Η Ινδία σήμερα συγκαταλέγεται στους ισχυρούς του πλανήτη, όχι για την αριθμητική υπεροχή της, ούτε για το ημιεπίσημο καθεστώς πυρηνικού έθνους που απολαμβάνει από το 1998 (1), αλλά χάρη στην οικονομική της εξάπλωση. Το διεθνές πλαίσιο, με το συντριπτικό ναυάγιο του μονοπολικού αμερικανικού μοντέλου, συνέβαλε τα μέγιστα για να την εμφανίσει ως αυτό που είναι εκ φύσεως: ένας από τους έξι ή επτά πόλους επιρροής παγκοσμίως, μαζί με τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ευρώπη, την Ιαπωνία και, ενδεχομένως, τη Βραζιλία.
Παγκόσμιος γίγαντας σε πλήρη άνοδο, η Ινδία σκοπεύει να παγιώσει αυτήν την εικόνα στις συνειδήσεις. Ξεφορτώνεται τον αιώνιο τίτλο του απλού τοπικού παράγοντα που είναι προσκολλημένος σε μια «ηθική διπλωματία» (2), κληροδότημα από την εποχή του Νεχρού (η οποία σήμερα επικρίνεται με άκρα αυστηρότητα), με τρόπο που να έχει πλήρη πρόσβαση στην «αέναη γιορτή των μεγάλων δυνάμεων», σύμφωνα με τη ζωηρή -και κάπως ειρωνική- έκφραση του συγγραφέα Σουνίλ Κιλνάνι (3) Πάνε οι εποχές που (το 2001) ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, με το μυαλό μπλοκαρισμένο στον ψυχρό πόλεμο και ενοχλημένο από τους ισχυρούς πυρηνικούς δεσμούς μεταξύ Μόσχας και Νέου Δελχί, ξεχνιόταν σε σημείο που να δηλώνει ότι η Ινδία ήταν «απειλή για άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δυτικής Ευρώπης και των χωρών της Δυτικής Ασίας (4)». Κανένας αμερικανός αξιωματούχος δεν θα διακινδύνευε πλέον μια τέτοια έλλειψη τακτ.
Με όλους τους μεγάλους να τους εκθειάζουν -εκτός από την Κίνα- οι Ινδοί διαθέτουν τη σχετική πολυτέλεια να επιλέγουν τους συμμάχους τους. Με πρώτο στόχο να γίνουν μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, περιμένουν ανυπόμονα να κρίνουν τις προθέσεις της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα, την οποία θεωρούν εκ των πραγμάτων λιγότερο φιλοϊνδική από την προηγούμενη, κυρίως σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη διένεξη που φέρνει αντιμέτωπο το Νέο Δελχί με το Πακιστάν σχετικά με το Κασμίρ.
Για τον Κριστόφ Ζαφρελό, η πολιτισμική αλλαγή είναι βαθιά: «Από μεγάλος υπηρέτης της ηθικής, η Ινδία τείνει να γίνει προάγγελος της ρεαλιστικής προσέγγισης στις διεθνείς σχέσεις (5)». Ο Χαρς Β. Παντ, ειδικός σε ινδικά θέματα, καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου, προτιμά να υπογραμμίζει την επιστροφή της «εμπιστοσύνης της ίδιας της Ινδίας στο διεθνές κύρος της (6)».
Νέα στρατηγική
Για να εδραιώσει τη θέση της, η χώρα επιχειρεί να θεμελιώσει τρεις άξονες. Πρώτον, καλείται να φροντίσει ώστε η παγκόσμια οικονομική κρίση να μη χαλάσει τα αναπτυξιακά της σχέδιά της. Δεύτερον, οφείλει να κεφαλαιοποιήσει την εκπληκτική διπλωματική επιτυχία που αντιπροσωπεύει η συμφωνία για ειρηνική χρήση των πυρηνικών που διαπραγματεύτηκε το 2005 με την Ουάσιγκτον (συμφωνίες Τζορτζ Μπους - Μανμόχαν Σινγκ) και την οποία επικύρωσε το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 2008. Η εν λόγω συμφωνία θέτει ξανά υπό διαπραγμάτευση τους ιερούς κανόνες της συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Οπλών (ΤΝΡ) και έρχεται να αποκαταστήσει την Ινδία (και τις εκατόν πενήντα ατομικές της βόμβες) ως «υπεύθυνη» στρατιωτική πυρηνική δύναμη (7).
