«Θα σας προσφέρουμε τη χειρότερη υπηρεσία, θα σας αφήσουμε χωρίς εχθρό!» προειδοποίησε το 1989, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο σοβιετικός διπλωμάτης Αλεξάντρ Αρμπάτοφ, που συνέχιζε «Ο σοβιετικός εχθρός είχε όλες τις ιδιότητες ενός "ιδανικού" εχθρού: στιβαρός, μόνιμος, συνεκτικός. Στρατιωτικά έμοιαζε δομημένος στον μέγιστο βαθμό με βάση το "μοντέλο Κλαούζεβιτς". Ανησυχητικός, σίγουρα, αλλά γνωστός και προβλέψιμος». (1)
Η εξαφάνισή του προκάλεσε στους στρατηγικούς αναλυτές των δυτικών δημοκρατιών βαθιά σύγχυση. Αρχικά υποστήριζαν ότι «πρέπει να παραμείνουμε σε επιφυλακή» και «να μην ενδώσουμε πολύ γρήγορα στα οφέλη της ειρήνης», αλλά με μισή καρδιά. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να οριστεί ξανά η Ρωσία ως «σοβαρή απειλή».
Από τότε, ελάχιστα απασχολεί το γεγονός ότι το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους από ό,τι η ρωσική μαφία. Ανησυχία εμπνέει η τελευταία.
Με τον ίδιο τρόπο, το παρελθόν του Βλαντιμίρ Πούτιν, που υπήρξε ένας ταπεινός αντισυνταγματάρχης της Komitet Gossoudarstvennoi Bezopasnost (KGB) (της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας της πρώην ΕΣΣΔ) προκαλεί πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την αναρρίχηση στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών του Τζορτζ Μπους του Πρεσβύτερου (1989-1993), ο οποίος υπήρξε επικεφαλής της CIA.
Στη διαμόρφωση της εικόνας ενός εχθρού οι θεσμοί στρατηγικής σκέψης παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Πρόκειται, μάλιστα, για έναν από τους τρεις λόγους ύπαρξής τους: προσδιορισμός ενός απειλητικού «άλλου», δικαιολόγηση του συστήματος άμυνας μέσω της ιεράρχησης των κινδύνων, νομιμοποίηση της χρήσης βίας. Ο συγγραφέας Πολ Ντίκσον έκανε λόγο, ήδη από το 1971, για «στρατιωτικο-διανοητικό σύμπλεγμα», (2) περιγράφοντας τον τεράστιο μηχανισμό-κληρονομιά του ψυχρού πολέμου.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν από πεντακόσια έως χίλια πεντακόσια «think tanks» (ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα ερευνών). Το διασημότερο από αυτά είναι η Rand Corporation που απασχολεί περίπου χίλια πεντακόσια άτομα, σε πέντε γραφεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε τέσσερα στο εξωτερικό, διαθέτει δε προϋπολογισμό της τάξης των 130 εκατ. δολαρίων. (3)
Φτωχοί συγγενείς
Τίποτε παρόμοιο δεν υπάρχει στις υπόλοιπες δημοκρατίες: η Αντιπροσωπεία Στρατηγικών Υποθέσεων του γαλλικού υπουργείου Άμυνας αριθμεί μόλις εκατό άτομα και διαθέτει προϋπολογισμό μελετών γύρω στα 4 εκατ. ευρώ για να προσελκύει πανεπιστημιακούς ειδικούς. Το Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI) στη Σουηδία περιορίζεται σε πενήντα ερευνητές, ενώ το International Institute for Strategic Studies (IISS) στη Βρετανία απασχολεί σαράντα αναλυτές, με προϋπολογισμό 9,2 εκατ. ευρώ. Επομένως, ο δυτικός στρατηγικός προβληματισμός διατυπώνεται κατά κύριο λόγο από τους αμερικανικούς στρατηγικούς κύκλους και, στη συνέχεια, υιοθετείται από τους υπόλοιπους.
Μετά την απελευθέρωση του Κουβέιτ πιστέψαμε στην «απειλή του Νότου» που ερχόταν να υποκαταστήσει την «εξ Ανατολών απειλή». Ενας απλός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός ίσως επέτρεπε τη διατήρηση του ίδιου στρατηγικού πλαισίου και των ίδιων μέσων υποστήριξής του. Ο Νότος, όμως, είναι πολύ ετερογενής και δύσκολα επιδεχόταν τέτοιες γενικεύσεις, μέχρι που εμφανίστηκε η διαβόητη άποψη περί «σύγκρουσης των πολιτισμών», δομημένη από τον αμερικανό καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Σάμιουελ Χάντινγκτον. (4)
Έτσι άρχισαν να εμπνέουν ανησυχία οι «γκρίζες ζώνες» και τα «χρεοκοπημένα κράτη» («failed states») όπου δεν ίσχυε το διεθνές δίκαιο. Το βιβλίο «Η μεγάλη σκακιέρα» του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, (5) πρώην συμβούλου του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ, έγινε το «ευαγγέλιο» της μονομερούς προσέγγισης των αμερικανών ιθυνόντων.
