Στις 24 Αυγούστου του 2008, ο στρατηγός Μισέλ Αούν πραγματοποιεί την πρώτη του επίσκεψη στον Νότιο Λίβανο, ύστερα από 33 χρόνια. Ο ηγέτης του Ελεύθερου Πατριωτικού Ρεύματος (ΕΠΡ) προσπαθεί να αποδείξει πόσο στέρεη είναι η συμμαχία του με τη Χεζμπολάχ. Υπό ισραηλινή κατοχή έως τον Μάιο του 2000, ο Νότιος Λίβανος και τα μεθοριακά χωριά του υπήρξαν θέατρο αιματηρών συγκρούσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ιουλίου-Αυγούστου του 2006. Το πρόγραμμα του Αούν ήταν πλούσιο. Συναντήσεις με τον σεΐχη Ναμπίλ Καούκ, υπεύθυνο της Χεζμπολάχ για την περιοχή. Λαοθάλασσα στο Μπιντ Τζμπέιλ κάτω από τεράστια πορτρέτα του Ιμάντ Μουγκνίγια, του στρατιωτικού ηγέτη της Χεζμπολάχ, που δολοφονήθηκε στη Δαμασκό τον Φεβρουάριο του 2008. Επίσκεψη στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης της Ναμπατίγια. Απότιση φόρου τιμής στα θύματα των βομβαρδισμών της Κανά το 1996 και το 2006… Η Χεζμπολάχ και το ΕΠΡ φρονούν ότι η επίσκεψη του στρατηγού Αούν πρέπει να έχει συμβολική αξία. Να αποδείξει ότι η συμμαχία που συνήψαν τα δύο σχήματα με την υπογραφή συμφωνίας, στις 6 Φεβρουαρίου 2006, δεν είναι συγκυριακή, αλλά, αντιθέτως, έχει διάρκεια και χαίρει λαϊκής αποδοχής.
Η παράδοξη ένωση μιας μαρωνιτικής χριστιανικής οργάνωσης κι ενός σιιτικού κόμματος εγγράφεται στην εκτεταμένη πολιτική ανασύνθεση που συντελείται από το 2005. Πρώην επικεφαλής του λιβανέζικου στρατού, ο στρατηγός Αούν ήταν γνωστός για την αντίστασή του στο καθεστώς της Συρίας, με τα στρατεύματα της οποίας συγκρούστηκε τον Μάιο του 1989 στον Λίβανο. Εξόριστος στο Παρίσι, κατέθεσε μέχρι και ενώπιον της αμερικανικής Γερουσίας, υποστηρίζοντας την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Δαμασκό, το 2003. Μέσω της Χεζμπολάχ, η συμφιλίωσή του με τη Δαμασκό έχει πια επισφραγιστεί: τον περασμένο Δεκέμβριο, πραγματοποίησε ένα θριαμβευτικό ταξίδι στη Συρία και συνάντησε επανειλημμένα τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ.
Ίσως φαίνεται παράξενο που ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του χριστιανικού στρατοπέδου έγινε παντοτινός σύμμαχος της Χεζμπολάχ, ενός ισλαμο-εθνικιστικού σχήματος που σχετίζεται τόσο με τη Δαμασκό όσο και με την Τεχεράνη. Κατά την επιστροφή του Αούν στον Λίβανο, τον Μάιο του 2005, η αουνιστική τάση αρνήθηκε να προσχωρήσει στη φιλοδυτική συμμαχία της «14ης Μαρτίου» (1). Η συμμαχία αυτή έχει ερείσματα στις κοινότητες των σουνιτών, των δρούζων και εν μέρει των χριστιανών, με την υποστήριξη Γαλλίας, ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, αντιτίθεται στη Συρία και περιλαμβάνει μαρωνιτικές οργανώσεις ιδιαίτερα εχθρικές απέναντι στον στρατηγό Αούν. Πρόκειται για τις Λιβανέζικες Δυνάμεις του Σαμίρ Τζατζά, μια πρώην χριστιανική πολιτοφυλακή με την οποία συγκρούστηκαν οι αουνιστές αντάρτες το 1989, και για τη Φάλαγγα του πρώην προέδρου Αμίν Τζεμαγέλ (2). Από την άλλη, ο επονομαζόμενος συνασπισμός «του Κορνέ Σεχβάν», στον οποίο ανήκουν διανοούμενοι και σημαίνοντες χριστιανοί, φίλα προσκείμενοι στον πατριάρχη των μαρωνιτών Νασράλα Σφεΐρ, απέχει πολύ από το να διάκειται ευνοϊκά απέναντι στο ΕΠΡ, αφού οι σχέσεις ανάμεσα στο αουνιστικό κίνημα και τη μαρωνιτική πατριαρχία είναι τεταμένες και ο καταστατικός χάρτης του ΕΠΡ προτρέπει καθαρά στον «διαχωρισμό πολιτικής και θρησκείας, με σκοπό τη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους» (3) – προοπτική που φυσικά δεν ενθουσιάζει τις εκκλησιαστικές αρχές…