Τέλος, ο τρίτος άξονας περικλείεται σε τρεις λέξεις: Bharatiya Sashastra Senai (οι ένοπλες δυνάμεις). Η συμβατική στρατιωτική ισχύς αντιπροσωπεύει για τη χώρα ένα διακύβευμα εξίσου σημαντικό με τα δύο πρώτα, σε μια Ασία πλήρως στρατιωτικοποιημένη. Είναι αναμφίβολα ο τομέας όπου επικεντρώνονται οι περισσότερες συζητήσεις και προβληματισμοί στα ινδικά στρατηγεία.
Σε ό,τι αφορά τον μη-συμβατικό τομέα, το Νέο Δελχί μοιάζει να έχει βρει ένα σημείο ισορροπίας. Είναι αλήθεια ότι το Φεβρουάριο του 2008 η Ινδία προχώρησε στην πρώτη εκτόξευση στρατηγικών βαλλιστικών πυραύλων (Κ-15) σε βύθιση, κι έτσι αναδείχθηκε σε πυρηνική δύναμη πρώτης γραμμής, με ικανότητα κρούσης δευτερολέπτων. Θεμελιωδώς, όμως, η ελάχιστη θέση της αξιόπιστης αποτροπής και της μη χρήσης των πυρηνικών παραμένει το αμετάβλητο δόγμα των ινδικών στρατηγικών δυνάμεων.
Ο συμβατικός τομέας είναι πολύ πιο ανοιχτός σε αλλαγές. Απέναντι στους στρατούς της Δύσης και σε μια Κίνα που εκσυγχρονίζει με ταχύτατους ρυθμούς τις δυνάμεις της, από τις τακτικές επικοινωνίες έως τα διαστημικά συστήματα, το Νέο Δελχί ψάχνει να βρει το δικό του δρόμο προκειμένου να επιβάλει την αξιοπιστία του.
Δεδομένου ότι εξαρτάται ακόμα από ένα διαχειριστικό μοντέλο ψυχρού πολέμου και από ρωσικούς εξοπλισμούς που κυριαρχούν εδώ και χρόνια (μέχρι και το 80% των εισαγωγών σε εξοπλισμούς), επιθυμεί να επιταχύνει την εξέλιξή του. Πόσω μάλλον που, σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια, η τεχνολογική επανάσταση στα συστήματα ελέγχου και επικοινωνίας, οι προκλήσεις του άτακτου πολέμου, η εμφάνιση των εξοπλισμών του διαστήματος, η ανάπτυξη των προγραμμάτων εσωτερικής ασφάλειας («homeland security») και η φρενίτιδα για την ασφάλεια των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας άλλαξαν άρδην τους παράγοντες ισχύος.
Βάσει αυτής της διαπίστωσης, οι ινδικές αστικές και στρατιωτικές ελίτ πασχίζουν να θεωρητικοποιήσουν ένα προσαρμοσμένο «μοντέλο» ασφάλειας: Ελπίζουν, εναλλάσσοντας τους ξένους προμηθευτές (8) και επενδύοντας σε μια προοδευτική πολιτιστική μεταμόρφωση, να ανατρέψουν μια στρατιωτική πρακτική που ορισμένοι εκτιμούν ότι είναι ακόμα ριζωμένη στις παραδόσεις του στρατού της Ινδίας. Τα μέσα θα ακολουθήσουν. Για το οικονομικό έτος 2009-2010 ο στρατιωτικός προϋπολογισμός γνωρίζει τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο στην ιστορία του (+23,7%), για ένα σύνολο άνω των 29 δισ. δολαρίων (20 δισ. ευρώ) (9).
