Δεν θα παραδοθώ. Σας περιμένω εδώ. Θέλω ή μια ελεύθερη πατρίδα ή τον θάνατο». Η απάντηση του Σέσαρ Αουγούστο Σαντίνο (1895-1934) στην επιστολή ανώτερου Αμερικανού αξιωματικού, ο οποίος τον απειλούσε ότι θα τον κυνηγήσει ανελέητα αν δεν παραδώσει τα όπλα, είναι γεμάτη στόμφο. Εκείνη την εποχή, η Νικαράγουα έχει ήδη υποστεί πολλές και διάφορες αμερικανικές επεμβάσεις. Η πρώτη ήταν μεταξύ 1854 και 1856. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα προσπαθήσει κι αυτό με τη σειρά του να αναλάβει τον έλεγχο των ακτών της επί του Ατλαντικού. Οι δύο μεγάλες δυνάμεις θεωρούν αυτό το κομμάτι της Κεντρικής Αμερικής θεμελιώδους σημασίας για τη μελλοντική κατασκευή ενός καναλιού που θα συνδέει τους δυο ωκεανούς. Κάτι που θα πραγματοποιηθεί, τελικά, στον Παναμά, το 1914.
Με το πρόσχημα της εξάλειψης των πολιτικών και στρατιωτικών εντάσεων ανάμεσα σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς, ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών Φιλάντερ Τ. Νοξ αποστέλλει στρατό στη Νικαράγουα τον Σεπτέμβριο του 1909, ο οποίος δεν θα αποχωρήσει παρά το 1925. Την επόμενη χρονιά, περισσότεροι από 5.000 «πεζοναύτες» αποβιβάζονται εκ νέου. Θα παραμείνουν έως το 1933. Ο λόγος που επικαλούνται αυτή τη φορά είναι η παρουσία «μπολσεβίκων πρακτόρων από το Μεξικό», οι οποίοι θέλουν να κυριεύσουν το έθνος.
Ο Σαντίνο είναι ένας από αυτούς τους «πράκτορες». Αν και δηλώνει φιλελεύθερος, παίρνει τα όπλα το 1927 για να πολεμήσει όχι μόνο τον ξένο κατακτητή, τον οποίο χαρακτηρίζει «ιμπεριαλιστή» και «συμμορία από κοκαϊνομανείς», αλλά και την ντόπια ελίτ φιλελεύθερων-συντηρητικών, την οποία χαρακτηρίζει καταπιεστική, ληστρική, ρατσιστική και πρόθυμη να πουλήσει την πατρίδα της. «Ο Σαντίνο δανείστηκε τις ιδέες και την κοκκινόμαυρη σημαία των Μεξικανών αναρχοσυνδικαλιστών, καθώς και την ταξική ανάλυση του Φαραμπούντο Μαρτί από το Σαλβαδόρ (1). Στα γραπτά του εξέφραζε την αναγκαιότητα για την ένωση της Λατινικής Αμερικής, έτσι όπως την είχε οραματιστεί ο Σιμόν Μπολίβαρ, καθώς και για την ενσωμάτωση των Ινδιάνων στους πολιτικούς αγώνες, χωρίς να αποκλείει τη συμμαχία με εθνικιστές επιχειρηματίες με στόχο την αντιμετώπιση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού», αφηγείται ο κοινωνιολόγος Οράλντο Νούνιες.
Όταν οι ΗΠΑ βυθίζονται στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση, τα στρατεύματα κατοχής, τα οποία δέχονται παρενοχλήσεις από το σχετικά συντηρητικό αντάρτικο που διεξάγει ο Σαντίνο, ο «στρατηγός των ελεύθερων ανθρώπων», θεωρούνται ιδιαίτερα δαπανηρά και αποσύρονται το 1933. Αφήνουν πίσω τους μια εθνοφρουρά υπό τις διαταγές ενός στρατιωτικού που εκπαιδεύθηκε στις αμερικανικές ακαδημίες, του Αναστάσιο Σομόσα. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1934 ο Σαντίνο, ο οποίος είχε δεχτεί να διαπραγματευθεί με την εθνική κυβέρνηση, δολοφονείται την ώρα που φεύγει από μια δεξίωση που δίνει ο πρόεδρος Χουάν Μπαουτίστα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Σομόσα θα παραδεχθεί ότι την εντολή για τη δολοφονία είχε δώσει αυτοπροσώπως ο τότε Αμερικανός πρεσβευτής Άρθουρ Μπλις Λέιν.