Το ρήγμα ανάμεσα στη «14η Μαρτίου» και το ΕΠΡ βαθαίνει και εξαιτίας της διαφορετικής τους ανάλυσης σχετικά με την περιφερειακή κατάσταση μετά την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων, το 2005. Για τους αουνιστές, η εθνική ακεραιότητα δεν κινδυνεύει μόνο από τη Συρία, αλλά από κάθε ξένη ανάμειξη, συμπεριλαμβανομένης της δυτικής και της αραβικής. Το ΕΠΡ – κατά του συστήματος της «ομολογιακότητας» (4) και υπέρ της σταδιακής εκκοσμίκευσης της χώρας, αλλά και αντικατοπτρίζοντας τις προσδοκίες των περιθωριοποιημένων μεσαίων τάξεων των μαρωνιτών – βλέπει στις δυνάμεις της «14ης Μαρτίου» τη διαιώνιση της παραδοσιακής κοινοτικής τάξης στο Λίβανο.
Αν και επικεντρωμένη στη μεταρρύθμιση του κράτους, η κοσμική ρητορική των αουνιστών αφορά και τις κοινότητες. Όπως εξηγεί η Ρίμα, ενεργό στέλεχος του ΕΠΡ, που ζει στη χριστιανική συνοικία Αχραφίγε στη Βηρυτό, «ο Λίβανος δεν απειλείται πια από τους Σύρους ή τους Ιρανούς. Απειλείται, εδώ και χρόνια, από την ύπαρξη ενός σουνιτικού φονταμενταλισμού πολύ εχθρικού απέναντι στους χριστιανούς (5), μια ιδεολογία που τροφοδοτείται από τα αραβικά πετροδολάρια. Πρέπει επομένως να συστήσουμε μέτωπο, κυρίως με τους σιίτες, αλλά και με τους σουνίτες που δεν υποστηρίζουν την ομολογιακότητα. Προτιμώ το Ιράν, που είναι μια χώρα με διανοούμενους, όπου γίνονται εκλογές και εκχωρούνται κάποια δικαιώματα, σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία, όπου οι γυναίκες δεν επιτρέπεται καν να οδηγούν αυτοκίνητο».
Η συμμαχία του ΕΠΡ με τη Χεζμπολάχ σηματοδοτεί, επομένως, το πλαίσιο της σύγκρουσης περιφερειακών και κοινοτικών μπλοκ: Ιράν και Συρία από τη μία, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία και Αίγυπτος από την άλλη. Ο στρατηγός Αούν, καταγγέλλοντας «την εξάρτηση του Λιβάνου από το Ριάντ και την αμερικανική διοίκηση», την προηγουμένη της αναχώρησής του για την Τεχεράνη, στις 13 Οκτωβρίου 2008, προσκεκλημένος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, επιχειρεί μία πρωτοφανή για το πολιτικό στρατόπεδο των μαρωνιτών στρατηγική στροφή.
Το χριστιανικό πολιτικό στρατόπεδο στον Λίβανο δεν ήταν ποτέ ενωμένο. Βέβαια, ιστορικά εναντιωνόταν στο παναραβικό σχέδιο που προωθούσε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ. Τον Ιούλιο του 1958, ο πρόεδρος Καμίλ Σαμούν, ηγέτης του Φιλελεύθερου Εθνικού Κόμματος, ζητάει από τις ΗΠΑ να επέμβουν στη Βηρυτό για να καταπνίξουν το κίνημα υπέρ του Νάσερ. Τη δεκαετία του 1970, οι θέσεις εναντίον του παναραβισμού -αποκαλούμενες και «του Λιβάνου» ή «φοινικικές»- των μαρωνιτών μαχητών όπως οι Φύλακες του Κέδρου του Ετιέν Σακρ ή το Τανζίμ («οργάνωση») του Ζορζ Αντουάν, καθώς και η συμμαχία, το 1982, ανάμεσα στον Μπεσίρ Τζεμαγέλ, τον νεαρό ηγέτη των Φαλαγγιτών, με τον ισραηλινό στρατό, ενάντια στις δυνάμεις της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, έμοιαζαν να αντικατοπτρίζουν τη συγκρότηση ενός ενιαίου μαρωνιτικού μπλοκ (6).