Τα τρία όπλα
Με περισσότερους από ένα εκατομμύριο τριακόσιους χιλιάδες άνδρες και γυναίκες να υπηρετούν στο στρατό, η Ινδία κατέχει την τρίτη παγκόσμια στρατιωτική θέση σε όρους δυναμικού, πίσω από την Κίνα και τις ΗΠΑ. Ο στρατός ξηράς συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων. Μπορεί, όμως, η χώρα να διαθέτει επίλεκτες μονάδες -οι ειδικές δυνάμεις της χαίρουν μεγάλης εκτίμησης- η γενική κατάσταση όμως των χερσαίων εξοπλισμών είναι ανησυχητική: γήρανση του εξοπλισμού, αχρήστευση των οχημάτων, δυσκολία να διατηρηθεί σε λειτουργική κατάσταση το σύνολο των οχημάτων, όλα αυτά συγκαταλέγονται στις κυριότερες πληγές που συντηρούν το αίσθημα οργής των πεζικάριων, οι οποίοι είναι λιγότερο ευνοημένοι από τους προϋπολογισμούς έρευνας-ανάπτυξης και αγοράς απ’ ό,τι οι συνάδελφοί τους στην αεροπορία και το ναυτικό.
Το «Indian Navy» αντιπροσωπεύει μία από τις σημαντικότερες ναυτικές δυνάμεις παγκοσμίως. Δύο αεροπλανοφόρα, σύμβολα του νέου του στάτους ως παγκόσμιας ωκεάνιας δύναμης, βρίσκονται στο τελικό στάδιο κατασκευής. Το ένα αγοράστηκε από τη Ρωσία και «ρετουσαρίστηκε», το άλλο κατασκευάστηκε σε ινδικά εργοτάξια. Το εθνικό πρόγραμμα πυρηνικών υποβρυχίων Advanced Technology Vessel (ATV), το οποίο απορρόφησε σημαντικό μερίδιο πιστώσεων του ναυτικού, επικύρωσε τον Ιούλιο του 2009 ένα στάδιο-κλειδί, με την επίσημη καθέλκυση του πυρηνικού υποβρυχίου INS Arihant - πρώτο μιας σειράς πέντε υποβρυχίων, το οποίο ωστόσο δεν θα τεθεί σε λειτουργία πριν από το 2012.
Όσον αφορά στην «Indian Air Force» (IAF), είναι αναμφίβολα η πιο ευυπόληπτη συνισταμένη και η πιο προστατευμένη των ινδικών ενόπλων δυνάμεων. Απόρροια του βρετανικού δημιουργήματος του 1933, είχε αρχικά περιοριστεί -όπως συνετά επέβαλαν οι Βρετανοί- σε τακτικές αποστολές. Μετά την ανεξαρτησία θέλησε να ανέλθει σε κύρος, αποκτώντας αμερικανικά F-104, η συνεργασία όμως Ουάσιγκτον-Ισλαμαμπάντ χάλασε τα σχέδια αυτά.
Αφού αφέθηκε για πολύ καιρό στα χέρια της ρωσικής βιομηχανίας όπλων, η ινδική αεροπορία υιοθέτησε την περισσότερο αμυντική κουλτούρα των Σοβιετικών: τα Mig-21 της αεράμυνας της IAF συμβολίζουν αυτήν την κληρονομιά. Προσδοκώντας πλέον σε μια πιο στρατηγική διάσταση της «επίθεσης σε όλα τα μέτωπα», οι αεροπόροι απαιτούν συστήματα συγκρίσιμα με αυτά των δυνάμεων της Δύσης.
Η πίεσή τους είναι τέτοια που ο ινδικός στρατός είναι σήμερα ο μοναδικός πελάτης στον κόσμο στον οποίο οι Ρώσοι δέχονται να πουλήσουν συστήματα πιο εκσυγχρονισμένα από αυτά που διαθέτει ο δικός τους στρατός, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αναπτύσσουν από κοινού με το Νέο Δελχί προγράμματα πέμπτης γενιάς (10).
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Το Ισραήλ -πολύ έντονα- η Γαλλία, ακόμη και οι ΗΠΑ εκλήθησαν σε βοήθεια, παρά τον έντονο παραδοσιακό αντιαμερικανισμό που παρατηρείται στην Ινδία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η αεροπορία άνοιξε στον ανταγωνισμό είκοσι έξι εξοπλιστικά προγράμματα, εκ των οποίων το πιο εμβληματικό είναι σήμερα το Medium Multi-Role Combat Aircraft (MMRCA, μαχητικό αεροσκάφος τέταρτης γενιάς με πολλούς ρόλους). Το ινδικό αίτημα αφορά εκατόν είκοσι έξι μονάδες για σχεδόν 12 δισ. δολάρια (11).
