Στο συντηρητικό Καναδό πρωθυπουργό Στίβεν Χάρπερ αρέσουν οι κοινοβουλευτικοί καβγάδες. Επανεξελέγη στις 14 Οκτωβρίου 2008, μετά από πρόωρες βουλευτικές εκλογές, και θέλησε αμέσως να επιβάλλει δέσμη υπερφιλελεύθερων μέτρων ως απάντηση στη διεθνή κρίση. Τα μέτρα προκάλεσαν τέτοια πολεμική ώστε η αντιπολίτευση, η οποία διαθέτει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, πιθανόν σύντομα να ψηφίσει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης και να προκαλέσει νέες εκλογές.
Ο Χάρπερ το γνωρίζει. Επιδιώκει να καταστήσει τους αντιπάλους του υπεύθυνους για μια τέτοια γρήγορη επιστροφή στις κάλπες. Η άνοδός του στην εξουσία, το 2006, τερμάτισε δεκατρία χρόνια παντοδυναμίας του Φιλελεύθερου Κόμματος του Καναδά (PLC). (1) Μετά από δύο προσπάθειες, όμως, δεν έχει ακόμη αποσπάσει και την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η διεξαγωγή νέων εκλογών μέσα στο 2009 ίσως του επιτρέψει επιτέλους να ξεκινήσει τη συντηρητική επανάσταση αλά καναδικά που επιθυμεί. Το Συντηρητικό Κόμμα του Καναδά, που περιορίζεται συνήθως σε κάποια περάσματα από την κυβέρνηση, ελπίζει ότι, σκληραίνοντας τη στάση του, θα καταφέρει τελικά να εκθρονίσει το Φιλελεύθερο Κόμμα του Καναδά, που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή του Καναδά από την ίδρυση του κράτους, το 1867.
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν
Η διαμάχη αυτή εκτυλίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ο Χάρπερ, ο οποίος έχει μετατρέψει τη χώρα του σε πρωταγωνιστή του πολέμου στο Αφγανιστάν, ακολουθεί επιθετική διπλωματία. Η στροφή της εξωτερικής πολιτικής του Καναδά, μιας δύναμης μέτριας εμβέλειας με φθίνουσα διεθνή επιρροή, αντανακλά τη «στρατιωτικοποίηση» των διεθνών σχέσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών: παλαιότερα, η Οτάβα, όπως και το Παρίσι, επιθυμούσαν να διαφοροποιούνται από την Ουάσινγκτον, διακηρύσσοντας ότι ακολουθούν «φιλεύσπλαχνη» εξωτερική πολιτική και υποστηρίζοντας τη διεθνή συνεργασία. Σήμερα, οι δύο πρωτεύουσες ανεβάζουν τους τόνους για να ανακτήσουν το χαμένο τους γόητρο.
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν προσέφερε στον Χάρπερ την ευκαιρία που επιζητούσε. Το 2006, εξελέγη με βάση ένα πρόγραμμα που αφορούσε κυρίως την εσωτερική πολιτική. Στο συγκεκριμένο πεδίο, όμως -τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση του αμερικανικού και παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος-, βασίλευε η ηρεμία: η χώρα παρουσίαζε δημοσιονομικά πλεονάσματα, γνώριζε μια εποχή ευημερίας χωρίς προηγούμενο, η απειλή απόσχισης του Κεμπέκ έχει σχεδόν εκλείψει. Μόνο το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έμοιαζε να θέτει σοβαρές προκλήσεις.