Έτσι, εγκαθιδρύεται η κληρονομική δικτατορία των Σομόσα -Αναστάσιο (1936-1956), Λουίς (1956- 1963) και Αναστάσιο ο νεότερος (1967-1979)- που βρίσκεται υπό την κηδεμονία της Ουάσιγκτον και θα διαρκέσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Εντούτοις, οι αγώνες στο εσωτερικό δεν ήταν μάταιοι. Το 1960, εμπνευσμένοι από τον πρόσφατο θρίαμβο της κουβανικής επανάστασης και παρακινούμενοι από τις ιδέες του Σαντίνο, ο Κάρλος Φονσέκα Αμαδόρ, ο Τομάς Μπόρχε και άλλοι διανοούμενοι δίνουν ζωή στο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN). Για πολλά χρόνια, οι επιτυχίες του αντάρτικου θα είναι περιορισμένες, λόγω της ελλιπούς εμπειρίας του σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τον αγροτικό πληθυσμό. Όμως, τα έκτροπα της οικογένειας Σομόσα, η οποία ήταν ολοκληρωτικά υποταγμένη στα αμερικανικά συμφέροντα και η συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της αλλάζουν τα δεδομένα και προκαλούν δυσαρέσκεια σε μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης της χώρας.
Οι εκπρόσωποι των αστών πιστεύουν ότι η συμμαχία με το FSLN θα τους επιτρέψει να απαλλαγούν από τον δικτάτορα και να επανακτήσουν το απαγορευμένο γι’ αυτούς πολιτικό πεδίο. Το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο, από την πλευρά του, βλέπει σε αυτή την προσέγγιση τη δυνατότητα να επιτύχει συντομότερα τους στόχους του. Η συνένωση με τους χριστιανούς οπαδούς της θεολογίας της απελευθέρωσης -της Εκκλησίας των φτωχών- θα αποβεί καθοριστική. Όσο αυξάνεται η καταστολή, η θεαματική στρατιωτική δράση του FSNL το 1978 προκαλεί κύμα συμπάθειας ανά τον κόσμο. Η αμερικανική κυβέρνηση του Τζίμι Κάρτερ (1977-1981) δεν μπορεί να στηρίζει άλλο τον Σομόσα. Η ένοπλη εξέγερση θριαμβεύει στις 19 Ιουλίου 1979.
Η επανάσταση των Σαντινίστας ξεσηκώνει παγκόσμιο ενθουσιασμό και δεν αφήνει αδιάφορες τις κυβερνήσεις, ιδίως τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Η παρουσία νέων ανθρώπων που προέρχονται από τη μεγαλοαστική τάξη στα υψηλότερα κλιμάκια του κράτους τούς προσφέρει τις απαραίτητες εγγυήσεις για το είδος του πολιτικού συστήματος που θα επιβληθεί. Αντίθετα, στη Νικαράγουα, εκείνοι που γίνονται πιο αποδεκτοί από τον λαό είναι οι επαναστάτες που προέρχονται από τα λαϊκά και αντικαπιταλιστικά στρώματα. Ο Κάρλος Φονσέκα, που έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του, τον ιδρυτή του FSNL, θυμάται: «Η επανάσταση, έτσι όπως είχε δημιουργήσει μεγάλο ενθουσιασμό και είχε προσφέρει νέα κίνητρα, σημάδεψε τη ζωή όλων σχεδόν των Νικαραγουανών που τότε έμπαιναν στην εφηβεία. Μπορούσαμε να αισιοδοξούμε και να κάνουμε όνειρα».