Σε αυτό το «συμβόλαιο του αιώνα» απάντησαν οι ευρωπαϊκές Dassault, Saab και European Aeronautique Defence and Space (EADS), η ρωσική Mig, καθώς και οι αμερικανικές Boeing και Lockhead Martin, οι προσφορές των οποίων προσφάτως άλλαξαν μετά τις επισκέψεις στην Ινδία της Χίλαρι Κλίντον και του Ρόμπερτ Γκέιτς -δύο βαριά χαρτιά της κυβέρνησης Ομπάμα.
Ωστόσο, τα τραύματα αυτού που ο αρχηγός της αεροπορίας V. Κ. Verna, της IAF, αποκαλεί «τεχνολογικό απαρτχάιντ», της περιόδου του ψυχρού πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα οι Ινδοί να στοχεύουν τελικά στη δημιουργία μιας πλήρως αυτόνομης αεροναυπηγικής βιομηχανίας. Δεν επιθυμούν να ανταλλάξουν άμεσα τους δεσμούς τους με τους Ρώσους, τους οποίους γνωρίζουν άριστα, με μια εξάρτηση απέναντι στους συνηθισμένους Δυτικούς που αλλάζουν άρδην απόψεις. Για τον νικητή, όποιος κι αν είναι αυτός, το πρόγραμμα MMRCA περιλαμβάνει λοιπόν αυστηρές προϋποθέσεις τεχνολογικής ανταλλαγής: τα δεκαοκτώ πρώτα αεροσκάφη θα παραδοθούν πριν από το 2012, αλλά τα υπόλοιπα εκατόν οκτώ θα κατασκευαστούν στην Ινδία από την Hindustan Aeronautics Limited (HAL). Ομοίως, ο βιομήχανος που θα επιλεγεί θα πρέπει να επενδύσει εκ νέου στην ινδική οικονομία το μισό από το συμφωνηθέν ποσό: 6 δισεκατομμύρια δολάρια, με πρόχειρους υπολογισμούς.
Τουλάχιστον στο ναυτικό και την αεροπορία η φιλοδοξία εξοπλισμού και μεταρρύθμισης που απέχει πολύ από το «jugaad», το σύστημα D που άλλοτε πρόβαλλαν με υπερηφάνεια οι ινδοί στρατιωτικοί, αντανακλά τη γοητεία που ασκεί στο Νέο Δελχί η ικανότητα της απομακρυσμένης παρέμβασης. Το 1999, στο «Defending India» («Προς υπεράσπιση της Ινδίας») (12), ο Ζασουάντ Σινγκ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, χαρακτηριζόταν υπερασπιστής της νέας αυτής προοπτικής. Ωστόσο, παρά τους θερμούς υποστηρικτές της, η τακτική προσβολής της θαλάσσιας και από αέρος ισχύος, αναμεμειγμένη με τον τεχνολογικό εντυπωσιασμό, ακόμα φαίνεται κάπως τεχνητή αναφορικά με την Ινδία. Όχι μόνο λόγω της ινδικής κουλτούρας (τα «μαύρα νερά» του ωκεανού, «kalapani», για πολύ καιρό θεωρούνταν κακόβουλα), αλλά κυρίως δεδομένων των τεράστιων προκλήσεων που ήδη τίθενται στο άμεσο γεωγραφικό περιβάλλον της χώρας.
Ο φόβος του Βορρά
Η νότια και η νοτιοανατολική Ασία, έντονη ανάπτυξη σε θέματα πυρηνικής ενέργειας, συγκεντρώνουν μια ποικιλία τοπικών διακυβευμάτων με παγκόσμιο απόηχο, από την Ταϊβάν ώς το Κασμίρ, περνώντας από τις νήσους Σπράτλεϊ. Όποιες κι αν είναι οι φιλοδοξίες για «εξαγωγές ασφάλειας» (βάσει του αμερικανικού μοντέλου -ή αντιμοντέλου), η Ινδία δεν μπορεί να παραβλέψει τις διαμάχες με το Πακιστάν και την Κίνα, ένα δίδυμο συμμάχων που από μόνοι τους συνοψίζουν τις αρχέγονες αγωνίες του Νέου Δελχί.