Το μπλοκ, όμως, έκρυβε πραγματικές διαιρέσεις και η ενοποίηση των αρχών της δεκαετίας του 1980 είχε πραγματοποιηθεί με τη δύναμη των «χριστιανικών όπλων». Η δολοφονία της οικογένειας του Τόνι Φρανίγε (7), ηγέτη του κόμματος Μαράντα, στο Έντεν του Βόρειου Λιβάνου, τον Ιούνιο του 1978, από τους φαλαγγίτες, η εξόντωση δεκάδων μαχητών του Φιλελεύθερου Εθνικού Κόμματος, τον Ιανουάριο του 1980, κ.λπ. οδηγούν τον Μπεσίρ Τζεμαγέλ στο συμπέρασμα ότι «πρώτη φορά ύστερα από τέσσερις αιώνες, οι χριστιανοί του Λιβάνου είναι επιτέλους ενωμένοι στρατιωτικά» (8). Το τίμημα, όμως, είναι υψηλό και οι πικρίες παραμένουν. Πόσω μάλλον που κάποιες μαρωνιτικές δυνάμεις υπήρξαν ιστορικά σύμμαχοι της Συρίας, όπως το κόμμα Μαράντα της οικογένειας Φρανίγε, από τη Ζγκόρτα του Βόρειου Λιβάνου. Επίσης, ένας από τους υποστηρικτές της οικογένειας Φρανζίε, ο Ρεμόν Αμπχί, γόνος και αυτός μιας από τις μεγάλες οικογένειες της Ζγκόρτα, είναι σύμβουλος επί αραβικών θεμάτων του προέδρου της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες.
Ακόμα πιο εύθραυστη, όμως, είναι η διαχριστιανική ενότητα: παρ’ όλο που οι μαρωνίτες επέδειξαν ιστορικά κάποια ιδεολογική συνοχή, οι υπόλοιποι χριστιανοί, κυρίως οι ελληνορθόδοξοι και οι ουνίτες (ελληνοκαθολικοί), συνέστησαν ένα σημαντικό τμήμα της βάσης και των στελεχών των κοσμικών και αντίθετων με την «ομολογιακότητα» κομμάτων, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου και το Κοινωνικό Εθνικό Κόμμα Συρίας. Ο σημερινός διαχωρισμός σε αουνιστές από τη μία και Φαλαγγίτες και Λιβανέζικες Δυνάμεις από την άλλη, δεν είναι κάτι ασύνηθες για την ιστορία του τόπου. Υπογραμμίζει τη μόνιμη διαμάχη στο εσωτερικό του χριστιανικού στρατοπέδου και την ανανέωση των πολιτικο-κοινοτικών κατευθύνσεων (9).
Το ασύνηθες είναι η ιδεολογική ανατροπή που επιχειρείται στους κόλπους του μαρωνιτικού χριστιανικού στρατοπέδου, με τη συμμαχία Αούν και Χεζμπολάχ. Πρώτη φορά ένα μαζικό μαρωνιτικό ρεύμα συμμαχεί πολιτικά και στρατηγικά με μια οργάνωση που είναι ταυτόχρονα αντιαμερικανική και αντιισραηλινή, ισλαμιστική, εθνικιστική και εγγεγραμμένη στη σφαίρα της αραβοϊσλαμικής συμμαχίας. Αναμφισβήτητα, πρόκειται για μια μικρή επανάσταση στην πορεία των μαρωνιτών. Όποιοι και αν είναι οι λόγοι, η στροφή που επιχειρείται από τον χώρο των αουνιστών μεταβάλλει την πολιτική και κοινοτική κατάσταση του Λιβάνου. Επιτρέπει, πλέον, σε ένα μαρωνιτικό κόμμα εθνικά αντιπροσωπευτικό να υποστηρίξει το δικαίωμα της Χεζμπολάχ να κρατήσει τα όπλα της στο πλαίσιο της λιβανοϊσραηλινής διαμάχης: «Η κατοχή όπλων δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα γενναίο και καθαγιασμένο μέσο που χρησιμοποιεί μία ομάδα της οποίας το έδαφος βρίσκεται υπό κατοχή, και δεν διαφέρει από την πολιτική αντίσταση» (10).