Σε λιγότερα από δέκα χρόνια, η εθνική σταυροφορία κατά του αναλφαβητισμού με επικεφαλής το νεαρό Ντανιέλ Ορτέγα ρίχνει το ποσοστό των αναλφάβητων από το 54% στο 12%. Τα χαμηλά λαϊκά στρώματα αποκτούν επιτέλους πρόσβαση στις ανώτερες σπουδές. Η ιατρική περίθαλψη παύει να είναι προνόμιο της μειοψηφίας και γίνεται κτήμα όλου του λαού. Οι αγρότες επωφελούνται από την αγροτική μεταρρύθμιση. Εθνικοποιούνται οι στρατηγικής σημασίας πλουτοπαραγωγικές πηγές, ο κόσμος ωθείται προς τον συνδικαλισμό και την οργάνωση σε συνεταιρισμούς μικρών και μεσαίων παραγωγών, κάτι που, σύμφωνα με τον Νούνιες, αποτέλεσε «μια διαδικασία κοινωνικής δικαιοσύνης και άμεσης λαϊκής οργάνωσης που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της Νικαράγουας και της Λατινικής Αμερικής, με εξαίρεση την Κούβα».
Για να υλοποιηθούν όμως τα ριζοσπαστικά μέτρα, το σύστημα έπρεπε να ανασυνταχθεί εξ αρχής. Σύντομα κάνουν την εμφάνισή τους βαθιές διαφωνίες στους κόλπους της κυβερνητικής συμμαχίας. Η αστική τάξη που είχε συμμαχήσει με το FSNL επιθυμούσε την ανατροπή της δικτατορίας, όχι όμως και την αλλαγή των δομών του κράτους, γιατί θα έβγαινε ζημιωμένη. Οι επαναστάτες, από την πλευρά τους, έβλεπαν στους συμμάχους τους ένα μέσο νομιμοποίησης της κυβέρνησής τους στο εξωτερικό, νομίζοντας πως έτσι θα απέφευγαν τον εξοστρακισμό ή τις κατηγορίες. «Η επανάσταση έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν δημοκρατική και οικουμενική, ότι δηλαδή δεν εγκυμονούσε κινδύνους για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ευρώπης», συνεχίζει ο Οράλντο Νούνιες.
Λάθος εκτίμηση. Αν και οι ΗΠΑ είχαν κιόλας ξεκινήσει από την εποχή του προέδρου Κάρτερ να βοηθούν τους πρώην εθνοφρουρούς του Σομόσα να σχηματίσουν στις γειτονικές χώρες αντεπαναστατικές ομάδες, η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά: ο Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος έγινε πρόεδρος τον Ιανουάριο του 1981, θα φτάσει στο σημείο να διακηρύξει ανοικτά ότι η Νικαράγουα αποτελεί γι’ αυτόν «μείζον πρόβλημα» εθνικής ασφάλειας. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1980, το σύνολο σχεδόν της ολιγαρχίας αποσύρεται από το κοινό μέτωπο που είχε συνάψει με τους Σαντινίστας. Ενώνεται με την ελίτ που υποστήριζε τον Σομόσα και υποστηρίζει τα σχέδια αποσταθεροποίησης που εκπονούνται από την Ουάσιγκτον. Στην Ονδούρα, στο Σαλβαδόρ και την Κόστα Ρίκα, Αμερικανοί και αμερικανοκουβανοί στρατιωτικοί και μισθοφόροι (2) εκπαιδεύουν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, τους «Κόντρας», οι οποίοι εξαπολύουν φονικές επιθέσεις από τα σύνορα των γειτονικών χωρών: «Ανάγκασαν τη γενιά μου να πολεμήσει»,μαρτυρεί ο Φονσέκα ο νεότερος. «Ήμουν μόλις 15 χρόνων όταν έπρεπε να φύγω για το μέτωπο, όπως χιλιάδες άλλοι Νικαραγουανοί. Κι αυτό εξαιτίας των ΗΠΑ και της ντόπιας ολιγαρχίας».
«Αθεοι», «πολεμοχαρείς», «κομμουνιστές», «ολοκληρωτικό καθεστώς που κάνει εξαγωγή της επανάστασης», «λαθρέμποροι ναρκωτικών». Οι βολές πέφτουν η μία μετά την άλλη. Με εφαλτήριο την εφημερίδα «La Presa» και τα μέσα ενημέρωσης της Νικαράγουας -παρ’ όλο που, σύμφωνα με την προπαγάνδα, η ελευθερία του Τύπου είναι ανύπαρκτη- εξαπολύεται διεθνής εκστρατεία συκοφάντησης.