Σημασία, πλέον, δεν έχει ο εχθρός, αλλά η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας: «Αφού η χωρίς προηγούμενο ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καταδικασμένη να μειωθεί, προτεραιότητα στο εξής έχει η διαχείριση της ανάδυσης νέων παγκόσμιων δυνάμεων με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να μη θέτουν σε κίνδυνο την αμερικανική υπεροχή». (6)
Η επανάκτηση του ελέγχου των θεσμών στρατηγικού προβληματισμού από τους νεο-συντηρητικούς θα αποτελέσει σημαντική καμπή.
Το 1997 οι νεο-συντηρητικοί ιδρύουν το Project for a New American Century (PNAC), το οποίο προσδιορίζεται ως εκπαιδευτικός οργανισμός με κύρια προτεραιότητά του για τον 21ο αιώνα «η αμερικανική πρωτοκαθεδρία να είναι επωφελής για την ίδια τη χώρα αλλά συγχρόνως και για τον υπόλοιπο κόσμο».
Η έκθεση «Rebuilding America’s defenses» («Ανοικοδομώντας τις αμερικανικές άμυνες»), η οποία συντάχθηκε από τα μέλη του PNAC πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, χαρακτηρίζει θεμιτή και νόμιμη την αρχή των προληπτικών πολέμων και της χρήσης μικρής δυναμικότητας πυρηνικών όπλων.
Στις δημοκρατικές χώρες οι στρατηγικοί αναλυτές υποχρεώνονται να εργάζονται με διαφάνεια, σε κάποιον βαθμό, και να εκφράζουν τις απόψεις τους δημόσια, με επίσημο ή ημιεπίσημο τρόπο: Λευκή Βίβλος για την Άμυνα, στη Γαλλία, το 1994 και το 2008, «Strategic Defence Review» (SDR) το 1998 και «SDR New Chapter» το 2002 στη Βρετανία, «Towards a grand strategy for an uncertain world, Renewing Transatlantic Partnership» [«Προς μια φιλόδοξη στρατηγική σε έναν αβέβαιο κόσμο. Η ανανέωση της διατλαντικής συνεργασίας»], στις Ηνωμένες Πολιτείες (2007) κ.λπ.
Ολες αυτές οι εκθέσεις εξηγούσαν ότι δεν υπάρχουν πλέον σοβαροί εχθροί, αλλά ότι η αμυντική προσπάθεια έπρεπε να διατηρηθεί, υιοθετώντας μια στρατηγική προσέγγιση και παρέχοντας διάφορες βάσεις νομιμοποίησης: ο εχθρός, οι απειλές, η καταστροφή του πλανήτη έχουν αντικατασταθεί πλέον από «προκλήσεις», «αβεβαιότητες», «κρίσεις», «κινδύνους», «μεταλλάξεις» ή «συμφέροντα».
Από μηχανής εχθροί
Ελλείψει εχθρών, ο αμερικανικός στρατηγικός προβληματισμός έχει αφοσιωθεί σε έναν «τεχνολογικό φετιχισμό»: η «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» [Revolution in Military Affairs], που προωθεί ο οργανισμός Office of Net Assessment του Αντι Μάρσαλ, εγκωμιάζει τα λεγόμενα «όπλα ακριβείας» και προσπαθεί να καταστήσει τον πόλεμο αποδεκτό, υποστηρίζοντας ότι τα όπλα αυτά περιορίζουν τις παράπλευρες απώλειες και μειώνουν τον αριθμό των νεκρών.
Στη συνέχεια, εμφανίζεται η θεματική του κυβερνο-πολέμου (της οποίας ο ιός της χιλιετίας θα αποτελέσει τη δημόσια εκδοχή), (7) η αντι-πυραυλική άμυνα, οι προσεγγίσεις C2Ι, C3Ι, C4Ι και, τώρα πια, C5Ι, (8) η «διαφάνεια» του πεδίου της μάχης, η αρχιτεκτονική των συστημάτων διαχείρισης συστημάτων κ.λπ.
Στην τάση αυτή ανταποκρίθηκε η προτίμηση για την τεχνική συλλογή πληροφοριών σε βάρος των ανθρώπινων δικτύων πληροφόρησης, που έδειξε τα όριά της τόσο στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου όσο και, στη συνέχεια, στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ.