Λίγο μετά τις εκλογές, η στρατιωτική συμμετοχή του Καναδά στον πόλεμο του Αφγανιστάν επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη. Δύο γεγονότα συμπίπτουν χρονικά για να θυμίσουν στους Καναδούς αυτόν τον πόλεμο που πολλοί τότε χαρακτήριζαν «ξεχασμένο». Το πρώτο είναι, το Φεβρουάριο του 2006, η μετεγκατάσταση των Καναδών στρατιωτών –που είχε αποφασιστεί το 2005 από τον φιλελεύθερο Πολ Μάρτιν- από την Καμπούλ στην Κανταχάρ, μια από τις βιαιότερες επαρχίες του Αφγανιστάν, στα νότια της χώρας. Το δεύτερο γεγονός είναι η συζήτηση για την παράταση της καναδικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, η οποία θα τερματιζόταν εκείνη τη χρονιά. Ο Χάρπερ επιτυγχάνει με ευκολία παράταση τριών χρόνων (τελικά, η πιθανή αποχώρηση ορίστηκε για το 2011). Η κοινή γνώμη αντιτίθεται στον πόλεμο αυτό εδώ και πολύ καιρό: ο Χάρπερ εμποδίζει τη δημόσια συζήτηση, υιοθετώντας από τους Αμερικανούς εθνικιστικά συνθήματα του τύπου «Να υποστηρίξουμε τους στρατιώτες μας».
Η επωδός του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», τόσο προσφιλής στον Τζορτζ Μπους, δεν τον ενοχλεί. Όμως, η τρομοκρατία δεν είναι το κύριο μέλημά του. Όπως υπογραμμίζει ο ειδικός σε θέματα διεθνών σχέσεων Ντιουάν Μπρατ: «[Ο Χάρπερ] επεδίωκε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική παρουσία της χώρας στο Αφγανιστάν για να την επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο. Πολλοί παρατηρητές είχαν επισημάνει τη μεγάλη απώλεια επιρροής του Καναδά. Κατά την επίσκεψή του στο Αφγανιστάν [το Μάρτιο του 2006, στο πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό μετά την εκλογή του], ο Χάρπερ δήλωσε ότι η αποστολή αυτή είχε ως στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων του Καναδά: ήταν, επίσης, μια ευκαιρία για τη χώρα να δείξει ηγετικό πρόσωπο. Λίγες ημέρες αργότερα, στο λόγο που εκφώνησε με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρωθυπουργός δεσμευόταν να υιοθετήσει πιο δυναμική διπλωματία, να ενισχύσει το στρατό και να αξιοποιήσει καλύτερα το καναδικό δολάριο. Τέτοιου είδους ρητορική υιοθετούν συχνά οι Καναδοί πρωθυπουργοί. Όμως, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Χάρπερ προχώρησε στις απαραίτητες επενδύσεις για να σεβαστεί τις δεσμεύσεις του». (2)
Μεγάλες δαπάνες για την άμυνα
Πραγματικά, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του αυξάνει το λειτουργικό προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων κατά 1,1 δισεκατομμύριο καναδικά δολάρια το χρόνο και θέτει 17,1 δισεκατομμύρια καναδικά δολάρια στη διάθεση του υπουργείου Άμυνας για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. (3)
Οι δαπάνες αυτές αναλήφθηκαν άνετα, στο βαθμό που, από το οικονομικό έτος 1997-98, το κράτος παρουσιάζει συνεχώς μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Παρά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την κλιμάκωση των φόβων για την ασφάλεια στη Δύση, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί, μέχρι τότε, για σημαντική αύξηση στον προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων. Μάλιστα, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Ζακ Κρετιέν που, το 2003, είχε συνειδητοποιήσει ότι σύντομα θα εγκατέλειπε τη θέση του, είχε την πολυτέλεια να αρνηθεί την εμπλοκή της χώρας του στο Ιράκ όταν αποφασιζόταν η αμερικανική εισβολή. Ήταν μια απόφαση που ο Χάρπερ είχε αποδοκιμάσει εκείνη την εποχή -αργότερα, παραδέχτηκε ότι είχε κάνει «λάθος» στο συγκεκριμένο θέμα.
Κατά κάποιον τρόπο, οι φιλελεύθεροι έστρωσαν το έδαφος για τη συντηρητική επανάσταση που ήθελε να φέρει ο Χάρπερ, με τη σημαντική αποδυνάμωση του κράτους που είχαν οικοδομήσει τριάντα χρόνια πριν. Οι φιλελεύθεροι απάλλαξαν το κράτος από τα χρέη του, ακολουθώντας ένα σκληρό πρόγραμμα «αποτοξίνωσης» και εφοδίασαν τους συντηρητικούς με τους πόρους που χρειάζονταν για να μεταμορφώσουν τη χώρα.