Η οικονομία του πολέμου επιφέρει ελλείψεις στα τρόφιμα, επιβραδύνει τα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης και, ως εκ τούτου, προκαλεί δυσαρέσκεια σε ένα κομμάτι του πληθυσμού. Οι Σαντινίστας, από την πλευρά τους, φέρουν και αυτοί μερίδιο της ευθύνης για την ενίσχυση των «Κόντρας». Κι αυτό γιατί ένα τμήμα της αγροτιάς πήρε το μέρος τους. Δεν είδε με καλό μάτι την προτεραιότητα που δόθηκε στη δημιουργία κρατικών αγροκτημάτων, την υποστήριξη προς τους συνεταιρισμούς, τους οποίους είδαν ως μια μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού, τις επιθέσεις στην ελεύθερη αγορά, το εμπόριο και τη ρύθμιση των τιμών από το κράτος. Σε αυτά θα προστεθεί από τον Σεπτέμβριο του 1983 -ένεκα της διαρκούς απειλής- και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Ο πρώην πολεμιστής Χασίντο Σουάρες, σήμερα μέλος της Βουλής με το FSLN, θυμάται: «Δεν μπορέσαμε να χειριστούμε τη σχέση μας με την περιφέρεια, για παράδειγμα, και, όταν σήμερα μιλάμε με πρώην ηγετικά στελέχη των “Κόντρας”, συνειδητοποιούμε ότι διαπράξαμε τεράστια σφάλματα. Εξαπολύσαμε επιθέσεις σε αγροτικούς και αυτόχθονες πληθυσμούς (3). Κάποιοι από εμάς νόμισαν ότι η δύναμη των όπλων τους έδινε το δικαίωμα να επιβάλουν τη θέλησή τους».
Παρά τις απώλειες που επιφέρει -μέχρι τον τερματισμό της σύγκρουσης θα καταγραφούν 29.000 νεκροί- η αντεπανάσταση αποτυγχάνει στρατιωτικά, καθώς περιορίζεται σε μια μικρή αγροτική περίμετρο, «τον διάδρομο των Κόντρας». Οι Σαντινίστας κερδίζουν με μεγάλη πλειοψηφία τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές το 1984 και η Ουάσιγκτον, η οποία συντηρεί την αντεπανάσταση, βυθίζεται στα σκάνδαλα: το 1986 αποκαλύπτεται η παράνομη πώληση όπλων στο Ιράν (Ιρανγκέιτ) και το λαθρεμπόριο κοκαΐνης από την Κολομβία, με την έγκριση της CIA και στόχο τη χρηματοδότηση των «Κόντρας». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καταδικάζει το 1987 τις ΗΠΑ για τη ναρκοθέτηση των λιμανιών της Νικαράγουας. Όμως, οι οικονομικές και ανθρώπινες απώλειες έχουν αφήσει τη Μανάγκουα καθημαγμένη. Έρχεται τότε ο καιρός των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους Σαντινίστας και τους «Κόντρας», έπειτα από την προκήρυξη των νέων εκλογών.
Η Βιολέτα Τσαμόρο, η υποψήφια της Ουάσιγκτον και των δυνάμεων κατά των Σαντινίστας που είχαν συσπειρωθεί γύρω από μια συμμαχία, την «Εθνική Ένωση της Αντιπολίτευσης» (UNO), θριαμβεύει στις εκλογές της 25ης Φεβρουαρίου του 1990. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι Σαντινίστας εξακολουθούσαν να έχουν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, την υποστήριξη του 53% του πληθυσμού. Αλλά, σύμφωνα με τον Σουάρες, ένα απρόσμενο γεγονός, που έτυχε λανθασμένου χειρισμού, θα ανατρέψει την κατάσταση. «Η ένταση του πολέμου είχε μειωθεί χάρη στις διαπραγματεύσεις με τους Κόντρας και, κατά συνέπεια, ήταν μικρότερος και ο αριθμός των νεκρών. Βλέπαμε επιτέλους φως στην άκρη του τούνελ. Μόλις όμως έγινε η εισβολή στον Παναμά (4), η αμερικανική πρεσβεία στη Μανάγκουα περικυκλώθηκε από τανκς. Οι ένοπλοι Σαντινίστας βγήκαν στους δρόμους σε ένδειξη συμπαράστασης για τη γειτονική χώρα. Δυο μέρες αργότερα, έγινε σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Είχαμε πέσει στο 34%. Έκτοτε, στάθηκε αδύνατο να αναστρέψουμε το ρεύμα: η ιδέα μιας πιθανής επιστροφής στον πόλεμο είχε τρομοκρατήσει την πλειονότητα του πληθυσμού».