Όλες οι παραπάνω τεχνολογικές κατακτήσεις στόχευαν προς έναν αντίπαλο που θα υιοθετούσε παραδοσιακές τεχνικές πολέμου. Δεν βρέθηκε παρά μόνο ένας: ο Σαντάμ Χουσέιν, κατά την πρώτη φάση του πολέμου στο Ιράκ (20 Μαρτίου-1η Μαΐου 2003). Έκτοτε, οι εμπόλεμοι εγκατέλειψαν τις κατά μέτωπον αναμετρήσεις.
Οι επιθέσεις εναντίον του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου και του Πενταγώνου ήρθαν να γενικεύσουν το φόβο. Έτσι, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο Νεότερος κήρυξε τον πόλεμο σε... διάφορες «έννοιες»: τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» και της «διάδοσης των πυρηνικών όπλων».
Όρισε τους εχθρούς με αυθαίρετο τρόπο: Ιράν, Ιράκ, Β. Κορέα -κράτη που, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με την 11η Σεπτεμβρίου- ξεχνώντας τους «πυρηνικούς συμμάχους» (Ισραήλ, Πακιστάν, Ινδία) ή κράτη στα οποία ορισμένες υπηρεσίες διατηρούν δεσμούς με τρομοκρατικές οργανώσεις (Σαουδική Αραβία, Πακιστάν). Εντούτοις, η υπόδειξη του κινδύνου δεν αρκεί, πρέπει και ο κίνδυνος να καταστεί με κάποιο τρόπο απειλητικός.
Έτσι, οι στρατηγικοί αναλυτές έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν τρεις κλασικές μεθόδους: την υπερτροφία της απειλής, τον παραλογισμό του αντιπάλου και την αγριότητά της απειλής του.
Προστέθηκε, επίσης, η θεματική της μυστικότητας και της συνωμοσίας («μυστικός πόλεμος», «μυστικά αρχεία»), της δαιμονοποίησης («φάσμα», «ισλαμικό νεφέλωμα», «ζόμπι», «φανατικοί», «αόρατος εχθρός»), με την ανακύκλωση μέρους του παλαιού κλασικού ψυχροπολεμικού λεξιλογίου («ισλαμιστική Διεθνής», «3ος ολοκληρωτισμός», «άξονας του Κακού»... ).
Ωστόσο, έναν χρόνο πριν από την 11η Σεπτεμβρίου δεν γινόταν λόγος για συνεχή τρομοκρατία και ακόμη λιγότερο για ισλαμισμό: ο Μπρους Χόφμαν, αμερικανός ειδικός του οργανισμού RAND σε θέματα τρομοκρατίας, εξέφραζε τη λύπη του για τη μείωση του ερευνητικού προσωπικού.
Οι αποδιοπομπαίοι
Η στρατηγική του ισχυρού απέναντι στον «τρελό», την οποία διατυπώνει ο Φρανσουά ντε Ροζ, (9) επιτρέπει τη δημιουργία κλίματος τρόμου γύρω από τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.
Ορισμένα από τα κράτη που θέλουν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα περιγράφονται ως «απρόβλεπτα» (Ιράν, Βόρεια Κορέα) -σε αντίθεση με τις «φίλες» χώρες (Ισραήλ, Πακιστάν)- και χρησιμεύουν ως φόβητρο για να εξηγούν τις απειλές. Ακόμη και ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, όπως στην περίπτωση του Ιράκ. Σ’ αυτή την περίπτωση οι κατασκευασμένες εκθέσεις των αμερικανικών και βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών έκαναν λόγο για την ύπαρξη προγραμμάτων κατασκευής όπλων μαζικής καταστροφής, χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στη χώρα.
Μέσα σε μια δεκαετία, η παγκόσμια σταθερότητα που εγγυούνταν οι δύο υπερδυνάμεις έδωσε τη θέση της σε κρίσεις με αυστηρά περιφερειακές διαστάσεις (Γιουγκοσλαβία, Σομαλία, Τιμόρ, Αϊτή). Όμως, ποιος ιεραρχεί τις κρίσεις και τους κινδύνους; Ποιος αποφάσισε ότι στη Σομαλία εκτυλισσόταν μια κρίση το 1993; Ποιος ανακάλυψε ότι το Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν έγινε ξαφνικά άμεση απειλή; Η διαμόρφωση της ατζέντας θέτει και τους όρους της συζήτησης.
Η Ευρώπη μάλλον ακολούθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά επεξεργάστηκε τη δική της στρατηγική ταυτότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με σημαντικό ρόλο σε διάφορες κρίσεις, δεν αποτελεί κράτος και δεν διαθέτει καμία υπηρεσία αστυνόμευσης ή συλλογής πληροφοριών ούτε και κάποιο υπουργείο Εξωτερικών που θα μπορούσε να της παρέχει εμπιστευτική πληροφόρηση. Επομένως, για την ανάλυση της διεθνούς κατάστασης εξαρτάται πλήρως από ειδικευμένους αναλυτές του εξωτερικού.