Μπορεί οι ινδοί στρατηγοί να επιμένουν να παρουσιάζουν το Πακιστάν ως μικρό κομπάρσο του Πεκίνου -το οποίο διαψεύδει, ως κληροδότημα της ιστορίας, μια ινδική εμμονή που παραμένει έντονη απέναντι στον αδελφό εχθρό- ακολουθούν ωστόσο βήμα προς βήμα τις κινεζικές τεχνολογικές και στρατηγικές εξελίξεις, οι οποίες τούς ανησυχούν πολύ περισσότερο και τις οποίες πολύ συχνά έχουν την τάση να υπερερμηνεύουν. «Η ασιατική γεωπολιτική πραγματικότητα καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, μια μελλοντική "αδελφική σχέση" των δύο χώρων. Αν η Ινδία και η Κίνα εξακολουθήσουν να ενδυναμώνονται τα επόμενα χρόνια, ο ανταγωνισμός στο επίπεδο της ασφάλειας θα είναι αναπόφευκτος», κρίνει ο Παντ (13).
Η πρόσφατη ινδική απόφαση να αποκλειστεί, το 2009, ο κινεζικός στρατός από τη δεύτερη σύνοδο του Indian Ocean Naval Symposium (IONS) (14) επιβεβαιώνει την αυξανόμενη δυσπιστία. Για το Νέο Δελχί φαίνεται αδιανόητο το Πεκίνο να παρευρίσκεται στο συγκεκριμένο φόρουμ, που συγκεντρώνει τους αρχηγούς των γενικών επιτελείων ναυτικού των χωρών του Ινδικού Ωκεανού και το οποίο δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 2008 υπό την αιγίδα του.
Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από πλευράς των Κινέζων, κατά τις οποίες οι εφημερίδες χλεύαζαν την έννοια του «ωκεανού των Ινδιών» και έκαναν τον παραλληλισμό με την άρνηση του Νέου Δελχί να δει το Πεκίνο -παρά τις προσκλήσεις άλλων μικρότερων μελών (15)- να συμμετέχει ως «πλήρης» παρατηρητής της Οργάνωσης για την Περιφερειακή Συνεργασία της Νότιας Ασίας (ΟΠΣΝΑ, περισσότερο γνωστή με το αγγλικό όνομα South Asian Association for Regional Cooperation, SAARC (16).]
Η ινδική εμμονή με το «μαργαριταρένιο κολιέ», μια σειρά από κινεζικές ναυτικές βάσεις υπό εγκατάσταση, από τη θάλασσα της Νότιας Κίνας και τον Ινδικό Ωκεανό ώς τις ακτές της Αφρικής (το Πεκίνο γλυκοκοιτάζει τις Σεϋχέλλες), εξηγεί γιατί η Ινδία επιδιώκει να κρατηθεί το Πεκίνο μακριά από αυτήν την περιοχή, την οποία ξεκάθαρα διεκδικεί το Νέο Δελχί (17). Παρ’ όλα αυτά, η ροή της παγκόσμιας ναυτιλίας στην περιοχή καθώς και τα αμφιλεγόμενα αισθήματα των γειτονικών χωρών προς την Ινδία (ξεκινώντας από το Πακιστάν, τη Σρι Λάνκα, τη Βιρμανία ή, μέχρι πρόσφατα, τις Μαλδίβες) συγκλίνουν προκειμένου να διευκολύνουν την αυξανόμενη παρουσία του ναυτικού του κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού σε αυτό που δεν είναι πια -αν υπήρξε ποτέ- ο «ωκεανός των Ινδιών».
Στο μεταξύ, η κούρσα ανάμεσα στις δύο ναυτικές δυνάμεις ενάντια στη σομαλική πειρατεία ανέδειξε επίσης έντονα την αναδυόμενη ωκεάνια εχθρότητα. Σε αυτό το ναυτικό ζήτημα προστίθεται η μονιμότητα των χερσαίων σημείων τριβής. Περισσότερο από ποτέ, ο γενικός μηχανισμός των ινδικών στρατευμάτων παραμένει οργανωμένος γύρω από τις συνοριακές διεκδικήσεις.
«Παγωμένη» διαμάχη
Το Κασμίρ, η ινδική Αλσατία-Λορένη, παραμένει το βασικό απόστημα στα βορειοδυτικά, στο οποίο προσκολλάται, στην ίδια περιοχή, η «παγωμένη» διαμάχη που φέρνει αντιμέτωπες την Κίνα και την Ινδία αναφορικά με την κατοχή του Ακσάι Σιν (ένα μέρος του οποίου δόθηκε στους Κινέζους το 1963 από το Ισλαμαμπάντ). Η πιο σημαντική από τις χερσαίες ινδικές δυνάμεις, το Northern Command, διοικεί τη γραμμή του μετώπου εκεί.