Οι Σαντινίστας, οι οποίοι παραμένουν στην εξουσία για λίγες ακόμα εβδομάδες, υπογράφουν πρωτόκολλο μετάβασης με την Τσαμόρο. Παρά την αντίθεση των ΗΠΑ, η νέα κυβέρνηση συμφωνεί να διατηρήσουν οι Σαντινίστας τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και των υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες, σιγά-σιγά, θα ξηλωθούν. Σύμφωνα με τον Λένιν Σέρνα, επιθεωρητή του στρατού εκείνη την εποχή, την αποστολή ανέλαβαν οι Ευρωπαίοι με εναλλασσόμενες στρατιωτικές αποστολές στο πλαίσιο της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ο τότε πρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης, Φελίπε Γκονζάλες, «έπαιξε τον ρόλο που δεν μπορούσαν να αναλάβουν ευθέως οι γκρίνγκος, έτσι, στο τέλος, οι δικές μας υπηρεσίες πληροφοριών ξανάπεσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια των ΗΠΑ», βεβαιώνει ο Σέρνα. Τουλάχιστον, επειδή οι Σαντινίστας διατήρησαν τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, δεν επέτρεψαν σε αυτά τα σώματα να μετατραπούν σε όργανα καταστολής. Ο τελευταίος υψηλόβαθμος με θητεία στο αντάρτικο των Σαντινίστας θα συνταξιοδοτηθεί μετά το 2010.
Οι «Κόντρας» διαλύονται και τα μέλη τους επανεντάσσονται με περισσότερες ή λιγότερες δυσκολίες στον κοινωνικό ιστό της Νικαράγουας. Οι νέοι ιθύνοντες και η ολιγαρχία αρχίζουν να παραβιάζουν τις συμφωνίες και να στερούν τους Νικαραγουανούς από τα κεκτημένα της επανάστασης. Όσοι δεν ανήκουν στη «μικρή κλειστή ομάδα» που έχει το πάνω χέρι, δεν αργούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Ο Ισραέλ Γκαλεάνο, ένα από τα πρώην ηγετικά στελέχη των «Κόντρας», γρήγορα θα κάνει την ακόλουθη διαπίστωση: «Η ολιγαρχία έδιωξε τον Σομόσα με τη δική σας βοήθεια, εσάς των Σαντινίστας. Ύστερα έδιωξε εσάς με τη δική μας βοήθεια. Κανένας μας δεν βγήκε κερδισμένος, ούτε εσείς, ούτε εμείς, οι “Κόντρας”: αυτή που νίκησε και τις δύο φορές ήταν η ολιγαρχία» (5).
Η Ελένα Αγκιλάρ, πρώην αντάρτισσα των Σαντινίστας η οποία συνεργάζεται με τη «Σχολή εργατών-αγροτών “Φρανσίσκο Μορασάν”» στα περίχωρα της Μανάγκουα, εξηγεί πώς έκλεψαν το κράτος και εξαπάτησαν τους αγρότες που είχαν επωφεληθεί από τον διαμοιρασμό εκατομμυρίων εκταρίων γης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. «Στην αρχή τους είπαν ότι οι αρχικοί ιδιοκτήτες θα έρχονταν να διεκδικήσουν τη γη τους, αλλά το κράτος θα τους αποζημίωνε, όπως και έπραξε και μάλιστα σε καλή τιμή. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί ιδιοκτήτες απαίτησαν αποζημιώσεις για την “κλοπή” της ιδιοκτησίας τους. Οι δίκες τράβηξαν πολύ. Ούτε οι αγρότες ούτε οι συνεταιρισμοί είχαν χρήματα για να τα βγάλουν πέρα. Τότε, ήρθαν οι “σύμβουλοι” και τους συνέστησαν να πουλήσουν τη γη τους στους ενάγοντες, σε εκείνους δηλαδή που είχε ήδη αποζημιώσει η κυβέρνηση. Αυτοί, συμπτωματικά, είχαν στενές οικογενειακές ή φιλικές σχέσεις με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην κυβέρνηση…».
