Τον Αύγουστο του 2009, σε μια παρέμβαση μέσω βίντεο που αναρτήθηκε στο μπλογκ του, ο Ντιμίτρι Μεντβέντεφ απευθύνθηκε στον λαό του... και στους ουκρανούς γείτονές του. Παρά το ειδυλλιακό φόντο πίσω από τον ρώσο πρόεδρο, το μήνυμα ήταν επιθετικό. «Οι διμερείς μας σχέσεις δεν ήταν ποτέ τόσο τεταμένες. Η ηγεσία του Κιέβου ασκεί ανοιχτά αντιρωσική πολιτική μετά την επίθεση στη Γεωργία, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ουκρανικά όπλα για να σκοτώσουν ρώσους αμάχους και στρατιώτες». Η βολή στόχευε ευθέως στον ουκρανό πρόεδρο, Βίκτορ Γιούσενκο, ο οποίος υποστήριξε τον γεωργιανό ομόλογό του κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία, τον Αύγουστο του 2008.
Η ρωσική ηγεσία μπορεί να δέρνει αλύπητα τον Γιούσενκο, αλλά αυτό ουδόλως συγκινεί πλέον τη Δύση: ο άνθρωπος που υπήρξε η ελπίδα των Ευρωπαίων και μιας μερίδας Ουκρανών το 2004 έχει γίνει ο παρίας της ουκρανικής πολιτικής και κατηγορείται ότι πρόδωσε την Ανατολή και συγχρόνως απέτυχε να γοητεύσει τη Δύση. Σε σημείο, μάλιστα, ενώ είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές, να βρίσκεται χωρίς πόρους, είτε ερείσματα για να διεξαγάγει την καμπάνια του - και με ελάχιστες πιθανότητες επανεκλογής. «Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία επιδεινώθηκαν μετά την πορτοκαλί επανάσταση» συμπεραίνει ο Ανατόλι Ζλέμκο, υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας υπό τον πρώην πρόεδρο Λεονίντ Κούτσμα. «Η ομάδα του Γιούσενκο πρότεινε μια νέα φιλοσοφία στις σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία βασίζεται στον πραγματισμό και όχι πλέον στην προνομιακή φιλία».
Από το 1997, η Ρωσία και η Ουκρανία λειτουργούν στη βάση του «Big Treaty». Αυτό το συνονθύλευμα διμερών συμφωνιών καλύπτει όλους τους τομείς (ενεργειακό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό, ανθρωπιστικό...). Οι δύο χώρες, ωστόσο, δεν παύουν να έχουν τους δικούς τους στόχους, οι οποίοι ενίοτε έρχονται σε ασυμφωνία με το πνεύμα της συνθήκης. Η Μόσχα, για παράδειγμα, από την άνοδο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία κι έπειτα, έχει ως κύριο μέλημα την επέκταση της επιρροής της στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και πρωτίστως στην Ουκρανία. «Ούτε η Πολωνία, ούτε οι βαλτικές χώρες, ούτε καν ο Καύκασος δεν καταλαμβάνουν τέτοια θέση στην καρδιά των Ρώσων» ομολογούσε στα τέλη του 2008 ο Μιροσλάβ Πόποβιτς, καθηγητής φιλοσοφίας στο Κίεβο. «Ο ίδιος ο τσάρος Νικόλαος στην εποχή του δήλωνε ότι δεν θα παραχωρούσε ποτέ την Ουκρανία. Η χώρα αποτελεί κομμάτι της παραδοσιακής επιρροής του Κρεμλίνου, το οποίο δεν προτίθεται να την εγκαταλείψει». Με τη φόρα που του είχε δώσει η νίκη του το 2004, ο Γιούσενκο δεν σταμάτησε στιγμή να εξοργίζει τη Μόσχα με το να αμφισβητεί την πεπατημένη και να εφορμά σε ζητήματα που ενοχλούν.