Στα βορειοανατολικά, η διαμάχη με την Κίνα αναφορικά με την Αρουνάσαλ Πράντες δεν έχει λήξει. Γενικότερα, τα οκτώ κρατίδια της ζώνης αυτής, τα οποία συνδέονται με την ινδική χερσόνησο μόνο μέσω της στενής λωρίδας του Σιλιγκούρι (από είκοσι ένα έως σαράντα χιλιόμετρα πλάτος), συγκεντρώνουν συνεχώς την ανησυχία των γενικών επιτελείων του Νέου Δελχί. Ένα κομμάτι της περιοχής έκλεισε για τους ξένους για περίπου σαράντα χρόνια.
Οι αυτονομιστές επαναστάτες αφθονούν, καθώς οι κουλτούρες που κυριαρχούν είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της χερσονήσου. Το Ενωμένο Μέτωπο Απελευθέρωσης του Άσαμ (United Liberation Front of Asom, ULFA) αμφισβητεί συνεχώς τις ινδικές αρχές, που με τη σειρά τους υποπτεύονται το Πεκίνο ως υποκινητή.
Νοτιότερα, από το Μπαγκλαντές, μουσουλμανική «σφήνα» που βρίσκεται στο κέντρο του δέλτα του Βραχμαπούτρα και αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά, προκαλείται σημαντική μεταναστευτική ροή προς την Ινδία. Αυτή με τη σειρά της χρησιμοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις (πενήντα χιλιάδες άντρες) προκειμένου να ανακόψει το κύμα, και έχει επιδοθεί, παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες, στην κατασκευή ενός διαχωριστικού τείχους (τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα συρματοπλέγματος) για να αποθαρρύνει κάθε μαζική είσοδο πληθυσμών.
Η επιτήρηση ενισχύεται σήμερα από μη επανδρωμένα αεροσκάφη παρακολούθησης. Η κατάσταση αυτή υπενθυμίζει ότι, παρά την αποφασιστική βοήθεια που προσέφερε το 1971 η Ινδία στο Μπαγκλαντές κατά την απόσχισή του από το Δυτικό Πακιστάν, ποτέ τα δύο κράτη δεν ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς. Το Σιταγκόνγκ, το βασικό λιμάνι του Μπαγκλαντές, φιλοξενεί πια έναν σταθμό για το κινεζικό ναυτικό, καθώς το Πεκίνο έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ αποκαταστήσει το στρατιωτικό τμήμα των λιμενικών εγκαταστάσεων.
Ισότιμα με τις μεγάλες τριβές στον ωκεανό, τα χερσαία αγκάθια σχηματίζουν το γενικό πλαίσιο στο οποίο ξεδιπλώνεται η συλλογιστική της ινδικής άμυνας. Η κοινή γνώμη ενθουσιάζεται για τέτοιου είδους διακυβεύματα. Έτσι, ο αριθμός των ειδικών περιοδικών και των think-tanks άμυνας εκτινάχθηκε εδώ και δέκα χρόνια, από το «Centre for Air Power Studies» της IAF στο «Strategic Foresight Group» και το «South Asia Analysis Group», του πρώην υπεύθυνου του ινδικού αντιτρομοκρατικού τομέα Μπαχουκουτούμπι Ραμάν, ο οποίος θεωρείται υποστηρικτής της σκληρής γραμμής ασφάλειας, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Η συζήτηση φουντώνει και μερικές φορές καταλήγει σε πολεμική. Περιλαμβάνει, όπως σε όλες τις χώρες, τις συνηθισμένες εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των οπαδών για την επιλογή ανάμεσα σε ξηρά, θάλασσα και αέρα.