Τι έχει, όμως, στη διάθεσή της;
Το Ινστιτούτο Μελετών Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IES) που ιδρύθηκε το 2002 αριθμεί μόλις δέκα ερευνητές πλήρους απασχόλησης.
Η προσέγγισή του βασίζεται σε μια ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά στις αποστολές που του ανατίθενται διαπιστώνει κανείς έναν έντονα αμερικανοκεντρικό τρόπο σκέψης, καθώς, σύμφωνα με το ιδρυτικό καταστατικό του. (10) Το Ινστιτούτο επιδιώκει «τη συνεργασία πανεπιστημιακών, υπηρεσιακών παραγόντων, ειδικών επιστημόνων και κρατικών αξιωματούχων των κρατών-μελών, άλλων ευρωπαϊκών χωρών, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, με σκοπό τη διερευνητική ανάλυση των αμυντικών θεμάτων (...) και τον εμπλουτισμό του διατλαντικού διαλόγου για το σύνολο των ζητημάτων ασφαλείας».
Το ευρωπαϊκό στρατιωτικό κατεστημένο και ο κύκλος της διανόησης έχουν προσβληθεί από την οντολογία του ατλαντισμού, ανήμποροι να προσεγγίσουν την παγκοσμιοποίηση παρά σαν κάποια προβολή της σημερινής εικόνας της, δηλαδή ενός αμερικανικού κέντρου και μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρινής περιφέρειας.
Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή στρατηγική προοπτική έπρεπε να αρθρωθεί γύρω από τέσσερα κεντρικά ζητήματα: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπεύθυνες για τη χρηματοπιστωτική, στρατηγική και πολιτισμική κρίση, θα διαθέτουν αύριο την ίδια νομιμοποίηση για να διασφαλίσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους;
Ακόμη και όσοι υποστήριξαν τυφλά τις καταχρήσεις της περιόδου Μπους στοιχίζονται σήμερα πίσω από τη ριζική κριτική που του ασκεί ο Μπαράκ Ομπάμα, όπως κάποτε οι ορθόδοξοι κομμουνιστές υιοθετούσαν την έκθεση Χρουστσόφ (με τη ριζική κριτική της στον σταλινισμό) για να αποδείξουν ότι η Μόσχα είχε πάντα δίκιο.
Η ανακύκλωση της ρητορικής με βάση την οποία η δημοκρατία φέρνει την ειρήνη και μόνο τα δικτατορικά καθεστώτα είναι φιλοπόλεμα μοιάζει κάπως ανεπαρκής με όρους διεθνούς ασφάλειας, κάτω από το φως των κρίσεων σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Πακιστάν.
Η Ευρώπη, εγκλωβισμένη στα θεσμικά προβλήματά της, μπορεί και πρέπει να γίνει διεθνής δύναμη; Εάν ναι, με ποιους όρους; Η προσέγγιση των διεθνών σχέσεων αποκλειστικά με τον τρόπο των αμερικανών στρατηγικών αναλυτών, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν οικοδομηθεί πάνω στη συναίνεση και τη διαπραγμάτευση, είναι χαρακτηριστικό διανοητικής ημιπληγίας.
Η ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα
Η Ευρώπη πρέπει να διαθέτει δικές της δυνάμεις για να αξιολογεί τις διεθνείς κρίσεις. Ποιες κρίσεις θα μπορούσαν να την απειλήσουν και ποια είναι τα πρόσφορα, στρατιωτικά ή μη, μέσα για την επίλυσή τους; Οφείλει να διαθέτει δικές της στρατηγικές προσεγγίσεις που να προκρίνουν την εξουδετέρωση της απειλής παρά την καταστροφή της;
Αρκετοί ευρωπαίοι στρατηγικοί αναλυτές αναρωτιούνται τι σκέφτονται οι Αμερικανοί για κάποιο ζήτημα διεθνούς πολιτικής αντί να προβληματιστούν για το τι θα έπρεπε να σκέφτεται η Ευρώπη. Κάτι τέτοιο ισχύει για την ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης ή για τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον περασμένο Ιούνιο, δεν προβλήθηκε κάποια σαφής ευρωπαϊκή στρατηγική προσέγγιση, εκτός από την παροχή εγγυήσεων για την επιβίωση του μόνου διεθνούς στρατιωτικού οργανισμού του πλανήτη. Στο πλαίσιο του Οργανισμού η Ευρώπη δεν έχει τα στρατιωτικά μέσα για να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»