Η πιο σοβαρή διαφωνία τους αφορά την προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη στη βορειοατλαντική στρατιωτική συμμαχία βρίσκεται από χρόνια στο μενού της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, χωρίς όμως αυτό να προκαλεί υπέρμετρες αντιδράσεις στη Ρωσία. «Το 2002 έκανα μια παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, υποδεικνύοντας ότι τελικός στόχος της σχέσης αυτής είναι η ένταξη» θυμάται ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Α. Ζλέμκο. «Είχα πολλές ευκαιρίες να συζητήσω για το θέμα με τον ρώσο πρόεδρο. Εκείνος ήταν σύμφωνος, δεχόταν την επιλογή μας. Βέβαια, ο πρόεδρος Κούτσμα είχε εξαιρετικές σχέσεις με τον Πούτιν. Βλέπονταν δεκατέσσερις, δεκαπέντε φορές τον χρόνο... Τα πράγματα τώρα είναι πολύ διαφορετικά». Η πεισματική επιμονή του Γιούσενκο να επικρίνει τη Μόσχα και οι ένθερμες σχέσεις του με τις ΗΠΑ εκνεύρισαν τη ρωσική ηγεσία, για την οποία η ένταξη στο ΝΑΤΟ αποτελεί πλέον την αιχμή του δόρατος. Σε διάταγμα του Μεντβέντεφ, τον Μάιο του 2009, η Ρωσία κρίνει «απαράδεκτο το να επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να ξεδιπλώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις στα σύνορά της». Επιπροσθέτως, τίθεται το ζήτημα του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα, ο οποίος έχει σταθμεύσει στην Κριμαία (νότια της χώρας). Το συμβόλαιο που επιτρέπει τη στάθμευσή του στη Σεβαστούπολη έως το 2017 αμφισβητήθηκε από τον Γιούσενκο κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γεωργία, αποκαλύπτοντας με σαφήνεια τις ιδεολογικές, πολιτικές και στρατηγικές διαφορές που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη Μόσχα.
Απομένει το φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί διακύβευμα μείζονος σημασίας για τους Ευρωπαίους και πυρήνα των επαναλαμβανόμενων συγκρούσεων που φέρνουν το Κίεβο σε αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Εδώ και πέντε χρόνια, οι διακρατικές συμφωνίες που συνήφθησαν τη δεκαετία του 1990 έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε αδιαφανή συμβόλαια που υπεγράφησαν απευθείας ανάμεσα στην Gazprom και τη Naftogaz, τη ρωσική και την ουκρανική κρατική εταιρεία φυσικού αερίου αντιστοίχως, και σε ένα πλήθος από μεσάζοντες. Οι κρίσεις του 2006 και του 2008, οι οποίες σφραγίστηκαν από τη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, άφησαν το ουκρανικό σύστημα εκτεθειμένο όσο ποτέ άλλοτε. Η τακτική προσδιορίζεται ξεκάθαρα: η Ουκρανία πρέπει να αποδυναμωθεί ώστε να περάσει σε άλλα χέρια το διαμετακομιστικό της σύστημα, που είναι και το μοναδικό στρατηγικό της όπλο. Η χρόνια υποχρηματοδότηση της Naftogaz και η αδυναμία της ουκρανικής ηγεσίας παίζουν αναμφίβολα σημαντικό ρόλο υπέρ της Gazprom.
Ο «πόλεμος της μνήμης», τον οποίο η Δύση είχε υποτιμήσει για μεγάλο διάστημα, έχει επίσης συμβάλει στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο Γιούσενκο, πιστός στις προεκλογικές του υποσχέσεις, αγωνίστηκε για τη σφυρηλάτηση μιας ουκρανικής ταυτότητας η οποία βασίζεται στην επανεκτίμηση της εθνικής γλώσσας και του πολιτισμού, αλλά κυρίως στην παγίωση μιας ξεχωριστής ιστορίας για τον «ουκρανικό λαό», διαφορετικής, επομένως, από εκείνη των υπόλοιπων εθνών του σλαβικού κόσμου. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η μάχη για να αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο ο «Holodomor», ο μεγάλος λιμός του 1932 - 1933. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, τα εκατομμύρια των αγροτών που πέθαναν από πείνα στις αρχές του αιώνα υπήρξαν θύματα ενορχηστρωμένης γενοκτονίας από τον Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος επιθυμούσε να βάλει τέλος στον ουκρανικό εθνικισμό. Για τους Ρώσους, η επιχείρηση αποτελεί μια απόπειρα να γραφτεί εκ νέου η κοινή ιστορία. Η άνευ προηγουμένου ιστορική ρήξη οδήγησε μάλιστα, τον περασμένο Μάιο, στη σύσταση επιτροπής στη Μόσχα που έχει ως αντικείμενο να αγωνιστεί «εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας παραποίησης της ιστορίας εις βάρος των συμφερόντων της Ρωσίας».