Για να ενισχύσουν τις απόψεις τους, οι ειδικοί επιχειρούν αναλυτική επανεξέταση των ινδικών «επιχειρησιακών δοκιμών». Η αναδρομή αυτή προσφέρει στη στρατηγική σκέψη μοντέλα συμβατικών πολέμων (εκστρατεία του Κασμίρ του 1947-1948, σινο-ινδικοί πόλεμοι του 1962 και ινδο-πακιστανικοί του 1965 και του 1971), «περιορισμένων» πολέμων (επιχειρήσεις του ΟΗΕ στο Κονγκό το 1961-1962), επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης (Indean Peace Keeping Force [IPKF] στη Σρι Λάνκα το 1987, επιχείρηση «Κάκτος» στις Μαλδίβες το 1988) και «μεικτές» επιχειρήσεις (πόλεμος του Καργκίλ, ο λεγόμενος και «των παγετώνων», το 1999 στο Κασμίρ).
Παρ’ όλο που, πολιτιστικά και τεχνολογικά, η ιστορική κληρονομιά και τα συνοριακά βάρη ευνοούν πάντα το μοντέλο των βαρέων δυνάμεων, ο ινδικός στρατός παίζει το χαρτί της προσαρμογής, τεχνολογικής και τακτικής μαζί. Γι’ αυτό, οι εναέριες δυνάμεις που ήρθαν αντιμέτωπες με τη ναξαλική επανάσταση (18) στην κεντρική Ινδία και με τα αυτονομιστικά κινήματα βορειανατολικά (19), μελετούν εξονυχιστικά τα μαθήματα από την εναέρια επίθεση του 2008 στη Σρι Λάνκα, αναζητώντας τρόπους να τα εφαρμόσουν σε τακτική αντεπανάστασης (συντονισμός εδάφους-αέρος, χρησιμοποίηση μη επανδρωμένων αεροσκαφών).
Οι ασκήσεις Hind Shakti του στρατού ξηράς το Μάιο του 2009 στο Πουντζάμπ εξομοίωναν μια επιδρομή στο Πακιστάν, δοκιμάζοντας μια πιο ήπια μορφή Blitzkrieg (ευέλικτη μορφή πεζικού και αρμάτων που συνεργάζονται σε συνδυασμένες ομάδες), εμπνευσμένη από τις πιο τολμηρές μορφές τακτικής της ρωσικής σχολής χρήσης των αρμάτων.
Με αποκαλυπτικό τρόπο, στις ίδιες αυτές ασκήσεις φαίνεται πως χρησιμοποίησαν νέα διαστημικά μέσα: Τον Απρίλιο του 2009 η Ινδία έθεσε σε τροχιά έναν κατασκοπευτικό δορυφόρο ισραηλινής προέλευσης με ικανότητα παρακολούθησης παντός καιρού, τον Risat-2, με σκοπό να παρακολουθεί τα πακιστανικά σύνορα. Όπως και το Πεκίνο (δεδομένου ότι οι Ινδοί στρατηγοί εποφθαλμιούσαν το εξειδικευμένο στρατιωτικό «ιδιωτικό κανάλι» του κινεζικού δορυφορικού συστήματος Μπεϊντού), το Νέο Δελχί επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τις δικές του διαστημικές προόδους προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη θέση του ως στρατηγικού μοχλού της αναπτυσσόμενης στρατιωτικοποίησης του διαστήματος. Στόχος, να μην υπολείπεται σε σχέση με το Πεκίνο.
Σύμφωνα με τους στρατιωτικούς, η στρατηγική αυτή απαιτεί επενδύσεις σε έναν επιθετικό μηχανισμό διαστημικής άμυνας επειδή, «σε ένα ενδεχόμενο σενάριο περιορισμένης σύγκρουσης, η Κίνα δεν θα δίσταζε να τυφλώσει ή να καταστρέψει επιλεκτικά τους δορυφόρους παρατήρησης προκειμένου να αποδυναμώσει το ινδικό δυναμικό, στερώντας μας έτσι την απαραίτητη γνώση του πεδίου μάχης», προειδοποιεί ο αντιστράτηγος Καζά Λαλιτέντρα της IAF (20).
Οι δύο σχολές
Οι εσωτερικές συζητήσεις για τις μορφές υψηλής και χαμηλής έντασης μάχης, από τον πόλεμο στα βουνά μέχρι την κυριαρχία του διαστήματος, ή ακόμα για το ιδανικό μέγεθος των ινδικών ειδικών δυνάμεων, διεξάγονται ως υποσύνολα δύο άλλων συζητήσεων, που προκύπτουν από τα γεωπολιτικά διακυβεύματα της νέας Ινδίας.
