεν το περιμέναμε» εξομολογείται ο Μάκλιν. «Πιστεύαμε πως μάλλον θα καταλήξουμε στη φυλακή!» (5) Οι συνάδελφοί του κι αυτός είναι πλέον άνεργοι, ωστόσο το συνδικάτο και ο δήμος του Σικάγου έχουν δεσμευθεί να βρουν έναν νέο αγοραστή για την εταιρεία.
Πέρα από τη νίκη αυτή καθεαυτή, η δράση των εργατών υπογράμμισε το πόσο σημαντικό είναι το πρόγραμμα των μεγάλων έργων που ανακοίνωσε ο Ομπάμα.
Αποσκοπεί στη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, και πιστεύεται ότι θα συνεισφέρει στην αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας που έχει αποδυναμωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. «Ο κόσμος πάντα θα έχει ανάγκη από πόρτες και παράθυρα» τονίζει ο Καρλ Ρόζεν, πρόεδρος της General Electric. «Και το πρόγραμμα του Μπαράκ Ομπάμα θα δημιουργήσει νέες αγορές για τα προϊόντα που κατασκευάζουν οι εργάτες της Republic Windows. Είναι παράλογο να κλείνει αυτό το εργοστάσιο, αφού η ζήτηση θα αυξηθεί σίγουρα!»
Ακόμα μία ένδειξη για τη διαφαινόμενη ενδυνάμωση του αγωνιστικού φρονήματος των αμερικανών εργαζομένων είναι η ακόλουθη:
Στις 11 Δεκεμβρίου, στο τέλος ενός λυσσαλέου αγώνα που κράτησε 15 χρόνια, οι εργάτες του μεγαλύτερου σφαγείου στον κόσμο, στο Ταρ Χιλ της Βόρειας Καρολίνας, ψήφισαν υπέρ της ένταξής τους σε συνδικάτο. Οι 5.000 υπάλληλοι της Smithfield Packing είχαν απορρίψει την ένταξη το 1994 και το 1997, ύστερα από ισχυρές πιέσεις που τους άσκησε η διεύθυνση της εταιρείας, η οποία είχε μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της σε αυτή την πολιτεία, επειδή οι νόμοι είναι ιδιαίτερα εχθρικοί απέναντι στα συνδικάτα.
Η ψήφος, η οποία όρισε την United Food and Commercial Workers (UFCW - Ένωση Εργατών Τροφοδοσίας και Εμπορίου) ως εκπρόσωπο των εργαζομένων, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές νίκες των τελευταίων ετών στις ΗΠΑ και τη σημαντικότερη που πέτυχε ποτέ η UFCW. Περίπου το 60% των εργαζομένων σε αυτό το σφαγείο είναι Αφροαμερικανοί.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»