H εποχή των παχιών αγελάδων συνέπεσε χρονικά με την ήττα του καναδικού στρατιωτικού δόγματος των τελευταίων πενήντα ετών, που ήταν επικεντρωμένο σε αποστολές διατήρησης της ειρήνης. Ο στρατηγός Ρομέο Νταλέρ, διοικητής της δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στη Ρουάντα κατά τη γενοκτονία του 1994, διηγήθηκε σε βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 2003, την αδυναμία του να εμποδίσει τη σφαγή και να κινητοποιήσει τη «διεθνή κοινότητα». (4)
Ο στρατηγός Ρικ Χίλιερ, επικεφαλής των καναδικών ενόπλων δυνάμεων, αποδεικνύεται ιδανικός συνοδοιπόρος για τον Χάρπερ. Είναι ο πρώτος από τους στρατηγούς του που έχει σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφερε μαζί του την κουλτούρα της μάχης και την ελευθερία έκφρασης των Αμερικανών στρατηγών, οι οποίες απέχουν πολύ από τους χαμηλούς τόνους που γενικά υιοθετούσαν οι Καναδοί ομόλογοί τους. Το 2005, ο Χίλιερ, υποστηρίζοντας δημόσια τις κατευθύνσεις που ακολουθούσε ο Χάρπερ, δηλώνει: «Πιστεύω ότι ο κόσμος περιμένει περισσότερα από τον Καναδά. Περιμένει τον Καναδά να αναλάβει περισσότερες ευθύνες. Οι ευθύνες αυτές, όμως, και η δυνατότητα να επηρεάζετε την πορεία των πραγμάτων δεν σας δίνονται παρά μόνο εάν έχετε εμπλακεί σε επαρκή βαθμό σε μια συγκεκριμένη αποστολή».
Η αποστολή αυτή είναι το Αφγανιστάν. Ο Χίλιερ χρησιμοποιεί έναν φιλοπόλεμο τόνο που θυμίζει συχνά την τεξανική κομπορρημοσύνη, ενώ προβαίνει τακτικά σε δημόσιες δηλώσεις, ζητώντας περισσότερα κονδύλια. Για τον Χίλιερ, οι Ταλιμπάν είναι «απεχθείς δολοφόνοι και καθίκια» και οι καναδικές ένοπλες δυνάμεις «δεν είναι ένα κρατικό όργανο όπως τα άλλα: η δουλειά μας είναι να σκοτώνουμε». Τον Χίλιερ, που αποστρατεύτηκε τον περασμένο Ιούλιο, αντικατέστησε ο πιο διακριτικός στρατηγός Ουόλτερ Νάτιντσικ, ο οποίος, όμως, έχει εκπαιδευτεί και αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για μια τοποθέτηση που ενισχύει την προσχώρηση των καναδικών ενόπλων δυνάμεων στο αμερικανικό δόγμα ασφαλείας. Τριάντα χρόνια πριν, ο Καναδάς επιθυμούσε να είναι «καταφύγιο απέναντι στο μιλιταρισμό» της γειτονικής του χώρας…
Η φιλία με τις ΗΠΑ
Πιστός στις θέσεις των Καναδών συντηρητικών, ο Χάρπερ θεωρεί τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ζωτικής σημασίας για τη χώρα. Το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν έχει και πολύ διαφορετική άποψη, διαφέρει, όμως, ο ζήλος με τον οποίο προσπαθεί να ευχαριστήσει το Λευκό Οίκο. Για τον πρωθυπουργό, αντίθετα, η στενή συνεργασία με την Ουάσινγκτον αποτελεί τον κύριο μοχλό που θα επιτρέψει στην Οτάβα να ανακτήσει τη διεθνή επιρροή της. «Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης επιτρέπει σε νέες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, να εμφανιστούν», εξηγεί ο Ζαν Ντοντλέν, ειδικός σε θέματα καναδικής εξωτερικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο Κάρλετον, στην Οτάβα. «Την ίδια στιγμή, το 80% του ΑΕΠ του Καναδά απορροφάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Αμερικανοί, αντίθετα, αναπτύσσουν όλο και στενότερες εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες. Η αυξανόμενη ασυμμετρία στις σχέσεις μεταξύ Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών ανησυχεί τον Χάρπερ. Για τον Χάρπερ, η καναδική στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν μετατρέπεται σε μέσο εξισορρόπησης του χάσματος που διευρύνεται».
Ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί παρά να είναι ευχαριστημένος με μια τέτοια εξέλιξη: η καναδική υποστήριξη στο Αφγανιστάν έρχεται να ανακουφίσει τον εξαντλημένο αμερικανικό στρατό. Και η υποστήριξη του Καναδά δεν περιορίζεται σε στρατιωτικό επίπεδο: νομιμοποιεί, επίσης, τον πόλεμο στην κοινή γνώμη, τη στιγμή που για το θέμα του πολέμου στο Ιράκ, πολλές από τις χώρες που αρχικά συμμετείχαν στο στρατιωτικό συνασπισμό προτίμησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους.
Ο υπολογισμός που έκανε ο Χάρπερ τον δικαιώνει: τον τελευταίο καιρό, ο Καναδάς έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο σε διάφορα διεθνή ζητήματα. Όταν, πέρσι, στην Οτάβα, ανεξάρτητη επιτροπή αποφάνθηκε ότι η παράταση της καναδικής παρουσίας στο Αφγανιστάν μέχρι το 2011 εξαρτάται από την άφιξη συμμαχικών ενισχύσεων στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, η είδηση της αποστολής από τη Γαλλία συμπληρωματικής δύναμης στρατιωτών πέρασε σε δεύτερο πλάνο.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ, που συγκεντρώθηκαν στο Βουκουρέστι, τον περασμένο Απρίλιο, επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στον Νικολά Σαρκοζί. «Ο Στίβεν Χάρπερ θεωρεί ότι οι επτακόσιοι στρατιώτες που θα στείλει η Γαλλία στα σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν θα επιτρέψουν την απαγκίστρωση αμερικανικών δυνάμεων [για συνδράμουν τους Καναδούς στρατιώτες]» , αναλύει ο Κριστιάν Ριού στην καθημερινή εφημερίδα του Μόντρεαλ «Le Devoir». (5) Σύμφωνα με τον Ριού, η απόφαση αυτή σηματοδοτεί, επίσης, και το τέλος των «“ιστορικών εντάσεων” που έφερναν αντιμέτωπη τη Γαλλία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο».
Επιπλέον, στον Καναδά αποκαλύφθηκε μυστική έκθεση του ΝΑΤΟ, η οποία υπογράμμιζε την έλλειψη εξοπλισμού και προετοιμασίας των Γάλλων στρατιωτικών που σκοτώθηκαν σε ενέδρα, στις 18 Αυγούστου, στο Αφγανιστάν. Το έγγραφο αυτό, που «διέρρευσε» στην καθημερινή εφημερίδα του Τορόντο «The Globe and Mail», δημοσιεύτηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα πριν συζητηθεί στη γαλλική εθνοσυνέλευση η παραμονή των Γάλλων στρατιωτών στο Αφγανιστάν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν καταδίκασε «τα ψεύδη και την παραπληροφόρηση» της έκθεσης του ΝΑΤΟ. Ανακοίνωσε, όμως, την αποστολή επιπλέον στρατιωτών και εξοπλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η διοχέτευση του μηνύματος μέσω του Καναδά, ο οποίος διατηρεί την εικόνα μιας «συμπαθητικής» χώρας, επιτρέπει να αποφευχθεί η δυσπιστία που θα προκαλούσε στη γαλλική κοινή γνώμη εάν προερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Προς τη Λατινική Αμερική
Ο Χάρπερ δεν εμπλέκεται στη συγκεκριμένη διαρροή. Αλλά η συνέπεια με την οποία παίζει το ρόλο του πρωτοπαλίκαρου είναι αξιοσημείωτη. Μάλιστα, αποδείχτηκε πρόθυμος να ασκήσει πίεση στο εξωτερικό, για να υποστηρίξει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Κολομβία. Η Οτάβα και η Ουάσινγκτον, καθεμία από την πλευρά της, αλλά με συμπληρωματικό τρόπο, έχουν ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση μιας τέτοιας συμφωνίας με τη Μπογοτά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το θέμα δικαιολογημένα προκαλεί τεράστια συζήτηση. Στον Καναδά, επικρατεί αδιαφορία. Παρ’ όλα αυτά…