Η Τσαμόρο εισάγει τη Νικαράγουα στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, κάτι που ωφελεί τις πολυεθνικές εταιρείες, κυρίως τις αμερικανικές, αλλά και τις ευρωπαϊκές και τις ασιατικές. Η οικονομική ολιγαρχία επιδίδεται στη λεηλασία των κοινωνικών και των κρατικών αγαθών και τη σπέκουλα. «Μέσα σε ελάχιστα χρόνια εξόντωσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ήδη εξασθενημένη εγχώρια αστική τάξη, που ακόμα δεν είχε προλάβει να κατοχυρώσει τη θέση της, και απέκλεισαν τις προοπτικές για τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς των χωριών και των πόλεων. Βύθισαν τη Νικαράγουα στη χειρότερη οικονομική, κοινωνική και χρηματοπιστωτική κρίση της ιστορίας της», αφηγείται ο Νούνιες. Από το 1990 και μετά, τρεις πρόεδροι -η Βιολέτα Τσαμόρο, ο Αρνόλδο Αλεμάν και ο Ενρίκε Μπολάνιος- γκρεμίζουν στην ουσία ό,τι έχτισε η επανάσταση. Οι μισθοί χάνουν έως και το ένα τρίτο της αξίας τους, η ανεργία πλησιάζει στο 45% και η εξαθλίωση πλήττει πολλούς Νικαραγουανούς.
Το οδυνηρό πισωγύρισμα δεν σταματά πουθενά. «Η επανάσταση δεν κράτησε αρκετά ώστε να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα και να σταθεροποιηθεί», εξηγεί ο Φονσέκα. «Αυτό οφείλεται σε διάφορες πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες, καθώς και στον πόλεμο που μας επέβαλαν. Η θεσμοθέτηση της λαϊκής συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας δεν είχε παγιωθεί, δεν είχε γίνει πραγματικότητα. Αν είχε συμβεί αυτό, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα μπορούσε να αλώσει τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα τα σημαντικά κοινωνικά κεκτημένα».
Η νεοφιλελεύθερη επέλαση γίνεται ακόμα πιο καταστροφική καθώς δεν συναντά ιδιαίτερη αντίσταση εξαιτίας των βίαιων εσωτερικών συγκρούσεων που σπαράσσουν τους Σαντινίστας.
Το 1994 στο συνέδριο του FSLN έρχονται αντιμέτωπες δύο τάσεις. Σύμφωνα με τον Φονσέκα, «οι μεν κήρυτταν την αποποίηση του αντιμπεριαλισμού, του σοσιαλισμού και του πρωτοποριακού χαρακτήρα του κράτους. Το άλλο ρεύμα, του οποίου ηγούνταν ο Ντανιέλ Ορτέγα, εξέθετε την αναγκαιότητα για αναδιοργάνωση του προγράμματος, χωρίς να απομακρυνθούμε από τις ιδεολογικές αρχές του σαντινισμού». Ο Ορτέγα με χαρακτηριστική ευκολία κερδίζει 12 από τα 15 διοικητικά πόστα. Καταγγέλλοντας τον «αυταρχισμό» του, τα περισσότερα ηγετικά στελέχη σε εθνικό επίπεδο, η συντριπτική πλειοψηφία όσων είχαν διατελέσει υπουργοί και το μεγαλύτερο τμήμα των βουλευτών εγκαταλείπουν το Μέτωπο για να ιδρύσουν το «Κίνημα για την ανανέωση των Σαντινίστας (MRS) (6).