Ακόμα σοβαρότερο προβάλλει το χάσμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών λαών, το οποίο υποδαυλίζεται και από τις δύο πλευρές των ασαφών συνόρων. Στις αρχές του 2009, έκθεση του Κέντρου Σπουδών Ραζούμκοφ του Κιέβου κατεδείκνυε ότι οι Ρώσοι έχουν ολοένα και πιο αρνητική γνώμη για τους Ουκρανούς, αποτέλεσμα το οποίο οφείλεται κυρίως στη συκοφαντική δυσφήμιση στην οποία επιδίδονται τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Η έκθεση διαπιστώνει επίσης «την έλλειψη επαφής ανάμεσα στη διανόηση, τους ειδικούς της έρευνας και την κοινότητα των επιστημόνων, με τον διάλογο να παίρνει πρωτίστως μια κριτική μορφή, που αποτελείται από μομφές και κατηγορίες» (1). Με άλλα λόγια, η πνευματική ελίτ αναλαμβάνει την αποστολή των πολιτικών σχέσεων.
Παραμονές των προεδρικών εκλογών, οι διπλωματικές σχέσεις βρίσκονται σε νεκρό σημείο. Η Ρωσία αρνήθηκε, το περασμένο καλοκαίρι, να στείλει αντικαταστάτη του ρώσου πρώην πρέσβη στην Ουκρανία, του Βίκτορ Τσερνομίρντιν. Ύστερα από την άφιξη του Μεντβέντεφ στην εξουσία, δεν έχει γίνει καμία επίσημη συνάντηση μεταξύ των δύο προέδρων, πέρα από τη σύντομη επαφή που είχαν στο πλαίσιο της διάσκεψης της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών στην Αγία Πετρούπολη, το 2008. Το 2009, επί τη ευκαιρία της ίδιας διάσκεψης, στο Κισινάου αυτή τη φορά, ο ρώσος πρόεδρος σνόμπαρε δημόσια τον Γιούτσενκο.
Μπορούμε να αναμένουμε κάποια αλλαγή μετά τις προεδρικές εκλογές; Οι υποψήφιοι ανακατεύουν την τράπουλα, παίζοντας κατά βούληση με τον διχασμό, ο οποίος ήταν κι εκείνος που σημάδεψε πραγματικά την Πορτοκαλί Επανάσταση του 2004, είτε υπέρ της Ρωσίας, είτε υπέρ της Δύσης. Ο Βίκτορ Γιανούκοβιτς, ο οποίος ερχόταν πρώτος στις δημοσκοπήσεις, ήταν ο μεγάλος ηττημένος των προηγούμενων εκλογών. Αυτή τη φορά επιχειρεί να φτάσει πέρα από το παραδοσιακό εκλογικό του σώμα, το οποίο είναι ρωσόφωνο και βρίσκεται κυρίως στην Ανατολή. Για να το καταφέρει, πρέπει να διασκεδάσει την εικόνα της μαριονέτας που υποκινείται από τη Μόσχα. «Είναι εμφανές ότι ο δημόσιος λόγος έχει εξελιχθεί» εξηγεί ο Σάσα Τεσιέ-Σταλ, ειδικός του Διεθνούς Κέντρου Πολιτικών Σπουδών στο Κίεβο. «Ο Γιανούκοβιτς εκφράζεται λιγότερο ανοιχτά υπέρ της Ρωσίας. Καταγγέλλει μεν την ευρωπαϊκή υστερία, αλλά δεν αναθεωρεί την ιδέα που συνδέει τη μοίρα της Ουκρανίας με την Ευρώπη».