Μια συμφωνία με την Κολομβία που θα ανοίξει ακόμη περισσότερο τη νοτιοαμερικανική χώρα και τις πηγές ορυκτού πλούτου της στις πολυεθνικές, χωρίς να τους ζητηθεί σημαντικό τίμημα, θα έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Κολομβιανών μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι ήδη αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα επιδοτούμενα προϊόντα του Βορρά. Θα έχει ως προβλέψιμο αποτέλεσμα νέες βιαιότητες από την πλευρά των παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες θα επιδιώξουν να βάλουν χέρι στα πιο εύφορα εδάφη της χώρας για να καλλιεργήσουν προϊόντα με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Τα δεδομένα αυτά δεν ήταν άγνωστα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πόσο μάλλον στους κόλπους του Κογκρέσου, όπου οι Δημοκρατικοί διαθέτουν την πλειοψηφία και δεν υποστηρίζουν πια με τόση θέρμη το ελεύθερο εμπόριο. Ο Μπους έδωσε σκληρή μάχη για να αποσπάσει την υπογραφή της συμφωνίας αυτής και ο Χάρπερ τον βοήθησε αφειδώς. Το Σεπτέμβριο του 2007, κατά την επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη, ο Χάρπερ απευθύνθηκε άμεσα στα μέλη του Κογκρέσου, ζητώντας τους να επικυρώσουν τη συμφωνία. Εξάλλου, όταν, τον περασμένο Απρίλιο, ο Μπους παρουσιάστηκε στο Κογκρέσο για να υπερασπιστεί τη συμφωνία, επικαλέστηκε τον Χάρπερ: «Ο Καναδός πρωθυπουργός Στίβεν Χάρπερ είπε: “Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες γυρίσουν την πλάτη στους φίλους τους στην Κολομβία, θα πρόκειται για μεγαλύτερο πλήγμα στον αγώνα μας από ό,τι θα έλπιζε να μας καταφέρει οποιοσδήποτε Νοτιοαμερικανός δικτάτορας”». Η εμπορική συμφωνία μεταξύ Κολομβίας και Καναδά υπογράφηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Η αντίστοιχη συμφωνία της Κολομβίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει ακόμη επικυρωθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο.
Ο δεύτερος Μπους
Κατά την πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία στον Καναδά, πολλοί από την αντιπολίτευση προσπάθησαν να περιγράψουν τον Χάρπερ ως «δεύτερο Μπους». Μια τέτοια καρικατούρα παραλείπει ένα καθοριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του: την προσήλωσή του στις ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Ποτέ πριν ένας Καναδός πρωθυπουργός δεν είχε δείξει τέτοιες διαθέσεις. Η πολιτική κουλτούρα του είναι βαθιά διαποτισμένη από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί το περιβάλλον των think tanks, ένα περιβάλλον γενικά συντηρητικό και συνδεδεμένο με τα ιδιωτικά συμφέροντα που το χρηματοδοτούν. Ο ίδιος ο Χάρπερ διετέλεσε, από το 1998 έως το 2002, επικεφαλής μιας τέτοιας «δεξαμενής σκέψης», η οποία, μάλιστα, τον συνοδεύει από τις αρχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας: το National Citizens Coalition.
Η αποχώρηση των καναδικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν προβλέπεται για το 2011. Αλλά ο ερχομός στο Λευκό Οίκο του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος θεωρεί τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ως το κύριο μέτωπο, την κύρια «μάχη κατά της τρομοκρατίας», θα υποχρεώσει την Οτάβα να ανοίξει ξανά τη σχετική συζήτηση. Η πολυμερής συνεργασία που υποστηρίζει ο Ομπάμα θα κάνει την ανάγκη του Καναδά ακόμη πιο πιεστική: να χρησιμοποιεί το θέμα του Αφγανιστάν ως μοχλό στις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»