Ωστόσο, αυτό το ίδιο FSNL του Ορτέγα επιστρέφει στην εξουσία με τη νίκη στις προεδρικές εκλογές στις 5 Νοεμβρίου του 2006 (με 38% των ψήφων). Για να φτάσει ως εδώ, συνήψε μια σειρά πολιτικών συμφωνιών εγείροντας διάφορα ερωτήματα, κριτικές και έντονες αντιδράσεις, ακόμα και στους κύκλους πολλών συμπαθούντων και φίλων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Στο παρελθόν, οι Σαντινίστας είχαν συμμαχήσει με τους συντηρητικούς, με σκοπό να οδηγήσουν σε δίκη και εν συνεχεία στη φυλακή τον πρώην πρόεδρο Αρνόλδο Αλεμάν για διαφθορά. Αυτή τη φορά, προτείνουν στον εν λόγω πολιτικό, ο οποίος, εν τω μεταξύ, έχει καταδικαστεί σε εικοσαετή κάθειρξη, να τον βγάλουν από τη φυλακή -μετατρέποντας την ποινή του σε κατ’ οίκον κράτηση- με αντάλλαγμα την «ουδετερότητα» του Φιλελεύθερου Συνταγματικού Κόμματος (PLC). Προκαλούν γενική έκπληξη, υπογράφοντας σύμφωνα «μη επίθεσης» με έναν από τους πλέον άσπονδους εχθρούς τους κατά τη δεκαετία του 1980: τον καρδινάλιο Μιγκέλ Οβάντο ι Μπράβο. Η Καθολική Εκκλησία, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επέλαση των ευαγγελικών δογμάτων, αρπάζει την ευκαιρία που ζητούσε (7).
«Εφαρμόσαμε μια θαρραλέα και επωφελή πολιτική συμμαχιών με τα κόμματα της ολιγαρχίας», δικαιολογείται ο Εδέν Παστόρα, ο θρυλικός Κομαντάντε «Σέρο» (Μηδέν) (8): «Τη μία μέρα με τον ένα, την επομένη με τον άλλο. Και όσο προχωρούσαμε, χωρίς να πουληθούμε, τους διχάζαμε και τους αποδυναμώναμε. Στην αρχή, δυσκολευόμουν να το αποδεχθώ, ωστόσο, στην πορεία έδειχνα κατανόηση. Εάν μας οδηγούν στην εξουσία, αν μας επιτρέπουν να ξαναθέσουμε σε εφαρμογή διάφορα ριζοσπαστικά κοινωνικά προγράμματα, τότε οι συμφωνίες είναι καλοδεχούμενες». Ο Σέρνα, από τη μεριά του, προσθέτει: «Οι συμμαχίες που συνάψαμε όσο δεν ήμασταν στην κυβέρνηση ήταν απλοί ελιγμοί. Δεν έχουμε πρόβλημα με τις τακτικές και τις στρατηγικές. Έχουμε υπάρξει αντάρτες, στρατιωτικοί και πολιτικοί»! Για πολλούς, πάντως, αυτός ο κυνισμός δεν καταπίνεται εύκολα.
Το FSLN, το οποίο αναλαμβάνει επίσημα την προεδρία στις 10 Ιανουαρίου του 2007, κερδίζει σε 105 από τις 146 κοινότητες στις δημοτικές εκλογές της 9ης Νοεμβρίου του 2008. Κι αυτό γιατί, πέρα από τις όποιες μεταλλάξεις του, η υγεία και η παιδεία είναι και πάλι δωρεάν. Χιλιάδες παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο. Ετέθη σε εφαρμογή το πρόγραμμα «πείνα μηδέν»: ένα εκατομμύριο δωρεάν γεύματα προσφέρονται καθημερινά στα κέντρα εκπαίδευσης.