Η συμμαχία επέτρεψε επίσης την προσέγγιση μεταξύ κοινοτήτων: Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2006, κατά τη διάρκεια του πολέμου που διεξήγε το Ισραήλ, πολλοί σιίτες πρόσφυγες, κυνηγημένοι από το ΕΠΡ, βρήκαν καταφύγιο στα βουνά των χριστιανών. Η λαϊκή δυναμική ενισχύθηκε κατά τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης, που κατευθύνθηκε από τη Χεζμπολάχ και το ΕΠΡ από τον Δεκέμβριο του 2006 και μετά, και από την κοινή διαμαρτυρία στο κέντρο της Βηρυτού ενάντια στην κυβέρνηση του Φουάντ Σινιόρα.
Η ιδιαιτερότητα της ρητορικής του Αούν έγκειται στην απαίτηση της δημιουργίας ενός κράτους εκκοσμικευμένου, που θα παίζει ρυθμιστικό ρόλο και θα διαθέτει ένα νέο εθνικό σύμφωνο (11), το οποίο θα ενώνει χριστιανούς και μουσουλμάνους. Αλλά η ρητορική αυτή έχει ήδη αποκαλύψει τις πρώτες αντιφάσεις της. Τον Ιούλιο του 2008, στη διαχριστιανική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Ντμπάγε, συγκεντρώθηκαν πάνω από διακόσιοι χριστιανοί ιθύνοντες της αντιπολίτευσης, για να επιβεβαιώσουν τη σοβαρότητα ενός κειμένου σύνθεσης πάνω στις «χριστιανικές σταθερές» που δημοσιεύτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2007 από τον στρατηγό Αούν. Εκ των πραγμάτων, ο τελευταίος εμφανίζεται ως κοινοτικός ηγέτης ικανός να κατευθύνει τους μαρωνίτες, κάτι όμως που έρχεται σε αντίφαση με τις κοσμικές και κατά της «ομολογιακότητας» θέσεις του κινήματός του.
Επιπλέον, ο στρατηγός θεωρεί τον εαυτό του υπερασπιστή των χριστιανών της Ανατολής, θέση που υπερτονίστηκε στα ταξίδια του στο Ιράν και τη Συρία το 2008. Η αποδοχή του νέου εκλογικού νόμου από το ΕΠΡ, ο οποίος βασίζεται στην «κάζα», τη μικρή περιφέρεια δηλαδή, επιτρέπει σίγουρα την εκλογή βουλευτών που θα εκπροσωπούν περισσότερο τη χριστιανική κοινότητα (12). Την ίδια στιγμή, αυτή η αποδοχή δείχνει ότι το ΕΠΡ τείνει προς την «ομολογιακότητα». Μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου, το Κοινωνικό Εθνικό Κόμμα Συρίας και κάποια μικρά αριστερά και φιλονασερικά ρεύματα διαδήλωσαν στις 26 Αυγούστου του 2008 στη Βουλή ενάντια στον νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος είναι ίδιος με τον προηγούμενο όσον αφορά την «ομολογιακότητα».
Στον κοινωνικό τομέα, το κόμμα των αουνιστών θα μπορούσε να έχει συμμετάσχει και στις διαδηλώσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, στις 10 Μαΐου του 2006, μαζί με τη Χεζμπολάχ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου. Αντ’ αυτού, τρία χρόνια αργότερα, η ιδιωτικοποίηση των τηλεπικοινωνιών εγκρίθηκε από τον νέο αουνιστή υπουργό Τηλεπικοινωνιών, Μπασίλ Γκιμπράν, γαμπρό του στρατηγού Αούν.
Οι σημερινές εκλογές θα είναι, καθώς φαίνεται, καθοριστικές για τον στρατηγό Αούν. Αν το ΕΠΡ διατηρήσει ή αυξήσει την κοινοβουλευτική του δύναμη -τώρα διαθέτει 19 από τους 128 βουλευτές- θα δικαιωθεί η απόφασή του να συμμαχήσει με τη Χεζμπολάχ. Θα αποτελέσουν επίσης σημάδι μιας ιστορικής κρίσης των παλαιών χριστιανών ηγετών. Όμως, σε περίπτωση νίκης της Χεζμπολάχ, της αντιπολίτευσης και του αουνιστικού κινήματος στις εκλογές, ο Αούν θα έχει να αντιμετωπίσει και μια άλλη πρόκληση: να εναρμονίσει το νέο του προφίλ ως χριστιανού ηγέτη υπέρ της «ομολογιακότητας», με το μεταρρυθμιστικό και κοσμικό σχέδιό του.