Στην πραγματικότητα, ο Γιανούκοβιτς είναι κάθε άλλο παρά ιδεολόγος. Για πολλούς ειδικούς, έχει περιορισμένο περιθώριο ελιγμών, καθώς η πολιτική του απέναντι στη Ρωσία επηρεάζεται από τα αντικρουόμενα κίνητρα των χρηματοδοτών του, ενώ παράλληλα άγεται και φέρεται από τις εσωτερικές αντιπαλότητες του πολιτικού σχηματισμού του, του «Κόμματος των περιοχών». Το κόμμα, που τα μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζουν «φιλορωσικό», αποτελεί πρωτίστως έναν συνασπισμό ουκρανών επιχειρηματιών που το βασικό τους μέλημα είναι να προασπίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο, ο Γιανούκοβιτς αποφεύγει να υιοθετήσει ιδιαίτερα τολμηρές θέσεις: «Η πλειοψηφία των ουκρανών πολιτών διατηρεί περισσότερο στενούς δεσμούς με τη Ρωσία από ό,τι με οποιαδήποτε άλλη χώρα» τονίζει. «Αν γίνω πρόεδρος, θέλω να αποκαταστήσω τις προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία και να διαγράψω τον αρνητικό απολογισμό των πέντε τελευταίων ετών».
Η βασική αντίπαλός του, η σημερινή πρωθυπουργός, Γιούλια Τιμοσένκο, παίζει και αυτή το χαρτί της πολύπλευρης στρατηγικής, έχοντας απομακρυνθεί πολύ από τις αρχικές θέσεις της πάνω στην εξωτερική πολιτική, έτσι όπως συνοψίζονταν στο άρθρο «Πώς να συγκρατήσουμε τη Ρωσία», που δημοσιεύθηκε το 2007 στο περιοδικό «Foreign Affairs» (2). Η πρώην ηγερία της Πορτοκαλί Επανάστασης, αλλοτινή συνοδοιπόρος του Γιούσενκο, ξέρει ότι, για να κερδίσει, έχει ανάγκη από την υποστήριξη της Μόσχας. Άριστη στους τακτικούς ελιγμούς, σήμερα ταλαντεύεται μεταξύ δύο πόλων. «Ο Γιανούκοβιτς έχει, σημειολογικά, περισσότερη ελευθερία κινήσεων από την Τιμοσένκο», σχολιάζει ο Σάσα Τεσιέ-Σταλ: «Η εκλογική βάση της τελευταίας βρίσκεται συγκεντρωμένη κυρίως στη Δύση και στο κέντρο, παρά στην Ανατολή. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να βγάζει λόγους υπέρ της φίλης Ρωσίας. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μιλήσει για μια Ρωσία-εταίρο. Κι αυτό, έστω κι αν η ίδια ακολουθεί φιλορωσική πολιτική». Κάτι τέτοιο μαρτυρεί και η σύμπνοια που επέδειξε το δίδυμο Πούτιν-Τιμοσένκο, σε συνάντηση που είχε τον περασμένο Νοέμβριο στη Γιάλτα, η οποία ήταν φανερό ότι εξουδετέρωνε τις νάρκες από το πεδίο του φυσικού αερίου, για χάρη της ουκρανής πρωθυπουργού, μέχρι τις προεδρικές εκλογές.
Το αουτσάιντερ της εκστρατείας, ο νεαρός Αρσένι Γιατσένιουκ, τον οποίο τα γκάλοπ φέρνουν στην τρίτη θέση, ενσαρκώνει με τον δικό του τρόπο το νέο στρατηγικό δεδομένο: «Το μήνυμά μου είναι ξεκάθαρο: αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να μας δεχθεί, είμαστε έτοιμοι και στην ώρα μας. Αλλά δεν έχω είκοσι χρόνια στη διάθεσή μου για να περιμένω την ένταξη. Οφείλω να χτίσω μια ισχυρή χώρα εδώ και τώρα». Παίρνει μάλιστα θέση υπέρ μιας Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών νούμερο 2, οριστικά στραμμένης προς ανατολάς. «Η CEI, μέχρι στιγμής, είναι κυριολεκτικά ένα σαλόνι όπου οι πρόεδροι πίνουν το τσάι τους», λέει ειρωνικά ο Γιατσένιουκ. «Πιστεύω ότι το Κίεβο είναι έτοιμο για μια νέα ενσωμάτωση με το Αζερμπαϊτζάν, τη Μολδαβία, τη Λευκορωσία, τη Ρωσία και τη Γεωργία, με κοινή πολιτική στην ενέργεια, τη γεωργία, τις μεταφορές και με κοινό οικονομικό πεδίο. Πάσχουμε όλοι από τις ίδιες ασθένειες, άρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια φάρμακα».
Ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές δηλώσεις, πάντως, τα παρασκήνια της προεκλογικής εκστρατείας ρίχνουν φως με τον δικό τους τρόπο στους στόχους και τις πρωτοβουλίες των υποψήφιων για την προεδρία. Ο Γιανούκοβιτς περιστοιχίζεται από αμερικανούς spin doctors (προπαγανδιστές-επικοινωνιολόγους), οι οποίοι, ως επί το πλείστον, πρόσκεινται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ωστόσο, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης δέχεται σημαντική χρηματοδότηση από τον ολιγάρχη Ρινάτ Αχμέτοφ, τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ουκρανίας. Ο δισεκατομμυριούχος βασιλιάς του Ντονμπάς (βιομηχανική περιοχή στα ανατολικά της χώρας) δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του για τη Ρωσία, παρ’ όλο που διατηρεί επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά την επιρροή της στον οικονομικό τομέα. Ο Ντιμίτρι Φίρτακ, ένας αμφιλεγόμενος ουκρανός επιχειρηματίας που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη γείτονα, φέρεται να έχει βάλει και αυτός το χεράκι του, χρηματοδοτώντας ταυτόχρονα και τον Γιανούκοβιτς, και τον Γιατσένιουκ. Η Τιμοσένκο, η οποία μέχρι στιγμής διεξάγει μια έξοχη επικοινωνιακή εκστρατεία, επέλεξε την εταιρεία AKPD, η οποία διεξήγαγε τη νικηφόρα εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα, το 2008. Βασικός χρηματοδότης της φέρεται να είναι ο πάμπλουτος Βίκτορ Πίντσουκ, γαμπρός του πρώην προέδρου Κούτσμα και πρώην μέντορας του Γιανούκοβιτς, το 2004. Οι διάφορες φατρίες των ουκρανών ολιγαρχών, οι οποίοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι προς το συμφέρον τους να διατηρούν καλές σχέσεις με τη Ρωσία, έχουν, επομένως, διασφαλίσει την εύνοια των βασικών υποψηφίων.
Τα φαβορί των εκλογών, δείχνοντας εκ νέου προς την Ανατολή, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ακολουθούν τη γενικότερη τάση να επανακτήσει η Ρωσία τον ηγετικό της ρόλο στην περιοχή που καταλάμβανε η πρώην Σοβιετική Ένωση. «Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, οι πάντες πλέον αναγνωρίζουν τη σημασία της Ρωσίας», εκτιμά ακόμα ο Ζλέμκο. «Και η δική μας εξωτερική πολιτική δεν είναι αποκομμένη από τους παγκόσμιους προβληματισμούς». Κυρίως, η πολιτική τάξη της Ουκρανίας δεν τρέφει πια ψευδαισθήσεις για σύντομη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία χάνει την υπομονή της ελλείψει μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Ο Πιέρ Λελούς, ο γάλλος υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για ευρωπαϊκά θέματα, το είπε, εξάλλου, με μισόλογα κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο, τον Νοέμβριο: η ένταξη δεν βρίσκεται πια στην ατζέντα, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μεσοπρόθεσμα.
Η Ρωσία, πάντως, τηρεί διακριτική στάση. Το 2004, έχοντας προφανώς υποτιμήσει την οργή των Ουκρανών απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς του Κούτσμα, ο Πούτιν πήρε θέση υπέρ του δελφίνου του, του Γιανούκοβιτς, πολλαπλασιάζοντας τις επισκέψεις και τις δηλώσεις. Η ανάμειξή του είχε «αηδιάσει» τμήμα της κοινής γνώμης. Παρά την αλλαγή μεθόδου, η στρατηγική του Κρεμλίνου απέναντι στους γείτονές του δεν έχει αλλάξει στα βασικά της σημεία. «Η Ρωσία θέλει μια σταθερή και ισχυρή Ουκρανία, πλην όμως υποταγμένη στη δική της ηγεμονία», εξηγεί ο Πέτρο Μπουρκόφσκι από το Εθνικό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών. «Η ρωσική ηγεσία επιχειρεί, αυτή τη φορά, μια πιο ήπια προσέγγιση απέναντι στην παρούσα αδυναμία του ουκρανικού κράτους κι ενώ σταδιακά απομακρύνεται η απειλή της σύντομης ένταξης της Ουκρανίας στις δομές ασφαλείας της Δύσης».