Για να διασφαλιστεί η επάρκεια της χώρας σε τρόφιμα, διανέμονται εκτάσεις και δάνεια με πολύ χαμηλά επιτόκια σε μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Περίπου 100.000 οικογένειες αγροτών επωφελούνται από το πρόγραμμα, το οποίο διαχειρίζονται γυναίκες οργανωμένες σε συνεταιρισμούς. «Είναι οι πιο φερέγγυες και αυτές που σχεδόν πάντα αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη διαβίωση της οικογένειας» διαπιστώνει η Αγκιλάρ. «Πόσο μάλλον τώρα που οι άντρες φεύγουν στο άγνωστο (συχνά στο εξωτερικό) για να βρουν δουλειά» (9). Οι γυναίκες μαθαίνουν μια τέχνη και στη συνέχεια τους δίνουν αγελάδες, γουρούνια και σπόρους. Πληρώνουν το 20% του δανείου, ενώ το υπόλοιπο ποσό πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί για να τους επιτρέψει να γίνουν μια μέρα ανεξάρτητες παραγωγοί αγροτικών προϊόντων.
Το πρόγραμμα «Μηδενική φθορά» χρηματοδοτεί με τη σειρά του (με επιτόκιο 5%, όταν το κανονικό σε γενικές γραμμές είναι 25%) μια μερίδα του 45% των Νικαραγουανών που δουλεύουν για δικό τους λογαριασμό. Παρ’ όλο που οι τράπεζες το είδαν ως κήρυξη πολέμου, οι πωλητές υποδημάτων, επίπλων και ρούχων που επωφελούνται από αυτό μπορούν να προσφέρουν στον καταναλωτή προϊόντα σε πιο συμφέρουσες τιμές. «Η αμερικανική πρεσβεία και η ολιγαρχία δεν είναι έξαλλες μόνο επειδή έχασαν το πολιτικό μονοπώλιο αλλά κι επειδή πολλοί ντόπιοι επιχειρηματίες προσεγγίζουν το Μέτωπο», σχολιάζει ο Νούνιες.
Η τοπική δυναμική αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Στο πλαίσιο της «Μπολιβαριανής Εναλλακτικής για την Αμερική» (ALBA) (10), η Νικαράγουα ανταλλάσσει φασόλια, κρέας ή μοσχάρια με πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα (11). Η ALBA χρηματοδοτεί επίσης σημαντικό μέρος των συγκεκριμένων κοινωνικών προγραμμάτων. Γιατροί από την Κούβα χειρουργούν δωρεάν τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων με εξοπλισμό που έχει αποστείλει η Βενεζουέλα. Έχει ξεκινήσει εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού με τη βοήθεια άλλου κουβανέζικου προγράμματος, του «Yο si puedo» («Ναι, εγώ μπορώ»).
«Προχωρούμε με καλούς ρυθμούς, με τα λίγα που διαθέτουμε και με τη βοήθεια φίλων χωρών από τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική», εξηγεί η Αγκιλάρ. «Όμως τα ΜΜΕ μάς έχουν κηρύξει πόλεμο. Μόνο για προβλήματα μιλούν. Θέλουν φυσικά να αποτρέψουν μια νέα νίκη του Μετώπου το 2012». Τον Φεβρουάριο του 2008, ο νέος πρεσβευτής της Ουάσιγκτον Ρόμπερτ Κάλαχαν, φτάνει στη Μανάγκουα. Η παρουσία του ξανανοίγει παλιές ανεπούλωτες πληγές. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν κατά τη δεκαετία του 1980 ακόλουθος τύπου της αμερικανικής πρεσβείας στην Ονδούρα, με προϊστάμενό του τον Τζον Ντιμίτρι Νεγκροπόντε. Εκείνη την εποχή, η CIA συντόνιζε από αυτή τη χώρα την πιο αιματηρή φάση του πολέμου των «Κόντρας». Σήμερα, θορυβημένος από την άνοδο των Σαντινίστας, υποστηρίζει ανοιχτά την αντιπολίτευση στη Νικαράγουα. Αυτή η ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας οδήγησε τον πρόεδρο Ορτέγα στο σημείο να τον απειλήσει με απέλαση τον Φεβρουάριο του 2009. Οι εκπρόσωποι της ελίτ και των αντιπάλων των Σαντινίστας αντέδρασαν λέγοντας ότι ο αρχηγός του κράτους «δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει». Κάτι τέτοια τερτίπια κάνουν τα κόκαλα του στρατηγού Σαντίνο να τρίζουν στον τάφο του.