Η πρώτη παίρνει τη μορφή του διλήμματος που έχει ήδη τεθεί ανάμεσα σε ένα αμυντικό μοντέλο που επικεντρώνεται στις συνοριακές προτεραιότητες και ένα άλλο, πιο φιλόδοξο, μοντέλο, αυτό της παγκόσμιας «προβολής ισχύος», του οποίου οι υπερασπιστές, ενθαρρυμένοι όπως είδαμε από την κινεζική προώθηση -κυρίως από θαλάσσης, με το «μαργαριταρένιο κολιέ»- επιβάλλουν όλο και περισσότερο τα επιχειρήματά τους στα γενικά επιτελεία.
Η θεωρητική αυτή διχογνωμία εντοπίζεται κυρίως στο ναυτικό, καθώς οι μεν, επηρεασμένοι από τη σοβιετική σχολή, θεωρούν το στόλο ως απλό βοηθό που συμβάλλει στην τοπική πυρηνική ισορροπία, ενώ οι δε, που έχουν περάσει από τις αμερικανικές ακαδημίες, επιδιώκουν να αναστείλουν την κινεζική εξάπλωση με μια πιο επιθετική αντιπυραυλική ωκεάνια στρατηγική (21).
Η δεύτερη συζήτηση στοχεύει να πείσει την πολιτική εξουσία για τον εύθραυστο χαρακτήρα της πολυπολιτισμικής Ινδίας απέναντι στην τρομοκρατία. Στηριζόμενοι στις ισλαμιστικές επιθέσεις στη Βομβάη (εκατόν εβδομήντα νεκροί στις 26 Νοεμβρίου 2008), ορισμένοι απαιτούν μια μεγαλύτερη σύγκλιση ανάμεσα στην άμυνα και την ασφάλεια (στρατιωτικοποιημένο μοντέλο «homeland security»).
Για τον υπουργό Οικονομικών Πρανάμπ Μουχέρτζι, ο οποίος παρουσίασε στις 7 Ιουλίου 2009 το νέο προϋπολογισμό της Ένωσης, «οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βομβάη έδωσαν μια εντελώς νέα διάσταση στη συνοριακή τρομοκρατία. Ξεπεράστηκε ένα όριο. Το περιβάλλον ασφαλείας μας χειροτέρεψε σημαντικά». Η τάση αυτή σήμερα είναι κυρίαρχη: Η χώρα είναι έτοιμη να αποκτήσει, στα τρία επόμενα χρόνια, εξοπλισμούς ασφάλειας των συνόρων (μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτήρησης, μικρά πλοιάρια, βιομετρικά διαβατήρια, ελικόπτερα διακομιδής, οπλισμό αστικής μάχης), με αντίτιμο πάνω από 10 δισεκατομμύρια δολάρια (22). Όσο για τις ινδικές ειδικές δυνάμεις, το δυναμικό τους αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, καθώς επιχειρείται εξισορρόπηση ανάμεσα στα επίλεκτα στρατεύματα του υπουργείου Εσωτερικών και τις στρατιωτικές μονάδες, προς όφελος των τελευταίων. Στόχοι, ο αντιτρομοκρατικός αγώνας και οι αστικές παρεμβάσεις.
Η μεγάλη αλλαγή
Αντικείμενο αυτών των στρατηγικών και πολιτισμικών συζητήσεων είναι ο ινδικός στρατός, ο οποίος, παρά τη διαμόρφωση μιας όλο και πιο έντονης τεχνολογικής τακτικής, είναι ένα παχύδερμο που θα αργήσει να μεταμορφωθεί. Μπορεί άραγε η οικονομική συγκυρία να επιβραδύνει την αμυντική φιλοδοξία του Νέου Δελχί;
Τα επίσημα χείλη το αποκλείουν. Για τον Πραντεέπ Κουμάρ, υπεύθυνο της στρατιωτικής παραγωγής προτού οριστεί υπουργός Άμυνας τον Ιούλιο του 2009, «ο εκσυγχρονισμός των ινδικών ενόπλων δυνάμεων θα συνεχιστεί (...). Η οικονομική κρίση δεν θα έχει καμία επίδραση στην υλοποίησή του (23)». «Ηθικό» και ανεξάρτητο, παράπλευρο θύμα του πολυπολιτισμικού ρεαλισμού, το παράδειγμα Νεχρού ζει τις τελευταίες του στιγμές στο μυαλό των Ινδών.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»